Criminal Fraud Appeal: Case 19/2011: Date 10-09-2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2011
(ΣΧ. ΜΕ 20/2011)

ΜΕΤΑΞΥ

CORNELIUS DESMOND O’DWYER

Εφεσείοντα

KAI

1. CHRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
4. MICHELLE McDONALD

Εφεσιβλήτων

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2011
(ΣΧ. ΜΕ 19/2011)

ΜΕΤΑΞΥ

MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εφεσείουσας

KAI

1. CHRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
4. MICHELLE MC DONALD

Εφεσιβλήτων

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εμφαίνονται από το φάκελο του Δικαστήριο και συνοπτικά έχουν ως εξής:

Η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι οι Εφεσίβλητοι 1, 2, 3 και 4 είναι ένοχοι για το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλον, κατά παράβαση του ‘Αρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η θέση των Κατηγορουμένων εν ολίγοις είναι ότι, το Άρθρο 303 Α του Ποινικού Κώδικα σκοπό έχει να προστατεύσει μόνο τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη της γης και τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του και, εάν ακόμα θεωρηθεί ότι προστατεύονται και άλλα πρόσωπα, όπως οι καταπιστευματοδόχοι, δεν πρέπει να γίνει δεκτή η θέση του Εφεσείοντα ότι έχει καταστεί νόμιμος δικαιούχος από την στιγμή κατάθεσης του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου στο Κτηματολόγιο.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, την απόφαση του οποίου δια της παρούσας εφεσιβάλλουμε, έκρινε ότι ο Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της υπόθεσης και συνεπώς οι Εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν απ’ όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

Στο σημείο αυτό, κρίνεται σχετικό να σημειωθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, αποφάσισε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του δικηγόρου των Κατηγορουμένων, ότι απουσίαζαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Συνοπτικά οι θέσεις του δικηγόρου των Κατηγορουμένων ήταν ότι, έχει τερματιστεί μονομερώς η Συμφωνία πώλησης του ακινήτου και ότι ο κύριος και η κυρία ODwyer, παρόλο που κατέθεσαν στο Κτηματολόγιο την Συμφωνία αγοράς του ακινήτου, δεν κατέστησαν οι ιδιοκτήτες του ακινήτου, κάτι που δεν συνάδει με την ισχύουσα Νομολογία.

ΙΙ) ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Αποτελεί θέση των Εφεσείοντων ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη και λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, ήτοι ότι οι Εφεσείοντες κατέστη ιδιοκτήτες της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας και/ή μη δίνοντας τη δέουσα βαρύτητα τόσο στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του όσο και στη νομολογία και επιχειρηματολογία που παρέθεσαν οι Εφεσείοντες δια της γραπτής τους αγόρευσης, αποφάσισε λανθασμένα ότι, «Το γεγονός ότι κατέθεσαν το Αγοραπωλητήτιο Έγγραφο (Τεκμήριο 1) στο Κτηματολόγιο δεν σημαίνει ότι αυτόματα και στο διηνεκές έχουν καταστεί οι «ιδιοκτήτες» (όπως οι ίδιοι το εννοούν) της κατοικίας».

Το εύρημα αυτό του Σεβαστού Δικαστηρίου, συγκρούεται με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διέπει το θέμα αυτό και η οποία ορίζει ότι με την εγγραφή του συμβολαίου στα κτηματολογικά αρχεία, ο αγοραστής καθίσταται ιδιοκτήτης της γης κατά το δίκαιο της επιείκειας.

Συγκεκριμένα, στην υπόθεση 1. Αντρίκκος Νίκου Χρίστου 2. Ελένη Αντρίκκου ν. Γιώργου Γεωργίου 1 Α.Α.Δ. (1999), σελ. 940 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σχετικά με τη νομική θέση του προσώπων που εγγράφουν πωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου στο Κτηματολόγιο:

Εφόσον οι εφεσείοντες απέκτησαν, με την εγγραφή του συμβολαίου στα κτηματολογικά αρχεία, δικαίωμα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, κατέστησαν οι ιδιοκτήτες της γης, κατά το δίκαιο της επιείκειας, και ο πωλητής εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος (constructive trustee) των δικαιωμάτων τους, τηρουμένων των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων βάσει της σύμβασης. Η αρχή αυτή απεικονίζεται ως εξής στο σύγγραμμα Snells Equity”, p. 195:-

As soon as specifically enforceable contract for the sale of land is made, the purchaser becomes the owner of the land in equity, and the vendor becomes a constructive trustee of the land for the purchaser, subject in each case to their respective rights and duties under the contract.

Στην Κύπρο, όπως έχουμε εξηγήσει, δικαίωμα ειδικής εκτέλεσης κτάται μόνο με την εγγραφή της σύμβασης πώλησης βάσει του ΚΕΦ.232. Καθίσταται πρόδηλο ότι οι εφεσείοντες απέκτησαν όχι μόνο κατοχή του διαμερίσματος αλλά και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του.

(υπογραμμίσεις δικές μας).

Σχετική επίσης είναι η υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστήριου Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1Β Α.Α.Δ. 881, όπου στην σελίδα 891, αναφέρονται τα ακόλουθα:

Το διαμέρισμα είχε πωληθεί σε τρίτους, οι οποίοι είχαν εγγράψει τη σύμβαση, βάσει του ΚΕΦ. 232, παρεμβάλλοντας κώλυμα στη διάθεση του διαμερίσματος από τον εφεσίβλητο στους εφεσείοντες ή σε οποιαδήποτε άλλο.”

Οι Εφεσείοντες, για σκοπούς απόδειξης των ισχυρισμών τους ότι ήταν οι δικαιούχοι ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, κάλεσαν ως μάρτυρα ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου τον κ. Πετεινάρη, λειτουργό του Κτηματολογίου, ο οποίος κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ανεξάρτητος με την υπόθεση μάρτυρας και τη μαρτυρία του οποίου το Δικαστήριο αποδέχθηκε στο σύνολο της. Ο κ. Πετεινάρης κατέθεσε ότι οι Εφεσείοντες καταχώρησαν το πωλητήριο έγγραφο της επίδικης οικίας (Τεκμήριο 1) στο Κτηματολόγιο και ανέφερε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι, με την καταχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο «κατοχυρώνεται ο αγοραστής να μην μπορεί να το πωλήσει ξανά ο πωλητής».

Περαιτέρω, ο κ. Πετεινάρης ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτό ένα πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο, το οποίο αφορά πώληση ακινήτου σε δεύτερο αγοραστή, είναι απαραίτητη η συγκατάθεση του πρώτου αγοραστή. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι, κάτι τέτοιο δεν έγινε.

Σημαντικό στοιχείο απόδειξης των ως άνω αναφερομένων, είναι επίσης το περιεχόμενο της ιστοσελίδας της ίδιας της Εφεσίβλητης 1 Εταιρείας (Τεκμήριο 10), όπου γίνεται αναφορά σχετικά με το θέμα της καταχώρησης του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο και τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, και το οποίο παραθέτω κάτωθι αυτολεξί:

10) How long after delivery can I expect to receive my title deeds?

Title Deeds generally take a minimum of two to four years depending on the property purchase. This does not mean that you cannot sell your property at any time before that. From the minute your contract of sale is registered at the land registry department the property is officially yours and you can sell your property the next minute.”

Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι οι Εφεσείοντες απέδειξαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι το πωλητήριο έγγραφο αναφορικά με την επίδικη οικία καταχωρήθηκε δεόντως στο Κτηματολόγιο και, συνεπώς, αυτό τους κατέστησε τους νόμιμους ιδιοκτήτες, κατά το δίκαιο της επιείκειας, της εν λόγω οικίας.

Επομένως, λανθασμένα κατά την ταπεινή μας θέση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείτο η συγκατάθεση του Εφεσείοντα προτού οι Εφεσίβλητοι να προβούν στην επίδικη συναλλαγή, ήτοι την πώληση της εν θέματι οικίας στην Εφεσίβλητη 4, εφόσον αυτό αντίκειται στην πάγια και καλά θεμελιωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Περαιτέρω, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή όχι επαρκώς αιτιολογημένα αποφάσισε ότι «η παρούσα διαδικασία δεν είναι η κατάλληλη για να αποφασίσει το Δικαστήριο εάν οι παραπονούμενοι είναι «δυνητικά ιδιοκτήτες» του ακινήτου (σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας) ή όχι» και ότι «η καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης είναι πρόωρη» (σελ. 20).

Ως εξηγείται και ανωτέρω, είναι η θέση μας ότι, το εάν οι Εφεσείοντες είναι ή όχι ο δικαιούχοι ιδιοκτήτες του ακινήτου μπορεί να καθοριστεί με την απόδειξη κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου εις το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, γεγονός που αυτόματα τους καθιστά με βάση τη νομολογία, ιδιοκτήτες του ακινήτου σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας. Η κατάθεση αυτή στην προκειμένη περίπτωση έχει αποδειχθεί εφόσον η μαρτυρία του Κτηματολογικού Λειτουργού, κ. Πετεινάρη ο οποίος το επιβεβαίωσε δια της μαρτυρίας του, έχει γίνει αποδεχτή από το Δικαστήριο.

Επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μη αποδεχόμενο την θέση των Εφεσειόντων ότι έχουν καταστεί δυνητικά ιδιοκτήτες της εν θέματι οικίας, δεν έλαβε υπόψη του σε ικανοποιητικό βαθμό μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του η οποία αποδείκνυε αναμφισβήτητα τη θέση αυτή.

Τέλος, με την εν λόγω απόφαση το Πρωτόδικο Δικαστήριο συγκρούεται με προγενέστερη απόφαση του αναφορικά με το εκ πρώτης όψεως ζήτημα, όπου αποφάσισε ότι συνυπάρχουν όλα τα στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Είναι περαιτέρω θέση των Εφεσειόντων ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του δεν αποδείκνυε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, ήτοι τον σκοπό της καταδολίευσης.

Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη και/ή εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και δια της οποίας αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση του δικαιούχου ιδιοκτήτη της επίδικης κατοικίας.

Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον χρόνο του σκοπού καταδολίευσης, κρίνοντας ότι ο σκοπός της καταδολίευσης των κατηγορούμενων έπρεπε να υφίσταται κατά το χρόνο κατάθεσης του Συμβολαίου στο Κτηματολόγιο από τους παραπονούμενους.

Αποτελεί ταπεινή μας πεποίθηση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του για το χρόνο που έγινε η εν λόγω «συναλλαγή». Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν έδωσε καθόλου και/ή τη δέουσα βαρύτητα στο Τεκμήριο 8, στην ύπαρξη του οποίου δεν γίνεται καμία αναφορά στην απόφαση του, το οποίο φέρει τον τίτλο “Legal Undertakings to sell and purchase” και αποτελεί σύμβαση μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 Εταιρείας και της Εφεσίβλητης 4. Το Τεκμήριο 8 αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σχετικά:

B. Whereas the 1st Party has sold the above stated property to a third pαrty

4. Whereas the 2nd Party hereby undertakes to purchase the aforesaid property from the 1st Party within thirty days, commencing form the date of cancellation and withdrawal of the contract of sale of the third party, which is presently registered at the land registry department in relation to the property as more particularly stated herein.

11. It is agreed between the Parties that in the event that the contract of sale of the Third Party is not removed and or cancelled from the register of the land registry department by the 30th of December 2010 the following options may be exercised by the 2nd Party…”.

Είναι η θέση μας ότι, τα πιο πάνω αποδεικνύουν τόσο την ύπαρξη γνώσης από τους Εφεσίβλητους περί την πώληση του εν λόγω ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο όσο και την υποχρέωση ακύρωσης του σχετικού πωλητηρίου εγγράφου προγενέστερα της πώλησης του εν θέματι ακινήτου εκ νέου σε άλλο πρόσωπο.

Επιπλέον, αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί και η ύπαρξη επιστολών προς την Εφεσίβλητη 4 δια τις οποίες οι Εφεσείοντες, τόσο προσωπικά όσο και διά μέσω των δικηγόρων τους, της γνωστοποιούσε ότι αυτοί είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της επίδικης οικίας. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες απέστειλαν την ηλεκτρονική επιστολή ημερομηνίας 19.3.2007 (Τεκμήριο 5) και κατόπιν τούτου την επιστολή ημερομηνίας 17.5.2007 δια μέσω των τότε δικηγόρων τους, Αντώνης Ανδρέου & Σια, (Τεκμήριο 6) η οποία επιδόθηκε προσωπικά στην Κατηγορουμένη 4 στις 19.5.2007, το περιεχόμενο των οποίων είναι αυτόδηλο.

Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, εξ όσων αναφέρονται πιο πάνω και με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι, οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή εύλογα υπό τις περιστάσεις θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν μπορούσαν να συναλλάτονται με το επίδικο ακίνητο, ήτοι να καταρτίσουν την πιο πάνω αναφερόμενη συμφωνία (Τεκμήριο 8) αναφορικά με το εν θέματι ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσειόντων καθότι είχε καταχωρηθεί δεόντως εις το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο το πωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1).

Περαιτέρω, ο σκοπός της καταδολίευσης αποδεικνύεται και δια του Τεκμηρίου 14 το οποίο προσκόμισε ο κ. Πιττάτζιης, ο οποίος κατέθεσε ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου ως μάρτυρας της υπεράσπισης, και το οποίο έγγραφο αποτελεί επιστολή ημερομηνίας 10/4/06 και αναφέρει στους Εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«…Even for any reason in the end of the day it is decided that they had no legal ground to cancel it due to your behavior they do not want you in their property and they hereby notify you that they are not willing to complete the house and deliver it to you.»…

Πέραν του πιο πάνω αποσπάσματος, είναι η θέση μας ότι προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου του Τεκμηρίου 14 ότι, οι Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 δεν είχαν σκοπό να παραδώσουν την επίδικη οικία στους Εφεσείοντες, και ότι παράνομα το πώλησαν και/ή το έδωσαν προς χρήση στην Εφεσίβλητη 4, η οποία και γνώριζε ότι η οικία ανήκε στους Εφεσείοντες.

Ενώ λοιπόν οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και ή όφειλαν υπό τις περιστάσεις να γνωρίζουν ότι, οι Εφεσείοντες είχαν καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο και ότι μόνο το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει το νόμιμο ή όχι του τερματισμού του πωλητηρίου συμβολαίου και συνακόλουθα τη δέσμευση του από αυτό, αυτοί προχώρησαν κατά παράβαση του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα σε συναλλαγή επί του επίδικου ακινήτου, χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσειόντων, οι οποίοι είχαν καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο, ακριβώς για τον σκοπό εξασφάλισης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους επί του ακινήτου και για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων όπως αυτών στις οποίες περιέπεσαν. Είναι ξεκάθαρο ότι η Εφεσίβλητη 4 δεν θα μπορούσε να αγοράσει ή να χρησιμοποιήσει το ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεση των νόμιμων ιδιοκτητών, οι οποίοι είναι οι Εφεσείοντες.

Περαιτέρω, αναφορικά με τη φύση της μαρτυρίας που είναι ικανή να αποδείξει την ένοχη γνώση (mens rea) ενός Κατηγορουμένου για ένα επίδικο θέμα, σχετική είναι η υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους v Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22 όπου αποφασίστηκε το εξής:

“Ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο ότι η ένοχη γνώση είναι κάτι που συνήθως συμπεραίνεται από τα γεγονότα. Οι «κρυφοί» λογαριασμοί, όπως χαρακτηρίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, έδειχναν την ένοχη γνώση του εφεσείοντα και των λοιπών συγκατηγορουμένων του”.

Σε άλλο σημείο της ίδιας υπόθεσης το Δικαστήριο τόνισε τα εξής:

“Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και καταλήγουμε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσείων όταν εξέδιδε το σχετικό πιστοποιητικό στο οποίο βασίστηκε η αίτηση Α716/00, το έπραττε γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ψευδές, είναι ορθή. Η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι η γνώση δεν είναι κάτι που μπορεί να αποδεικνύεται πάντοτε με άμεση μαρτυρία αλλά εξυπακούεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης υποστηρίζεται από τη νομολογία και συγγράμματα στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο (βλ. Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 και Archbold Criminal Pleadings Evidence and Practice 36η έκδοση, σελ. 364, παραγρ. 10-10).

Συνεχίζοντας το Δικαστήριο ανέφερε:

“Στην υπόθεση Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, 219 λέχθηκε ότι «η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης”.

Κατά την ταπεινή μας άποψη το βάρος της μαρτυρίας που έχει προσκομιστει από τους Εφεσείοντες ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τέτοιο, που αποδεικνύει ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν είχαν την συγκατάθεση των Εφεσειόντων για να συναλλάσσονται για την ακίνητη περιουσία των Εφεσειόντων, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψιν ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήψαν οποιαδήποτε ικανά στοιχεία ώστε να την αντικρούσουν, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η ένοχη γνώση των Εφεσίβλητων έχει αποδειχθεί. Τα επί μέρους γεγονότα και περιστατικά όπως τα ανέδειξε και απέδειξε η Κατηγορούσα Αρχή με την μαρτυρία της, είναι ικανά, ορώμενα εις την ολότητα τους, να οδηγήσουν κάθε Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν υπό τις περιστάσεις ότι, όταν συναλλάσσονταν με το ακίνητο των Εφεσειόντων, δεν είχαν την συγκατάθεση τους να πράξουν κάτι τέτοιο. Συνεπώς στην παρούσα υπόθεση, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλα αυτά τα γεγονότα ή τις περιστάσεις, βάσει των οποίων οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν είχαν την συγκατάθεση των Εφεσειόντων για να συναλλάσσονται με την ακίνητη τους περιουσία, σε συσχετισμό με το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήψαν οποιαδήποτε μαρτυρία για να αντικρούσουν την απόδειξη των εναντίον τους αυτών ενοχοποιητικών γεγονότων και περιστατικών, τότε το συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας τον σκοπό καταδολίευσης των Εφεσίβλητων.

Συνεπώς, είναι η θέση μας την οποία ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και/ή ερμήνευσε λανθασμένα την παράγραφο 3 του Άρθρου 303 Α του Ποινικού Κώδικα, όπου παρατίθεται και/ή επεξηγείται η έννοια του «σκοπού της καταδολίευσης».

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Είναι περαιτέρω η θέση μας ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της ένορκης μαρτυρίας του Εφεσείοντα 1.

Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο μάρτυρας «προσήλθε στο εδώλιο μόνο για να πει τη δική του εκδοχή και θέση και όχι για να διαφωτίσει το Δικαστήριο επί όλων των πτυχών και πλευρών της υπόθεσης» (σελ. 19).

Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου και/ή σε ικανοποιητικό βαθμό την αξιοπιστία του Εφεσείοντα 1, δίνοντας λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι σε κάποιες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση ο μάρτυρας αρνήθηκε να απαντήσει και/ή απάντησε ότι αυτές αφορούσαν νομικό θέμα που θα απαντούσε ο δικηγόρος του στη συνέχεια.

Είναι η θέση μας ότι το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα έκρινε ότι ο μάρτυρας δεν είναι αξιόπιστος, εφόσον το συμπέρασμα αυτό δεν συνάδει και/ή είναι αντίθετο με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που έχουν κατατεθεί.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Κατά την ταπεινή μας πεποίθηση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την επιλογή των Εφεσιβλήτων να μην καταθέσουν είτε ενόρκως είτε να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου.

Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τέθηκε ως επίδικο θέμα η ένοχη γνώση των Εφεσίβλητων, γεγονός για το οποίο τέθηκε ισχυρή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου υπό των Εφεσειόντων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε καθόλου υπόψη την άρνηση των Εφεσίβλητων να προσφέρουν οποιαδήποτε μαρτυρία.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την άρνηση των Εφεσίβλητων, χωρίς την παροχή οιασδήποτε αιτιολογίας επ’ αυτού, να καταθέσουν ενόρκως δια να δώσουν κάποια εξήγηση σχετικά με το κατά πόσο γνώριζαν ή όχι ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των παραπονουμένων για να συναλλάσσονται με το επίδικο ακίνητο, ιδιαίτερα αφού τέτοια εξήγηση ενέπιπτε στη δική τους αποκλειστική γνώση.

Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε τα όσα αναφέρθηκαν δια της γραπτής αγόρευσης των Εφεσειόντων αναφορικά με το ζήτημα αυτό και δεν έδωσε καθόλου και/ή επαρκή αιτιολογία δια τους λόγους που απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος έχει κάθε δικαίωμα να μην δώσει ένορκη μαρτυρία από το εδώλιο του Κατηγορουμένου και απλά να προβεί είτε σε ανώμοτη δήλωση, ή ακόμη και να μην αναφέρει τίποτα στο δικαστήριο, αφήνοντας την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας ενός Κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας.(βλ. μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195).

Παρόλα αυτά, προκύπτει από τη νομολογία ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του στην ετυμηγορία του, το γεγονός της άρνησης του Κατηγορουμένου να δώσει ένορκη μαρτυρία στο δικαστήριο.

Σχετική είναι η υπόθεσηVrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, στην οποία το δικαστήριο κάνοντας μια αναδρομή στην Αγγλική νομολογία επί του θέματος, δήλωσε ότι:

“In the light of all the foregoing we have no hesitation in holding that Appellant 1 was rightly convicted of the premeditated murder of his wife. In this respect it is to be noted that at his trial Appellant 1 chose, as it was his right to do, not to give evidence on oath, but to make an unsworn statement from the dock; he stated, inter alia, that he was innocent and that he had no reason to kill his wife. Without, in the least, departing from, or doubting, the principle that it is not to be expected of an accused person to prove his innocence, but it is up to the prosecution to establish his guilt beyond reasonable doubt, we are of the view that the failure of Appellant 1, as an accused, to give evidence in his own defense is a factor related, in the circumstances of the present case, to the issue of his guilt.”

Επίσης, στην υπόθεση R. v. Corrie and Watson ([1904] 68 J.P. 294), το Δικαστήριο επικυρώνοντας την καταδίκη του Κατηγορουμένου για την κατηγορία του παράνομου στοιχήματος δήλωσε χαρακτηριστικά:

I agree that no inference ought to be drawn in support of a weak case on the ground that the defendants were not called to give evidence; but where transactions are proved which are capable of an innocent explanation, and if the defendants could have given it, and there is prima facie evidence that the person is carrying on an illegal business, I do not think it improper for the jury to draw a conclusion from the fact that the defendants were not called”.

Πρόσθετα, μια κατατοπιστική απόφαση η οποία επεξηγεί ποιά θα πρέπει να είναι εκείνα τα γεγονότα ή χαρακτηριστικά μιας υπόθεσης τα οποία θα οδηγήσουν το δικαστήριο να συνυπολογίσει στο πόρισμα της ενοχής, την άρνηση του Κατηγορουμένου να καταθέσει ενόρκως, είναι η R. v. Burdett [1820] 4 B. and Ald. 95, at p. 120)’ όπου αναφερθήκαν τα εξής:

No person is to be required to explain or contradict until enough has been proved to warrant a reasonable and just conclusion against him, in the absence of explanation or contradiction; but when such proof has been given, and the nature of the case is such as to admit of explanation or contradiction if the conclusion to which the prima facie case tends be true, and the accused offers no explanation or contradiction, can human reason do otherwise than adopt the conclusion to which the proof tends?” .

Περαιτέρω, στην πρόσφατη υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους v Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22 το δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω το νομικό καθεστώς που διέπει την άρνηση του κατηγορουμένου να δώσει ένορκη κατάθεση και να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου επίδικο θέμα είναι η ένοχη γνώση (mens rea) του κατηγορουμένου:

Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορούμενοι (συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα) αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, κάτι βέβαια που ήταν απόλυτο δικαίωμα τους. Σε τέτοια περίπτωση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας ενός κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσο είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με τη μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση”.

Το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την μελέτη των πιο πάνω αποφάσεων είναι ότι το Δικαστήριο όταν έχει ενώπιον του κάποια υπόθεση στην οποία η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμισε τέτοια στοιχεία, τα οποία αποτελούν ικανοποιητική μαρτυρία για την απόδειξη της ενοχής του Κατηγορουμένου, σε συσχετισμό και με το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία, ενώ τούτο ήταν επιβεβλημένο βάσει των γεγονότων της υπόθεσης, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την έκδοση απόφασης ενοχής εναντίον του Κατηγορουμένου. Τα γεγονότα που επιβάλλουν την παροχή ένορκης κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο, πρέπει να αφορούν ένα επίδικο θέμα για το οποίο ο Κατηγορούμενος μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση ή διευκρίνηση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο Κατηγορούμενος έχει άμεση και αποκλειστική γνώση για το συγκεκριμένο θέμα.

Ενόψει των ως άνω αναφερομένων, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την επιλογή των Εφεσίβλητων να μην καταθέσουν ενόρκως και να μην προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Είναι η θέση μας ότι, οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας να αποδείξουν ότι οι Εφεσίβλητοι είναι ένοχοι δια την διάπραξη του αδικήματος της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο.

Ως εκ των όσων αναφέρονται πιο πάνω, οι Εφεσείοντες αιτούνται την ακύρωση της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης ως εσφαλμένης, με έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων.

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & ΜΥΛΩΝΑΣ

Δικηγόροι Εφεσειόντων

Καταχωρήθηκε την / / 2011

Αντίγραφο στάληκε για επίδοση την ίδια μέρα στους κ.κ.:

1. Christoforos Karayiannas & Sons Ltd

φ/δι κον Χριστόφορο Καραγιαννά

Οδός Γρίβα Διγενή αρ.152, Παραλίμνι – τηλ.99637751

2. κον Χριστόφορο Καραγιαννά

Οδός Γρίβα Διγενή αρ.152, Παραλίμνι – τηλ.99637751

3. Κον Μάριο Καραγιαννά

Οδός Οδυσσέα Ελύτη αρ.7

Φρέναρος, Αμμόχωστος – τηλ.99430914

4. Κα Michelle McDonald

Αμμοχώστου αρ.48,

Άγιος ΣέργιοςComplex, Κατοικία αρ.30

Φρέναρος Αμμόχωστος

γραπτές παρατηρήσεις με Γιάννος Γ Γεωργιάδη 365/2006

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelious Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΓΡΑΠΤΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 2

Εντιμότατε,

Προβαίνω στην παρούσα γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των θέσεων των πελατών μας, Εναγομένων 1 & 2 στην παρούσα αγωγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στα δικόγραφα και την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας κατά την ακρόαση της υπόθεσης και ένα συντομία έχουν ως ακολούθως:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο κος Cornelius Desmond O’Dwyer (Εναγόμενος 1) και η κα Michaella Margaret O’Dwyer (Εναγόμενη 2) από την Αγγλία, είναι παντρεμένοι και έχουν δύο μικρά παιδιά.

Περίπου τον Μάιο του 2005 απεφάσισαν να πωλήσουν το σπίτι τους στην Αγγλία και να μετακομίσουν στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή, όπως έκαναν πάρα πολλοί Άγγλοι, ιδιαίτερα πριν να επέλθει οικονομική ύφεση στο νησί. Ο στόχος τους ήταν να πάρουν ένα ανεξάρτητο σπίτι περίπου ΛΚ170.000,00 στις ελεύθερες περιοχές Αμμοχώστου, με κήπο και πισίνα σε μια οικιστική περιοχή. Ένας κτηματομεσίτης τους σύστησε την εταιρεία των Εναγόντων ως μία αξιόπιστη εταιρεία, στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν για να αγοράσουν το σπίτι που ζητούσαν. Αφού είδαν διάφορα σπίτια, τελικά επέλεξαν το επίδικο σπίτι, το οποίο, ως τους εξήγησαν και ως φαινόταν από τα σχέδια που τους παρουσίασαν, ήταν γωνιακό, στην δεξιά του πλευρά συνόρευε με δρόμο και στην απέναντι πλευρά του δρόμου θα υπήρχε μια ανάπτυξη από τους Ενάγοντες με ισόγειες κατοικίες, κατά τρόπο που να μην επηρεάζεται η ιδιωτική ζωή των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι ικανοποιήθηκαν με αυτή την επιλογή και έτσι προχώρησαν και υπέγραψαν σχετικό συμβόλαιο για την αγορά του ακινήτου, ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2005, Τεκμήριο 4 στην παρούσα αγωγή. Το εν λόγω συμβόλαιο υπογράφτηκε εκ μέρους των Εναγομένων από την δικηγόρο Μάριον Κάρτερ του δικηγορικού γραφείου Κάρτερ & Κλαΐδης και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν τμηματικά στους Ενάγοντες το συνολικό ποσό των ΛΚ66.000,00. Τα ποσά αυτά οι Εναγόμενοι τα πήραν από δάνειο μετά από υποθήκη που έβαλαν στο σπίτι τους στην Αγγλία, μέχρι αυτό να πουληθεί. Οι Εναγόμενοι δεν χρειάστηκε να υποθηκεύσουν το εν λόγω ακίνητο εδώ στην Κύπρο, εφόσον είχαν όλους τους πόρους που χρειαζόντουσαν για την αγορά του.

Δυστυχώς, ενόψει των αρνητικών εξελίξεων που έχουν προκύψει αναφορικά με αυτή την αγορά, οι Εναγόμενοι κατέληξαν να μην έχουν ούτε σπίτι, αλλά ούτε τα λεφτά τους πίσω. Επιπλέον σπατάλησαν τα λεφτά που είχαν πάρει από την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία, σε δικηγορικά έξοδα και άλλα έξοδα, ενόψει των πολλών διαδικασιών που ανοίχθηκαν εδώ στην Κύπρο.

Οι Εναγόμενοι ένιωθαν ασφαλείς να προβούν στην εν λόγω αγορά ενόψει του ότι, τόσο οι Ενάγοντες, όσον και οι τότε δικηγόροι τους, τους διαβεβαίωσαν και συμβούλεψαν ότι με την κατάθεση του συμβολαίου στο Κτηματολόγιο αυτοί θα είναι οι ιδιοκτήτες (δικαιούχοι) και ότι εάν θέλουν την επομένη μέρα μπορούν να το πουλήσουν. Οι σχέσεις των Εναγομένων με τους Ενάγοντες ήταν πολύ φιλικές προτού γίνει η πράξη και στις αρχές μετά τη υπογραφή του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι είχαν καλή επικοινωνία μαζί τους. Τους είχαν εξηγήσει από την αρχή τα σχέδια τους για μετακόμιση στην Κύπρο, την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία και ότι τα παιδιά τους θα πήγαιναν σχολείο εδώ στην Κύπρο.

Αναπτύχθηκε μια αλληλογραφία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων αναφορικά με το κτίσιμο του σπιτιού και των πληρωμών, η οποία αντικατοπτρίζεται σε όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους και στις επιστολές των δικηγόρων των. Η εν λόγω αλληλογραφία έχει καταχωρηθεί ενώπιον του δικαστηρίου και αποτελούν τεκμήρια της υπόθεσης.

Στις 20 Ιανουαρίου 2006 οι Εναγόμενοι πήραν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την Michelle Anglou, με φωτογραφίες του σπιτιού και αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κάποια λάθη στην κατασκευή στο εσωτερικού του σπιτιού. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν προβεί στις αλλαγές που ζήτησαν να γίνουν οι Εναγόμενοι στην οικία τους. Στις 30 Ιανουαρίου 2006 πήραν ηλεκτρονικό μήνυμα από την Μάριον Κάρτερ, που περιλάμβανε την απόδειξη για την πληρωμή για την ολοκλήρωση του σκελετού και πιστοποιητικό Πολιτικού Μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας. Οι Εναγόμενοι μετέφεραν άμεσα το ποσό των ΛΚ26.027.50 στους τότε δικηγόρους τους, τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό τους στις 2 Φεβρουαρίου 2006.

Ο Εναγόμενος 1 απεφάσισε να μεταβεί στην Κύπρο για να επιθεωρήσει το σπίτι και να συζητήσει με τους Ενάγοντες για τα λάθη που εντόπισε και έτσι στις 6 Φεβρουαρίου 2006 έφτασε στην Κύπρο και πήγε στο εργοτάξιο την ίδια μέρα. Με μεγάλη του έκπληξη αντιλήφθηκε ότι οι Ενάγοντες προχώρησαν με ανάπτυξη δίπλα από το σπίτι του, κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από ότι τους παρουσίασαν ότι θα γινόταν. Κατασκεύασαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο δίπλα από την οικία τους, εκεί που θα υπήρχε δρόμος ως φαίνεται, τόσο από το πρόχειρο σχέδιο που τους είχαν δώσει, όσο και από τα σχέδια που επισυνάπτονται στο συμβόλαιο. Η εν λόγω ανάπτυξη θα επηρέαζε την ιδιωτική τους ζωή στον κήπο τους, που ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια που τους οδήγησε να αγοράσουν εκείνο το συγκεκριμένο σπίτι και όχι κάποιο άλλο. Από αυτό το σημείο και μετά, είναι έκδηλο ότι ο Εναγόμενος 1 άρχισε να ανησυχεί για την αξιοπιστία των Εναγόντων, καθώς επίσης προειδοποιήθηκε από κάποιο άλλο Άγγλο να είναι προσεκτικός με τον Καραγιαννά. Αυτές οι ανησυχίες του Εναγομένου 1 τον οδήγησαν στο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και απεφάσισε να αρχίσει να ηχογραφεί τις συνομιλίες του μαζί τους.

Ο Εναγόμενος 1 αναστατωμένος έσπευσε να συναντήσει τους Ενάγοντες για να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν να τον δουν, διότι ήταν απασχολημένοι. Τον είδε η Michelle Anglou και του έδωσε ένα τοπογραφικό με την νέα ανάπτυξη, όπου διαφάνηκε ότι το καινούργιο τοπογραφικό δεν συμφωνούσε με το παράρτημα Β του συμβολαίου. Τελικά ο Μάριος Καραγιαννάς συνάντησε τον Εναγόμενο 1 την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2006 στο επίδικο σπίτι. Την ίδια μέρα η Michelle Anglou του τύπωσε και του έδωσε μια κατάσταση, όπου φαίνονταν οι πληρωμές που έγιναν και οι μελλοντικές πληρωμές (Τεκμήριο 46). Την επομένη στις 10 Φεβρουαρίου 2006 γύρω στις 9:00 το πρωί, συναντήθηκε και πάλι με τον Μάριο Καραγιαννά και την Michelle Anglou. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, ο Μάριος ήταν απότομος και το κλίμα δεν ήταν ευχάριστο. Ο Μάριος του είπε να πάει να συζητήσει το θέμα με την σύζυγο του και να του εισηγηθεί λύσεις για διευθέτηση του θέματος.

Ο Εναγόμενος 1 επέστρεψε στην Αγγλία την ίδια μέρα και ετοίμασε λεπτομερή επιστολή με εισηγήσεις προς επίλυση του θέματος, την οποία απέστειλε στις 13 Φεβρουαρίου 2006 (τεκμήριο 20). Οι Ενάγοντες δεν απάντησαν στην εν λόγω επιστολή των Εναγομένων με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε και απλά στις 14 Φεβρουαρίου 2006 ο Μάριος απάντησε ότι ο δικηγόρος τους θα απαντούσε στην εν λόγω επιστολή. Μετά από επίμονες προσπάθειες από τον Εναγόμενο 1 να πάρει απάντηση, την 1η Μαρτίου 2006, οι δικηγόροι των Εναγόντων τους απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα (τεκμήριο 24) με το οποίο τους έλεγε τα εξής:
“…We do not consider that our clients are in breach of contract in any way. Our clients have fulfilled their obligations in accordance with the contract terms and at this stage we can only advise that either comply with your obligations as per the contract or cancel the same”.

Είναι έκδηλο ότι οι Ενάγοντες μέσω του δικηγόρου τους έδιναν την επιλογή στους Εναγόμενους, να συνεχίσουν με την υλοποίηση της σύμβασης, η εάν δεν τους αρέσει, να την τερματίσουν. Δεν φαίνεται να προειδοποιούν τους Εναγόμενους για όποιες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους για οποιοδήποτε στάδιο, αλλά ούτε τους καλούν γραπτώς όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο παράγραφος 3.2, να καταβάλουν τυχόν καθυστερημένες δόσεις μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία της ειδοποίησης και ότι, εάν δεν το πράξουν, θα τερματίσουν το συμβόλαιο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύντομης απάντησης των Εναγόντων και της έλλειψης διάθεσης από μέρους τους για επίλυση του προβλήματος, ο Εναγόμενος 1 αναγκάστηκε, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένος, να προχωρήσει με την υλοποίηση της συμφωνίας και παράλληλα να δημιουργήσει ιστοσελίδα, στην οποία θα του δινόταν η ευκαιρία να παρουσιάσει την εμπειρία του και τα παράπονα του εναντίον των Εναγόντων. Την ιστοσελίδα τη δημιούργησε στις 4 Μαρτίου 2006 και έβαλε εκεί ένα μικρό κείμενο που περιέγραφε τα γεγονότα. Στις 6 Μαρτίου 2006 ήρθε στην Κύπρο και στις 7 Μαρτίου το 2006, πήγε το πρωί στο γραφείο των Εναγόντων αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε με την Michelle Anglou και της είπε ότι, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένοι δεν θα τερματίσουν το συμβόλαιο. Συνάντησε τους Ενάγοντες τελικά το απόγευμα της ίδιας μέρα και είπε και σε αυτούς ότι ήταν δυσαρεστημένοι, αλλά δεν θα τερμάτιζαν το συμβόλαιο και ότι θα παρουσιάσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που ετοίμασε με την ονομασία www.lyingbuilder.com. Την επομένη η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους Ενάγοντες επιταγή με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2006, για το ποσό των ΛΚ26.027,50 για την τοιχοποιία, λεφτά τα οποία είχε ήδη λάβει από τους Εναγόμενους από τις 2 Φεβρουαρίου 2006 και τα κρατούσε μέχρι να επιλυθούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων και τα οποία προσπαθούσαν να επιλύσουν μέσω συζήτησης και ανταλλαγής αλληλογραφίας. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να πάρουν το εν λόγω ποσό και έτσι η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους δικηγόρους των Εναγόντων στις 14 Μαρτίου 2006, επιστολή μαζί με την επιταγή, η οποία επιστράφηκε και μετά έγινε προσπάθεια επίδοσης της μέσω επιδότη ανεπιτυχώς. (βλέπε τεκμήρια 25 και 26).

Στις 9 Μαρτίου 2006 οι Μάριος Καραγιαννάς και ο πατέρας του Χριστόφορος Καραγιαννάς κτύπησαν τον Εναγόμενο 1 και του κατάστρεψαν την κάμερα του.
Την ίδια μέρα ο δικηγόρος των Εναγόντων απέστειλε επιστολή στους Εναγόμενους (τεκμήριο 9), σύμφωνα με την οποία τους ανακοινώνει ότι οι πελάτες του ακυρώνουν το συμβόλαιο και ότι, ακόμη και εάν διαφανεί ότι δεν νομιμοποιούνται να το ακυρώσουν, δεν επιθυμούν να τελειώσουν το σπίτι και να τους το παραδώσουν.

Στις 10 Μαρτίου 2006 ο Εναγόμενος 1 πήγε στο γραφείο του τότε δικηγόρου τους Ανδρέα Κλαΐδη για συμβουλές και στις 11 Μαρτίου 2006 επέστρεψε στην Αγγλία και αντικατέστησε το κείμενο που είχε ανεβάσει στην ιστοσελίδα του υπό μορφή ημερολογίου, με μια γενική δήλωση (τεκμήριο 67), η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 2007, όπου και επανέφερε το κείμενο που είχε αρχικά τοποθετήσει και μετέπειτα ενημέρωνε την ιστοσελίδα ανάλογα με τις εξελίξεις.

Στις 9 Ιουνίου 2006 καταχωρήθηκε η εν λόγω αγωγή, μέσω της οποίας οι Ενάγοντες ζητούν τον τερματισμό του συμβολαίου και αποζημιώσεις για παράβαση συμβολαίου, καθώς επίσης ζητούν αποζημιώσεις για δυσφήμιση για την περίοδο 7 Μαρτίου 2006 μέχρι την 15 Μαρτίου 2006. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση δια της οποίας ζητούν δήλωση ότι το συμβόλαιο δεν έχει τερματιστεί, ειδική εκτέλεση και αποζημιώσεις και διαζευκτικά αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Το 2007 οι Εναγόμενοι πληροφορήθηκαν με μεγάλη τους έκπληξη, ότι το σπίτι τους πουλήθηκε σε άλλο πρόσωπο τον Μάιο του 2007, στην Michelle McDonald.

Το 2008 όταν επισκέφθηκε το σπίτι του για να βγάλει φωτογραφίες για σκοπούς παρουσίασης τους ως τεκμήρια στην παρούσα υπόθεση, ο Εναγόμενος 1 κτυπήθηκε από τον Μάριο Καραγιαννά, τον πατέρα του Χριστόφορο Καραγιαννά και από άλλο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να παραμείνει 6 μέρες στο Νοσοκομείο. Για αυτό το αδίκημα καταδικάστηκαν σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή, για το οποίο εκκρεμεί Έφεση εναντίον της αναστολής. Αρκετά από τα δημοσιεύματα που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο περί τα μέσα του Φεβρουαρίου 2007, δεν είναι επίδικα και αφορούσαν τους ξυλοδαρμούς του, την πώληση του σπιτιού του σε τρίτο άτομο και την καθυστέρηση που προέκυπτε στις διαδικασίες σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων του.

Στο στάδιο της ακρόασης οι Εναγόμενοι δήλωσαν ότι ζητούν αποζημιώσεις και όχι ειδική εκτέλεση, ενόψει του ότι, μετά την επιστολή του δικηγόρου Γιώργου Πιττάτζιη εκ μέρους της Michelle McDonald, ημερομηνίας 30/5/2007, ότι αυτή αγόρασε το σπίτι καλή τη πίστη και δεν επιθυμούσε να φύγει από μέσα και ότι δεν είχαν βάση αγωγής εναντίον τους, έτσι εγκατέλειψαν την πρόθεση τους να διεκδικήσουν ειδική εκτέλεση από εκείνο το σημείο και μετά.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ενώπιον σας έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των Εναγόντων ο Μάριος Καραγιαννάς, ο Σάββας Κυριάκου ειδικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο Χριστόδουλος Χρίστου πολιτικός μηχανικός, ο Νέστωρας Νικηφόρου δικηγόρος, ο Μάριος Σάββας μεταφραστής, η Michelle Anglou πρώην υπάλληλος των Εναγόντων, ο Anthony Kay ιδιοκτήτης της εταιρείας Sold On Cyprus, ο Κωνσταντίνος Τσαγγαράς πρώην υπάλληλος της BuySell και η Βαρναβούλλα Καραγιαννά. Για τους Εναγόμενους έδωσαν μαρτυρία οι Εναγόμενοι 1 και 2 και ο κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης, ειδικός εκτίμησης ακινήτων.

Είναι εμφανές ότι οι Ενάγοντες δεν ήρθαν ενώπιον του δικαστηρίου για να πουν την αλήθεια και προσπάθησαν μέσω της μαρτυρίας τους να παραπλανήσουν το δικαστήριο και να δημιουργήσουν εντυπώσεις, δια μέσων υπερβολών και ψευδομαρτυρίας.

Οι Εναγόμενοι παρουσίασαν τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους με αποδεικτικά στοιχεία.
ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

Ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι νομιμοποιούνται να τερματίσουν την συμφωνία πώλησης λόγω παράβασης της συμφωνίας από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα επειδή παρέλειψαν να καταβάλουν δύο πληρωμές στους Ενάγοντες, αυτή της τοιχοποιίας και αυτή του επιχρίσματος, είναι τόσο έκδηλα ανυπόστατη, που θεωρώ ότι δεν είναι καν αναγκαίο να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να πίσω το Δικαστήριο προς αυτή την κατεύθυνση.

Απλά θεωρώ σκόπιμο να τονίσω ότι σε καμία περίπτωση, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι Ενάγοντες, δεν έστειλαν την προειδοποίηση που προβλέπει το Άρθρο 3.2, της σύμβασης.

Το αντίθετο, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 1η Μαρτίου, παρακίνησαν τους Εναγόμενους, είτε να προχωρήσουν με την αγορά του ακινήτου, ή να το τερματίσουν εάν ήθελαν οι Εναγόμενοι.

Υπάρχει σωρεία αποφάσεων που καταπιάνεται με το θέμα του τερματισμού πωλητηρίου εγγράφου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δύναται ένα μέρος να τερματίσει ένα συμβόλαιο. Ως φαίνεται από την νομολογία, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή κάποιου ποσού κατά παράβαση της σύμβασης, αυτό από μόνο του δεν νομιμοποιεί τον τερματισμό του συμβολαίου, αλλά χρειάζεται ο συμβαλλόμενος να καταστήσει πρώτα τον χρόνο πληρωμής ως ουσιώδη όρο της συμφωνίας. Σχετικές με αυτή την αρχή είναι οι πιο κάτω υποθέσεις:

Στην υπόθεση IRIS DEVELOPMENT LTD v. ΤΑΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ημερ. 25/9/2000, Πολιτική Έφεση αρ.10180, αναφέρονται τα εξής στην σελίδα 1510:
«Το άρθρο 55(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 προβλέπει ότι αν ένας από τους συμβαλλόμενους αναλάβει υποχρέωση να προβεί σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένου χρόνου και παραλείψει να πράξει τούτο, το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμα καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του άλλου μέρους αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στον Ινδικό Περί Συμβάσεως Νόμο και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η Έκδοση, στη σελ.386, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«… Courts of Equity have introduced a presumption, chiefly, if not wholly applied, in cases between vendors and purchases of land, that time is not of the essence of contract.»

Επίσης στην υπόθεση PARASKEVAS & OTHER v. LANTAS (1988) 1 CLR, 285, σελ.290-291, λέχθηκαν τα εξής:
«In his reasons for judgment the trial Judge explains that the time of payment of the installments was of the essence and, consequently, the failure of the purchasers to meet stipulations regulating the payment of the installments, entitled the vendor to terminate the contract. It is evident that in so holding the Judge misinterpreted the decision of the Supreme Court in Charalambous v. Vakana (1982) 1 CLR 310 (the Judgment of the Court was given by Stylianides, J.), and case cited therein, and failed to appreciate that equity has superseded the common law rule that contractual stipulations effecting payment are of the essence of the agreement. Now the rule is that time stipulations of the agreement unless they are so declared to be for reasons mutually in the contemplation of the contracting parties. The same principles govern the application of s.55 of the Indian Contract Act, 43 1 A.26 and Stickney v. Keeble and Another (1915) A. C. 386). In this case not only the parties did not make the time of payment of the purchase price of the essence of the agreement but, on the contrary, they made provision of the payment of interest, a fact in itself suggestive that time was not intended to be of the essence. Therefore, time was not initially of the essence of the contract as indeed counsel for the respondent candidly acknowledged. Was, then, the time of payment made of the essence by the subsequent notice of the vendor? »

(Βλέπε και Melaisi v. Georghiki Eteria (1979) I CLR 748, Stickney v. Keeble and another (1915) A.C. 386, Smith v. Hamilton (1950) 2 All E.R. 928 και Jamshed Khodaram Irani v. Burjorji Dhunjibhai (1915) 32 T.L.R. 156).
Στην Pollock & Mulla (ανωτέρω) αναφέρεται ότι, και όπου ο χρόνος δεν είναι ουσιώδεις, μπορεί να καταστεί τέτοιος, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σελ.389):
«Even in the case of sale of land, time can be made of the essence of the contract by giving a notice to the other side guilty of undue delay to perform the contact in the reasonable time. This can also be done in a contract the stipulation of time as the essence has been waived».

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση υπήρχε επιλογή στους πωλητές να καταστήσουν τον χρόνο καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις ως ουσιώδη όρο, βάσει του άρθρου 3.2 της Σύμβασης, όμως σε καμία περίπτωση δεν έπραξαν κάτι τέτοιο. Επίσης σε σχέση με την καταβολή της δόσης που αφορά το επίχρισμα, ούτε καν ενημερώθηκαν οι Εναγόμενοι ότι θα έπρεπε να την καταβάλουν και σε σχέση με τα λεφτά για την τοιχοποιία, φαίνεται ότι εκκρεμούσε λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει. Οι Ενάγοντες όφειλαν με γραπτή ειδοποίηση να καταστήσουν τον χρόνο πληρωμής αυτής της δόσης ως ουσιώδη, πάντοτε σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, προτού προχωρήσουν με τερματισμό.

Η επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9 Μαρτίου και η μεταγενέστερη πώληση του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, αποτελεί παράβαση του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Οι Εναγόμενοι μέσω της ανταπαίτησης τους διεκδικούν:
(α) αποζημιώσεις που προκύπτουν από την διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ήτοι €119.698,00
(β) την επιστροφή του ποσού των ΛΚ66.000,00 (€112.767,69), πλέον νόμιμο τόκο
(γ) €18.000,00 πραγματικά έξοδα, που αφορούν πτήσεις, διαμονή, διατροφή, ενοίκια αυτοκινήτων και άλλα, ως φαίνεται στον πίνακα που έχω ετοιμάσει και επισυνάπτεται στην Αγόρευση μου ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
(δ) GBP 75.483,00 (€93.372,19) δια ενοίκια για τη διαμονή τους στην Αγγλία
(δ) €2.562,90 ως δικηγορικά έξοδα για την ετοιμασία του συμβολαίου
(ε) τιμωρητικές αποζημιώσεις, έξοδα, νόμιμο τόκο και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ως εύλογη και δίκαιη το Δικαστήριο
(στ) δικηγορικά έξοδα και τόκους

Η αγοραία αξία του ακινήτου σύμφωνα με την νομολογία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία παράβασης, ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπου αποκρυσταλλώνεται ότι το αναίτιο μέρος σταμάτησε να επιμένει σε ειδική εκτέλεση.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις που δικαιούται το αναίτιο μέρος να λάβει μετά από παράβαση συμβολαίου, σχετικά είναι τα πιο κάτω:

Το περίγραμμα Chitty on Contracts 30th ed., Volume 1 – General Principles, paragraph 26-091, αναφέρει τα εξής:
«Full details of the damage recoverable for breaches of contracts relating to the sale of lease of land (including breaches of the covenants in a conveyance or lease) should be sought elsewhere. In respect of contracts made after September 27. 1989 the restrictive rule in Bain v Fothergill (which limited the vendor’s liability) no longer applies. Thus, a vendor who breaks his contract by failing to convey the land to the purchaser is liable to damages for the purchaser’s market value of the property at the fixed time for completion (or at a later time so long as it was reasonable for the purchaser to continue to seek performance, less the contract price. The purchaser may claim the loss of profit he intended to make from a particular use of the land (e.g. by converting a building into flats and offices) only if the vendor had actual or imputed knowledge of special circumstances showing that the purchaser intended to use the land in the way».

Στην υπόθεση MICHAEL SAAB v. THE HOLY MONASTERY OF AYIOS NEOPHYTOS, Civil Appeal No.6176, ημερ. 19/10/1986), σελ.500, αναφέρονται τα εξής:
«…Though normally damage are assessed out at the date of breach, where the party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, damage may be assessed as at a subsequent date – In this sense Principle of Wroth v. Tyler (1973) 1 All E.R. 897 not exceptional but in line with the common law rule for the assessment of damages. Interest – Recovery of, as an item of special damage in case of a breach of contract – Though a remote item of damage which is not ordinarily recoverable it may be recovered when it is specifically pleaded and it appears that loss of interest ought reasonably to have been within the contemplation of the parties at the time of execution of the contract».

Επίσης η υπόθεση SYMEON CHARALAMBOUS v. ANDROULLA VAKANA, Civil Appeal No.6180, ημερ.20/5/1982, σελ.312 αναφέρει τα εξής:
«… the contract price and the market value at the time the respondent sold the property to the third person; that as the purchase price in the contact broken between the parties was £1.950 and the respondent sold the land to another person on 25.11.1977 for £4.000 the appellant is entitled to £2.050 damages and to the amount of £80 his deposit; …»

Στην σελίδα 319 της ίδια υπόθεσης αναφέρεται:
«…The question as to the date at which damages should be assessed was considered in a number of cases in the past. The view expressed that the damages should be assessed as at the time of the breach.

In Horsler v. Zorr (1975) 1 All E.R. 584, at p.586, Megarry, J., as he then was, indicated that there is no inflexible rule that common law damages must be assessed at the date of the breach.

In Johnson and Another v. Agnew (1979) 1 All E.R. 883 (H.L.), Lord Wilberforce said this at page 896:
“The general principle for the assessment of damages is compensatory, i.e. that the innocent party is to be placed, so far as money can do so, in the same position as if the contact had been performed. Where the contract is one of sale, this principle normally leads to assessment of damages as at the date of the breach, a principle recognised and embodied in s.51 of the Sale of Goods Act 1893. But this is not an absolute rule; if to follow it would give rise to injustice, the court has power to fix such other date as may be appropriate in the circumstances.

In cases where a breach of a contract for sale has occurred, and the innocent party reasonably continues to try to have the contact completed, it would to me appear more logical and just rather than tie him to the date of the original breach, to assess damages as at the date when (otherwise than by his default) the contract is lost”.»

Eπίσης βλέπε ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Πολιτική Έφεση αρ.9150, ημερ.19/12/1997, BEARD v PORTER, Court of Appeal, dated 22/7/1947, (1948) 1 K.B. 321, ΔΑΦΝΟΣ ΔΡΥΑΝΗΣ & ΑΛΛΟΙ ν. ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ, Πολιτική Έφεση αρ.8923, ημερ.15/5/1998. Βλέπε επίσης JOHNSON AND ANOTHER RESPONDENTS v AGNEW APPELLANT, House of Lords, dated, 8/3/1979, (1979) 2 WLR 487, (1980) A.C. 367, επίσης βλέπε DIAMOND v CAMPBELL-JONES AND OTHERS, Chancery Division, dated 4/2/1960, (1957 D. No.482), (1961) Ch.22.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι Εναγόμενοι φαίνεται ότι διεκδικούσαν την εκτέλεση του συμβολαίου με την παράδοση του ακινήτου σε αυτούς, μέχρι τις 30/5/2007, όπου έμαθαν για την παράνομη πώληση του σπιτιού τους σε τρίτο πρόσωπο και μετά που πήραν επιστολή από τους δικηγόρους της νέας αγοράστριας που τους ενημέρωνε ότι δεν προτίθετο να εγκαταλείψει το σπίτι και ότι το αγόρασε καλή τη πίστει. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ισχύουσα Νομολογία, οι Εναγόμενοι δικαιούνται ως αποζημίωση την διαφορά μεταξύ της τιμής του ακινήτου, ως φαίνεται στην εκτίμηση που έκανε ο εκτιμητής κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης για την αξία του ακινήτου τον Μάιο του 2007 η εκτίμηση του οποίου παρέμεινε ανεντείλεκτη, δηλ. €398.200,00 και του ποσού των €278.502,00 (ΛΚ163.000,00), ήτοι το ποσό των €119.698,00.

Περαιτέρω δικαιούνται ως αποζημιώσεις που προκύπτουν φυσιολογικά κατά την φυσική ροή των πραγμάτων, κάτι που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά τον χρόνο της σύμβασης ότι θα προέκυπταν συνεπεία της σύμβασης, ως ακολούθως:
1. Ενοίκια 1000 στερλίνες μηνιαίως που καταβάλλουν οι Εναγόμενοι για την διαμονή τους στην Αγγλία, από τις 6/12/2006 που πώλησαν το σπίτι τους για την αγορά της επίδικης κατοικίας και τα οποία μέχρι σήμερα ανέρχονται στις περίπου €93.372,19
2. €2.562,90 δικηγορικά έξοδα που πλήρωσαν για ετοιμασία του συμβολαίου αγοράς
3. €18.000,00 πραγματικά έξοδα, ως διαφαίνεται από τις αποδείξεις που έχει καταχωρήσει η Εναγόμενη 2, σε σχέση με τα ταξίδια που αναγκάστηκαν να κάνουν στην Κύπρο.

Βλέπε επίσης το Άρθρο HALBURY’S LAW OF ENGLAND/DAMAGES (VOLUME 12 (1) (REISSUE))/5. MEASURE OF DAMAGES IN CONTRACT/(3) CONTRACT: PARTICULAR TRANSACTIONS/1059. SALE OF LAND όπου αναφέρονται τα εξής:
«When upon a contract for the sale of land the purchaser wrongfully refuses to complete, the measure of damage is, similarly, the loss incurred by the purchaser as the natural and direct result of the repudiation of the contract by vendor. These damages include the return of any deposit paid by the purchaser with interest together with expenses which he has incurred in investigating titles and other expenses within the contemplation of the parties, and where there is evidence that the value of the property at the date of repudiation was greater than the agreed purchase price, damages for loss of bargain.»

Βλέπε επίσης ΗΛΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν ΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ.6831, ημερ.11/5/1990, η οποία αναφέρει:
«… Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε παραβιάσει τους όρους της παραγράφου 7 κρίνεται εύλογο και επικυρώνεται. Οι αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών όρων καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 73(1) του Κεφ.149. περιλαμβάνει ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων ή που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της παράβασης. Οι πρόνοιες της παραγράφου αυτής του άρθρου 73 του Περί Συμβάσεων Νόμου εξετάστηκαν σε έκταση στην υπόθεση Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1. CLR 499, p.519 a.s.

Η αποκατάσταση στη θέση που θα βρισκόταν το αθώο μέρος αν δεν σημειωνόταν η διάρρηξη της σύμβασης αποτελεί τη συνισταμένη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Κατά κανόνα αυτό επιτυγχάνεται με την επιδίκαση εκείνων των αποζημιώσεων που κατά λογική πρόβλεψη κατά το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας.

Η δαπάνη για την επέκταση και διαμόρφωση του κτιρίου είχε καταβληθεί αποκλειστικά για το σκοπό δημιουργίας προϋποθέσεων λειτουργίας του κέντρου όπως οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας. Παρόλο που το δικαστήριο στη σύντομη απόφαση του δεν επεξηγεί τη βάση πάνω στην οποία καθορίστηκε η αποζημίωση, είναι πρόδηλο ότι έκρινε ότι η δαπάνη δεν είχε το αναμενόμενο όφελος και συνεπώς συνιστούσε ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας εκ μέρους του εφεσείοντα».
Βλέπε επίσης JEAN LOUIS STEUERMAN v DAMPCOURSING LTD, Case No. HT02 181, High Court of Justice Queens Bench Division Technology and Construction Court, ημερ.16/5/2002, (2002) EWHC 939 (TCC), 2002 WL 1039753, παράγραφος 60, η οποία αναφέρει τα εξής:
«60. As it turned out, the period of interruption for the reparation works was far longer than expected, due to the fault of the defendants.»

«…The cost of renting property in that area is high and no one has suggested that the sum agreed is excessive for the area. I find that the defendants are liable in the sum claimed.»

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη. Ως φαίνεται από την Αγγλική Νομολογία, τέτοιους είδους ζημιές δίνονται και σε εργοληπτικές υποθέσεις, νοουμένου ότι ο σκοπός της σύμβασης αφορούσε άνεση και απαλλαγή από ταλαιπωρία. Σχετικό είναι το Άρθρο Construction Law Journal, 1988, Damages for heartache: the award of general damages for inconvenience and distress in building cases, Kim Franklin, (αντίγραφο επισυνάπτεται), το οποίο αναφέρει:
«Traditionally the view was that on a breach of contract damage could not be given for mental distress but only for physical inconvenience such as *Const. L.J. 265 having to walk five miles home or live in an overcrowded house. That mould was broken, as were so may others, by Lord Denning M.R. in the well-known holiday case of Jarvis v. Swan Tours. He there said: “if the contracting party breaks his contract, damages can be given for the disappointment, the distress, the upset and frustration caused by the breach”».

Επίσης στην σελίδα 6 του ιδίου Άρθρου αναφέρει:
«The recent case of Hayes and Another v. Dodd and Another has established that damages for anguish and vexation will be awarded for breach of contract only if the object of the contract is comfort or pleasure or the relief of discomfort. Although such damages are therefore recoverable in building cases they are not recoverable if the object of the contract is simply the carrying out of a commercial transaction».

Περαιτέρω βλέπε Άρθρα Construction Law Journal, 1992, More heartache: a review for the award of general damages in building case, Kim Franklin και Construction Law Journal, 1992 και Commonwealth claims for inconvenience in building matters, Ian H. Barnett. (αντίγραφα επισυνάπτονται)
Έχοντας υπόψη την πιo πάνω Nομολογία πιστεύω ότι οι Εναγόμενοι δικαιούνται τα πιo κάτω ποσά:
1. ΛΚ66.000,00 ήτοι €112.767,69, πλέον τόκους,
2. €119.698,00 (€398.200,00 – €278.502,00) που είναι η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας τον Μάιο του 2007 και της αξίας πώλησης. (βλέπε σελ.8 της εκτίμησης του κου Χαράλαμπου Πετρίδη),
3. €18.000,00 έξοδα διακίνησης, διαμονής και φαγητού, για αναγκαία ταξίδια που έκαναν για την υπόθεση,
4. €93.372,19, ενοίκια για την διαμονή τους στην Αγγλία
5. €2.562,90 για έξοδα ετοιμασίας συμβολαίων
6. Δικηγορικά Έξοδα
7. Νόμιμους Τόκους.

ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ

Αναφορικά με την απαίτηση των Εναγόντων για δυσφήμιση, είναι η ταπεινή μου γνώμη ότι δεν έχουν αποδείξει την απαίτηση τους. Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το Δικαστήριο πιο κάτω στην Αγόρευση μου σε διαφωτιστική Νομολογία, καθώς επίσης στην στάση των Δικαστηρίων άλλων χωρών, αναφορικά με δημοσιεύματα που γίνονται δια μέσου ιστοσελίδων από απλούς καταναλωτές, με στόχο να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, μετά από συνδιαλλαγές που είχαν μαζί τους.

Στην παρούσα υπόθεση οι Ενάγοντες προς υποστήριξη της απαίτησης τους για δυσφήμιση, παρέδωσαν στο Δικαστήριο αντίγραφα της αρχικής ιστοσελίδας που ανέβασε στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, καθώς επίσης κάποια άλλα μεταγενέστερα δημοσιεύματα που δεν αφορούν την επίδικη διαφορά. Είναι εμφανές από μια ανάγνωση του κειμένου που ανάρτησε ο Εναγόμενος 1, ότι πρόκειται για εξιστόρηση γεγονότων τύπου ημερολογίου και παράθεση των εντυπώσεων και παραπόνων που είχε ο εναντίον των Εναγόντων και που είχε σχέση με την αγορά από αυτούς, του επίδικου ακινήτου. Διαφαίνεται ότι ο Εναγόμενος 1 πιστεύει ότι οι Ενάγοντες τον κορόιδεψαν και του είπαν ψέματα ότι το σπίτι που αγόραζε θα ήταν γωνιακό και ότι δεν θα γειτνίαζε με διώροφες κατοικίες και ότι με αυτό τον τρόπο τον ξεγέλασαν να αγοράσει το σπίτι. Προς υποστήριξη των θέσεων του παραθέτει έγγραφα που του δώσανε, βιντεογραφήσεις και τηλεφωνικές συνομιλίες. Αναμφίβολα οποιοσδήποτε εισέλθει και διαβάσει τα όσα έγραψε ο Εναγόμενος 1, θα καταλάβει ότι οι χαρακτηρισμοί του, αποτελούν την δική του γνώμη για τους Ενάγοντες, βασισμένη σε όσα είχε παραθέσει εκεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν κανένα μάρτυρα που να είχε διαβάσει ,εκτός από τους ίδιους, το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή από τις 7 Μαρτίου μέχρι 15 Μαρτίου 2006. Εξάλλου, όπως έχει διαφανεί από την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας, χρειάζονται αρκετές μέρες και έξοδα μέχρι να είναι εφικτός ο εντοπισμός μιας νεοσύστατης ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με την μέθοδο της έρευνας, από ένα χρήστη του διαδικτύου που δεν γνωρίζει το όνομα της ιστοσελίδας. Είναι η γνώμη μου ότι απέτυχαν οι Ενάγοντες να αποδείξουν ότι τα κείμενα που υπήρχαν στην ιστοσελίδα τους έχουν διαβαστεί από οποιονδήποτε κατά το επίδικο χρόνο, εκτός από τους ιδίους. Επίσης δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία δια της οποίας να φαίνεται ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κειμένου που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο, κατά ή περί τις 4 Μαρτίου 2006 και το οποίο κατέβασε στις ????????? Μαρτίου 2006 και το είχε κατεβασμένο μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου 2007. Ούτε παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να φαίνεται ότι υπήρξε κακοβουλία από μέρους του Εναγομένου 1.

Σύμφωνα με την νομοθεσία μας σε περίπτωση δημοσίευσης δυσφημιστικού σχολίου υπάρχουν οι πιο κάτω υπερασπίσεις:

Ειδικές υπερασπίσεις σε αγωγή για δυσφήμιση:

“19. Σε αγωγή για δυσφήμιση απoτελεί υπεράσπιση-

(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:

Νoείται ότι, όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημιστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21

(δ) ότι η δυσφήμιση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22.

(Περιπτώσεις κατά τις oπoίες η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι υπό επιφύλαξη πρovoμιoύχα)

21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:

Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή

(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα

(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση

(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.

(2) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-

(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές ή

(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ ή

(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.

(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.”

Ο Εναγόμενος 1 στην παρούσα υπόθεση λέει ότι, τα όσα έχει αναφέρει στην ιστοσελίδα του είναι αλήθεια, εφόσον κατά τον ίδιο, του είχαν υποσχεθεί ένα πράγμα και μετά του παρέδωσαν κάτι άλλο. Ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδει προκύπτει από τα όσα είχαν προκύψει από τις συζητήσεις που έκανε μεταξύ τους, τα έγγραφα που του παρέδωσαν και την αλλαγή που έκαναν στην ανάπτυξη της γης τους, η οποία δεν συνάδει με το αρχικό σχέδιο που του παρέδωσαν και το παράρτημα Β της σύμβασης ημερ.23/8/2005.

Αλλά και εάν ακόμα το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι οι Εναγόμενοι απέσυραν το βάρος της απόδειξης τους για την υπεράσπιση της αλήθειας (Justification), τότε αναμφίβολα τα όσα έχει πει ο Εναγόμενος 1 αποτελούν έντιμο σχολιασμό ή αποτελούν υπό επιφύλαξη προνομιούχα δημοσίευση.

Στην υπόθεση ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ ν. 1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ Κ.Α., Πολιτική Έφεση αρ.116/2008, ημερ.15/3/2011, αναφέρονται τα εξής:
«ο έντιμος σχολιασμός, από την άλλη, το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμου του εναγόμενου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο (“fair”) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από έναν έντιμο άνθρωπο. Συμπληρώνεται εδώ ότι λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolled-up plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου».

Στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ.343/2008, ημερ.20/3/2012, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, τα όσα έχει πει ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος δημόσια και μάλιστα από τηλεοπτικό σταθμό, αποτελούν έντιμο σχόλιο, παρόλο που η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεχτή.

Τα δυσφημιστικά λόγια που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος σε εκείνη την περίπτωση, δεν προσομοιάζουν σε βαθμό καθόλου με τα όσα περιέχονται στην ιστοσελίδα του Εναγομένου 1. Στην πιο πάνω υπόθεση ήταν πολύ πιο άσχημα και έντονα.

Συγκεκριμένα ο Εναγόμενος σε εκείνη την υπόθεση αναφέρει τα εξής εναντίον κάποιου γιατρού.
«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.

Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική..
Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος…

ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία… Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι…

…… η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρονου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία. Η έντιμη Δικαστής Παπαδοπούλου, στην σελ.13 της απόφασης αναφέρει τα εξής:
«Τόσο το Σύνταγμα μας όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβασις»), προστατεύουν φυσικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης – (Άρθρο 19 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης) – και το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου – (Άρθρο 2 της Σύμβασης). Και τα δύο πιο πάνω δικαιώματα, ως εκ της φύσεως τους, θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από όλους, και τα δικαστήρια, εξετάζοντας υποθέσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίαση τους. Λεπτομερής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων γίνεται, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, στην οποία αναφέρεται:- (σελ.871-872)

Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No.9815/82, Ser. A. vol. 103 (1986) 8 E.H.R.R. 407, at para.41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία».

Περαιτέρω αναφέρει:
«Στην υπόθεση Barford v. Denmark, App. No.11508/85, Ser. A. vol149 (1991) 13 E.H.R.R. 493, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) της Σύμβασης θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων».

Αυτό που ζητείται στις περιπτώσεις λίβελου, σύμφωνα με την Νομολογία, είναι να δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του λόγου, με τα ενδιαφέροντα ενός προσώπου στην προστασία της φήμης του.

Σε μια Αμερικανική υπόθεση του έννατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας, στην John M. Gardner v Tom Martino, οι Ενάγοντες πώλησαν ένα σκάφος σε κάποιο άτομο, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος και πήγε σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Tom Martino. Ο Tom Martino ακούγοντας τα παράπονα του αγοραστή, ανέφερε ότι οι ιδιοκτήτες του καταστήματος έλεγαν ψέματα όταν είπαν ότι έλεγξαν τη βάρκα μετά που έκαναν κάποιες επιδιορθώσεις. Το Δικαστήριο δικαίωσε τον Εναγόμενο, λέγοντας ότι, το τι είπε αποτελούσε γνώμη, παρόλο που δεν αποδείχτηκε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε ήταν αλήθεια.

Η απόφαση του πιο πάνω Περιφερειακού Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Εφετείο, βλέπε John M. Cardner v Tom Martino, Νο. 06-35437, D.C. Νο. CV-05-00769-BR/HU, σελ. 4837, και λέχθηκαν τα εξής:
«…[4] Because Martino’s “lying” statements were made in reliance on the facts outlined on air by Feroglia in the minutes preceding his commentary, like in Partington and unlike in Manufactured Home Communities, no reasonable listener could consider Martino’s comments to imply an assertion of
objective facts rather than an interpretation of the facts equally available to Martino and to the listener. See Partington, 56 F.3d at 1156. As we stated in Partington, when it is clear that the allegedly defamatory statement is “speculat[ion] on the basis of the limited facts available,” 56 F.3d at 1156, it represents a non-actionable personal interpretation of the facts. See id.; see also Haynes v. Alfred A. Knopf, Inc., 8 F.3d 1222, 1227 (7th Cir. 1993) (“[I]f it is plain that the speaker is expressing a subjective view, an interpretation, a theory, conjecture, or surmise, rather than claiming to be in possession of objectively verifiable facts, the statement is not actionable.”).

Επίσης στη σελ. 4838 αναφέρεται:
«…[6] We conclude that the Appellants have not presented substantial evidence to support a prima facie case that Martino’s reliance on Feroglia’s story was unreasonable or negligent. The declarations submitted by the Appellants show that Feroglia’s statements may have been false, but do not show that Martino was negligent or unreasonable in relying on Feroglia’s story, given the nature of talk shows, such as his. At most the declarations show only that Martino’s show did not contact Appellants before putting Feroglia’s call on the air, but such prior investigation is not required in the context of a radio show that takes live calls on the air. Additionally, Appellants were given the opportunity to call in to the program and explain their version of events but chose not to do so.

[7] We decline to apply a lesser standard than the “reasonable reliance” standard because it would be unreasonable to require a speaker to determine the actual truth or falsity of every fact the speaker relies on before stating his or her opinion. A lesser standard than the “reasonable reliance” standard, as proposed by Appellants, would chill speech and frustrate the purpose of the First Amendment.

Επίσης στη σελ. 4839, λέχθηκε:
«…[8] Martino’s “lying” statements were also not sufficiently factual to imply a false factual assertion. Rather, the statements were more like the accusation that Underwager was “perseverating” regarding his professional credentials — an accusation that is a “nonactionable rhetorical hyperbole, a vigorous epithet used by those who considered [the appellant’s] position extremely unreasonable.” Underwager, 69 F.3d at 367 (internal quotation marks omitted). Martino made at least two loose, hyperbolic statements during the broadcast, which were an obvious exaggeration (“Polaris sucks” and “Polaris Industries plus Mt. Hood Polaris equals sucks”), so that it would be understood that the contested statements were the type of obvious exaggeration generally employed on Martino’s program and held to be nonactionable in Underwager, 60 F.3d at 361, not false factual assertions.»

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Flux v Moldova Application No. 28702/03, (2010) 50 E.H.R.R.34, 20 Nevember 2007, απεφάσισε:

«…2. Freedom of expression: interference; “prescribed by law”; “protection of the reputation or rights of others”; “necessary in a democratic society”; proportionality; politician; issue of public interest (article 10)
H4 (a) The decisions of the domestic courts and the award of damages made against the applicant amounted to an interference with its right to freedom of expression under art.10(1).
The interference had had a legal basis in the relevant domestic law and the provisions in question were accessible and foreseeable; accordingly, it had been “prescribed by law” for the
purposes of art.10(2) . Further, the interference had served the legitimate aim of protecting the
reputation of S. [23]–[25]
H5 (b) The applicant had been held liable for being unable to prove the truth of several of the
statements contained in the article in question. The relevant paragraph of the article had
consisted of both statements of fact and value judgments. The domestic courts had found that
the entire paragraph was untrue, including the value judgments. While the existence of facts
could be demonstrated, it was not possible to prove the truth of a value judgment and a
requirement to that effect infringed freedom of opinion, which was a fundamental part of the right secured by art.10 . The applicant could not have been expected to prove the “truth” of its own opinions about the published facts, which the domestic courts had not held to be incorrect.
[28]–[29].
H11 (h) In summary, given the importance of the issues raised in the article in question, the fact that most of the article had not been considered to be untrue or abusive, that the applicant had faced particular difficulties in proving events which had occurred long before the proceedings were initiated, that any damage caused to S would have substantially diminished with the passage of time, that some of the statements for which the applicant had been held liable Page2 constituted value judgments not susceptible of proof and the high level of the award of damages made by the domestic courts, the interference had not corresponded to a pressing social need and thus had not been necessary in a democratic society. Accordingly, there had been a violation of art.10 . [35]».

Στην υπόθεση Branson v Bower [2001] E.M.L.R. 32, 24 May 2001, ο γνωστός επιχειρηματίας Richard Branson κίνησε αγωγή εναντίον μιας εφημερίδας, η οποία δημοσίευσε ένα Άρθρο που του απέδιδε ότι είχε ανέντιμα κίνητρα, όταν ανακοίνωσε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα στην εισαγωγή της απόφασης του Εφετείου, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«……The defendant in his defence denied the meanings alleged and pleaded defences of justification, fair comment and qualified privilege. On the trial of a preliminary issue the judge ruled that the words complained of were comment and not statements of fact. The claimant appealed…..»

Το Εφετείο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση και είπε τα εξής:
8 The judge, having set out the facts, recorded arguments on behalf of the respondent based upon the jurisprudence of the European Court of Human Rights in the context of Article 10 of the European Convention on Human Rights. He then said:
In this jurisdiction it happens that we have a civil law of defamation which is sophisticated and highly developed and includes a range of defences for the media. Furthermore it has been stated on a number of occasions, at the highest judicial level, that our law in this respect is consistent with the imperatives and safeguards of the European Convention. (See for example the remarks of Lord Goff in Attorney-General v. Guardian Newspapers (No. 2) [1990] 1 A.C. 109 at 283–284, and of Lord Keith in Derbyshire County Council v. Times Newspapers [1993] A.C. 534 at 551.) It is clearly my duty to apply English domestic law and, in doing so, to have regard to the principles of the Convention as explained and developed in Strasbourg.

It cannot be stated baldly, in my judgment, as a matter of English law, that a defendant can be exonerated from the need to prove the truth of factual defamatory statements if it is unreasonable or impossible to do so. It is well established, for example, that a person is regarded as having a good name, and defamatory words are presumed to be false unless and until a defendant takes on the burden of proving them to be true. That principle was reaffirmed as recently as March 1999 in the Court of Appeal in McDonald’s Corporation v. Steel [unreported]. Nevertheless the law of defamation recognises that it is unreasonable *804 to require a defendant to prove the truth of every defamatory statement, and provision is duly made. For example, we have the rule that a defendant only has to prove the libel to be substantially true. What has to be justified is the real “sting” of the libel. That principle has been supplemented by s.5 of the Defamation Act 1952.

If the allegations can truly be classified as comment rather than fact, then a defendant is not required to prove the words to be objectively true. He will have a complete defence if he can bring himself within the defence of fair comment. There may be difficulties, on any given set of facts, about whether the words are to be classified as comment or not, but the principle is clear. So, too, a journalist will not be required to prove words to be true if they were published pursuant to a legal, social or moral duty and the subject matter was of legitimate public interest. See e.g. Blackshaw v. Lord [1984] Q.B. 1and Reynolds v. Times Newspapers to which I have already referred.

It is by affording defences of this kind that English law gives effect to the general (and in itself uninformative) proposition that it is not always reasonable for a journalist, or other defendant in libel proceedings, to have to establish the objective truth of what he has said. I must be guided by these principles, rather than deciding subjectively whether, on the facts of this or any other case, it seems to me reasonable for a defendant to have to establish a defence of justification. It is necessary, after all, to remember that the European Convention itself values predictability and certainty so that citizens can know so far as possible, if necessary with legal advice, what the legal consequences of their conduct may be.

Furthermore exceptions to the right to freedom of expression as contemplated by Article 10(2) must be “prescribed by law”, whether it be judge-made common law or statutory provision. That is a further reminder that one has to apply domestic law, so far as one’s limitations permit, in a principled and rational manner. If one applies the English law of defamation properly, there should be no reason to think that the principles underlying the Convention are infringed. One area in which there might appear to be a divergence, relevant in the present case, between English jurisprudence and that of Strasbourg is that relating to how to treat a journalist’s attribution of motives. The traditional English view is exemplified in the words of Bowen L. J. in Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459 at 483 to the effect that: “The state of a man’s mind is as much a fact as the state of his digestion.”

This approach has in the past been reflected also in the law of fair comment. See, for example, Campbell v. Spottiswoode [1863] B. & S. 769 at 776 and the discussion in Gatley on Libel and Slander (9th ed.), at paragraphs 12.24 to 12.26. More recently, however, the courts have been readier to treat the attribution of motive, in some cases, as matters of inference or comment. Miss Page submits that they should, indeed, be even readier to do so in the light of Neilson & Johnsen v. Norway. In the end, however, as the court in Strasbourg recognised, any such classification must depend upon the words actually used and upon their context.

In any event, the boundary between fair comment and justification *805 sometimes becomes a little fuzzy when the court has to address defamatory words couched in the form of the author’s inferences of fact from the material set out or referred to in the body of an article. English law recognises in such cases that the validity of inferences can be a matter of opinion and thus susceptible to a defence of fair comment. Thus, if a journalist makes inferences as to someone’s motives, that may be treated as the expression of an opinion even though the inference drawn may be to the effect that there exists a certain state of affairs (including a state of mind): see Gatley (9th ed.), paragraph 12.10 and Kemsley v. Foot [1952] A.C. 345 at 356. I see no obvious inconsistency between these important principles of English law and what was said so recently in Neilson & Johnsen v. Norwayat paragraph 50. It was clear that the court in Strasbourg was addressing the wording of particular statements in their context, and that they were intended to convey the applicants’ own opinions. It was also said that they were thus akin to value judgments. I do not need to go so far as to draw any such analogy here. The first ruling I have to give is whether the words complained of should be classified now as comment or fact; or whether I should leave the issue to be resolved by the jury at trial as Miss Rogers submits is the appropriate course.

In my judgment, Mr Bower seems to have been expressing a series of opinions about the motives of the claimant, based on inferences from facts identified or referred to in his article. In order for fair comment to succeed, Mr Bower will need to prove the underlying facts from which the inference is drawn. He will need also at trial to pass the usual objective test that operates in the law of fair comment; that is to say, to show that the opinions are such that a reasonable person could hold them in the light of the facts proved at trial (or admitted). It will be for Sir Richard Branson, if he can, then to prove that Mr Bower was malicious in what he wrote.

Miss Page has pointed out that any reasonable reader will see straight away from the nature of the allegations, relating as they do to the claimant’s state of mind, that Mr Bower cannot have direct knowledge and that he must accordingly have been expressing his own views or inferences. There is here no uncertainty about that, such as to require the jury to express its own conclusion on the issue of fact or comment. I am bound to say that I agree with Miss Page’s submission about that.

Στην υπόθεση Steel & Morris v United Kingdom, [2005] E.M.L.R. 15, 15 February 2005, δύο άτομα που δεν ήταν δημοσιογράφοι, κυκλοφόρησαν δυσφημιστικό υλικό εναντίον των McDonalds. Το υλικό αυτό περιείχε πολύ σοβαρές κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ότι η Εταιρεία είναι ανήθικη, εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά κλπ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:
«..Η18 7. The defamation proceedings and their outcome amounted to an interference with the applicant’s rights to freedom of expression. The interference was prescribed by law. The issue was whether the interference was necessary in a democratic society.

Hertel v Switzerland (1999) E.H.R.R. 534 followed.
H19 8. Is necessary the proportionality of any interference, a distinction was drawn between statements of fact and value judgments. Facts might be demonstrated but the truth of value judgments was not susceptible of proof. Where a statement amounted to a value judgment, the proportionality of any interference might depend on whether there was a sufficient factual basis for the impugned statement, since even a value judgment without any factual basis might be excessive.
Feldek v Slovakia (2001-VIII) ECHR followed.

H20 9. Political expression, including expression on matters of public interest and concern, required a high lrvrl of protection under Art. 10. The leaflet contained very serious allegations on topic of general concern.

Thorgeirson v Ireland (1992) 14 E.H.R.R. 843 and Hertel v Switzerland (1999) 28 E.H.R.R. 534 followed.

H21 10. It was irrelevant that the applicants were the applicants were not lournalists. In a democratic society small and informal campaign groups had to be able to carry on their activities effectively. There was a strong public interest in enabling groups and individuals outside the mainstream to contribute to be public debate by disseminating information and ideas on matters of general public interest.

Περαιτέρω σας παραπέμπω σε ένα καινούριο κεφάλαιο, που εισήχθη πρόσφατα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, γνωστό ως “Gripe Site”, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο για όσους απλούς αδύναμους ανθρώπους ετοιμάζουν μια ιστοσελίδα για να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές. Φαίνεται ότι τα Δικαστήρια θεωρούν ότι, τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές μέσω αυτών των ιστοσελίδων, έστω και υπερβολικά, δεν αποτελούν δυσφήμιση εφόσον αποτελούν έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

Βλέπε:
1. Court Finds ‘Gripe Site’ Is Protected Free Speech, Not Defamation New York Law Journal/November 1, 2005
2. Rivera Technology Law – Internet Defamation Lawyer – Gripe Sites
3. Strategies for Blocking Internet “Gripe” Sites and Internet Complaint Sites
4. Court Protects Blogger Gripe Sites
5. 92-year-old’s website leaves oil giant Shell-shocked (The Guardian, Monday 26 October 2009)

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω Νομολογία και την τάση, τόσο των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και των Ευρωπαϊκών, αλλά και των Δικαστηρίων της Αγγλίας και Αμερικής όπου ισχύουν οι ίδιες αρχές με την Κύπρο και στηριζόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις συνθήκες και τον τρόπο που ανέβασε την ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της δυσφήμισης και η απαίτηση των Εναγόντων θα πρέπει να απορριφθεί.

Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το δικαστήριο σας στην πολύ χρήσιμη καθοδήγηση που έκανε ο δικαστής Diplock J αναφορικά με το κατά πόσο ένα σχόλιο είναι έντιμο, στην υπόθεση Silkin v. Beaverbrook Newspapers Ltd. and Another [1958] 1 WLR 743, Tab 5, at 749:
“Would a fair-minded man holding strong views, obstinate views, prejudiced views, have been capable of making this comment? If the answer to that is yes, then your verdict in this case should be a verdict for the defendants. … If you were to take the view that it was so strong a comment that no fair-minded man could honestly have made it, then the defence fails and you would have to consider the question of damages.”See also Halsbury’s Laws of England, Vol 28, 4th ed (Reissue:1997), para 145.

Επίσης σημαντικό είναι τα όσα έχε αναφέρει ο Lord Nicholls σε σχέση με το τι αποτελεί κακόβουλη σχόλιο στην υπόθεση tse wai chun paul v. ALBERT CHENG (2000) 3 HKCFAR 339 at p 360I to 361D:
“My conclusion on the authorities is that, for the most part, the relevant judicial statements are consistent with the views which I have expressed as a matter of principle. To summarise, in my view a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to injure, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence.»
Επίσης σημαντικά είναι όσα λέχθηκαν στην Merivale v Carson, Court of Appeal (1887) 20 QBD 275; 58 LT 332; 4 TLR 125, Lord Esher MRQ (the meaning of fair comment):
“ is the article in the opinion of the jury beyond that which any fair man, however prejudiced or however strong his opinion may be, would say of the work in question Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment on the work” “ mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit.”
“in some other case the alleged libel would not be beyond the limits of fair criticism, and it could be shown that the defendant was not really criticizing the work, but was writing with an indirect and dishonest intention to injure the plaintiffs, still the motive would not make the criticism a libel….” the mind of the writer would not be criticised.
Field J in his guidance to the jury gave a very wide limit: “if it is no more than fair, honest, independent, bold, even exaggerated, criticism, then your verdict will be for the defendant.

Είναι έκδηλο Εντιμότατε από τα γεγονότα ότι ο Εναγόμενος 1 δημοσίευσε τα όσα δημοσίευσε, διότι γνήσια πίστευε ότι οι Ενάγοντες τον ξεγέλασαν και τον αδίκησαν. Ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία του και με άλλους πιθανούς αγοραστές ακινήτων, καθώς επίσης να προσελκύσει δωρεάν συμπαράσταση και συμβουλές για το πρόβλημα του από άλλα άτομα. Ο στόχος του δεν ήταν κακόβουλος. Απλά χρησιμοποίησε την ονομασία lying builder και μετά παράθεσε τα γεγονότα παραθέτοντας έγγραφα στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, ότι τον ξεγέλασαν οι Ενάγοντες.

Είναι θεμιτό να δίνεται η ευκαιρία στους καταναλωτές να εκφράζουν τα παράπονα τους, διότι αυτό βοηθά και άλλους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί και αναμφίβολα αποβλέπει στο δημόσιον συμφέρον και προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης και της ελευθερίας του λόγου.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα δικαστήρια ανέχονται ακόμα και υπερβολές στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα εναντίον εταιρειών η προσώπων, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές και έμειναν δυσαρεστημένοι.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συνοψίζοντας για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η απαίτηση των Εναγόντων.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2, πιστεύω ότι κατάφεραν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν τους όρους της Συμφωνίας και διεκδικούν αποζημιώσεις ως η απαίτηση τους, πλέον έξοδα, ως αναλύουμε πιο πάνω στην Αγόρευση μας.

Καταχωρήθηκε την 29 / 5 / 2012
Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος Εναγόμενων 1 και 2

 

Civil fraud: my lawyers submission: Case 365/2006

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelious Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret ODwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΓΡΑΠΤΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 2

Εντιμότατε,

Προβαίνω στην παρούσα γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των θέσεων των πελατών μας, Εναγομένων 1 & 2 στην παρούσα αγωγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στα δικόγραφα και την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας κατά την ακρόαση της υπόθεσης και ένα συντομία έχουν ως ακολούθως:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο κος Cornelius Desmond ODwyer (Εναγόμενος 1) και η κα Michaella Margaret ODwyer (Εναγόμενη 2) από την Αγγλία, είναι παντρεμένοι και έχουν δύο μικρά παιδιά.

Περίπου τον Μάιο του 2005 απεφάσισαν να πωλήσουν το σπίτι τους στην Αγγλία και να μετακομίσουν στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή, όπως έκαναν πάρα πολλοί Άγγλοι, ιδιαίτερα πριν να επέλθει οικονομική ύφεση στο νησί. Ο στόχος τους ήταν να πάρουν ένα ανεξάρτητο σπίτι περίπου ΛΚ170.000,00 στις ελεύθερες περιοχές Αμμοχώστου, με κήπο και πισίνα σε μια οικιστική περιοχή. Ένας κτηματομεσίτης τους σύστησε την εταιρεία των Εναγόντων ως μία αξιόπιστη εταιρεία, στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν για να αγοράσουν το σπίτι που ζητούσαν. Αφού είδαν διάφορα σπίτια, τελικά επέλεξαν το επίδικο σπίτι, το οποίο, ως τους εξήγησαν και ως φαινόταν από τα σχέδια που τους παρουσίασαν, ήταν γωνιακό, στην δεξιά του πλευρά συνόρευε με δρόμο και στην απέναντι πλευρά του δρόμου θα υπήρχε μια ανάπτυξη από τους Ενάγοντες με ισόγειες κατοικίες, κατά τρόπο που να μην επηρεάζεται η ιδιωτική ζωή των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι ικανοποιήθηκαν με αυτή την επιλογή και έτσι προχώρησαν και υπέγραψαν σχετικό συμβόλαιο για την αγορά του ακινήτου, ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2005, Τεκμήριο 4 στην παρούσα αγωγή. Το εν λόγω συμβόλαιο υπογράφτηκε εκ μέρους των Εναγομένων από την δικηγόρο Μάριον Κάρτερ του δικηγορικού γραφείου Κάρτερ & Κλαΐδης και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν τμηματικά στους Ενάγοντες το συνολικό ποσό των ΛΚ66.000,00. Τα ποσά αυτά οι Εναγόμενοι τα πήραν από δάνειο μετά από υποθήκη που έβαλαν στο σπίτι τους στην Αγγλία, μέχρι αυτό να πουληθεί. Οι Εναγόμενοι δεν χρειάστηκε να υποθηκεύσουν το εν λόγω ακίνητο εδώ στην Κύπρο, εφόσον είχαν όλους τους πόρους που χρειαζόντουσαν για την αγορά του.

Δυστυχώς, ενόψει των αρνητικών εξελίξεων που έχουν προκύψει αναφορικά με αυτή την αγορά, οι Εναγόμενοι κατέληξαν να μην έχουν ούτε σπίτι, αλλά ούτε τα λεφτά τους πίσω. Επιπλέον σπατάλησαν τα λεφτά που είχαν πάρει από την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία, σε δικηγορικά έξοδα και άλλα έξοδα, ενόψει των πολλών διαδικασιών που ανοίχθηκαν εδώ στην Κύπρο.

Οι Εναγόμενοι ένιωθαν ασφαλείς να προβούν στην εν λόγω αγορά ενόψει του ότι, τόσο οι Ενάγοντες, όσον και οι τότε δικηγόροι τους, τους διαβεβαίωσαν και συμβούλεψαν ότι με την κατάθεση του συμβολαίου στο Κτηματολόγιο αυτοί θα είναι οι ιδιοκτήτες (δικαιούχοι) και ότι εάν θέλουν την επομένη μέρα μπορούν να το πουλήσουν. Οι σχέσεις των Εναγομένων με τους Ενάγοντες ήταν πολύ φιλικές προτού γίνει η πράξη και στις αρχές μετά τη υπογραφή του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι είχαν καλή επικοινωνία μαζί τους. Τους είχαν εξηγήσει από την αρχή τα σχέδια τους για μετακόμιση στην Κύπρο, την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία και ότι τα παιδιά τους θα πήγαιναν σχολείο εδώ στην Κύπρο.

Αναπτύχθηκε μια αλληλογραφία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων αναφορικά με το κτίσιμο του σπιτιού και των πληρωμών, η οποία αντικατοπτρίζεται σε όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους και στις επιστολές των δικηγόρων των. Η εν λόγω αλληλογραφία έχει καταχωρηθεί ενώπιον του δικαστηρίου και αποτελούν τεκμήρια της υπόθεσης.

Στις 20 Ιανουαρίου 2006 οι Εναγόμενοι πήραν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την Michelle Anglou, με φωτογραφίες του σπιτιού και αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κάποια λάθη στην κατασκευή στο εσωτερικού του σπιτιού. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν προβεί στις αλλαγές που ζήτησαν να γίνουν οι Εναγόμενοι στην οικία τους. Στις 30 Ιανουαρίου 2006 πήραν ηλεκτρονικό μήνυμα από την Μάριον Κάρτερ, που περιλάμβανε την απόδειξη για την πληρωμή για την ολοκλήρωση του σκελετού και πιστοποιητικό Πολιτικού Μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας. Οι Εναγόμενοι μετέφεραν άμεσα το ποσό των ΛΚ26.027.50 στους τότε δικηγόρους τους, τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό τους στις 2 Φεβρουαρίου 2006.

Ο Εναγόμενος 1 απεφάσισε να μεταβεί στην Κύπρο για να επιθεωρήσει το σπίτι και να συζητήσει με τους Ενάγοντες για τα λάθη που εντόπισε και έτσι στις 6 Φεβρουαρίου 2006 έφτασε στην Κύπρο και πήγε στο εργοτάξιο την ίδια μέρα. Με μεγάλη του έκπληξη αντιλήφθηκε ότι οι Ενάγοντες προχώρησαν με ανάπτυξη δίπλα από το σπίτι του, κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από ότι τους παρουσίασαν ότι θα γινόταν. Κατασκεύασαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο δίπλα από την οικία τους, εκεί που θα υπήρχε δρόμος ως φαίνεται, τόσο από το πρόχειρο σχέδιο που τους είχαν δώσει, όσο και από τα σχέδια που επισυνάπτονται στο συμβόλαιο. Η εν λόγω ανάπτυξη θα επηρέαζε την ιδιωτική τους ζωή στον κήπο τους, που ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια που τους οδήγησε να αγοράσουν εκείνο το συγκεκριμένο σπίτι και όχι κάποιο άλλο. Από αυτό το σημείο και μετά, είναι έκδηλο ότι ο Εναγόμενος 1 άρχισε να ανησυχεί για την αξιοπιστία των Εναγόντων, καθώς επίσης προειδοποιήθηκε από κάποιο άλλο Άγγλο να είναι προσεκτικός με τον Καραγιαννά. Αυτές οι ανησυχίες του Εναγομένου 1 τον οδήγησαν στο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και απεφάσισε να αρχίσει να ηχογραφεί τις συνομιλίες του μαζί τους.

Ο Εναγόμενος 1 αναστατωμένος έσπευσε να συναντήσει τους Ενάγοντες για να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν να τον δουν, διότι ήταν απασχολημένοι. Τον είδε η Michelle Anglou και του έδωσε ένα τοπογραφικό με την νέα ανάπτυξη, όπου διαφάνηκε ότι το καινούργιο τοπογραφικό δεν συμφωνούσε με το παράρτημα Β του συμβολαίου. Τελικά ο Μάριος Καραγιαννάς συνάντησε τον Εναγόμενο 1 την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2006 στο επίδικο σπίτι. Την ίδια μέρα η Michelle Anglou του τύπωσε και του έδωσε μια κατάσταση, όπου φαίνονταν οι πληρωμές που έγιναν και οι μελλοντικές πληρωμές (Τεκμήριο 46). Την επομένη στις 10 Φεβρουαρίου 2006 γύρω στις 9:00 το πρωί, συναντήθηκε και πάλι με τον Μάριο Καραγιαννά και την Michelle Anglou. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, ο Μάριος ήταν απότομος και το κλίμα δεν ήταν ευχάριστο. Ο Μάριος του είπε να πάει να συζητήσει το θέμα με την σύζυγο του και να του εισηγηθεί λύσεις για διευθέτηση του θέματος.

Ο Εναγόμενος 1 επέστρεψε στην Αγγλία την ίδια μέρα και ετοίμασε λεπτομερή επιστολή με εισηγήσεις προς επίλυση του θέματος, την οποία απέστειλε στις 13 Φεβρουαρίου 2006 (τεκμήριο 20). Οι Ενάγοντες δεν απάντησαν στην εν λόγω επιστολή των Εναγομένων με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε και απλά στις 14 Φεβρουαρίου 2006 ο Μάριος απάντησε ότι ο δικηγόρος τους θα απαντούσε στην εν λόγω επιστολή. Μετά από επίμονες προσπάθειες από τον Εναγόμενο 1 να πάρει απάντηση, την 1η Μαρτίου 2006, οι δικηγόροι των Εναγόντων τους απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα (τεκμήριο 24) με το οποίο τους έλεγε τα εξής:

“…We do not consider that our clients are in breach of contract in any way. Our clients have fulfilled their obligations in accordance with the contract terms and at this stage we can only advise that either comply with your obligations as per the contract or cancel the same”.

Είναι έκδηλο ότι οι Ενάγοντες μέσω του δικηγόρου τους έδιναν την επιλογή στους Εναγόμενους, να συνεχίσουν με την υλοποίηση της σύμβασης, η εάν δεν τους αρέσει, να την τερματίσουν. Δεν φαίνεται να προειδοποιούν τους Εναγόμενους για όποιες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους για οποιοδήποτε στάδιο, αλλά ούτε τους καλούν γραπτώς όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο παράγραφος 3.2, να καταβάλουν τυχόν καθυστερημένες δόσεις μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία της ειδοποίησης και ότι, εάν δεν το πράξουν, θα τερματίσουν το συμβόλαιο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύντομης απάντησης των Εναγόντων και της έλλειψης διάθεσης από μέρους τους για επίλυση του προβλήματος, ο Εναγόμενος 1 αναγκάστηκε, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένος, να προχωρήσει με την υλοποίηση της συμφωνίας και παράλληλα να δημιουργήσει ιστοσελίδα, στην οποία θα του δινόταν η ευκαιρία να παρουσιάσει την εμπειρία του και τα παράπονα του εναντίον των Εναγόντων. Την ιστοσελίδα τη δημιούργησε στις 4 Μαρτίου 2006 και έβαλε εκεί ένα μικρό κείμενο που περιέγραφε τα γεγονότα. Στις 6 Μαρτίου 2006 ήρθε στην Κύπρο και στις 7 Μαρτίου το 2006, πήγε το πρωί στο γραφείο των Εναγόντων αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε με την Michelle Anglou και της είπε ότι, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένοι δεν θα τερματίσουν το συμβόλαιο. Συνάντησε τους Ενάγοντες τελικά το απόγευμα της ίδιας μέρα και είπε και σε αυτούς ότι ήταν δυσαρεστημένοι, αλλά δεν θα τερμάτιζαν το συμβόλαιο και ότι θα παρουσιάσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που ετοίμασε με την ονομασία www.lyingbuilder.com. Την επομένη η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους Ενάγοντες επιταγή με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2006, για το ποσό των ΛΚ26.027,50 για την τοιχοποιία, λεφτά τα οποία είχε ήδη λάβει από τους Εναγόμενους από τις 2 Φεβρουαρίου 2006 και τα κρατούσε μέχρι να επιλυθούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων και τα οποία προσπαθούσαν να επιλύσουν μέσω συζήτησης και ανταλλαγής αλληλογραφίας. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να πάρουν το εν λόγω ποσό και έτσι η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους δικηγόρους των Εναγόντων στις 14 Μαρτίου 2006, επιστολή μαζί με την επιταγή, η οποία επιστράφηκε και μετά έγινε προσπάθεια επίδοσης της μέσω επιδότη ανεπιτυχώς. (βλέπε τεκμήρια 25 και 26).

Στις 9 Μαρτίου 2006 οι Μάριος Καραγιαννάς και ο πατέρας του Χριστόφορος Καραγιαννάς κτύπησαν τον Εναγόμενο 1 και του κατάστρεψαν την κάμερα του.

Την ίδια μέρα ο δικηγόρος των Εναγόντων απέστειλε επιστολή στους Εναγόμενους (τεκμήριο 9), σύμφωνα με την οποία τους ανακοινώνει ότι οι πελάτες του ακυρώνουν το συμβόλαιο και ότι, ακόμη και εάν διαφανεί ότι δεν νομιμοποιούνται να το ακυρώσουν, δεν επιθυμούν να τελειώσουν το σπίτι και να τους το παραδώσουν.

Στις 10 Μαρτίου 2006 ο Εναγόμενος 1 πήγε στο γραφείο του τότε δικηγόρου τους Ανδρέα Κλαΐδη για συμβουλές και στις 11 Μαρτίου 2006 επέστρεψε στην Αγγλία και αντικατέστησε το κείμενο που είχε ανεβάσει στην ιστοσελίδα του υπό μορφή ημερολογίου, με μια γενική δήλωση (τεκμήριο 67), η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 2007, όπου και επανέφερε το κείμενο που είχε αρχικά τοποθετήσει και μετέπειτα ενημέρωνε την ιστοσελίδα ανάλογα με τις εξελίξεις.

Στις 9 Ιουνίου 2006 καταχωρήθηκε η εν λόγω αγωγή, μέσω της οποίας οι Ενάγοντες ζητούν τον τερματισμό του συμβολαίου και αποζημιώσεις για παράβαση συμβολαίου, καθώς επίσης ζητούν αποζημιώσεις για δυσφήμιση για την περίοδο 7 Μαρτίου 2006 μέχρι την 15 Μαρτίου 2006. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση δια της οποίας ζητούν δήλωση ότι το συμβόλαιο δεν έχει τερματιστεί, ειδική εκτέλεση και αποζημιώσεις και διαζευκτικά αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Το 2007 οι Εναγόμενοι πληροφορήθηκαν με μεγάλη τους έκπληξη, ότι το σπίτι τους πουλήθηκε σε άλλο πρόσωπο τον Μάιο του 2007, στην Michelle McDonald.

Το 2008 όταν επισκέφθηκε το σπίτι του για να βγάλει φωτογραφίες για σκοπούς παρουσίασης τους ως τεκμήρια στην παρούσα υπόθεση, ο Εναγόμενος 1 κτυπήθηκε από τον Μάριο Καραγιαννά, τον πατέρα του Χριστόφορο Καραγιαννά και από άλλο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να παραμείνει 6 μέρες στο Νοσοκομείο. Για αυτό το αδίκημα καταδικάστηκαν σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή, για το οποίο εκκρεμεί Έφεση εναντίον της αναστολής. Αρκετά από τα δημοσιεύματα που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο περί τα μέσα του Φεβρουαρίου 2007, δεν είναι επίδικα και αφορούσαν τους ξυλοδαρμούς του, την πώληση του σπιτιού του σε τρίτο άτομο και την καθυστέρηση που προέκυπτε στις διαδικασίες σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων του.

Στο στάδιο της ακρόασης οι Εναγόμενοι δήλωσαν ότι ζητούν αποζημιώσεις και όχι ειδική εκτέλεση, ενόψει του ότι, μετά την επιστολή του δικηγόρου Γιώργου Πιττάτζιη εκ μέρους της Michelle McDonald, ημερομηνίας 30/5/2007, ότι αυτή αγόρασε το σπίτι καλή τη πίστη και δεν επιθυμούσε να φύγει από μέσα και ότι δεν είχαν βάση αγωγής εναντίον τους, έτσι εγκατέλειψαν την πρόθεση τους να διεκδικήσουν ειδική εκτέλεση από εκείνο το σημείο και μετά.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ενώπιον σας έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των Εναγόντων ο Μάριος Καραγιαννάς, ο Σάββας Κυριάκου ειδικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο Χριστόδουλος Χρίστου πολιτικός μηχανικός, ο Νέστωρας Νικηφόρου δικηγόρος, ο Μάριος Σάββας μεταφραστής, η Michelle Anglou πρώην υπάλληλος των Εναγόντων, ο Anthony Kay ιδιοκτήτης της εταιρείας Sold On Cyprus, ο Κωνσταντίνος Τσαγγαράς πρώην υπάλληλος της BuySell και η Βαρναβούλλα Καραγιαννά. Για τους Εναγόμενους έδωσαν μαρτυρία οι Εναγόμενοι 1 και 2 και ο κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης, ειδικός εκτίμησης ακινήτων.

Είναι εμφανές ότι οι Ενάγοντες δεν ήρθαν ενώπιον του δικαστηρίου για να πουν την αλήθεια και προσπάθησαν μέσω της μαρτυρίας τους να παραπλανήσουν το δικαστήριο και να δημιουργήσουν εντυπώσεις, δια μέσων υπερβολών και ψευδομαρτυρίας.

Οι Εναγόμενοι παρουσίασαν τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους με αποδεικτικά στοιχεία.

ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

Ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι νομιμοποιούνται να τερματίσουν την συμφωνία πώλησης λόγω παράβασης της συμφωνίας από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα επειδή παρέλειψαν να καταβάλουν δύο πληρωμές στους Ενάγοντες, αυτή της τοιχοποιίας και αυτή του επιχρίσματος, είναι τόσο έκδηλα ανυπόστατη, που θεωρώ ότι δεν είναι καν αναγκαίο να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να πίσω το Δικαστήριο προς αυτή την κατεύθυνση.

Απλά θεωρώ σκόπιμο να τονίσω ότι σε καμία περίπτωση, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι Ενάγοντες, δεν έστειλαν την προειδοποίηση που προβλέπει το Άρθρο 3.2, της σύμβασης.

Το αντίθετο, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 1η Μαρτίου, παρακίνησαν τους Εναγόμενους, είτε να προχωρήσουν με την αγορά του ακινήτου, ή να το τερματίσουν εάν ήθελαν οι Εναγόμενοι.

Υπάρχει σωρεία αποφάσεων που καταπιάνεται με το θέμα του τερματισμού πωλητηρίου εγγράφου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δύναται ένα μέρος να τερματίσει ένα συμβόλαιο. Ως φαίνεται από την νομολογία, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή κάποιου ποσού κατά παράβαση της σύμβασης, αυτό από μόνο του δεν νομιμοποιεί τον τερματισμό του συμβολαίου, αλλά χρειάζεται ο συμβαλλόμενος να καταστήσει πρώτα τον χρόνο πληρωμής ως ουσιώδη όρο της συμφωνίας. Σχετικές με αυτή την αρχή είναι οι πιο κάτω υποθέσεις:

Στην υπόθεση IRIS DEVELOPMENT LTD v. ΤΑΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ημερ. 25/9/2000, Πολιτική Έφεση αρ.10180, αναφέρονται τα εξής στην σελίδα 1510:

«Το άρθρο 55(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 προβλέπει ότι αν ένας από τους συμβαλλόμενους αναλάβει υποχρέωση να προβεί σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένου χρόνου και παραλείψει να πράξει τούτο, το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμα καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του άλλου μέρους αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στον Ινδικό Περί Συμβάσεως Νόμο και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η Έκδοση, στη σελ.386, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«… Courts of Equity have introduced a presumption, chiefly, if not wholly applied, in cases between vendors and purchases of land, that time is not of the essence of contract.»

Επίσης στην υπόθεση PARASKEVAS & OTHER v. LANTAS (1988) 1 CLR, 285, σελ.290-291, λέχθηκαν τα εξής:

«In his reasons for judgment the trial Judge explains that the time of payment of the installments was of the essence and, consequently, the failure of the purchasers to meet stipulations regulating the payment of the installments, entitled the vendor to terminate the contract. It is evident that in so holding the Judge misinterpreted the decision of the Supreme Court in Charalambous v. Vakana (1982) 1 CLR 310 (the Judgment of the Court was given by Stylianides, J.), and case cited therein, and failed to appreciate that equity has superseded the common law rule that contractual stipulations effecting payment are of the essence of the agreement. Now the rule is that time stipulations of the agreement unless they are so declared to be for reasons mutually in the contemplation of the contracting parties. The same principles govern the application of s.55 of the Indian Contract Act, 43 1 A.26 and Stickney v. Keeble and Another (1915) A. C. 386). In this case not only the parties did not make the time of payment of the purchase price of the essence of the agreement but, on the contrary, they made provision of the payment of interest, a fact in itself suggestive that time was not intended to be of the essence. Therefore, time was not initially of the essence of the contract as indeed counsel for the respondent candidly acknowledged. Was, then, the time of payment made of the essence by the subsequent notice of the vendor? »

(Βλέπε και Melaisi v. Georghiki Eteria (1979) I CLR 748, Stickney v. Keeble and another (1915) A.C. 386, Smith v. Hamilton (1950) 2 All E.R. 928 και Jamshed Khodaram Irani v. Burjorji Dhunjibhai (1915) 32 T.L.R. 156).

Στην Pollock & Mulla (ανωτέρω) αναφέρεται ότι, και όπου ο χρόνος δεν είναι ουσιώδεις, μπορεί να καταστεί τέτοιος, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σελ.389):

«Even in the case of sale of land, time can be made of the essence of the contract by giving a notice to the other side guilty of undue delay to perform the contact in the reasonable time. This can also be done in a contract the stipulation of time as the essence has been waived».

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση υπήρχε επιλογή στους πωλητές να καταστήσουν τον χρόνο καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις ως ουσιώδη όρο, βάσει του άρθρου 3.2 της Σύμβασης, όμως σε καμία περίπτωση δεν έπραξαν κάτι τέτοιο. Επίσης σε σχέση με την καταβολή της δόσης που αφορά το επίχρισμα, ούτε καν ενημερώθηκαν οι Εναγόμενοι ότι θα έπρεπε να την καταβάλουν και σε σχέση με τα λεφτά για την τοιχοποιία, φαίνεται ότι εκκρεμούσε λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει. Οι Ενάγοντες όφειλαν με γραπτή ειδοποίηση να καταστήσουν τον χρόνο πληρωμής αυτής της δόσης ως ουσιώδη, πάντοτε σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, προτού προχωρήσουν με τερματισμό.

Η επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9 Μαρτίου και η μεταγενέστερη πώληση του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, αποτελεί παράβαση του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Οι Εναγόμενοι μέσω της ανταπαίτησης τους διεκδικούν:

(α) αποζημιώσεις που προκύπτουν από την διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ήτοι €119.698,00

(β) την επιστροφή του ποσού των ΛΚ66.000,00 (€112.767,69), πλέον νόμιμο τόκο

(γ) €18.000,00 πραγματικά έξοδα, που αφορούν πτήσεις, διαμονή, διατροφή, ενοίκια αυτοκινήτων και άλλα, ως φαίνεται στον πίνακα που έχω ετοιμάσει και επισυνάπτεται στην Αγόρευση μου ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

(δ) GBP 75.483,00 (€93.372,19) δια ενοίκια για τη διαμονή τους στην Αγγλία

(δ) €2.562,90 ως δικηγορικά έξοδα για την ετοιμασία του συμβολαίου

(ε) τιμωρητικές αποζημιώσεις, έξοδα, νόμιμο τόκο και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ως εύλογη και δίκαιη το Δικαστήριο

(στ) δικηγορικά έξοδα και τόκους

Η αγοραία αξία του ακινήτου σύμφωνα με την νομολογία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία παράβασης, ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπου αποκρυσταλλώνεται ότι το αναίτιο μέρος σταμάτησε να επιμένει σε ειδική εκτέλεση.

Αναφορικά με τις αποζημιώσεις που δικαιούται το αναίτιο μέρος να λάβει μετά από παράβαση συμβολαίου, σχετικά είναι τα πιο κάτω:

Το περίγραμμα Chitty on Contracts 30th ed., Volume 1 – General Principles, paragraph 26-091, αναφέρει τα εξής:

«Full details of the damage recoverable for breaches of contracts relating to the sale of lease of land (including breaches of the covenants in a conveyance or lease) should be sought elsewhere. In respect of contracts made after September 27. 1989 the restrictive rule in Bain v Fothergill (which limited the vendor’s liability) no longer applies. Thus, a vendor who breaks his contract by failing to convey the land to the purchaser is liable to damages for the purchaser’s market value of the property at the fixed time for completion (or at a later time so long as it was reasonable for the purchaser to continue to seek performance, less the contract price. The purchaser may claim the loss of profit he intended to make from a particular use of the land (e.g. by converting a building into flats and offices) only if the vendor had actual or imputed knowledge of special circumstances showing that the purchaser intended to use the land in the way».

Στην υπόθεση MICHAEL SAAB v. THE HOLY MONASTERY OF AYIOS NEOPHYTOS, Civil Appeal No.6176, ημερ. 19/10/1986), σελ.500, αναφέρονται τα εξής:

«…Though normally damage are assessed out at the date of breach, where the party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, damage may be assessed as at a subsequent date – In this sense Principle of Wroth v. Tyler (1973) 1 All E.R. 897 not exceptional but in line with the common law rule for the assessment of damages. Interest – Recovery of, as an item of special damage in case of a breach of contract – Though a remote item of damage which is not ordinarily recoverable it may be recovered when it is specifically pleaded and it appears that loss of interest ought reasonably to have been within the contemplation of the parties at the time of execution of the contract».

Επίσης η υπόθεση SYMEON CHARALAMBOUS v. ANDROULLA VAKANA, Civil Appeal No.6180, ημερ.20/5/1982, σελ.312 αναφέρει τα εξής:

«… the contract price and the market value at the time the respondent sold the property to the third person; that as the purchase price in the contact broken between the parties was £1.950 and the respondent sold the land to another person on 25.11.1977 for £4.000 the appellant is entitled to £2.050 damages and to the amount of £80 his deposit; …»

Στην σελίδα 319 της ίδια υπόθεσης αναφέρεται:

«…The question as to the date at which damages should be assessed was considered in a number of cases in the past. The view expressed that the damages should be assessed as at the time of the breach.

In Horsler v. Zorr (1975) 1 All E.R. 584, at p.586, Megarry, J., as he then was, indicated that there is no inflexible rule that common law damages must be assessed at the date of the breach.

In Johnson and Another v. Agnew (1979) 1 All E.R. 883 (H.L.), Lord Wilberforce said this at page 896:

The general principle for the assessment of damages is compensatory, i.e. that the innocent party is to be placed, so far as money can do so, in the same position as if the contact had been performed. Where the contract is one of sale, this principle normally leads to assessment of damages as at the date of the breach, a principle recognised and embodied in s.51 of the Sale of Goods Act 1893. But this is not an absolute rule; if to follow it would give rise to injustice, the court has power to fix such other date as may be appropriate in the circumstances.

In cases where a breach of a contract for sale has occurred, and the innocent party reasonably continues to try to have the contact completed, it would to me appear more logical and just rather than tie him to the date of the original breach, to assess damages as at the date when (otherwise than by his default) the contract is lost”.»

Eπίσης βλέπε ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Πολιτική Έφεση αρ.9150, ημερ.19/12/1997, BEARD v PORTER, Court of Appeal, dated 22/7/1947, (1948) 1 K.B. 321, ΔΑΦΝΟΣ ΔΡΥΑΝΗΣ & ΑΛΛΟΙ ν. ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ, Πολιτική Έφεση αρ.8923, ημερ.15/5/1998. Βλέπε επίσης JOHNSON AND ANOTHER RESPONDENTS v AGNEW APPELLANT, House of Lords, dated, 8/3/1979, (1979) 2 WLR 487, (1980) A.C. 367, επίσης βλέπε DIAMOND v CAMPBELL-JONES AND OTHERS, Chancery Division, dated 4/2/1960, (1957 D. No.482), (1961) Ch.22.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι Εναγόμενοι φαίνεται ότι διεκδικούσαν την εκτέλεση του συμβολαίου με την παράδοση του ακινήτου σε αυτούς, μέχρι τις 30/5/2007, όπου έμαθαν για την παράνομη πώληση του σπιτιού τους σε τρίτο πρόσωπο και μετά που πήραν επιστολή από τους δικηγόρους της νέας αγοράστριας που τους ενημέρωνε ότι δεν προτίθετο να εγκαταλείψει το σπίτι και ότι το αγόρασε καλή τη πίστει. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ισχύουσα Νομολογία, οι Εναγόμενοι δικαιούνται ως αποζημίωση την διαφορά μεταξύ της τιμής του ακινήτου, ως φαίνεται στην εκτίμηση που έκανε ο εκτιμητής κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης για την αξία του ακινήτου τον Μάιο του 2007 η εκτίμηση του οποίου παρέμεινε ανεντείλεκτη, δηλ. €398.200,00 και του ποσού των €278.502,00 (ΛΚ163.000,00), ήτοι το ποσό των €119.698,00.

Περαιτέρω δικαιούνται ως αποζημιώσεις που προκύπτουν φυσιολογικά κατά την φυσική ροή των πραγμάτων, κάτι που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά τον χρόνο της σύμβασης ότι θα προέκυπταν συνεπεία της σύμβασης, ως ακολούθως:

  1. Ενοίκια 1000 στερλίνες μηνιαίως που καταβάλλουν οι Εναγόμενοι για την διαμονή τους στην Αγγλία, από τις 6/12/2006 που πώλησαν το σπίτι τους για την αγορά της επίδικης κατοικίας και τα οποία μέχρι σήμερα ανέρχονται στις περίπου €93.372,19

  2. 2.562,90 δικηγορικά έξοδα που πλήρωσαν για ετοιμασία του συμβολαίου αγοράς

  3. 18.000,00 πραγματικά έξοδα, ως διαφαίνεται από τις αποδείξεις που έχει καταχωρήσει η Εναγόμενη 2, σε σχέση με τα ταξίδια που αναγκάστηκαν να κάνουν στην Κύπρο.

Βλέπε επίσης το Άρθρο HALBURY’S LAW OF ENGLAND/DAMAGES (VOLUME 12 (1) (REISSUE))/5. MEASURE OF DAMAGES IN CONTRACT/(3) CONTRACT: PARTICULAR TRANSACTIONS/1059. SALE OF LAND όπου αναφέρονται τα εξής:

«When upon a contract for the sale of land the purchaser wrongfully refuses to complete, the measure of damage is, similarly, the loss incurred by the purchaser as the natural and direct result of the repudiation of the contract by vendor. These damages include the return of any deposit paid by the purchaser with interest together with expenses which he has incurred in investigating titles and other expenses within the contemplation of the parties, and where there is evidence that the value of the property at the date of repudiation was greater than the agreed purchase price, damages for loss of bargain.»

Βλέπε επίσης ΗΛΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν ΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ.6831, ημερ.11/5/1990, η οποία αναφέρει:

«… Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε παραβιάσει τους όρους της παραγράφου 7 κρίνεται εύλογο και επικυρώνεται. Οι αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών όρων καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 73(1) του Κεφ.149. περιλαμβάνει ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων ή που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της παράβασης. Οι πρόνοιες της παραγράφου αυτής του άρθρου 73 του Περί Συμβάσεων Νόμου εξετάστηκαν σε έκταση στην υπόθεση Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1. CLR 499, p.519 a.s.

Η αποκατάσταση στη θέση που θα βρισκόταν το αθώο μέρος αν δεν σημειωνόταν η διάρρηξη της σύμβασης αποτελεί τη συνισταμένη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Κατά κανόνα αυτό επιτυγχάνεται με την επιδίκαση εκείνων των αποζημιώσεων που κατά λογική πρόβλεψη κατά το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας.

Η δαπάνη για την επέκταση και διαμόρφωση του κτιρίου είχε καταβληθεί αποκλειστικά για το σκοπό δημιουργίας προϋποθέσεων λειτουργίας του κέντρου όπως οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας. Παρόλο που το δικαστήριο στη σύντομη απόφαση του δεν επεξηγεί τη βάση πάνω στην οποία καθορίστηκε η αποζημίωση, είναι πρόδηλο ότι έκρινε ότι η δαπάνη δεν είχε το αναμενόμενο όφελος και συνεπώς συνιστούσε ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας εκ μέρους του εφεσείοντα».

Βλέπε επίσης JEAN LOUIS STEUERMAN v DAMPCOURSING LTD, Case No. HT02 181, High Court of Justice Queens Bench Division Technology and Construction Court, ημερ.16/5/2002, (2002) EWHC 939 (TCC), 2002 WL 1039753, παράγραφος 60, η οποία αναφέρει τα εξής:

«60. As it turned out, the period of interruption for the reparation works was far longer than expected, due to the fault of the defendants.»

«…The cost of renting property in that area is high and no one has suggested that the sum agreed is excessive for the area. I find that the defendants are liable in the sum claimed.»

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη. Ως φαίνεται από την Αγγλική Νομολογία, τέτοιους είδους ζημιές δίνονται και σε εργοληπτικές υποθέσεις, νοουμένου ότι ο σκοπός της σύμβασης αφορούσε άνεση και απαλλαγή από ταλαιπωρία. Σχετικό είναι το Άρθρο Construction Law Journal, 1988, Damages for heartache: the award of general damages for inconvenience and distress in building cases, Kim Franklin, (αντίγραφο επισυνάπτεται), το οποίο αναφέρει:

«Traditionally the view was that on a breach of contract damage could not be given for mental distress but only for physical inconvenience such as *Const. L.J. 265 having to walk five miles home or live in an overcrowded house. That mould was broken, as were so may others, by Lord Denning M.R. in the well-known holiday case of Jarvis v. Swan Tours. He there said: “if the contracting party breaks his contract, damages can be given for the disappointment, the distress, the upset and frustration caused by the breach”».

Επίσης στην σελίδα 6 του ιδίου Άρθρου αναφέρει:

«The recent case of Hayes and Another v. Dodd and Another has established that damages for anguish and vexation will be awarded for breach of contract only if the object of the contract is comfort or pleasure or the relief of discomfort. Although such damages are therefore recoverable in building cases they are not recoverable if the object of the contract is simply the carrying out of a commercial transaction».

Περαιτέρω βλέπε Άρθρα Construction Law Journal, 1992, More heartache: a review for the award of general damages in building case, Kim Franklin και Construction Law Journal, 1992 και Commonwealth claims for inconvenience in building matters, Ian H. Barnett. (αντίγραφα επισυνάπτονται)

Έχοντας υπόψη την πιo πάνω Nομολογία πιστεύω ότι οι Εναγόμενοι δικαιούνται τα πιo κάτω ποσά:

  1. ΛΚ66.000,00 ήτοι €112.767,69, πλέον τόκους,

  2. 119.698,00 (€398.200,00 – €278.502,00) που είναι η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας τον Μάιο του 2007 και της αξίας πώλησης. (βλέπε σελ.8 της εκτίμησης του κου Χαράλαμπου Πετρίδη),

  3. 18.000,00 έξοδα διακίνησης, διαμονής και φαγητού, για αναγκαία ταξίδια που έκαναν για την υπόθεση,

  4. 93.372,19, ενοίκια για την διαμονή τους στην Αγγλία

  5. 2.562,90 για έξοδα ετοιμασίας συμβολαίων

  6. Δικηγορικά Έξοδα

  7. Νόμιμους Τόκους.

ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ

Αναφορικά με την απαίτηση των Εναγόντων για δυσφήμιση, είναι η ταπεινή μου γνώμη ότι δεν έχουν αποδείξει την απαίτηση τους. Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το Δικαστήριο πιο κάτω στην Αγόρευση μου σε διαφωτιστική Νομολογία, καθώς επίσης στην στάση των Δικαστηρίων άλλων χωρών, αναφορικά με δημοσιεύματα που γίνονται δια μέσου ιστοσελίδων από απλούς καταναλωτές, με στόχο να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, μετά από συνδιαλλαγές που είχαν μαζί τους.

Στην παρούσα υπόθεση οι Ενάγοντες προς υποστήριξη της απαίτησης τους για δυσφήμιση, παρέδωσαν στο Δικαστήριο αντίγραφα της αρχικής ιστοσελίδας που ανέβασε στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, καθώς επίσης κάποια άλλα μεταγενέστερα δημοσιεύματα που δεν αφορούν την επίδικη διαφορά. Είναι εμφανές από μια ανάγνωση του κειμένου που ανάρτησε ο Εναγόμενος 1, ότι πρόκειται για εξιστόρηση γεγονότων τύπου ημερολογίου και παράθεση των εντυπώσεων και παραπόνων που είχε ο εναντίον των Εναγόντων και που είχε σχέση με την αγορά από αυτούς, του επίδικου ακινήτου. Διαφαίνεται ότι ο Εναγόμενος 1 πιστεύει ότι οι Ενάγοντες τον κορόιδεψαν και του είπαν ψέματα ότι το σπίτι που αγόραζε θα ήταν γωνιακό και ότι δεν θα γειτνίαζε με διώροφες κατοικίες και ότι με αυτό τον τρόπο τον ξεγέλασαν να αγοράσει το σπίτι. Προς υποστήριξη των θέσεων του παραθέτει έγγραφα που του δώσανε, βιντεογραφήσεις και τηλεφωνικές συνομιλίες. Αναμφίβολα οποιοσδήποτε εισέλθει και διαβάσει τα όσα έγραψε ο Εναγόμενος 1, θα καταλάβει ότι οι χαρακτηρισμοί του, αποτελούν την δική του γνώμη για τους Ενάγοντες, βασισμένη σε όσα είχε παραθέσει εκεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν κανένα μάρτυρα που να είχε διαβάσει ,εκτός από τους ίδιους, το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή από τις 7 Μαρτίου μέχρι 15 Μαρτίου 2006. Εξάλλου, όπως έχει διαφανεί από την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας, χρειάζονται αρκετές μέρες και έξοδα μέχρι να είναι εφικτός ο εντοπισμός μιας νεοσύστατης ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με την μέθοδο της έρευνας, από ένα χρήστη του διαδικτύου που δεν γνωρίζει το όνομα της ιστοσελίδας. Είναι η γνώμη μου ότι απέτυχαν οι Ενάγοντες να αποδείξουν ότι τα κείμενα που υπήρχαν στην ιστοσελίδα τους έχουν διαβαστεί από οποιονδήποτε κατά το επίδικο χρόνο, εκτός από τους ιδίους. Επίσης δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία δια της οποίας να φαίνεται ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κειμένου που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο, κατά ή περί τις 4 Μαρτίου 2006 και το οποίο κατέβασε στις ????????? Μαρτίου 2006 και το είχε κατεβασμένο μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου 2007. Ούτε παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να φαίνεται ότι υπήρξε κακοβουλία από μέρους του Εναγομένου 1.

Σύμφωνα με την νομοθεσία μας σε περίπτωση δημοσίευσης δυσφημιστικού σχολίου υπάρχουν οι πιο κάτω υπερασπίσεις:

Ειδικές υπερασπίσεις σε αγωγή για δυσφήμιση:

19. Σε αγωγή για δυσφήμιση απoτελεί υπεράσπιση-

(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:

Νoείται ότι, όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημιστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21

(δ) ότι η δυσφήμιση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22.

(Περιπτώσεις κατά τις oπoίες η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι υπό επιφύλαξη πρovoμιoύχα)

21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:

Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή

(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα

(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση

(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.

(2) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-

(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές ή

(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ ή

(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.

(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.”

Ο Εναγόμενος 1 στην παρούσα υπόθεση λέει ότι, τα όσα έχει αναφέρει στην ιστοσελίδα του είναι αλήθεια, εφόσον κατά τον ίδιο, του είχαν υποσχεθεί ένα πράγμα και μετά του παρέδωσαν κάτι άλλο. Ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδει προκύπτει από τα όσα είχαν προκύψει από τις συζητήσεις που έκανε μεταξύ τους, τα έγγραφα που του παρέδωσαν και την αλλαγή που έκαναν στην ανάπτυξη της γης τους, η οποία δεν συνάδει με το αρχικό σχέδιο που του παρέδωσαν και το παράρτημα Β της σύμβασης ημερ.23/8/2005.

Αλλά και εάν ακόμα το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι οι Εναγόμενοι απέσυραν το βάρος της απόδειξης τους για την υπεράσπιση της αλήθειας (Justification), τότε αναμφίβολα τα όσα έχει πει ο Εναγόμενος 1 αποτελούν έντιμο σχολιασμό ή αποτελούν υπό επιφύλαξη προνομιούχα δημοσίευση.

Στην υπόθεση ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ ν. 1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ Κ.Α., Πολιτική Έφεση αρ.116/2008, ημερ.15/3/2011, αναφέρονται τα εξής:

«ο έντιμος σχολιασμός, από την άλλη, το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμου του εναγόμενου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο (“fair”) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από έναν έντιμο άνθρωπο. Συμπληρώνεται εδώ ότι λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolledup plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου».

Στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ.343/2008, ημερ.20/3/2012, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, τα όσα έχει πει ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος δημόσια και μάλιστα από τηλεοπτικό σταθμό, αποτελούν έντιμο σχόλιο, παρόλο που η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεχτή.

Τα δυσφημιστικά λόγια που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος σε εκείνη την περίπτωση, δεν προσομοιάζουν σε βαθμό καθόλου με τα όσα περιέχονται στην ιστοσελίδα του Εναγομένου 1. Στην πιο πάνω υπόθεση ήταν πολύ πιο άσχημα και έντονα.

Συγκεκριμένα ο Εναγόμενος σε εκείνη την υπόθεση αναφέρει τα εξής εναντίον κάποιου γιατρού.

«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.

Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική..

Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος…

ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία… Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι…

…… η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρονου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία. Η έντιμη Δικαστής Παπαδοπούλου, στην σελ.13 της απόφασης αναφέρει τα εξής:

«Τόσο το Σύνταγμα μας όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβασις»), προστατεύουν φυσικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης – (Άρθρο 19 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης) – και το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου – (Άρθρο 2 της Σύμβασης). Και τα δύο πιο πάνω δικαιώματα, ως εκ της φύσεως τους, θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από όλους, και τα δικαστήρια, εξετάζοντας υποθέσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίαση τους. Λεπτομερής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων γίνεται, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, στην οποία αναφέρεται:- (σελ.871-872)

Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No.9815/82, Ser. A. vol. 103 (1986) 8 E.H.R.R. 407, at para.41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία».

Περαιτέρω αναφέρει:

«Στην υπόθεση Barford v. Denmark, App. No.11508/85, Ser. A. vol149 (1991) 13 E.H.R.R. 493, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) της Σύμβασης θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων».

Αυτό που ζητείται στις περιπτώσεις λίβελου, σύμφωνα με την Νομολογία, είναι να δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του λόγου, με τα ενδιαφέροντα ενός προσώπου στην προστασία της φήμης του.

Σε μια Αμερικανική υπόθεση του έννατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας, στην John M. Gardner v Tom Martino, οι Ενάγοντες πώλησαν ένα σκάφος σε κάποιο άτομο, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος και πήγε σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Tom Martino. Ο Tom Martino ακούγοντας τα παράπονα του αγοραστή, ανέφερε ότι οι ιδιοκτήτες του καταστήματος έλεγαν ψέματα όταν είπαν ότι έλεγξαν τη βάρκα μετά που έκαναν κάποιες επιδιορθώσεις. Το Δικαστήριο δικαίωσε τον Εναγόμενο, λέγοντας ότι, το τι είπε αποτελούσε γνώμη, παρόλο που δεν αποδείχτηκε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε ήταν αλήθεια.

Η απόφαση του πιο πάνω Περιφερειακού Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Εφετείο, βλέπε John M. Cardner v Tom Martino, Νο. 06-35437, D.C. Νο. CV-05-00769-BR/HU, σελ. 4837, και λέχθηκαν τα εξής:

«…[4] Because Martino’s “lying” statements were made in reliance on the facts outlined on air by Feroglia in the minutes preceding his commentary, like in Partington and unlike in Manufactured Home Communities, no reasonable listener could consider Martino’s comments to imply an assertion of

objective facts rather than an interpretation of the facts equally available to Martino and to the listener. See Partington, 56 F.3d at 1156. As we stated in Partington, when it is clear that the allegedly defamatory statement is “speculat[ion] on the basis of the limited facts available,” 56 F.3d at 1156, it represents a non-actionable personal interpretation of the facts. See id.; see also Haynes v. Alfred A. Knopf, Inc., 8 F.3d 1222, 1227 (7th Cir. 1993) (“[I]f it is plain that the speaker is expressing a subjective view, an interpretation, a theory, conjecture, or surmise, rather than claiming to be in possession of objectively verifiable facts, the statement is not actionable.”).

Επίσης στη σελ. 4838 αναφέρεται:

«…[6] We conclude that the Appellants have not presented substantial evidence to support a prima facie case that Martino’s reliance on Feroglia’s story was unreasonable or negligent. The declarations submitted by the Appellants show that Feroglia’s statements may have been false, but do not show that Martino was negligent or unreasonable in relying on Feroglia’s story, given the nature of talk shows, such as his. At most the declarations show only that Martino’s show did not contact Appellants before putting Feroglia’s call on the air, but such prior investigation is not required in the context of a radio show that takes live calls on the air. Additionally, Appellants were given the opportunity to call in to the program and explain their version of events but chose not to do so.

[7] We decline to apply a lesser standard than the “reasonable reliance” standard because it would be unreasonable to require a speaker to determine the actual truth or falsity of every fact the speaker relies on before stating his or her opinion. A lesser standard than the “reasonable reliance” standard, as proposed by Appellants, would chill speech and frustrate the purpose of the First Amendment.

Επίσης στη σελ. 4839, λέχθηκε:

«…[8] Martino’s “lying” statements were also not sufficiently factual to imply a false factual assertion. Rather, the statements were more like the accusation that Underwager was “perseverating” regarding his professional credentials — an accusation that is a “nonactionable rhetorical hyperbole, a vigorous epithet used by those who considered [the appellant’s] position extremely unreasonable.” Underwager, 69 F.3d at 367 (internal quotation marks omitted). Martino made at least two loose, hyperbolic statements during the broadcast, which were an obvious exaggeration (“Polaris sucks” and “Polaris Industries plus Mt. Hood Polaris equals sucks”), so that it would be understood that the contested statements were the type of obvious exaggeration generally employed on Martino’s program and held to be nonactionable in Underwager, 60 F.3d at 361, not false factual assertions.»

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Flux v Moldova Application No. 28702/03, (2010) 50 E.H.R.R.34, 20 Nevember 2007, απεφάσισε:

«…2. Freedom of expression: interference; “prescribed by law”; “protection of the reputation or rights of others”; “necessary in a democratic society”; proportionality; politician; issue of public interest (article 10)

H4 (a) The decisions of the domestic courts and the award of damages made against the applicant amounted to an interference with its right to freedom of expression under art.10(1).

The interference had had a legal basis in the relevant domestic law and the provisions in question were accessible and foreseeable; accordingly, it had been “prescribed by law” for the purposes of art.10(2) . Further, the interference had served the legitimate aim of protecting the reputation of S. [23]–[25]

H5 (b) The applicant had been held liable for being unable to prove the truth of several of the statements contained in the article in question. The relevant paragraph of the article had consisted of both statements of fact and value judgments. The domestic courts had found that the entire paragraph was untrue, including the value judgments. While the existence of facts could be demonstrated, it was not possible to prove the truth of a value judgment and a requirement to that effect infringed freedom of opinion, which was a fundamental part of the right secured by art.10 . The applicant could not have been expected to prove the “truth” of its own opinions about the published facts, which the domestic courts had not held to be incorrect.

[28]–[29].

H11 (h) In summary, given the importance of the issues raised in the article in question, the fact that most of the article had not been considered to be untrue or abusive, that the applicant had faced particular difficulties in proving events which had occurred long before the proceedings were initiated, that any damage caused to S would have substantially diminished with the passage of time, that some of the statements for which the applicant had been held liable Page2 constituted value judgments not susceptible of proof and the high level of the award of damages made by the domestic courts, the interference had not corresponded to a pressing social need and thus had not been necessary in a democratic society. Accordingly, there had been a violation of art.10 . [35]».

Στην υπόθεση Branson v Bower [2001] E.M.L.R. 32, 24 May 2001, ο γνωστός επιχειρηματίας Richard Branson κίνησε αγωγή εναντίον μιας εφημερίδας, η οποία δημοσίευσε ένα Άρθρο που του απέδιδε ότι είχε ανέντιμα κίνητρα, όταν ανακοίνωσε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα στην εισαγωγή της απόφασης του Εφετείου, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«……The defendant in his defence denied the meanings alleged and pleaded defences of justification, fair comment and qualified privilege. On the trial of a preliminary issue the judge ruled that the words complained of were comment and not statements of fact. The claimant appealed…..»

Το Εφετείο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση και είπε τα εξής:

8 The judge, having set out the facts, recorded arguments on behalf of the respondent based upon the jurisprudence of the European Court of Human Rights in the context of Article 10 of the European Convention on Human Rights. He then said:

In this jurisdiction it happens that we have a civil law of defamation which is sophisticated and highly developed and includes a range of defences for the media. Furthermore it has been stated on a number of occasions, at the highest judicial level, that our law in this respect is consistent with the imperatives and safeguards of the European Convention. (See for example the remarks of Lord Goff in Attorney-General v. Guardian Newspapers (No. 2) [1990] 1 A.C. 109 at 283–284, and of Lord Keith in Derbyshire County Council v. Times Newspapers [1993] A.C. 534 at 551.) It is clearly my duty to apply English domestic law and, in doing so, to have regard to the principles of the Convention as explained and developed in Strasbourg.

It cannot be stated baldly, in my judgment, as a matter of English law, that a defendant can be exonerated from the need to prove the truth of factual defamatory statements if it is unreasonable or impossible to do so. It is well established, for example, that a person is regarded as having a good name, and defamatory words are presumed to be false unless and until a defendant takes on the burden of proving them to be true. That principle was reaffirmed as recently as March 1999 in the Court of Appeal in McDonald’s Corporation v. Steel [unreported]. Nevertheless the law of defamation recognises that it is unreasonable *804 to require a defendant to prove the truth of every defamatory statement, and provision is duly made. For example, we have the rule that a defendant only has to prove the libel to be substantially true. What has to be justified is the real “sting” of the libel. That principle has been supplemented by s.5 of the Defamation Act 1952.

If the allegations can truly be classified as comment rather than fact, then a defendant is not required to prove the words to be objectively true. He will have a complete defence if he can bring himself within the defence of fair comment. There may be difficulties, on any given set of facts, about whether the words are to be classified as comment or not, but the principle is clear. So, too, a journalist will not be required to prove words to be true if they were published pursuant to a legal, social or moral duty and the subject matter was of legitimate public interest. See e.g. Blackshaw v. Lord [1984] Q.B. 1and Reynolds v. Times Newspapers to which I have already referred.

It is by affording defences of this kind that English law gives effect to the general (and in itself uninformative) proposition that it is not always reasonable for a journalist, or other defendant in libel proceedings, to have to establish the objective truth of what he has said. I must be guided by these principles, rather than deciding subjectively whether, on the facts of this or any other case, it seems to me reasonable for a defendant to have to establish a defence of justification. It is necessary, after all, to remember that the European Convention itself values predictability and certainty so that citizens can know so far as possible, if necessary with legal advice, what the legal consequences of their conduct may be.

Furthermore exceptions to the right to freedom of expression as contemplated by Article 10(2) must be “prescribed by law”, whether it be judge-made common law or statutory provision. That is a further reminder that one has to apply domestic law, so far as one’s limitations permit, in a principled and rational manner. If one applies the English law of defamation properly, there should be no reason to think that the principles underlying the Convention are infringed. One area in which there might appear to be a divergence, relevant in the present case, between English jurisprudence and that of Strasbourg is that relating to how to treat a journalist’s attribution of motives. The traditional English view is exemplified in the words of Bowen L. J. in Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459 at 483 to the effect that: “The state of a man’s mind is as much a fact as the state of his digestion.”

This approach has in the past been reflected also in the law of fair comment. See, for example, Campbell v. Spottiswoode [1863] B. & S. 769 at 776 and the discussion in Gatley on Libel and Slander (9th ed.), at paragraphs 12.24 to 12.26. More recently, however, the courts have been readier to treat the attribution of motive, in some cases, as matters of inference or comment. Miss Page submits that they should, indeed, be even readier to do so in the light of Neilson & Johnsen v. Norway. In the end, however, as the court in Strasbourg recognised, any such classification must depend upon the words actually used and upon their context.

In any event, the boundary between fair comment and justification *805 sometimes becomes a little fuzzy when the court has to address defamatory words couched in the form of the author’s inferences of fact from the material set out or referred to in the body of an article. English law recognises in such cases that the validity of inferences can be a matter of opinion and thus susceptible to a defence of fair comment. Thus, if a journalist makes inferences as to someone’s motives, that may be treated as the expression of an opinion even though the inference drawn may be to the effect that there exists a certain state of affairs (including a state of mind): see Gatley (9th ed.), paragraph 12.10 and Kemsley v. Foot [1952] A.C. 345 at 356. I see no obvious inconsistency between these important principles of English law and what was said so recently in Neilson & Johnsen v. Norwayat paragraph 50. It was clear that the court in Strasbourg was addressing the wording of particular statements in their context, and that they were intended to convey the applicants’ own opinions. It was also said that they were thus akin to value judgments. I do not need to go so far as to draw any such analogy here. The first ruling I have to give is whether the words complained of should be classified now as comment or fact; or whether I should leave the issue to be resolved by the jury at trial as Miss Rogers submits is the appropriate course.

In my judgment, Mr Bower seems to have been expressing a series of opinions about the motives of the claimant, based on inferences from facts identified or referred to in his article. In order for fair comment to succeed, Mr Bower will need to prove the underlying facts from which the inference is drawn. He will need also at trial to pass the usual objective test that operates in the law of fair comment; that is to say, to show that the opinions are such that a reasonable person could hold them in the light of the facts proved at trial (or admitted). It will be for Sir Richard Branson, if he can, then to prove that Mr Bower was malicious in what he wrote.

Miss Page has pointed out that any reasonable reader will see straight away from the nature of the allegations, relating as they do to the claimant’s state of mind, that Mr Bower cannot have direct knowledge and that he must accordingly have been expressing his own views or inferences. There is here no uncertainty about that, such as to require the jury to express its own conclusion on the issue of fact or comment. I am bound to say that I agree with Miss Page’s submission about that.

Στην υπόθεση Steel & Morris v United Kingdom, [2005] E.M.L.R. 15, 15 February 2005, δύο άτομα που δεν ήταν δημοσιογράφοι, κυκλοφόρησαν δυσφημιστικό υλικό εναντίον των McDonalds. Το υλικό αυτό περιείχε πολύ σοβαρές κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ότι η Εταιρεία είναι ανήθικη, εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά κλπ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:

«..Η18 7. The defamation proceedings and their outcome amounted to an interference with the applicant’s rights to freedom of expression. The interference was prescribed by law. The issue was whether the interference was necessary in a democratic society.

Hertel v Switzerland (1999) E.H.R.R. 534 followed.

H19 8. Is necessary the proportionality of any interference, a distinction was drawn between statements of fact and value judgments. Facts might be demonstrated but the truth of value judgments was not susceptible of proof. Where a statement amounted to a value judgment, the proportionality of any interference might depend on whether there was a sufficient factual basis for the impugned statement, since even a value judgment without any factual basis might be excessive.

Feldek v Slovakia (2001-VIII) ECHR followed.

H20 9. Political expression, including expression on matters of public interest and concern, required a high lrvrl of protection under Art. 10. The leaflet contained very serious allegations on topic of general concern.

Thorgeirson v Ireland (1992) 14 E.H.R.R. 843 and Hertel v Switzerland (1999) 28 E.H.R.R. 534 followed.

H21 10. It was irrelevant that the applicants were the applicants were not lournalists. In a democratic society small and informal campaign groups had to be able to carry on their activities effectively. There was a strong public interest in enabling groups and individuals outside the mainstream to contribute to be public debate by disseminating information and ideas on matters of general public interest.

Περαιτέρω σας παραπέμπω σε ένα καινούριο κεφάλαιο, που εισήχθη πρόσφατα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, γνωστό ως “Gripe Site”, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο για όσους απλούς αδύναμους ανθρώπους ετοιμάζουν μια ιστοσελίδα για να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές. Φαίνεται ότι τα Δικαστήρια θεωρούν ότι, τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές μέσω αυτών των ιστοσελίδων, έστω και υπερβολικά, δεν αποτελούν δυσφήμιση εφόσον αποτελούν έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

Βλέπε:

  1. Court Finds ‘Gripe Site’ Is Protected Free Speech, Not Defamation New York Law Journal/November 1, 2005

  2. Rivera Technology Law – Internet Defamation Lawyer – Gripe Sites

  3. Strategies for Blocking Internet “Gripe” Sites and Internet Complaint Sites

  4. Court Protects Blogger Gripe Sites

  5. 92-year-old’s website leaves oil giant Shell-shocked (The Guardian, Monday 26 October 2009)

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω Νομολογία και την τάση, τόσο των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και των Ευρωπαϊκών, αλλά και των Δικαστηρίων της Αγγλίας και Αμερικής όπου ισχύουν οι ίδιες αρχές με την Κύπρο και στηριζόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις συνθήκες και τον τρόπο που ανέβασε την ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της δυσφήμισης και η απαίτηση των Εναγόντων θα πρέπει να απορριφθεί.

Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το δικαστήριο σας στην πολύ χρήσιμη καθοδήγηση που έκανε ο δικαστής Diplock J αναφορικά με το κατά πόσο ένα σχόλιο είναι έντιμο, στην υπόθεση Silkin v. Beaverbrook Newspapers Ltd. and Another [1958] 1 WLR 743, Tab 5, at 749:

Would a fair-minded man holding strong views, obstinate views, prejudiced views, have been capable of making this comment? If the answer to that is yes, then your verdict in this case should be a verdict for the defendants. … If you were to take the view that it was so strong a comment that no fair-minded man could honestly have made it, then the defence fails and you would have to consider the question of damages.”See also Halsbury’s Laws of England, Vol 28, 4th ed (Reissue:1997), para 145.

Επίσης σημαντικό είναι τα όσα έχε αναφέρει ο Lord Nicholls σε σχέση με το τι αποτελεί κακόβουλη σχόλιο στην υπόθεση tse wai chun paul v. ALBERT CHENG (2000) 3 HKCFAR 339 at p 360I to 361D:

My conclusion on the authorities is that, for the most part, the relevant judicial statements are consistent with the views which I have expressed as a matter of principle. To summarise, in my view a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to injure, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence.»

Επίσης σημαντικά είναι όσα λέχθηκαν στην Merivale v Carson, Court of Appeal (1887) 20 QBD 275; 58 LT 332; 4 TLR 125, Lord Esher MRQ (the meaning of fair comment):

is the article in the opinion of the jury beyond that which any fair man, however prejudiced or however strong his opinion may be, would say of the work in question Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment on the work” “ mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit.”

in some other case the alleged libel would not be beyond the limits of fair criticism, and it could be shown that the defendant was not really criticizing the work, but was writing with an indirect and dishonest intention to injure the plaintiffs, still the motive would not make the criticism a libel….” the mind of the writer would not be criticised.

Field J in his guidance to the jury gave a very wide limit: “if it is no more than fair, honest, independent, bold, even exaggerated, criticism, then your verdict will be for the defendant.

Είναι έκδηλο Εντιμότατε από τα γεγονότα ότι ο Εναγόμενος 1 δημοσίευσε τα όσα δημοσίευσε, διότι γνήσια πίστευε ότι οι Ενάγοντες τον ξεγέλασαν και τον αδίκησαν. Ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία του και με άλλους πιθανούς αγοραστές ακινήτων, καθώς επίσης να προσελκύσει δωρεάν συμπαράσταση και συμβουλές για το πρόβλημα του από άλλα άτομα. Ο στόχος του δεν ήταν κακόβουλος. Απλά χρησιμοποίησε την ονομασία lying builder και μετά παράθεσε τα γεγονότα παραθέτοντας έγγραφα στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, ότι τον ξεγέλασαν οι Ενάγοντες.

Είναι θεμιτό να δίνεται η ευκαιρία στους καταναλωτές να εκφράζουν τα παράπονα τους, διότι αυτό βοηθά και άλλους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί και αναμφίβολα αποβλέπει στο δημόσιον συμφέρον και προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης και της ελευθερίας του λόγου.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα δικαστήρια ανέχονται ακόμα και υπερβολές στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα εναντίον εταιρειών η προσώπων, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές και έμειναν δυσαρεστημένοι.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συνοψίζοντας για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η απαίτηση των Εναγόντων.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2, πιστεύω ότι κατάφεραν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν τους όρους της Συμφωνίας και διεκδικούν αποζημιώσεις ως η απαίτηση τους, πλέον έξοδα, ως αναλύουμε πιο πάνω στην Αγόρευση μας.

Καταχωρήθηκε την 29 / 5 / 2012

Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος Εναγόμενων 1 και 2

Bank of Cyprus v. Karayiannas and Son: Case 821/2009

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ.
Ενώπιον:- Λ. Μουγή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 821/09

Μεταξύ:

TΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εναγόντων

-και-

1. MICHAEL JOHN GOULD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΤΔ.

Εναγόμενων

Αίτηση ημερ. 7/2/12 για τροποποίηση.

Ημερομηνία: 30 Μαρτίου 2012.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για αιτητές-εναγόμενους : Ο κ. Α. Κέκκος για κ. Andrew Klydes LLC.
Για καθ΄ ων η αίτηση-ενάγοντες: Ο κ. Αλ. Κουκούνης.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Oι εναγόμενοι 2 με την αίτησή τους ημερ. 7/2/12 εξαιτούνται διατάγματος του Δικαστηρίου δια του οποίου να τους επιτρέπεται η τροποποίηση της υπεράσπισης δια της προσθήκης των παραγράφων 4-12. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις νέες παραγράφους τις οποίες οι εναγόμενοι 2 ζητούν να προσθέσουν.

«4. Οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση και/ή εγγυητήριο έγγραφο ημερ. 27/04/2007 ήταν Ultra Vires των Κανονισμών της εταιρείας, καθ’ότι η Εναγόμενη εταιρεία κατά το χρόνο σύναψης είχεν παραβεί εσωτερικό κανονισμό της.»

«5. Περαιτέρω η επίδικη σύμβαση που συναπτόταν ήταν καθ’υπέρβαση των σκοπών της Εναγόμενης εταιρείας και/ή Ultra Vires και κατά παράβαση των εσωτερικών κανονισμών της Εναγόμενης εταιρείας από τους αξιωματούχους της.»

«6. Οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι ουδέποτε ήταν η πρόθεση τους και/ή ΙΝΤΕΝΤΙΟΝ να συνάψουν οποιαδήποτε συμφωνία εγγυήσεως του Εναγόμενου 1 και ουδέποτε ήταν η πρόθεση τους να εγγυηθούν γραπτώς την πληρωμή όλων των υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1.»

«7. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η προϋπόθεση Consensus ad idem απουσιάζει από την συμφωνία εγγυήσεως και/ή έγγραφο εγγυήσεως.»

«Α) Περαιτέρω οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι κατά ή περί τις 27/04/2007 δεν ετηρήθησαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες για την σύναψη δεσμευτικής από μέρους της εγγυήσεως του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1, καθότι δεν της εξηγήθηκαν οι νομικές υποχρεώσεις του εγγυητού και/ή οι νομικές υποχρεώσεις της εγγύησης. Περαιτέρω η δε επίδικη συμφωνία και/ή έγγραφο εγγυήσεως ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας συμφωνίας δανείου και/ή παραχώρηση τραπεζικών διευκολύνσεων.»

«Β) Επίσης οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν ότι δεν ετηρήθησαν όλες οι νομικές διαδικασίες, καθότι δεν υπέγραψαν ενώπιον οποιουδήποτε μάρτυρα και/ή δεν υπέγραψαν ενώπιον αρμόδιου Τραπεζικού υπαλλήλου.

«Γ) Επιπλέον οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν ότι όταν υπέγραφαν τα εν λόγω έγγραφα εγγυήσεως και/ή έντυπα εγγυήσεως, αυτά ήταν λευκά και/ή μη συμπληρωμένα. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η συμπλήρωση των εντύπων έγιναν μετά και/ή στην απουσίαν τους και ότι τα ποσά τα οποίαν αναφέρονται στην Έκθεση Απαιτήσεως δεν ήτο εις γνώσιν τους κατά τον ουσιώδη χρόνο υπογραφής των εντύπων.»

«Δ) Οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν επίσης ως γεγονός ότι τα ποσά που εκτίθενται στην Έκθεση Απαιτήσεως είναι κατά πολύ μεγαλυτέρου ποσού, από αυτά τα οποία ήταν πρόθυμοι να δεσμευτούν ως εγγυητές του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1. Ως εκ των άνω δεν υπάρχει πρόθεση από μέρους των Εναγόμενων 2 για την εγγύηση των υποχρεώσεων του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1 προς τους Ενάγοντες παρούσων ή μελλοντικών οποιουδήποτε ύψους.»

«8, Άνευ βλάβης των πιο πάνω, οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία και/ή έγγραφο εγγυήσεως ημερ. 27/04/2007 ως λεπτομερώς περιγράφεται εις τις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 της Έκθεσης Απαιτήσεως των Εναγόντων, έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου και/ή κανονισμούς. Η έκδοση του δανείου και/ή συμφωνία ημερ. 23/04/2007 και/ή πίστωσης και/ή τραπεζική πιστωτική διευκόλυνση συμφωνήθηκεν από αξιωματούχους της Εναγόμενης εταιρείας, κατά παράβαση των κανονισμών και/ή ιδρυτικού εγγράφου και/ή (Μemorandum of Association)»

«9. Εν σχέση με τις παραγράφους 7, 8 και 9 της Έκθεσης Απαιτήσεως των Εναγόντων, οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι ο Διευθυντής της Εναγόμενης εταιρείας, ο οποίος υπέγραψεν έγγραφο εγγύησης και/ή κάλυψης του επίδικου εγγράφου και/ή σύμβαση εγγυήσεως ημερ. 27/04/2007 ήταν παράτυπη, καθ’ότι:

(α) Ήταν Ultra Vires των σκοπών της Εναγόμενης εταιρείας.
(β) Οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν κατατεθειμένο ανάλογο ποσόν ή εξασφάλιση.
(γ) Το ποσό εγγύησης ήταν η συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος υπ’αριθμόν 10 Α, Βlock C, επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/2020, τεμάχιο 391, Φύλλο/Σχέδιο 33/55, εις το Παραλίμνι.
(δ) Δεν υπάρχει απόφαση και/ή Resolution και/ή ψήφισμα διά σύναψη της συμφωνίας εγγυήσεως και/ή έγγραφο εγγυήσεως από την Εναγόμενη εταιρεία.»

«10. Ως εκ των άνω οι Εναγόμενοι 2 αξιούν κατωτέρω ανταπαιτητικώς Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, με το οποίο να απαλλάσσονται και να αποδεσμεύονται από εγγυητές του Εναγόμενου 1.»

«11. Περαιτέρω οι Εναγόμενοι 2 αρνούνται τις παραγράφους 12, 13, 14, 15 και 16 και ισχυρίζονται ότι τα οφειλόμενα ποσά κατά τις 30/06/2009 δεν ανέρχονταν εις το ποσόν των €67.144,11. Περαιτέρω αρνούνται ότι ο επίδικος λογαριασμός υπ’αριθμόν 0444-82-001049-48 και/ή ότι είναι αριθμός του λογαριασμού ορθός.»

«12.Άνευ βλάβης των ως ανω οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν και ισχυρίζονται οτι οι Ενάγοντες δικαιούνταν να χρεώνουν τόκο υπολογιζόμενο με βάση το ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο καθορίζεται από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσαυξημένο. Περαιτέρω οι Ενάγοντες δεν ενημέρωναν ειδικά τους Εναγόμενους 2 για το ύψος του επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται.»

Η αίτηση των εναγομένων 2 βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.25 Κ.1-6, Θ.Θ.1-6, Δ.9, Θ.Θ.2 και 10, Δ.12, Θ.4 και Δ.48, Θ.1,2, Θ.8(1) (p) και (2) και στη Πρακτική και τις Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου και συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Ανδρέα Κέκκου.

Στην ένορκη δήλωση του ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι είναι ασκούμενος δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Α.Klydes LLC και έχει στην κατοχή του το φάκελο της αγωγής και γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από τα έγγραφα του φακέλου, από πληροφορίες που έλαβε από τους εναγόμενους 2 από τους οποίους είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Αναφέρει περαιτέρω ότι η υπεράσπιση ετοιμάσθηκε και καταχωρήθηκε από άλλο δικηγορικό γραφείο και λόγω αβλεψίας δεν συμπεριελήφθηκε ολοκληρωμένη η υπεράσπιση των εναγομένων 2. Κατά την ετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας στις 26/1/12 και την συλλογή διαφόρων εγγράφων διαπιστώθηκε η παράλειψη συμπερίληψης ολοκληρωμένης της Υπεράσπισης.

Είναι περαιτέρω η θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η τροποποίηση είναι ουσιώδης και αναγκαία έτσι ώστε να προωθούν τη θέση των εναγομένων 2. Aναφέρει, τέλος, ότι η αίτηση υποβάλλεται καλόπιστα, δεν επηρεάζεται η θέση των Εναγόντων και οιαδήποτε δυσχέρεια προκληθεί οι ενάγοντες μπορούν να αποζημιωθούν με έξοδα.

Οι ενάγοντες-καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση η οποία ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Μιχάλη Στυλιανού, λειτουργού της υπηρεσίας ανάκτησης χρεών και προβάλλουν τους κάτωθι συγκεκριμένους λόγους:

1. Η ένορκος δήλωση του κου Ανδρέα Κέκκου που υποστηρίζει την αίτηση των εναγόμενων 2-αιτητών ημερομηνίας 7/2/2012 πάσχει και είναι παράτυπη και ως εκ τούτου η αίτηση των εναγόμενων 2-αιτητών δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο. Δεν επεξηγείται από την πλευρά των εναγόμενων 2-αιτητών γιατί δεν προβαίνουν οι ίδιοι οι εναγόμενοι 2-αιτητές στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας υπό εξέταση αίτησης τους και προβαίνει ασκούμενος δικηγόρος εκ μέρους τους στην εν λόγω ένορκο δήλωση.

2. Η παρούσα αίτηση τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 γίνεται κακόπιστα καθ’ ότι (α) δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία ή/και τα γεγονότα που επιβάλλουν την τροποποίηση και άρα εκλείπει το αναγκαίο υπόβαθρο προς υποστήριξη του αιτήματος και (β) περιλαμβάνει τροποποιήσεις που αφορούν σε ψευδή ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή/και εύλογα μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και ως εκ τούτου η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κακόπιστη και καταχρηστική.

3. Δεν προβάλλεται κανένας βάσιμος ή/και επαρκής λόγος στην ένορκο δήλωση ημερομηνίας 7/2/2012 που συνοδεύει την αίτηση τροποποίησης που να εξηγεί ή/και δικαιολογεί την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης τροποποίησης της Υπεράσπισης και Ανταπάντησης των εναγομένων 2-αιτητών.

4. Με την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 επιχειρείται ριζική μετατροπή της ανταπαίντησης καθ’ ότι εισάγονται νέες βάσεις ή/και αιτίες ή/και γραμμές υπεράσπισης ή/και ανταπαίντησης από τους εναγόμενους 2-αιτητές σχεδόν 5 χρόνια από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007, σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010, ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις της Υπεράσπισης και Ανταπαίντησης όπως εμφαίνονται στο αιτητικό της αίτησης αποτελούν πλήρη διαμόρφωση της Υπεράσπισης της και Ανταπαίντηση των εναγομένων-αιτητών και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

5. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης καθ’ ότι στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης θα περιέχονται αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

6. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν διατυπώνονται σωστά ή/και κανονικά με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση ή/και παραπλάνηση στους ενάγοντες-καθ’ών η αίτηση και να μην δύναται να γίνουν κατανοητές οι αιτούμενες τροποποιήσεις τροποποιήσει και να περιπλέκεται και να γίνεται δυσνόητη η πραγματική βάση της αγωγής. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

7. Η αίτηση τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 αφορά σε ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή εύλογα μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και η καταχώρηση της σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010 (ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012) είναι έκδηλα, υπέρμετρα και αδικαιολόγητα καθυστερημένη και παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου που καθιερώνεται στο άρθρο 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο η δίκη πρέπει να διεξάγεται μέσα σε εύλογο χρόνο. Τυχόν έγκριση της παρούσας αίτησης θα εκτροχιάσει τη δίκη και θα οδηγήσει σε υπέρμετρη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης θα περιέχονται αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

8. Η καθυστέρηση (latches) και/ή υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση υπό τις περιστάσεις, στην υποβολή της παρούσας αίτησης, για τροποποίηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, για ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή, εύλογα, μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και η καταχώρηση της σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010 (ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012), προσλαμβάνει την μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και κατάχρησης της Δικαστικής διαδικασίας (abuse of the process of the court). Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστική.

9. Η αιτούμενη τροποποίηση δεν θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης καθ’ ότι επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των εναγόντων-καθ’ών η αίτηση οι οποίοι θα υποστούν βλάβη η οποία δεν είναι δυνατόν να αποζημιωθεί σε χρήμα εφόσον η έκδηλα και αδικαιολόγητα καθυστερημένη καταχώρηση της παρούσας αίτησης τροποποίησης θα προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αποπεράτωση της παρούσας υπόθεσης και θα παραβιάσει το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα των εναγόντων για διεξαγωγή της δίκης και της διάγνωσης των δικαιωμάτων του ενάγοντα μέσα σε εύλογο χρόνο και επίσης τυχόν έγκριση των αιτούμενων τροποποιήσεων θα συνεπάγεται την ύπαρξη αντιφάσεων στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί και ως εκ τούτου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.»

Και οι δύο πλευρές προχώρησαν με κατάθεση γραπτών αγορεύσεων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους χωρίς οιαδήποτε εξ αυτών να προχωρήσει σε αντεξέταση οιουδήποτε ενόρκως δηλούντα.

Ως έχει προαναφερθεί, η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων και στη Δ. 25 θ.1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών θεσμών η οποία αποτελεί τη βασική πρόνοια που παρέχει δυνατότητα τροποποίησης κλητηρίου εντάλματος και ή δικογράφου. Οι γενικές διατάξεις της Δ.25 είναι αυτές που δίδουν στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να προβαίνει στις σχετικές τροποποιήσεις. Η Δ.25 Θ.1 στην οποία στηρίζεται η αίτηση προνοεί ως ακολούθως:

“1. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.”

Προβληματίστηκα κατά πόσο η απόφαση στην υπό εξέταση αίτηση θα έπρεπε να έχει τη δομή παρομοίων αποφάσεων κάνοντας αναφορά στις αιτούμενες τροποποιήσεις και στους προβαλλόμενους λόγους ένστασης εξετάζοντας τον κάθε ένα ξεχωριστά λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη νομική πτυχή όσο και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα. Θεωρώ όμως ότι θα ήταν αδόκιμο να ακολουθήσω την γραμμή αυτή αφού όπως θα καταδειχθεί παρακάτω είναι αχρείαστη ενόψει του πρώτου προβαλλόμενου λόγου ένστασης των Εναγόντων – Καθ΄ ων η αίτηση.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι μέχρι και τις 26/1/12 εκ μέρους των εναγομένων 2 εμφανιζόταν άλλο δικηγορικό γραφείο οπόταν και κατ΄ εκείνη την ημερομηνία κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου αποσύρθηκαν από την εκπροσώπηση των εναγομένων 2 και ανέλαβε ο νυν δικηγόρος τους. Η δε υπόθεση από τις 26/1/12 επαναορίστηκε για ακρόαση στις 23/2/12 έτσι ώστε να δοθεί ο χρόνος στο δικηγορικό γραφείο Κλαϊδη να προετοιμαστεί για την υπόθεση. Στις 7/2/12 καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση.

Θεωρώ ότι το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αυτό της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση που ως έχει προαναφερθεί έχει γίνει από τον ασκούμενο δικηγόρο κ. Α.Κέκκου ο οποίος εμφανίστηκε και κατά την ημέρα της ακρόασης και προχώρησε στην κατάθεση γραπτών αγορεύσεων. Το θέμα αυτό εγείρεται στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η ένορκη δήλωση είναι παράτυπη αφού δεν επεξηγείται από πλευράς εναγομένων 2 ο λόγος για τον οποίο οι εναγόμενοι 2 δεν προβαίνουν οι ίδιοι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης τους. Η παράλειψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση, η αίτηση να στερείται πραγματικού υποβάθρου. Τη θέση τους οι καθ΄ ων η αίτηση την υποστηρίζουν με σχετική νομολογία επί του θέματος.

Το ζήτημα αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας αφού σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι όντως η ένορκη δήλωση είναι παράτυπη τότε θεωρώ δεν θα είναι δυνατό να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης ελλείψει υποβάθρου που να την στηρίζει.

Είναι γεγονός ότι η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του ασκούμενου δικηγόρου Α.Κέκκου ο οποίος είναι στο δικηγορικό γραφείο Α.Klydes LLC. Πηγή της γνώσης του για την υπόθεση προέρχεται, ως ο ίδιος αναφέρει, από μελέτη και εξέταση του φακέλου της υπόθεσης από πληροφορίες που έλαβε από τον δικηγόρο Α.Κλαϊδη και από τους εναγομένους 2 πελάτες του.

Κατ΄ αρχάς εκείνο που θα πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι ότι επιζητείται η εκ βάθρων τροποποίηση της υπεράσπισης. Εχει αναφερθεί προηγουμένως ότι ζητείται η προσθήκη 9 νέων παραγράφων και οι οποίες έχουν παρατεθεί στην παρούσα απόφαση. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, πέραν του ότι υπογράφεται από ασκούμενο δικηγόρο, υπάρχει μια γενική και αόριστη αναφορά σε έγγραφα και πληροφορίες που ο ενόρκως δηλών έλαβε από τον φάκελο της υπόθεσης, από τους εναγόμενους 2 και από τον δικηγόρο κ. Α.Κλαϊδη χωρίς οιανδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Ανεξαρτήτως όμως τούτου είναι νομολογημένο ότι η υπογραφή ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την αίτηση από τον συνήγορο του αιτητή είναι πρακτική η οποία είναι ανεπιθύμητο να γίνεται και θα έπρεπε το φαινόμενο αυτό να είχε ήδη εκλείψει. (Βλ. Τhanos Hotels Ltd. V. Δημήτρη Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036, Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Θεοδώρας Αγαθοκλέους (1996) 1Β Α.Α.Δ. 1203, Dmitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva Π.Ε. Αρ. 130/09 ημερ. 29/1/10). Περαιτέρω στην υπόθεση Ιn Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 326, αποφασίστηκε ότι στο νομικό μας σύστημα ο δικηγόρος καταλαμβάνει μια μοναδική θέση. Είναι από κάθε άποψη λειτουργός της δικαιοσύνης και ένας δικηγόρος που είναι μάρτυρας δεν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και αξιωματούχος της δικαιοσύνης.

Στην παρούσα περίπτωση, εκτός των πιο πάνω αναφερθέντων, ο ενόρκως δηλών δεν αναφέρει οτιδήποτε γιατί να μην ορκιστεί ο ίδιος ο αιτητής προς υποστήριξη της αίτησής του. Ουδεμία εξήγηση δίδεται η οποία θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσει την υπογραφή της ένορκης δήλωσης από τον ασκούμενο δικηγόρο και όχι από τον αιτητή. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Νεόφυτου Γεωργιάδη αίτηση certiorari 90/10 ημερ. 25/8/10, η πρακτική αυτή αποτέλεσε ένα από τους λόγους απόρριψης της αίτησης. Αναφορά γίνεται επίσης και στην υπόθεση Rybolovlev (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.»

Στην εν λόγω υπόθεση έγινε δεκτή η ένορκη δήλωση από δικηγόρο ενόψει του κατεπείγοντος του θέματος εφόσον επρόκειτο για αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων αλλά και διότι η αιτήτρια ήταν μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία είχε την φροντίδα του ανήλικου τέκνου της και επιλαμβανόταν

λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στην παρούσα περίπτωση ουδεμία αναφορά γίνεται περί της παράλειψης αυτής ή και οτιδήποτε που να την δικαιολογεί.

Τέλος θα ήθελα να παραθέσω και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γιώργος Κεσίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 589, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Εχουμε παρατηρήσει επίσης ότι η ένορκη δήλωση που έχει επισυναφθεί στην αίτηση έχει υπογραφεί από τον ίδιο το δικηγόρο, ο οποίος εμφανίζεται και ως δικηγόρος του αιτητή. Η τακτική δικηγόρων να επισυνάπτουν δικές τους ένορκες δηλώσεις σε αιτήσεις σε υποθέσεις που χειρίζονται οι ίδιοι, έχει επισύρει δυσμενή σχόλια των δικαστηρίων. (Βλ. Ahapittas v. Roc-Chick Ltd. (1968) 1 C.L.R. 1, Ιωαννίδη ν. Σπαρσή (1979) 2 J.S.C. 186, Efthymiou *1987( 1 C.L.R. 329 και Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 356). Το θέμα έχει λάβει συγκεκριμένη απαγορευτική μορφή, αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 13(5) των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002, όταν ένας δικηγόρος προτίθεται να εμφανισθεί ως μάρτυς θα πρέπει να εγκαταλείψει την ιδιότητα του δικηγόρου. Παράλειψη συμμόρφωσης εκ μέρους του δικηγόρου στην πιο πάνω πρόνοια (που περιλαμβάνει και περιπτώσεις ενόρκων δηλώσεων που υπογράφονται και καταχωρούνται από δικηγόρους), συνιστά διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Σημειώνουμε την πιο πάνω απαράδεκτη διαδικασία, η οποία δυστυχώς εξακολουθεί να υφίσταται και αφήνουμε το θέμα ως εδώ.»

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η αίτηση στερείται του αναγκαίου υποβάθρου και θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της.

Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον
Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων-Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον των εναγομένων 2-αιτητών τα οποία να καταβληθούν στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.)………………………………………
Λ.Μουγής, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής.
Source

ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΛΩΣΗ CORNELIUS ΗΜΕΡ: ΑΓΩΓΗ ΑΡ 365/2006 13-03-2012

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelious Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας.

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας.

Εναγομένων

ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΝΤΕΣΜΟΝΤ Ο’DWYER

1. Είμαι ο Κορνήλιος Ντέσμοντ O’Dwyer κάτοχος διαβατηρίου Ηνωμένου Βασιλείου με αριθμό 503724210. Είμαι παντρεμένος εδώ και 17 χρόνια με την Michaela O’Dwyer και έχουμε δύο κόρες ηλικίας 15 και 10 χρονών. Σαν άνθρωποι δουλεύουμε σκληρά και όλες οι προσπάθειές μας είναι στην οικογενειακή ζωή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχα μια μικρή αλλά επιτυχημένη επιχείρηση εισαγωγής προϊόντων από την Ασία. Χρησιμοποιήσαμε τα έσοδα από την επιχείρηση προς αγορά του πρώτου σπιτιού μας. Συνεχίσαμε με αγορά σπιτιών ιδιοκτησίας που χρειάζονταν ανακαινίσεις και κάναμε τις ανακαινίσεις ενώ ζούσαμε μέσα στα σπίτια για αύξηση της περιουσίας μας. Το 2005 ήμασταν σε μια φάση που θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα νέο σπίτι με μετρητά και χωρίς υποθήκες.

2. Το 2005 η σύζυγός μου και εγώ ψάχναμε για να μετακομίσουμε την νεαρή οικογένειά μας στην Κύπρο. Τα παιδιά μας ήταν ηλικίας 8 και 3, γι ‘αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την ελάχιστη δυνατή αναστάτωση στην εκπαίδευση τους. Η γυναίκα μου είναι εγκεκριμένη λογίστρια, τα σχέδιά της ήταν να κοιτάζει το σπίτι και τα παιδιά. Αυτή θα εκπαίδευε τα παιδιά στο σπίτι εάν χρειαζόταν και θα έκανε τήρηση λογιστικών βιβλίων για ορισμένες τοπικές επιχειρήσεις. Χωρίς ανησυχίες υποθήκης, ήμουν έτοιμος να χρησιμοποιήσω όλα τα υπόλοιπα των κεφαλαίων, εισοδημάτων και δανεισμού αν χρειαζόταν για να ξεκινήσω μια νέα επιχείρηση. Με την είσοδο της στην ΕΕ ήταν μια συναρπαστική στιγμή για την Κύπρο . Η θέση του βρίσκεται σε ιδανική τοποθεσία για την εισαγωγή προϊόντων από την Ασία προς το υπόλοιπο της Ευρώπης. Ανάπτυξα δεξιότητες ηλεκτρονικού εμπορίου για να μου επιτρέψει να εργαστώ από το σπίτι, διότι δεν ήθελα να χάσω την οικογενειακή ζωή.

3. Ένας μακροπρόθεσμος στόχος ήταν μαζί με την σύζυγό μου και να δημιουργήσουμε μια καφετέρια με παγωτό για τουρίστες και ντόπιους, αλλά αν τίποτα από αυτά δεν λειτουργούσε και αν αποφασίζαμε ότι η Κύπρος δεν ήταν για μας, ήμασταν σίγουροι ότι αγοράζαμε σε μια ανοδική αγορά ακινήτων και θα μπορούσαμε να πωλήσουμε το σπίτι μας και να επιστρέψουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είχαμε μελετήσει την ιρλανδική οικονομία και η θετική επίδραση στις τιμές των κατοικιών παρουσίασαν μετά την ένταξή τους στο ενιαίο νόμισμα. Αισθανθήκαμε ασφαλή αγορά εντός της ΕΕ και δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η ζωή μας επρόκειτο σύντομα να καταστραφεί.

4. Πήγαμε Κύπρο τον Μάιο του 2005 με σκοπό να αγοράσουν ένα σπίτι μέχρι του ποσού των ΛΚ170.000. Ένας κτηματομεσίτης μας σύστησε στον Καραγιαννάς Χριστόφορος & Υιός Λτδ και μας ξενάγησαν στα έργα τους από τον Μάριο Καραγιαννά (μάρτυρας 1) και Michelle Άγγλου (μάρτυρας 7). Μας δόθηκαν επίσης φυλλάδια πωλήσεων και προώθησης και ένα διαφημηστικό DVD του Καραγιαννά. Μέσα σε αυτό το DVD λέγεται “αν δεν είστε ικανοποιημένοι με τα υπάρχοντα έργα μας μπορούμε να σας βοηθήσουμε να χτίσετε το σπίτι των ονείρων σας, όπως ακριβώς σας αρέσει.” Μας άρεσε το μέγεθος και το στυλ του 4 υπνοδωματίων μονοκατοικία, οι ενάγοντες είχαν κάνει και με μερικές αλλαγές και εις το κατάλληλο οικόπεδο, αυτό θα ήταν ένα τέλειο σπίτι. Σας παρουσιάζω ένα φυλλάδιο πωλήσεων και το Καραγιαννάς DVD στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

5. Μας δόθηκε η ρυμοτομία του Αγίου Σεργίου φάση 2 στο Φρέναρος και ξεναγηθήκαμε στο χώρο από τον Μάριο Καραγιαννά και Michelle Άγγλου. Σε αυτό το ρυμοτομικό σχέδιο η Μισέλ Άγγλου σημάδεψε μια πράσινη περιοχή, μερικές θέσεις στάθμευσης και παιδική χαρά. Το σχέδιο αυτό του δρόμου είχε συμπεριληφθεί στην επιστολή μου προς τον Καραγιαννά ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου του 2006 που είναι τεκμήριο με αριθμό 20.

6. Η φάση 1 Αγίου Σεργίου ήταν κοντά στην ολοκλήρωσή της. Η φάση 2 είχε ήδη δέκα σπίτια σε διάφορα στάδια της κατασκευής, και εκεί μας έδειξαν το επόμενο οικόπεδο, αριθμός οικοπέδου 30. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής στον κήπο ήταν εξαιρετικά σημαντικό για εμάς και μας είπαν ότι το οικόπεδο αρ.30 ήταν τέλειο, ήταν μοναδικό και ιδιαίτερο. Ήταν ένα γωνιακό οικόπεδο που είχε ένα μπανγκαλόου υπό κατασκευή από τη μια πλευρά, ένας δρόμος ήταν να πάει σε όλο το μήκος στην άλλη πλευρά και κατά μήκος του δρόμου που επρόκειτο να κατασκευάσουν δύο ακόμα μπανγκαλόου. Το σχέδιο των δρόμων που μας δόθηκε υποστήριζε όλα αυτά και με μια προκαταβολή των ΛΚ 1.000 θα έβγαζε το οικόπεδο από την αγορά. Αν αυτό το οικόπεδο δεν πληρούσε τις απαιτήσεις προστασίας της ιδιωτικής ζωής μας, δεν θα είχαμε προχωρήσει και θα κοιτάζαμε να αγοράσουμε κάπου αλλού. Προσκομίζω την απόδειξη προκαταβολής στο δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο.

7. Με την επιστροφή μας στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινήσαμε ηλεκτρονική αλληλογραφία με τη Michelle Anglou. Στην πρώτη ανταλλαγή αυτή αρχίζει να μας συγχέρει για την αγορά του νέου σπιτιού και μας ζητεί το όνομα της ιστοσελίδας μας. Τον καιρό που είμαστε στη Κύπρος είχαμε μεσημεριανό γεύμα με τον Μάριο και τον Χριστόφορο Καραγιαννά και τη Michelle Anglou. Σε εκείνο το γεύμα τους ενημέρωσα ότι η μεγαλύτερη κόρη μου Courtney, τότε ηλικίας 8 επρόκειτο να δημοσιεύσει στο διαδίκτυο ένα ημερολόγιο της εμπειρίας της για μετακόμιση σε μια νέα χώρα. Είχα πει στον Μάριο Καραγιαννά ότι το πάθος μου ήταν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Πρόσφερα να τοποθετήσω μια κάμερα διαδικτύου από την πλευρά του σπιτιού μας, έτσι ώστε οι άλλοι αγοραστές αργότερα θα μπορούσαν να βλέπουν τη ανάπτυξη των σπιτιών τους ζωντανά μέσω του διαδικτύου. Επίσης στη συνάντηση αυτή του γεύματος, ο Μάριος Καραγιαννάς με διαβεβαίωσε ότι με την αγορά από αυτούς του σπιτιού μου, θα μπορούσα να έχω ένα αντίγραφο των αρχιτεκτονικών σχεδίων σε AutoCAD, το οποίο είναι το κορυφαίο τρισδιάστατο αρχιτεκτονικό λογισμικού. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τα ηλεκτρονικά αυτά σχέδια για να βλέπω τις εσωτερικές αλλαγές υπό συζήτηση. Κατά την ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που ακολούθησε έδωσα της Μισέλ Anglou την διεύθυνση διαδικτυακού τόπου της κόρης μου και τους υπενθύμισα να στείλουν τα σχέδια του AutoCAD.
Έδωσα επίσης ένα σύνδεσμο σε μια γκαλερί στο διαδίκτυο που έκανα όπου φορτώθηκαν όλες οι υψηλής ποιότητας φωτογραφίες που ελήφθησαν από τις περιουσίες τους. Αυτές οι φωτογραφίες ελήφθησαν με ευγνωμοσύνη και χρησιμοποιήθηκαν από την εταιρεία τους για άλλους πελάτες και αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα τους. Μακριά από το να είμαι ένας δύσκολος πελάτης, όπως ησχυρίζετε ο μάρτυρας 1, μπορώ να αποδείξω ότι ήμουν χρήσιμος όχι μόνο με την παροχή υψηλής ποιότητας φωτογραφίες, αλλά και ήρθαν σε μένα με τα προβλήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών τους. Σας παρουσιάζω τα ηλεκτρονικά μηνύματα από 2 έως 8 Ιουνίου, 2005 στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

8. Αργότερα, τον Ιούνιο του 2005 πέταξα πίσω στη Κύπρος χωρίς την οικογένειά μου για να συζητήσουν τις λεπτότερες λεπτομέρειες με τους ενάγοντες. Μου δόθηκε ένα CD και μου είπαν ότι περιείχε τα αρχιτεκτονικά σχέδια του AutoCAD. Ενώ ήμουν εκεί κοίταξα προσεκτικά την ποιότητα κατασκευής τους και μίλησε σε άλλους πελάτες του Karayiannas. Πήρα εκατοντάδες φωτογραφίες και καταγεγραμμένα βίντεο από το σπίτι πίσω για τη γυναίκα μου. Έψαξα για έναν ανεξάρτητο δικηγόρο ο οποίος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί πριν με τον Karayiannas. Επέλεξα Carter & Λεοντίου δικηγορικό γραφείο για να μας εκπροσωπούν και να καταρτίσουν μια σύμβαση και στη συνέχεια δώσαμε στην Μάριον Κάρτερ πληρεξούσιο να ενεργεί για λογαριασμό μας. Κατάλαβα ότι η Carter & Λεοντίου ήταν μια νέα εταιρική σχέση και το γραφείο τους στο Παραλίμνι βρισκόταν πολύ κοντά στο Karayiannas.

9. Με την επιστροφή μου στο Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησα το CD που έλαβα από τον Μάριο Karayiannas. Το CD δεν περιείχε το αρχείο AutoCAD που ζητήθηκε, αντίθετα, ήταν απλά ένα αντίγραφο του σχεδίου να φαίνεται στα χαρτιά. Ο Karayiannas είχε πει ψέματα και με είχε καθησυχάσει δόλια. Έστειλα ηλεκτρονικό μήνυμα στην Μισέλ Anglou και εξέφρασε την απογοήτευσή μου. Χωρίς τα κατάλληλα σχέδια για το AutoCAD έπρεπε να χρησιμοποιήσω το Photoshop για να τονίσω τις αλλαγές στο εξωτερικό του σπιτιού και επισύναψα τις εικόνες με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Και πάλι, είχα ανεβάσει φωτογραφίες που ελήφθησαν σχετικά με το ταξίδι μου στο διαδίκτυο για τη χρήση τους. Ενημέρωσα, επίσης την Anglou ότι η πώλησης στο Ηνωμένο Βασίλειο προχωρά καλά και τα χρήματα ήταν διαθέσιμα και έτοιμα για μεταφορά. Σε απάντηση η Μισέλ Anglou εγκρίνει τις εικονογραφημένες αλλαγές και δηλώνει ότι θα μιλήσει στον αρχιτέκτονα για να πάρει τα πλήρη σχέδια του AutoCAD για μένα. Παρουσιάζω τα μηνύματα της 25ης Ιουλίου 2005 στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

10. Στο Ηνωμένο Βασίλειο εγγραφήκαμε σε τέσσερις ξένες εταιρείες συναλλάγματος έτσι ώστε όταν τα χρήματα ζητηθούν θα είμαστε σε θέση να πάρουμε τη καλύτερη τιμή συναλλάγματος για τη μεταφορά. Συχνά ζητούσαμε τις εκτιμημένες ημερομηνίες πληρωμής και έτσι θα μπορούσαμε να προγραμματίσουμε και να αγοράσουμε ένα προθεσμιακό συμβόλαιο σε καλύτερη συναλλαγματική ισοτιμία. Στις 8 Αυγούστου 2005 αποστάληκε το ποσό των ΛΚ 39.000 στη Κάρτερ και Λεοντίου. Προσκομίζω την απόδειξη συμφωνίας με την Sterling Exchange Limited και τη κατάσταση λογαριασμού της τράπεζάς μας για την περίοδο ως αποδεικτικά στοιχεία.

11. Έστειλα ηλεκτρονικό μήνυμα στην Μισέλ Anglou την επόμενη μέρα και την ενημέρωσα ότι η πρώτη καταβολή είχε σταλεί και ότι έχω επαφή με την Μάριον Κάρτερ ώστε να μπορέσει να υπογράψει τη σύμβαση για λογαριασμό μας. Τελείωσα το ηλεκτρονικό μήνυμα ζητώντας και πάλι το αρχείο AutoCAD. Η Μισέλ Anglou απάντησε την ίδια ημέρα δηλώνοντας οτι είχε πληροφορηθεί ότι ο αρχιτέκτονας δεν θα μπορούσε να στείλει τον σχετικό φάκελο. Ένιωσα εξαπατημένος, μου είχαν πει για τρεις μήνες μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τηλεφώνων και προσωπικώς πως θα μπορούσα να έχω τα σχέδια AutoCAD και μόνο όταν πληροφορηθήκαν για την μεγάλη πληρωμή τόλμησαν να μου πουν την αλήθεια. Παρουσιάζω τα ηλεκτρονικά μηνύματα της 9 Αυγούστου 2005 στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

12. Οι ενάγοντες έχουν συχνά υπαινιχθεί ότι εμείς ίσως να μην ήμαστε σε θέση να κρατήσουμε τις τμηματικές πληρωμές. Αυτό είναι αναληθές. Αγοράσαμε το σπίτι μας στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάιο 2000 για GBP £ 140.000. Είχαμε με την Virgin One λογαριασμό υποθήκης που μας έδωσαν τη δυνατότητα να δανειστούμε οποιοδήποτε ποσό μέχρι την αξία του σπιτιού μας. Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε την χρηματική ευκολία με την αναπροσαρμοσμένη αξιολόγηση του σπιτιού μας. Παρουσιάζω προσωπική κατάσταση κατά το άνοιγμα του λογαριασμού τον Μάιο του 2000 ως αποδεικτικό στοιχείο.

13. Είχα ανακαινίσει το σπίτι και μέχρι το 2005 η αξία της αγοράς αυξήθηκε σε στερλίνες 270.000. Είχαμε την επαναξιολόγηση του σπιτιού μας από την τράπεζα μας τον Αύγουστο του 2005. Παρουσιάζω εκτίμιση λογαριασμού υποθηκών από την Virgin One ημερομηνίας 31 Αυγούστου 2005 ως αποδεικτικά στοιχεία.

14. Αυξήσαμε σταθερά το ποσό δανεισμού μας μέχρι του ποσού των GBP £ 210.000 (ΛΚ £ 176.000), όταν και όπως χρειαζόταν για τις τμηματικές πληρωμές. Παρουσιάζω επιστολές από τη Virgin One δείχνοντας τη συμφωνία αύξησης της διευκόλυνσης ημερομηνίας 15 Σεπτεμβρίου 2005 και 20 Μαρτίου 2006 ως αποδεικτικά στοιχεία.

15. Η Μάριον Κάρτερ υπέγραψε το συμβόλαιο μας στις 23 Αυγούστου 2005 και μετά την υπογραφή, η πρώτη πληρωμή ΛΚ £ 39.000 έγινε. Μεταξύ Αυγούστου και Χριστουγέννων του 2005 ο Karayiannas αποστέλλει μόνο 8 φωτογραφίες από το υπό κατασκευή σπίτι μας και καμία από τις φωτογραφίες μας οδήγησε να πιστεύουμε ότι το σχέδιο ανάπτυξης είχε αλλάξει.

16. Στις 14 του Οκτώβρη του 2005 λάβαμε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα δηλώνοντας ότι η κατασκευή για το σπίτι είχε αρχίσει. Στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα μου είπαν ότι μια εσωτερική αλλαγή που θέλαμε δεν ήταν πλέον δυνατόν, δεδομένου ότι προέβη σε τοίχο στήριξης. Οι φωτογραφίες που επισυνάπτονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα έδειξαν τα θεμέλια μελλοντικών σπιτιών που επηρέαζαν την θέα του δικού μας σπιτιού και που έγιναν ταυτόχρονα με το δικό μας σπίτι. Παρουσιάζω ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 14 Οκτωβρίου 2005 και τις συνημμένες φωτογραφίες στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

17. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2005 είχαμε λάβει από ένα προθεσμιακό συμβόλαιο με το Smart Currency Exchange Limited για ΛΚ £ 26.000. Αυτό ωρίμασε και μεταφέρθηκε στη Κάρτερ και Λεοντίου στις 21 Νοεμβρίου και CYP25, 972,50 πληρώθηκε στον Karayiannas στις 16 Δεκεμβρίου 2005, για την ολοκλήρωση του σκελετού του σπιτιού. Παρουσιάζω τη σημείωση σύμβασης με το Smart Currency Exchange Limited, τη κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού μας για την περίοδο και την απόδειξη πληρωμής από τον Karayianna ως αποδεικτικά στοιχεία.

18. Στις 20 Ιανουαρίου 2006 η Michelle Anglou στέλλει ηλεκτρονικό μήνυμα με φωτογραφίες του σπιτιού μας. Βλέπουμε τα λάθη που γίνονται στην κατασκευή, δεδομένου ότι καμία από τις εσωτερικές αλλαγές που ζήτησα έγιναν. Απάντησα πίσω στην Michelle Anglou στις 26 Ιανουαρίου και την πληροφόρησα ότι θα πετάξω σύντομα προς Κύπρος. Στις 30 Ιανουαρίου 2006 αυτή μας πληροφορεί ότι το πιστοποιητικό Πολιτικού Μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας έχει δοθεί στο δικηγόρο μας. Παρουσιάζω ηλεκτρονικά μηνύματα ημερομηνίας 20, 26, 30 Ιανουαρίου του 2006 στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία.

19. Επίσης, στις 30 Ιανουαρίου του 2006 πήραμε ηλεκτρονικό μήνυμα από την Μάριον Κάρτερ που περιλαμβάνεται μια απόδειξη Δεκεμβρίου για την πληρωμή ολοκλήρωσης σκελετού και πιστοποιητικό πολιτικού μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας. Κανονίσαμε μια μεταφορά χρημάτων στο λογαριασμό τους δικηγόρους μας και ΛΚ £ 26.083 κατατέθηκαν στις 2 Φεβρουαρίου 2006. Παρουσιάζω το ηλεκτρονικό μήνυμα της Μάριον Carters με τα συνημμένα και το σημείωμα της σύμβασης με τη Smart Currency Exchange Limited, και η κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού μας για την περίοδο ως αποδεικτικά στοιχεία.

20. 6 Φεβρουαρίου 2006 (Δευτέρα) έφτασα στην Κύπρος και πήγα κατευθείαν στο εργοτάξιο. Είδα τα λάθη που είχαν γίνει στο σπίτι μας, αλλά ήμουν σοκαρισμένος από τις αλλαγές είχαν γίνει στην τοποθεσία από τον Καραγιαννά. Η εταιρεία Καραγιαννά είχε κατασκευάσει 3 διώροφα σπίτια, εκεί όπου ο γειτονικός δρόμος στα αρχικά σχέδια ήταν προγραμματισμένος. Αυτά τα σπίτια άρχισαν ταυτόχρονα με την κατασκευή του δικού μας σπιτιού και κατέστρεψε όλη την ιδιωτική ζωή στον κήπο μας. Τα σχέδια για το 2005 ήταν ψευδεί.

21. Γνώρισα έναν βρετανικό εκπατρισμένων που ζούσε στην Φάση 1, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, όπως περπατούσε ένα σκυλί. Μου είπε ότι οι κάτοικοι της φάσης 1 αντιμετώπιζαν προβλήματα με τον Karayianna. Του έδειξα τα σπίτια που επιραίαζαν την θέα και έβλεπαν μέσα στον κήπο μου και μου είπε να είμαστε προσεκτικοί με τον Karayianna. Είπε ότι είχε δει το Μάριο Karayianna να είναι βίαιος με ορισμένους εργάτες που κατασκεύαζαν ένα γειτονικό φράχτη. Ο γείτονας είχε επιλέξει το δικό του εργάτη για να κατασκευάσει τη περίφραξη και Μάριος Karayiannas τους έκανε να φύγουν.

22. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που άκουγα ούτε τις αλλαγές που ο Karayiannas είχε κάνει με το σχέδιο ανάπτυξης.
Αποφάσισα να καταγράφω τις συνομιλίες μου με κάμερα από εδώ και πέρα. Το έκανα αυτό όχι μόνο για τη γυναίκα μου στο Ηνωμένο Βασίλειο για να μπορούσε να καταλάβει, αλλά και για την προσωπική μου ασφάλεια. Αυτό αποδείχθηκε μια σοφή κίνηση, διότι ο τόνος και ο τρόπος του Μάριου Karayianna άλλαξε σημαντικά και έκανε υποσχέσεις που σύντομα δεν τήρησε και τελικά ο ίδιος και ο πατέρας του έγιναν βίαιοι.

23. Στις 7 και 8 Φεβρουαρίου 2006 (Τρίτη και Τετάρτη) ούτε ο Μάριος ούτε ο Χριστόφορος Καραγιαννάς μπορούσε να με συναντήσει. Η Μισιέλ Άγγλου μου είπε ότι ήταν απασχολημένοι. Μπήκαν και βγήκαν βιαστικά από το γραφείο αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν και να μου μιλήσουν. Ανησυχούσα επειδή η πτήση μου ήταν την Παρασκευή. Ο Μάριος Καραγιαννάς είπε στη Μισιέλ Άγγλου να ασχοληθεί με τις δουλειές μου. Μου έδωσαν το καινούργιο τοπογραφικό.
Ήταν φανερό σε μένα ότι η σύζυγος μου και εγώ είχαμε παραπλανηθεί και παρακινηθεί στην αποδοχή του συμβολαίου. Αλλά μπορούσα επίσης να δω ότι το καινούργιο τοπογραφικό δεν συμφωνούσε με το Παράρτημα Β του συμβολαίου. Το Παράρτημα Β έχει πάνω δύο γραμμές στο σημείο όπου θα βρισκόταν ο γειτονικός δρόμος. Τα νέα ενοχλητικά σπίτια έιχαν τοποθετηθεί πάνω σ’αυτές τις γραμμές.

24. Μίλησα επίσης της Μισιέλ Άγγλου για το πάρκινγκ του αυτοκινήτου μου. Σε μένα φαινόταν ότι το σπίτι μου είχε κτισθεί πολύ κοντά στο υπάρχον μπαγκαλό. Θέλαμε ένα ανεξάρτητο σπίτι με πάρκινγκ αυτοκινήτου στο πλευρό. Στο μέλλον, μετά που θα εκδίδοντο οι τίτλοι ιδιοκτησίας, θα είχαμε αποταθεί στις αρχές για να αλλάξωμε το πάρκινγ του αυτοκινήτου σε κλειστό γκαράζ. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτό το γκαράζ σαν αποθηκευτικό χώρο για τη δουλειά μου. Πάνω από το γκαράζ θέλαμε να κτίσωμε ένα επί πλέον δωμάτιο το οποίο μπορούσε να ήταν ένα γραφείο η ένα παιδικό δωμάτιο.

Η Μισιέλ Άγγλου είπε ότι ήταν ακόμη εντάξει και ότι ο Μάριος Καραγιαννάς θα με συναντούσε για να συζητήσωμε όλα το θέματα στο εργοτάξιο την Πέμπτη. Στην πραγματικότητα, ανακάλυψα εκ των υστέρων ότι πράγματι το σπίτι είχε κτισθεί πολύ κοντά. Το πάρκινγκ του αυτοκινήτου υποστηριζόταν από το σπίτι του γείτονα. Ο Καραγιαννάς δεν έκτισε ανεξάρτητο σπίτι. Αυτό είναι ουσιώδης παράβαση της παραγράφου 2 σελίδα 3 του συμβολαίου.

25. Την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου το πρωί ο Μάριος Καραγιαννάς με συνάντησε στο σπίτι. Έχω καταγράψει αυτή τη συζήτηση. Άρχισε αμέσως να εξηγεί που θα ήταν ο νέος δρόμος και σαν αποτέλεσμα των αλλαγών 6 μέτρα γης στο πλευρό θα ήταν διαθέσιμα στο μέλλον. Του είπα ότι η σύζυγος μου και εγώ ήμαστε πολύ αναστατωμένοι. Του έδειξε το αρχικό σχέδιο που μας είχαν δώσει και τον ρώτησα αν το θυμόταν. Είπε «Ναί Θυμάμαι». Του είπα δεν θα μπορούμε τώρα να απολαμβάνουμε τον κήπο μας. Αυτός είπε:

«Έχεις αναστατωθεί, άκου, πρέπει να δω τι μπορώ να κάνω αν δεν σου αρέσει το σπίτι, εννοώ το κομμάτι γης αυτό το σπίτι τώρα αξίζει £180.000 όπως καταλαβαίνεις έχεις αρχικά αγοράσει αυτό το σπίτι από τα σχέδια, μιά πολύ φτηνή τιμή. Εάν δεν είσαι ευχαριστημένος ή η σύζυγος σου δεν είναι ευχαριστημένη πρέπει να μιλήσω με τον πατέρα μου και τον σύμβουλο μου τι μπορώ να κάμω, δεν έχω πρόβλημα, εννοώ μπορώ να πωλήσω αυτό το σπίτι πολύ εύκολα. Δεν υπάρχει σπίτι εδώ με 4 υπνοδωμάτια, μια έπαυλη για παράδειγμα με αυτού του είδους τη γη.

26. Τον ρώτησα μερικές ακόμα λεπτομέρειες για τις αλλαγές και του υπέδειξα το ισόγειο μπάγκαλο που βρισκόταν δίπλα. Εκεί υπείρχε ένα μικρό παράθυρο. Τον ρώτησα «και θυμάσε που έλεγες πως το μόνο παράθυρο που θα έβλεπε προς το μέρος μας θα ήταν αυτό εδώ το παράθυρο;» και απάντησε «Nαί». Ζήτησα να σταλούν τα καινούργια σχέδια στη σύζυγο μου και συμφωνήσαμε να συνεχίσωμε τη συζήτηση στο γραφείο. Όπως φεύγαμε ο Χριστόφορος Καραγιαννάς έφτασε εκεί και χάραξε τα σύνορα του κομματιού.

27. Στο γραφείο ο Μάριος Καραγιαννάς αναφέρθηκε λεπτομερώς στα 6 μέτρα γης στο πλευρό του σπιτιού. Είπε ότι αυτό θα μπορούσε να μας δοθεί στο μέλλον, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τη τοπική δημοτική αρχή, τα σχέδια κάποιου άλλου εργολάβου οικοδομών και του ολοκληρωμένου δρόμου. Ακουγόταν περίπλοκο και δεν έλυσε το πρόβλημα.

Πριν φύγω η Μισιέλ Άγγλου τύπωσε τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που έδειχναν τα ποσά που πληρώθηκαν και τις ημερομηνίες για τις μελλοντικές πληρωμές. Παρουσιάζω τις λεπτομέρειες της συμφωνίας στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο.

28. Πήγα στο γραφείο του Karayianna την Παρασκευή, 10 Φεβρουαρίου 2006 γύρω στις 9 το πρωί. Ρώτησα αν θα μπορούσα να έχω 10 λεπτά του χρόνου τους, ο Μάριος Karayiannas και η Michelle Anglou κάθισαν. Ξεκίνησα μιλώντας για το έργο αγωγού στην κουζίνα και ότι είναι σε λάθος μέρος. Ο Μάριος Karayiannas ήταν πολύ απότομος δείχνοντας ότι σπαταλώ το χρόνο του. Λέει ότι θα τοποθετήσει τις σωληνώσεις έξω τώρα. Δεν θα πάει στο σπίτι μαζί μου αλλά λέει είναι δική του ευθύνη να βάλει τα πράγματα στη σειρά. Συνέχισα με τις αλλαγές στο δρόμο και τα μπαλκόνια των άλλων σπιτιών που τώρα κοιτάζουν προς τα κάτω στον κήπο μας. Ήθελα να είμαι σαφής ως προς την κατανόηση μου και έτσι θα μπορούσα να ενημερώσω τη σύζυγο μου στο σπίτι γιατί τα πράγματα είχαν αλλάξει.

Ο Μάριος Karayiannas παραδέχθηκε ότι το σχέδιο ανάπτυξης είχε αλλάξει και ότι τα πράγματα που είπε πριν αγοράσαμε το σπίτι είχαν αλλάξει. Λίγο νοιαζόταν για τις αλλαγές και είπε:
«Δεν είναι στο σπίτι σας, αυτά τα πράγματα”, “Είναι έξω από το οικόπεδο σας”, “Μέσα στο οικόπεδο σας δεν κάνω οποιεσδήποτε αλλαγές, αυτά τα πράγματα είναι στο μυαλό σας!(Φαντασία)».

29. Παραδέχεται ότι μου είπε ότι θα οικοδομήσουν ένα μπανγκαλόου, αλλά λέει ότι η άδεια για την κατασκευή είχε αλλάξει και ότι θα κατασκευάσει τώρα διώροφα σπίτια. Μου λέει να μιλήσω στη γυναίκα μου για τις αλλαγές και να σημειώσετε λύσεις, «Εμείς η Εταιρεία Karayiannas] περιμένουμε την απάντηση από εσάς”. Είπα ότι θα του γράψω μέσα σε μία εβδομάδα μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος και θα επιστρέψω στην Κύπρος εντός δύο εβδομάδων. Λέει ότι αγόρασα το σπίτι για CYP163, 000 και τώρα αξίζει ΛΚ £ 180.000. Είπε ότι είναι καλό να μην έχεις άνθρωπους που να κοιτάζουν στην ιδιοκτησία σας, αλλά αυτά τα σπίτια είναι ΛΚ £ 300.000. Αργότερα είπε ότι δεν έχει πρόβλημα να μας δώσει τα λεφτά μας πίσω. Ο Μάριος Karayiannas είπε ότι βιαζόταν για να πάει στο κτηματολόγιο. Τελείωσα τη συνάντηση λέγοντας

“Η εμπιστοσύνη μεταξύ μας Μάριε έχει πληγωθεί”, “Τι είπατε την τελευταία φορά έχει αλλάξει τώρα». Είπα ότι «νομίζω ότι το βάρος πέφτει σε σας και της εταιρίας Karayianna για την ανοικοδόμηση εκείνης της εμπιστοσύνης” Επανέλαβα ότι μέσα σε μία εβδομάδα θα έγράφα ελπίζοντας ότι θα βρούμε μια λύση.

30. Επέστρεψα αεροπορικώς στην οικογένειά μου εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής 10 του Φλεβάρη και εργάστηκε όλο το Σαββατοκύριακο στη συγκέντρωση λύσεων σύμφωνα με τις οδηγίες του Μάριου Karayiannas. Χρησιμοποίησα το photoshop για να τονίσω τις διαφορές μεταξύ του σχεδίου που μας δόθηκε και της πραγματικού κτίσματος που έγινε. Χρησιμοποίησα επίσης το Photoshop για να δείξω ποια θα είναι η θέα από τα μπαλκόνια, ακόμη και όταν ένας φράκτης θα στηθεί. Γράψαμε τέσσερις λύσεις που θα μπορούσαμε να δούμε για την επίλυση του προβλήματος. Αυτές περιελάμβαναν την αγορά μας από τη σύμβαση ή την κατασκευή του ίδιο σπιτιού σε άλλη τοποθεσία. Η επιστολή στάλθηκε Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου και είναι τεκμήριο με αριθμό  20.

31. Το επόμενο απόγευμα, Τρίτη 14 ο Μάριος Karayiannas στέλλει ηλεκτρονικό μήνυμα δηλώνοντας “Σας ευχαριστούμε για το ηλεκτρονικό μήνυμα σας.  Ο δικηγόρος μας θα επικοινωνήσει μαζί σας τις επόμενες ημέρες. “Παρουσιάζω αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα στο δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο.

32. Την επόμενη εβδομάδα, Τρίτη 21 Φεβρουαρίου στέλλουμε ηλεκτρονικό μήνυμα ζητώντας και πάλι ανταπόκριση. Παρουσιάζω αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα στο δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο.

33. Την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου Τηλεφώνησα στο Μάριος Karayiannas και κατάγραψα την συνομιλία. Αρχίζει με το να μην θυμάτε ή να κατανοεί ότι είμαι σε αναμονή για τη λήψη απόφασης από την εταιρεία, στη συνέχεια λέει ότι θα δει το δικηγόρο του την επόμενη μέρα. Έπειτα αρχίζει να φωνάξει με οργισμένο τρόπο.

“Δεν υπάρχει κανείς να μου πει τι μπορώ να κάνω με το οικόπεδο μου ή στο σπίτι μου, καταλαβαίνετε αυτά τα πράγματα. Είναι σαν το σπίτι μου, μου επιτρέπει να πω ότι είναι το σπίτι μου, το επόμενο οικόπεδο που έχετε να μου πείτε τι έχω να οικοδομήσουμε».

Μιλά στη συνέχεια για το σεβασμό και ότι οποιαδήποτε απόφαση για μένα είναι να δηλώνει τη θέση του στη συνέχεια: –
«Δεν έχω να επιλέξω, θα διαλέξω το δρόμο μου, που σας μεταφέρει το μέγιστο πράγμα με το δικαστήριο”
Τον ρωτάω “Νομίζετε ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να προειδοποιούνται για τον τρόπο που κάνει ο Μάριος επιχειρήσεις, νομίζετε ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να πει ότι αυτό που λέτε και τι κάνετε είναι διαφορετικό”. Αγνοεί το ερώτημα και λέει ότι θα γράψει στο δικηγόρο μου. Δηλώνει ότι είναι τώρα το πρόβλημά μου και εκείνος κλείνει το τηλέφωνο.

34. Όπως είπε ο Μάριος Καραγιαννάς θα μιλούσε με το δικηγόρο του. Περιμέναμε ακόμα μιά βδομάδα. Τότε χωρίς νέα στείλαμε ηλεκτρονικό μήνυμα το πρωί της 1ης Μαρτίου 2006. Παρουσιάζω το ηλεκτρονικό μήνυμα ως τεκμήριο.
Το απόγευμα της 1ης Μαρτίου 2006 ήλθε απάντηση από την Άννα Μιχαήλ εκ μέρους του Φώτου Πιττάτζη. Αυτό είναι το τεκμήριο αριθμός 24.

35. Τη Παρασκευή 3 Μαρτίου 2006 τηλεφώνησα στο Καραγιαννά και μίλησα με τη Μισιέλ ‘Αγγλου. Της είπα ότι ταξίδευα για τη Κύπρο τη Δευτέρα και ήθελα να κανονίσω μιά συνάντηση με το Μάριο Καραγιαννά την Τρίτη το πρωί. Το Σάββατο 4 Μαρτίου 2006 μια μικρή περιγραφή της υπόθεσης μας δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο και γεννήθηκε το LyingBuilder.com.
Τη Δευτέρα ταξίδευσα στη Κύπρο και τη Τρίτη 7 Μαρτίου πήγα στο γραφείο του Καραγιαννά. Ούτε ο Μάριος Καραγιαννάς ούτε ο πατέρας του ήταν εκεί το πρωί και η Μισιέλ ‘Αγγλου δεν μπορούσε να μου πει πότε θα επέστρεφαν. Της είπα «Πρέπει να αγοράσουμε αυτό το κομμάτι όπως είναι εκεί, ο Μάριος μας έπιασε, κέρδισε!». Αυτή κανόνισε συνάντηση για το απόγευμα.

36. Επέστρεψα στο γραφείο το απόγευμα και συναντήθηκα με τους Μάριο και Χριστόφορο Καραγιαννά. Επίσης στη συνάντηση ήταν μια νεαρή κοπέλα που μετέφραζε για το Χριστόφορο Καραγιαννά. Συνόψισα τα γεγονότα του περασμένου μηνός στο ότι είχα φύγει για να γράψω την επιστολή όπως μου υπέδειξαν. Είπα ότι θα βάλω τέσσερις επιλογές στην επιστολή, περιμέναμε δύομιση βδομάδες για μια απάντηση και ότι είχαν αρνηθεί όλες τις λύσεις. Τους είπα ότι θα πηγαίναμε για να ζήσουμε εκεί τον Αύγουστο αλλά δεν ήμασταν ευχαριστημένοι. Δείξαμε τα διαφορετικά σχέδια στον Χριστόφορο Καραγιαννά και εξηγήσαμε. Ο Μάριος Καραγιαννάς είπε ότι τώρα ήταν δικό μου πρόβλημα. Του είπα ότι οι άλλοι πρέπει να προειδοποιηθούν για αυτούς και του είπα για το LyingBuilder.com. Με απείλησαν και έφυγα.

37. Την επόμενη μέρα 8η Μαρτίου 2006 ο Μάριος Καραγιαννάς αρνήθηκε πληρωμή από την Μάριον Κάρτερ. Το πρωί της 9ης Μαρτίου μιλούσα σε ένοικους της φάσης 1 Άγιος Σέργιος όταν ο Μάριος Καραγιαννάς και ο πατέρας του ήρθαν και μου επιτέθηκαν. Έχουν βρεθεί ένοχοι για αυτή την επίθεση στην αστική αγωγή από τον Επαρχιακό Δικαστή Γ. Φιλίππου στις 25 Ιανουαρίου. Βλέπε τεκμήριο 17.

38. Στον αστυνομικό σταθμό ο καινούριος εμπορικός συνεργάτης της Μάριον Κάρτερ ήρθε να με αντιπροσωπεύσει. Ήταν ο Άντρέας Κλαϊδης και μόλις είχαν ιδρύσει την Κλαϊδης Κάρτερ Δικηγόροι. Ένα τηλεμοιότυπο από τον Γιώργο Πιττάτζιη εστάληκε στον αστυνομικό σταθμό. Ανέφερε ότι παρέλειψα δύο πληρωμές παρά τις απαιτήσεις του Καραγιαννά. Η επιστολή επίσης ανέφερε ότι ακύρωσαν την συμφωνία και ότι θα κρατούσαν όλα τα χρήματα. Αυτή η επιστολή συμπεριλαμβάνεται σε μια δέσμη εγγράφων τα οποία έχουν ήδη παραδοθεί στο δικαστήριο σαν τεκμήριο 9.

39. Την επόμενη μέρα Παρασκευή 10 Μαρτίου, πήγα στο γραφείο του Αντρέα Κλαϊδη στη Λάρνακα για να συζητήσουμε την επίθεση και την επιστολή ακύρωσης του Καραγιαννά. Έφυγα από την Κύπρο το απόγευμα και το Σάββατο κατέβασα το LyingBuilder.com και το αντικατέστησα με μια δήλωση. Παρουσιάζω τη δήλωση στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

40. Την Δευτέρα 13 Μαρτίου έστειλα μια ηλεκτρονική επιστολή 10 σελίδων στον Αντρέα Κλαϊδη και την Μάριον Κάρτερ. Είχα συνοψίσει τον τελευταίο μήνα και τους πληροφόρησα ότι η ιστοσελίδα μου είχε αντικατασταθεί με την δήλωση. Παρουσιάζω το ηλεκτρονικό μήνυμα στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

41. Την 21η Μαρτίου πήρα μια εντολή διορισμού δικηγόρου από τους Κλαϊδη και Κάρτερ και μια επιστολή που ζητούσε τις οδηγίες μου για την υπόθεση επίθεσης και τη αθέτηση της συμφωνίας. Παρουσιάζω το ηλεκτρονικό μήνυμα στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

42. Στις 29 Μαρτίου έστειλα ηλεκτρονικό μήνυμα τεσσάρων σελίδων με οδηγίες στους Κλαϊδη και Κάρτερ και αντίγραφα της υπογεγραμμένης εντολής διορισμού δικηγόρου. Οι Κλαϊδης Κάρτερ απάντησαν ηλεκτρονικά γνωρίζοντας την λήψη της επιστολής. Παρουσιάζω αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

43. Στις 7 Απριλίου οι Κλαϊδης και Κάρτερ έστειλαν μια ηλεκτρονική επιστολή δηλώνοντας ότι δεν θα συνεχίσουν να με αντιπροσωπεύουν σε αυτά τα θέματα μια και δεν είναι ο χώρος της ειδικευσής τους. Παρουσιάζω την ηλεκτρονική επιστολή στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

44. Τηλεφώνησα στον Αντρέα Κλαϊδη στις 11 Απριλιου 2006 η ώρα 09:46 και κατέγραψα την συνομιλία. Σε αυτό το τηλεφώνημα μου είπε:
«…Έλεγα στην Μάριον ότι θα ήσουν σε πολύ καλύτερη θέση αν πήγαινες σε άλλη επαρχία…από του να παραμένεις σε οιανδήποτε από αυτές τις περιοχές επειδή είναι φανερό ότι μπορεί να έχει συνδέσμους ή γνωστούς εδώ και εάν πήγαινες σε άλλη επαρχία όπως η Λευκωσία, πολύ πιθανό να είχες καλύτερη αντιπροσώπευση»
Ρώτησα εάν η Λευκωσία θα ήταν εντάξει
«Θα ήταν καλύτερα από την Λάρνακα επειδή φανερά στη Λάρνακα μπορεί να έχει καποιον που μπορεί να ελέγχει ή να χειρίζεται ενώ αν πήγαινες σε άλλη επαρχία θα ήταν καλύτερα»
Ρώτησα:
«Ήταν αυτός ένας από του λόγους που εσείς αρνείστε να χειριστείτε την υπόθεση; Βρήκατε κάποια σύγκρουση;»
Και ο Αντρέας Κλαϊδης απάντησε:
«Όχι, όχι ήταν επειδή συμφωνήσαμε ότι αυτές ήταν οι χώροι της ειδίκευσης μας»
Παρουσιάζω εμπεριστατωμένο έγγραφο της τηλεφωνικής συνομιλίας στο δικαστήριο ως τεκμήριο.

My court statement Part 1: Case 365/2006: Date 13-03-2012

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας.

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας.

Εναγομένων

WRITTEN STATEMENT OF CORNELIUS O’DWYER

1. I am Cornelius Desmond O’Dwyer holder of United Kingdom passport number ——–. I have been married for 17 years to Michaela O’Dwyer and we have two daughters aged 15 and 10. We are hard working people who have put all our efforts into our family life together. In the early 1990’s I had a small but successful business importing products from Asia. We used the proceeds from the business towards our first home. We moved up the property ladder by buying homes that needed work, renovating them whilst living there and in 2005 we were at a stage that we could buy a new home as cash buyers and live mortgage free.

2. In 2005 my wife and I were looking to move our young family to Cyprus. Our children were aged 8 and 3 so it would have caused minimum disruption to their education. My wife is a qualified accountant, her plans were to look after the home and children. She would home school if necessary and do some book keeping for local businesses on the side. With no mortgage worries, I was going to use any outstanding capital, earnings and if necessary borrow to start up a new business. With its ascension into the EU it was an exciting time for Cyprus. Its location is ideally situated for importing products from Asia to supply the rest of Europe. I developed e-commerce skills to enable me to work from home as I did not want to miss out on family life.

3. A long term goal was for my wife and I to set up a quality ice cream café for both tourists and locals but had none of this worked out and if we decided Cyprus was not for us we were confident that we were buying into a property boom and we could sell our house and return to the UK. We had studied the Irish economy and the positive effect on house prices experienced after joining the single currency. We felt safe buying within the EU and could not have predicted that our lives were soon to be ruined.

4. We went to Cyprus in May 2005 with the intention of buying a house up to the value of CYP£170,000. We were introduced to Christoforos Karayiannas & Son Ltd by an estate agent and were led around their developments by Marios Karayiannas (witness 1) and Michelle Anglou (witness 7). We were also given sales brochures and a Karayiannas promotional DVD. In that DVD it is said “if you are not satisfied with our existing projects we can help you to build your dream home, just the way you like it.” We liked the size and style of a 4 bedroom detached house the plaintiffs had made and with a few changes and on the right plot it would have been a perfect home. I present a sales brochure and Karayiannas DVD to the court as evidence.

5. We were given the street plan of phase 2 Ayios Sergios in Frenaros and shown around the site by Marios Karayiannas and Michelle Anglou. On that street plan Michelle Anglou marked out a green area, some parking places and a children’s playground. That street plan was included in my letter to Karayiannas 13th February 2006 which is exhibit number 20

6. Phase 1 Ayios Sergios was near completion. Phase 2 already had ten houses at different stages of build when we were shown the next plot, plot number 30. Privacy in the garden was extremely important to us and we were told that plot No.30 was perfect, it was unique and special. It was a corner plot which had a bungalow under construction on one side, a road was to go the full length the other side and across the road they were going to build two more bungalows. The street plan we were given supported all this and we placed a deposit of CYP£1,000 to take the plot off the market. Had this plot not fulfilled our privacy requirements we would not have proceeded and would have looked to buy elsewhere. I present the deposit receipt to the court as evidence.

7. On return to the UK we began email correspondence with Michelle Anglou. In the first exchange she begins by congratulating us in buying a new home and requests the name of our website. Whilst in Cyprus we had lunch with Marios and Christoforos Karayiannas and Michelle Anglou. At that lunch I informed them that my eldest daughter Courtney, then aged 8 was going to publish on the internet a diary of her experience moving to a new country. I had told Marios Karayiannas that my passion was computers. I offered to put an internet camera on the side of our house so others later in the development could see their houses being built live over the internet. Also in that lunch meeting, Marios Karayiannas assured me that if buying from them I could have a copy of the architects plans on AutoCAD which is the leading 3D architectural software. I could use these computer plans to see the internal changes under discussion. In the email exchange that followed I give Michelle Anglou my daughters website address and reminded them to send the AutoCAD plans. I also provided a link to an internet gallery I made where I uploaded all the high quality photos taken whilst viewing their properties. These photos were gratefully received and used by the company for other customers and their website. Far from being a difficult customer as suggested by witness 1 I can show that I was helpful to them not only by supplying high quality photographs but they also came to me with their computer problems. I present emails from 2nd to 8th June 2005 to the court as evidence.

8. Later in June 2005 I flew back to Cyprus without my family to discuss the finer details with the plaintiffs. I was given a CD and told it contained the architects AutoCAD plans. Whilst there I looked closely at their build quality and spoke to other Karayiannas customers. I took hundreds of photos and recorded video footage for my wife back home. I sought out an independent solicitor that Karayiannas had never dealt with before. I chose Carter & Leontiou Law Firm to represent us and draw up a contract and later we gave Marion Carter power of attorney to act on our behalf. I understood that Carter & Leontiou was a new partnership and their Paralimni office was located very close to Karayiannas.

9. On my return to the UK I used the CD given from Marios Karayiannas sildenafil 100mg. The CD did not contain the AutoCAD file requested, instead it was just a copy of the plan shown on paper. Karayiannas had lied and appeased by deceit. I emailed Michelle Anglou and expressed my disappointment. Without the proper AutoCAD plans I had to use Photoshop to illustrate changes to the exterior of the house and I attached those illustrations to the email. Again, I uploaded photos taken on my trip to the internet for their use. I also informed Anglou that selling in the UK was progressing nicely and money was in place and ready to transfer. In reply Michelle Anglou approves the changes illustrated and states she will speak to the architect about getting the full AutoCAD plans for me. I present the emails of the 25th July 2005 to the court as evidence.

10. At home we registered with four foreign exchange companies so that when the money was requested we would be able to get the best rate for our transfer. We often asked for an estimated time that payments would be due so we could plan ahead and buy a forward contract at a better exchange rate. On the 8th August 2005 we sent CYP£39,000 to Carter and Leontiou. I present the deal receipt with Sterling Exchange Limited and our bank statement for the period as evidence.

11. I emailed Michelle Anglou the following day and informed her the first payment had been sent and that I am contacting Marion Carter so that she can sign the contract on our behalf. I ended the email requesting again the AutoCAD file. Michelle Anglou replied the same day stating she had been informed that the architect could not send the relevant file. There was no apology or explanation. I felt cheated, I had been told for three months by email, phone and in person that I could have the AutoCAD plans and only once they were informed of a massive payment do they then tell me the truth. I present the emails of the 9th August 2005 to the court as evidence.

12. The plaintiffs have often suggested that we may not been able to keep up stage payments. This is untrue. We bought our house in the UK in May 2000 for GBP£140,000. We had a Virgin One mortgage account which enabled us to borrow any amount up to the value of our home. We could increase the facility by having the house revalued. I present a personal account illustration received when opening the account May 2000 as evidence.

13. I renovated the house and by 2005 the market value had increased to GBP£270,000. We had the bank revalue our house in August 2005. I present a Virgin One Account mortgage valuation dated 31 August 2005 as evidence.

14. We steadily increased our borrowing amount to GBP£210,000 (CYP£176,000) as and when needed for stage payments I present letters from Virgin One showing the agreed increased facility dated 15 September 2005 & 20 March 2006 as evidence

15. Marion Carter signed our contract on the 23 August 2005 and upon signing, the first payment CYP£39,000 was made. Between August and Christmas 2005 Karayiannas sent only 8 photos of our house under construction and none of the photos led us to believe that the development plan had changed.

16. On the 14 October 2005 we received an email stating that construction on the house had started. In the same email I was told that an interior change we wanted was now not possible as it effected a supporting wall. The photos attached to the email showed the foundations of the future offending houses were laid at the same time as ours. I present the email of the 14 October 2005 and the attached photos to the court as evidence.

17. On 14 September 2005 we had taken out a forward contract with Smart Currency Exchange Limited for CYP£26,000. This matured and was transferred to Carter and Leontiou on the 21st November and CYP25,972.50 was paid to Karayiannas on the 16th December 2005 for completion of the frame stage. I present the contract note with Smart Currency Exchange Limited, our bank statement for the period and a payment receipt from Karayiannas as evidence.

18. 20 January 2006 Michelle Anglou emails photos of our house. We see mistakes being made to the build as none of the interior changes requested were done. I reply back to Michelle Anglou on the 26 January informing her that I’ll be flying to Cyprus soon. On the 30th January 2006 she informs us that the Civil Engineers certificate for the brickwork stage has been given to our solicitor. I present the emails of the 20th 26th 30th January 2006 to the court as evidence.

19. Also on the 30th January 2006 we got an email from Marion Carter which included a receipt for Decembers frame stage payment and a civil engineers certificate for the brickwork stage. We arranged a money transfer to our lawyers account and CYP£26,083 was deposited on the 2nd February 2006. I present Marion Carters email with attachments and the contract note with Smart Currency Exchange Limited, our bank statement for the period as evidence

20. 6th February 2006 (Monday) I arrived in Cyprus and went straight to the development. I saw the mistakes that had been made to our house but was shocked at the changes Karayiannas had made to the site. The Karayiannas company had built 3 two storey houses where the neighbouring road on the original plan was to be. These houses were started at the same time as our build and ruined all privacy in our garden. The plans given in 2005 were false.

21. I met an British Ex pat who lived on Phase 1 a few hundred metres away as he was walking a dog. He told me that the occupants of Phase 1 were experiencing problems with Karayiannas. I showed him the offending houses looking into my garden and he told me to be careful with Karayiannas’. He said he had seen Marios Karayiannas get violent with some workmen who were putting up a neighbours fence. The neighbour had chosen their own workman to do the fencing and Marios Karayiannas made them leave.

22. I could not believe what I was hearing or the changes Karayiannas had made to the development plan. I decided to record my conversations from here on. I did this not only so my wife in the UK could understand but also for my own personal safety. This proved a wise move as Marios Karayiannas’ tone and manner changed significantly and he made promises that he soon went back on and ultimately he and his father turned violent.

23. On the 7th and 8th February 2006 (Tuesday and Wednesday) Neither Marios nor Christoforos Karayiannas would meet with me. Michelle Anglou told me they were busy. They rushed in and out of the office but could not stop to talk. I was concerned as my flight home was on Friday. Marios Karayiannas told Michelle Anglou to deal with my concerns. I was given the new site plan. It was obvious to me that my wife and I were mislead to induce us into contract. But I could also see that the new plan disagreed with Appendix B of the contract. Appendix B has two lines on it where the neighbouring road was to be. The new offending houses were place on those lines.

24. I also talked to Michelle Anglou about my car port. To me it looked like my house was built too close to the existing bungalow. We wanted a detached house with a car port to the side. In the future, after title deeds issued, we would have applied to the authorities to have the car port changed to an enclosed garage. I could have used this garage as a store room for my business. Above the garage we wanted to build an extra room that would have been an office or a child’s bedroom. Michelle Anglou said that it was still OK and that Marios Karayiannas would meet me to discuss all matters at the work site on Thursday. In fact, I later discovered that indeed the house was build too close. The car port was supported by the neighbours house. Karayiannas did not build a detached house. This is a material breach of paragraph 2 page 3 of the contract.

25. On Thursday morning 9th February Marios Karayiannas met me at the house. I recorded this conversation. He immediately started explaining where the new road was going to be and that because of the changes, 6 metres of land to the side will come available in the future. I told him that my wife and I are very upset. I showed him the original plan given to us and asked if he remembered it. He said “Yes I remember”. I told him we would not be able to enjoy our garden now. He said:-

“Your upset, listen, I have to see what I can do if you don’t like the house, I mean the plot this house now is £180,000 you understand that you buy this house originally off plan design, a very cheap price. If you are not happy or you wife is not happy I have to deal with my father and my advisor what I can do, I don’t have problem, I mean I can sell this house like that. There is no 4 bedroom house here, a villa for example with this kind of land”

26. I asked him a few more details about the changes then I pointed to the ground floor bungalow next door. There was a small window there. I asked “And you remember saying that the only windows looking at us would be this window here?” to which he replied “Yes”. I asked that they send the new plans to my wife and we agreed to continue talks at the office. As we were leaving Christoforos Karayiannas turned up and marked out the plot boundary.

27. At the office Marios Karayiannas went into detail about the 6 metres of land to the side of the house. He said this could be given to us in the future, but the idea was dependant on the local municipality, another developers plans, and the road completed. It sounded complicated and did not solve the problem. Before I left Michelle Anglou printed out the agreement details which showed the amounts paid and the dates of future instalments. This document is exhibit number 46

28. I also went to the Karayiannas Office on Friday, February 10, 2006 around 9am. I asked if I could have 10 minutes of their time and myself, Marios Karayiannas and Michelle Anglou sat down. I started by talking about the pipe work in the kitchen and that it is in the wrong place. Marios Karayiannas was very abrupt as if I am wasting his time. He says he will put the pipe work outside now. He won’t go to the house with me instead he says its his responsibility to get things right. I moved on to talk about the changes to the road and the balconies now looking down into our garden. I wanted to be clear in my understanding so I could inform my wife at home as to why things had changed. Marios Karayiannas admitted that the development plan had changed and that things he said before we bought the house had changed. He cared little about the changes and said “It is not in your house these things”,“It is outside your plot”,“Inside your plot I don’t make any changes, these things are in your mind!”.

29. He admits that he told me he would build a bungalow but says the permission to build had changed and he will now build two storey houses. He tells me to speak to my wife about the changes and write solutions, “we [The Karayiannas Company] wait the answer from you”. I said I will write to him within one week by email and return to Cyprus within two weeks. He says that I bought the house for CYP163,000 and now it is worth CYP£180,000. He said it is good not to have people looking into your property but these houses are CYP£300,000. He later said that he does not have a problem giving us our money back. This turned out to be a lie as evident by email 1 March 2006 (exhibit Number 24) and letter dated 9 March 2006 (see exhibit number 9). Finally that day Marios Karayiannas said he was in a rush to go to the land registry. I ended the meeting saying

“The trust between us Marios has been bruised”,”What you said last time has now changed”. I said that “I think the onus is on you and Karayiannas to rebuild that trust” I repeated that within one week I would write and hoped we would together come up with a solution.

30. I flew home that Friday afternoon 10th February and worked all weekend on putting together solutions as instructed by Marios Karayiannas. I used photoshop to illustrate the differences between the plan we were given and the development which was built. I also used photoshop to show what the view would look like from the balconies even when a fence was erected. We wrote four solutions we could see to solve the issue. These included buying us out of the contract or building us the same house on another location. The letter was sent Monday 13th February and is exhibit number 20

31. The following afternoon, Tuesday 14th Marios Karayiannas emails stating “Thank you for your email. You will be contacted by our solicitor in the next few days.” I present this email to the court as evidence.

32. The following week, Tuesday 21st February we email again requesting a response. I present this email to the court as evidence.

33. On Wednesday 22nd February I phoned Marios Karayiannas and record the conversation. He starts by not remembering or understanding that I am waiting for a decision from the company then he says he will see his lawyer the next day. He then goes on to shout in an angry manner

“No anybody to tell me what I can do with my plot or in my house you understand these things. It’s like my house lets say that it’s my house the next plot you have to tell me what I have to build.”

He then talks about respect and that any decision is for me to make he then states his position:-

“I don’t have to choose, I choose my way that I take you to the maximum thing with the court”

I ask him “Do you think people should be warned on the way you do business Marios, do you think that people should be told that what you say and what you do is different” He ignores the question and says he will write to my solicitor. He states that it is now my problem and he hangs up the phone.

34. As Marios Karayiannas had said he was going to speak to his lawyer we waited another week. Then with no news we sent an email on the morning of 1 March 2006. I present this email to the court as evidence.

In the afternoon of 1 March 2006 came a response from Anna Michael on behalf of Fotos Pittadjis. This is exhibit number 24.

35. On Friday 3 March 2006 I phoned Karayiannas and spoke to Michelle Anglou. I told her I was flying to Cyprus on Monday and wanted to arrange a meeting with Marios Karayiannas on Tuesday morning. On Saturday 4 March 2006 a short description of our story was put on the web and LyingBuilder.com was born. On Monday I flew to Cyprus and on Tuesday 7 March 2006 I went to Karayiannas’ office. Neither Marios Karayiannas or his father were there in the morning and Michelle Anglou could not tell me when they would be back. I told her “we have to buy that plot as it is there, Marios has got us, he’s won!”. She arranged a meeting for the afternoon.

36. I returned to the office in the afternoon and met with Marios and Christoforos Karayiannas. Also in the meeting was a young girl translating for Christoforos Karayiannas. I summarised the history of the past month in that I had gone away to write the letter as instructed. I said we put down four options in the letter, we waited two and a half weeks for a reply and that they had refused all solutions. I told them they we are going to live there in August but we were not happy. The different plans were shown to Christoforos Karayiannas and explained. Marios Karayiannas said it was now my problem. I said I don’t like the way he does business and the way he lies. He again said that was my problem. I told him that others should be warned about them and told him of LyingBuilder.com. They threatened me and I left.

37. The following day, 8th March 2006 Marios Karayiannas refused payment from Marion Carter. On the morning of the 9th March I was talking to residents on Phase 1 Ayios Sergios when Marios Karayiannas and his father turned up and assaulted me. They have been found liable for this assault in the civil action by District Court Judge G. Philippou on 25 January. See exhibit 17.

38. At the police station Marion Carter’s new business parter came to represent me. It was Andrew Klydes and they had just formed Klydes Carter Solicitors. A fax from George Pittadjis was sent to the police station. It stated that I’ve missed two payments despite Karayiannas’ demands. The letter also states that they cancel the agreement and will retain all money. This letter is included in a bundle of documents which has already been filed in court as exhibit 9.

39. The following day Friday 10 March, I went to Andrew Klydes office in Larnaca to discuss the assault and Karayiannas’ cancellation letter. I flew home in the afternoon and on Saturday I took down LyingBuilder.com and replaced it with a statement. I present this statement to the court as evidence.

40. On Monday 13 March I emailed a 10 page letter to Andrew Klydes and Marion Carter. I summarise the past month and informed them that my website has been replaced with the statement. I present this email to the court as evidence.

41. On the 21 March I receive a client care pack from Klydes Carter and a letter requesting my instructions on the assault case and breach of contract. I present this email to the court as evidence.

42. On the 29 March I emailed 4 pages of instructions to Klydes Carter and copies of the signed client care letter. Klydes Carter replied by email and acknowledged receipt. I present these emails to the court as evidence.

43. On the 7 April Klydes Carter email a letter stating they will not continue to represent me in these matters as it is not their area of expertise. I present this email to the court as evidence.

44. I phoned Andrew Klydes on 11th April 2006 09:46am and recorded the conversation. In that phone call he says to me

“… I was just saying to Marion that you’d be far better if you went to another district.. rather than staying in any of these areas because obviously he may have connections or ties where as if you went into another district such as Nicosia, you’d probably be represented better”

I asked if Nicosia would be OK

“it would better than even Larnaca because obviously Larnaca he may have someone who could control or effect whereas if you went to another district it would be better”
I asked:
“Was that one of the reasons you guys were turning down the case? did you find a conflict?”

and Andrew Klydes responded:
“no, no it was because we agreed on these were the areas that we were doing.”

I present a full transcript of the phone call to the court as evidence.

O’Dwyer aid marks a Cyprus legal first

BRITISH home buyer Conor O’Dwyer has been granted legal aid to continue his long-running civil case against the Paralimni-based property developer Christoforos Karayiannas & Son Ltd over a disputed property.

In a short hearing yesterday morning, Judge Tefkros Economou at Famagusta District Court said the aid was necessary, pointing to EU directive 2002/8/EC which deals with cross border disputes within the EU.

Supreme Court Judge Tefkros Economou. Τεύκρος Οικονόμου.
Supreme Court Judge Tefkros Economou. Τεύκρος Οικονόμου.

The EU directive was passed into Cyprus law in 2005 and has only ever been used in human rights and criminal cases, making O’Dwyer’s claim in a civil action a legal first.

O’Dwyer has been embroiled in an expensive and lengthy legal action with Paralimni based Karayiannas Developers, with several concurrent cases running in court.

The aid will help with his fees in case in which O’Dwyer claims unlawful termination of his contract of sale by Karayiannas (Case 365/2006). The aid will also pay for a court interpreter, accommodation costs and travel expenses between his home in Britain and court dates in Cyprus.

“Conor has been drained financially due to all the cases pending in the courts in Cyprus for all these years,” lawyer Yiannos Georgiaides, acting for O’Dwyer, told the Cyprus Mail yesterday.

“It came to the, point where he could not afford his legal fees; therefore he would not have had proper access to justice. He would have been in a very difficult position.”

Wrangling

O’Dwyer’s lawyers applied for aid after years of legal wrangling over a disputed villa in Frenaros, which began when O’Dwyer claimed he purchased a house that was then resold by Karayiannas Developers without his knowledge.

The dispute has taken a series of twists and turns, including O’Dwyer staging demonstrations outside the Cyprus High Commission in London, sleeping at the gates of the Presidential Palace in Nicosia and publishing his entire story online and on the video site YouTube.

He claims the spat resulted in him losing the house and £100,000 he had paid for the property.

The developers dismissed the accusations and accused O’Dwyer of attempting to extort a more expensive house from them – a charge that O’Dwyer flatly denies.

The case has been closely followed by expatriate communities on the island, where as many as 30,000 Britons are now thought to own property.

“If Conor was not granted this legal aid, this would be equal to the refusal of his right to justice,” Georgiaides added.

Last year the developer, his son and an associate were convicted of assault and actual body harm of O’Dwyer after he was beaten up outside the disputed house in early 2007.

O’Dwyer spent a week in Larnaca General Hospital after the attack and said the incident blighted his family life.

By: Nathan Morley
Published: Friday 23rd December 2011

Legal Aid: νομική αρωγή: Date 22-12-2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: T. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

Αίτηση για νομική αρωγή αρ.: 2/11

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS LTD

Εναγόντων

-και-

1. CORNELIUS DESMOND O’DWYER
2. MICHAELA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Ημερομηνία: 22.12.2011
Εμφανίσεις:
Για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας: Η κα Δήμητρα Παπαμιλτιάδου.
Για Εναγόμενο 1/Αιτητή: Ο κ. Γιάννος Γεωργιάδης.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο εναγόμενος αντιμετωπίζει αγωγή για δυσφήμηση και ανταπαιτεί για παράβαση σύμβασης. Έχει ζητήσει νομική αρωγή με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 165/2002 για Νομική Αρωγή σε διασυνοριακές διαφορές (παράγραφοι 6 (Α) και 7 (Α)). Κριτήριο για να δοθεί νομική αρωγή είναι η οικονομική κατάσταση του αιτούντος αφενός και η σοβαρότητα ή άλλα περιστατικά της υπόθεσης αφετέρου. Η θέση του αιτητή είναι ότι δεν έχει εισοδήματα από εργασία πρώτον διότι επέλεξε να μην εργάζεται, αλλά να μένει σπίτι για να φροντίζει τα παιδιά τους. Αυτή η θέση δεν είναι βάσιμη. Ο εναγόμενος 1/αιτητής και η σύζυγός του, εναγόμενη 2, έχουν δύο παιδιά. Το πρώτο γεννήθηκε το 1996 και το δεύτερο το 2001. Δεν έχω παραπεμφθεί σε κανένα νόμο, αρχή δικαίου ή αρχή κο ινωνικής δικαιοσύνης που να επιτρέπει σε γονέα να μην εργάζεται και να ζητά επιδότηση ή αρωγή από το κράτος, δηλαδή από τους άλλους συμπολίτες του και φορολογούμενους, για το λόγο ότι έχει δύο παιδιά.

Ο δεύτερος λόγος που κατά το δικηγόρο του ο εναγόμενος δεν εργάζεται είναι ότι ο εναγόμενος υποφέρει από κατάθλιψη και εμμονή (obsession) λόγω της παρούσας υπόθεσης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκεντρωθεί για να βρει εργασία. Λόγω αυτής της υπόθεσης και άλλων υποθέσεων που πηγάζουν από την ίδια ιστορία έχουν εξαντληθεί τα οικονομικά του αποθέματα με αποτέλεσμα σήμερα να κινδυνεύει να μείνει χωρίς δικηγόρο. Δεν παρουσιάστηκε ιατρικό πιστοποιητικό, όμως οι αναφορές αυτές δεν αμφισβητήθηκαν. Η ανικανότητα για εργασία δεν περιορίζεται σε σωματική ανικανότητα. Μπορεί η ψυχολογική κατάσταση να είναι παράγοντας που εμποδίζει ένα άτομο να εργαστεί.

Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος εισηγείται ότι θα υποστεί δυσμενή επηρεασμό του δικαιώματος του να τύχει δίκαιης δίκης σε μια υπόθεση η οποία, ως υπόθεση δυσφήμησης, η άλλη της όψη είναι το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης.

Ο εναγόμενος, σύμφωνα με τη δήλωσή του, δεν εργάζεται, δεν έχει άλλα εισοδήματα και δεν έχει περιουσία. Εργάζεται η σύζυγός του, η οποία πληρώνει και τα έξοδα της οικογένειας που αποτελείται, ως άνω, από το ζεύγος και δύο ανήλικα παιδιά. Λαμβάνεται υπόψη ως δεδομένη η αναφορά περί της ψυχολογικής κατάστασης του εναγόμενου ως τέτοια που δεν του επιτρέπει να εργαστεί, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο όλων όσων έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης ως υπόθεση στην οποία θα πρέπει να εξισορροπηθεί το δικαίωμα των εναγόντων στην υπόληψή τους από τη μια και το δικαίωμα του εναγόμενου στην ελεύθερη έκφραση από την άλλη.

Υπό το φως όλων αυτών, εκδίδεται πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, όπως προβλέπεται στη ρύθμιση για διασυνοριακές υποθέσεις. Η αμοιβή, τα έξοδα και οι άλλες δαπάνες που περιλαμβάνονται στη νομική αρωγή θα είναι τα καθοριζόμενα στους ισχύοντες διαδικαστικούς κανονισμούς. Η αμοιβή διερμηνέα θα είναι και θα καταβάλλεται όπως στις ποινικές υποθέσεις. Τα έξοδα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.

(Υπ.) ………..
Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.
Source

Legal Aid: νομική αρωγή: Date 1-11-2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: T. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

Αγωγή αρ.: 365/06

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS LTD

Εναγόντων

-και-

1. CORNELIUS DESMOND O’DWYER κ.ά.

Εναγομένων

Ημερομηνία: 1.11.2011

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τους Ενάγοντες: Ο κ. Α. Κλαϊδης με τον κ. Βασιλακκά Στυλιανού για το γραφείο Ε. Φλουρέντζου & Σία.
Για τους Εναγόμενους 1 και 2: Ο κ. Μυλωνάς για κ. Γεωργιάδη.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η παρούσα αγωγή εκκρεμεί από τις 9.6.2006. Τέθηκε ενώπιον μου για πρώτη φορά στις 30.9.2011 μετά που οι εναγόμενοι αύξησαν την κλίμακα. Εκείνη την ημέρα ζητήθηκε και δόθηκε αναβολή. Ορίστηκε ξανά για ακρόαση στις 18.10.2011. Εκείνη την ημέρα ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγομένων ζήτησε όπως εξαιρεθώ από την εκδίκαση της υπόθεσης, αίτημα το οποίο απερρίφθη στις 27.10.2011 οπότε η ακρόαση επρόκειτο να διεξαχθεί στις 31.10.2011 και τις επόμενες ημέρες. Στο μεταξύ, λόγω του αιτήματος για εξαίρεσή μου, είχαν απωλεσθεί τέσσερις δικάσιμοι για ακρόαση. Στις 31.10.2011 οι εναγόμενοι επανήλθαν με αίτηση για αναβολή διότι πρόκειται να υποβάλουν αίτημα για νομική αρωγή. Δεν είναι του παρόντος να συζητηθεί η ουσία τέτοιου αιτήματος.

Σημειώνεται μόνο ότι μετά την οδηγία 2002/8/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 2003 για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές, ο Κυπριακός Νόμος που προνοεί για δωρεάν παροχή νομικής αρωγής, ο Νόμος 165/2002, τροποποιήθηκε δια της ενθέσεως των παραγράφων 6 (Α) και 7 (Α) που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και γενικά το ζήτημα δωρεάν νομικής αρωγής σε διασυνοριακές διαφορές.

Σύμφωνα με το Νόμο «’διασυνοριακή διαφορά’ σημαίνει διαφορά σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν ο διάδικος ο οποίος αιτείται δωρεάν νομικής αρωγής είναι, είτε πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε πολίτης τρίτης χώρας, και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ο διάδικος αυτός έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία. Ο όρος περιλαμβάνει την περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο 4 του παρόντος άρθρου και δεν περιλαμβάνει διαφορά σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.»

Ήταν η θέση του κ. Γεωργιάδη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε οι πελάτες του να λάβουν νομική αρωγή, εξ ου και το αίτημα για νομική αρωγή, ώστε να υποβάλουν, ως άνω, σχετική αίτηση.

Σε ερώτηση του δικαστηρίου γιατί κάτι τέτοιο δεν έγινε προηγουμένως σε μια αγωγή που εκκρεμεί από το 2006, ο κ. Γεωργιάδης απάντησε πως όταν ρωτήθηκε περί τούτου είχε την εντύπωση ότι οι εναγόμενοι δεν δικαιούνταν νομική αρωγή και έτσι κατέληξαν, τελικά, «να μην δώσουν σημασία σε αυτό το θέμα». Όμως, τώρα, επειδή άλλη αγγλίδα προχώρησε σε αίτημα για νομική αρωγή, ο πελάτης του τον ενημέρωσε σχετικά και ο κ. Γεωργιάδης θεωρεί ότι είναι σωστό και δίκαιο να έχει και ο πελάτης του την ευκαιρία να υποβάλει σχετικό αίτημα.

Σε περαιτέρω ερώτηση του δικαστηρίου κατά πόσο θα μπορούσε να υποβληθεί το αίτημα παράλληλα, χωρίς να ανατραπεί ο προγραμματισμός του δικαστηρίου για ακρόαση, ο κ. Γεωργιάδης απάντησε ότι έχουν συσσωρευθεί δικηγορικά έξοδα και υπάρχουν εκκρεμή ποσά και οι εναγόμενοι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν δικηγορικά έξοδα λόγω των οικονομικών προβλημάτων που έχουν. Ο ίδιος, είπε, δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει μια περίπλοκη υπόθεση χωρίς να γνωρίζει ότι θα του καταβληθούν τα δικηγορικά του. Αν η ακρόαση περατωθεί, κατέληξε, η παροχή νομικής αρωγής θα είναι άνευ αντικειμένου.

Ο κ. Κλαϊδης έφερε ένσταση στο αίτημα για αναβολή εισηγούμενος μάλιστα ότι τούτο γίνεται κακόπιστα. Δεν έχει δοθεί λόγος, είπε, γιατί να μην προχωρήσει η ακρόαση και οι εναγόμενοι να υποβάλουν αίτηση για νομική αρωγή η οποία να αποφασιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η απόρριψη του αιτήματος αναβολής δεν επηρεάζει το δικαίωμα των εναγομένων να ζητήσουν νομική αρωγή. Θα πρέπει, είπε περαιτέρω, να ληφθεί υπόψη ότι οι ενάγοντες έχουν ετοιμαστεί για την υπόθεση και έχουν καλέσει μάρτυρες.

Το δικαίωμα για νομική αρωγή κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το (άρθρο 6 (3) (γ)) και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 47). Από την άλλη, θεμελιακό ανθρώπινο δικαίωμα είναι το δικαίωμα ενός διαδίκου να τύχει δικαστικής κρίσης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε υπόθεση η οποία εκκρεμεί για τόσα χρόνια.

Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για περίπτωση που είναι αναγκαίο να εξισορροπηθεί τυχόν δικαίωμα των εναγομένων για νομική αρωγή με το δικαίωμα των εναγόντων για ακροαματική διαδικασία εντός εύλογου χρόνου. Τούτο γιατί η άρνηση αναβολής δεν επηρεάζει το δικαίωμα των εναγομένων να προχωρήσουν με αίτημα για νομική αρωγή. Η θέση του δικηγόρου των εναγομένων ότι δεν μπορεί να ξεκινήσει την ακρόαση χωρίς να γνωρίζει ότι θα του καταβληθούν τα δικηγορικά έξοδα, δεν είναι βάσιμη. Δεν ισχυρίστηκε ότι συμφώνησε με αυτούς οποιουσδήποτε ειδικούς όρους καταβολής της αμοιβής του. Οφείλει να συνεχίσει την υπόθεση. Αν στο μεταξύ οι εναγόμενοι πετύχουν νομική αρωγή τότε, τηρουμένων των σχετικών προϋποθέσεων, μπορεί να οριστεί δικηγόρος τους στα πλαίσια νομικής αρωγής και να πληρωθεί από το κράτος. Εάν το αίτημα για νομική αρωγή δεν εγκριθεί, λόγω καλής οικονομικής κατάστασης, τότε ο δικηγόρος θα ζητήσει πληρωμή από τους πελάτες του. Συνεπώς, εάν δεν δοθεί αναβολή, αυτό δεν θα σημαίνει ότι οι εναγόμενοι θα μείνουν χωρίς δικηγόρο.

Αντίθετα, απόλυτα δικαιολογημένες είναι οι ενστάσεις των εναγόντων, οι οποίοι περιμένουν την εκδίκαση της υπόθεσης για πέντε και πλέον χρόνια. Τονίζεται δε, ότι τυχόν αποδοχή του αιτήματος θα ανέτρεπε για τρίτη φορά τον προγραμματισμό του δικαστηρίου για ακρόαση με δυσμενή επηρεασμό όχι μόνο των εναγόντων, αλλά και των ίδιων των εναγομένων που έχουν ανταπαίτηση. Με δυσμενή, περαιτέρω, επηρεασμό πολλών άλλων ανθρώπων οι οποίοι περιμένουν την κρίση του δικαστηρίου και οι υποθέσεις τους παραπέμπονται σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε να δοθεί προτεραιότητα σε παλαιές υποθέσεις όπως η παρούσα. Η ανατροπή δε, σε αυτή την περίπτωση θα είχε λόγο την ομολογουμένως ανεπαρκή νομική συμβουλή που έλαβαν οι εναγόμενοι, ζήτημα που δεν αφορά και δεν θα ήταν σωστό να επηρεάσει οποιονδήποτε άλλο.

Οι εναγόμενοι θα πρέπει να ενεργήσουν χωρίς άλλη καθυστέρηση, εάν θα υποβάλουν αίτηση για νομική αρωγή. Μπορούν να έχουν τη βοήθεια του δικηγόρου τους ή του Πρωτοκολλητή ή αρμοδίου λειτουργού του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σημειώνεται, πάντως, ότι η αίτηση μπορεί να γίνει με εύκολο και πρακτικό τρόπο, μέσω και του διαδικτύου, είτε προς τη «διαβιβάζουσα αρχή» (Head Office Customer Service Unit) – Legal Services Commission, 11th Floor, Exchange Tower, 2 Harbour Exchange Square, London E 14 9 GE, είτε στην «παραλαμβάνουσα αρχή» που είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Λεωφόρος Αθαλάσσας 125, CY-1461, Λευκωσία. Η διαδικασία είναι τυποποιημένη και πρακτική. Εναπόκειται στους εναγόμενους να ενεργήσουν χωρίς καθυστέρηση. Εφόσον δε, η υπόθεση ήδη βρίσκεται ενώπιον Κυπριακού Δικαστηρίου, για πιο σύντομη διαδικασία τονίζεται η ευχέρεια η αίτηση να καταχωρηθεί απευθείας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Το αίτημα για αναβολή απορρίπτεται. Τα έξοδα της χθεσινής ημέρας να είναι υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2.

(Υπ.) …………
Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

Cyprus buyers stage protest at overseas property show

A group of British property buyers who believe they have been defrauded or mis-sold property in Cyprus staged a protest outside the ‘A Place in the Sun Live’ overseas property exhibition at the NEC in Birmingham.

VISITORS to the ‘A Place in the Sun Live’ exhibition at Birmingham’s NEC were greeted by a group of protesters who were raising awareness and distributing leaflets on the potential problems associated with buying property on the island of Cyprus.

Many of the protesters believe they have been defrauded or mis-sold property and are taking advice from their lawyers on possible legal remedies.

Some of the exhibitors complained that the protesters were damaging their business and demanded that they be removed, but the police turned them away and made sure there were no problems.

‘A Place in the Sun Live’ claims to be “the UK’s biggest and best-attended overseas property exhibition” and is organised in conjunction with the popular Channel Four television programme, which attracts millions of viewers each week. The exhibition, which ended on Sunday, attracted 4,076 visitors.

By: Nigel Howarth Tuesday 4th October 2011
To read comments on this article from expats in Cyprus see the Cyprus Property News