Chr. Karayiannas & Son Developers v. Υπουργείο Οικονομικών Φ.Π.Α: Case 1407/11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπóθεση Αρ. 1407/2011)

20 Μαρτίου, 2015

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

CHR. KARAYIANNAS & SONS DEVELOPERS  LTD
KARAYIANNAS SHOPPING PLAZA,

Αιτητές, 

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ/΄Η ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΦΟΡΟΥ
ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Καθ’ων η αίτηση. 

Α. Κλαίδη (κα), για τους Αιτητές.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές, ως επιχειρηματίες ανάπτυξης γης, δραστηριοποιούνται σε ιδιόκτητα τεμάχια ή σ’ άλλα που αποτελούν αντικείμενο αγοράς από τρίτα πρόσωπα, με τη μέθοδο της αντιπαροχής.

Σε διενεργηθέντα έλεγχο από Λειτουργούς του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, στα γραφεία των αιτητών, που διεξήχθη από το Σεπτέμβριο του 2010 μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 και εξετάστηκαν οι φορολογικές περίοδοι από την 1η Μαΐου 2006 μέχρι 30 Νοεμβρίου 2010, διαπιστώθηκε ότι, οι αιτητές δεν απέδωσαν ΦΠΑ (Φόρο Εκροών) για συναλλαγές που αφορούσαν πωλήσεις κατοικιών και διαμερισμάτων, όπως επίσης και εργολαβικές εργασίες ανέγερσης κατοικιών.

Ταυτοχρόνως διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές είχαν διεκδικήσει, λανθασμένα, φόρο εισροών.

Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι: 

Α. Παράλειψη απόδοσης φόρου εκροών.

  1. Για την κατοικία Α34, στο συγκρότημα ANDRIANI, ο τρόπος αποπληρωμής του τιμήματος ήταν, η καταβολή χρηματικού ποσού και ανταλλαγή ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι αιτητές είχαν καταβάλει φόρο εκροών, μόνο για τη χρηματική αντιπαροχή χωρίς ν’ αποδώσουν φόρο εκροών για την ανταλλαγή της ακίνητης ιδιοκτησίας. Το ύψος του φόρου εκροών ανήρχετο σε €22.286,09.
  1. Η κατοικία αρ. 2 στο συγκρότημα AMASIS, πωλήθηκε στα πλαίσια διακανονισμού με άλλη εταιρεία. Τέθηκε στη διάθεση του τελικού ιδιοκτήτη τον Ιούλιο του 2010 και δεν καταβλήθηκε από τους αιτητές ο φόρος εκροών για ολόκληρο το ποσό.
  1. Οι αιτητές παρέλειψαν να αποδώσουν φόρο εκροών, για το υπόλοιπο ποσό 20 κατοικιών τις οποίες παρέδωσαν πριν την τελική εξόφληση. Κρίθηκε δε από τους καθ’ων η αίτηση ως ημερομηνία παράδοσης, η ημερομηνία της πρώτης κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος.
  1. Οι αιτητές παρέλειψαν να αποδώσουν φόρο εκροών για το κόστος ανέγερσης κατοικίας στο συγκρότημα BANA.
  1. Οι αιτητές, σύμφωνα με τις πρόνοιες συμφωνίας αντιπαροχής θα παραχωρούσαν 20 κατοικίες στους ιδιοκτήτες της γης. Οι έξι από αυτές είχαν ολοκληρωθεί, 11 ήταν ημιτελείς και τρεις δεν είχαν κατασκευαστεί. Οι καθ’ων η αίτηση έκριναν ότι, η αξία της αντιπαροχής ήταν ίση με την αξία του ήδη μεταβιβασθέντος, από τους ιδιοκτήτες γης προς τους αιτητές, μεριδίου, καθορίζοντας ως φορολογικό σημείο την ημερομηνία μεταβίβασης του εν λόγω μεριδίου στους αιτητές, οι οποίοι παρέλειψαν να αποδώσουν τον φόρο εκροών που αντιστοιχούσε στην εν λόγω αντιπαροχή.
  1. Οι αιτητές παρέλειψαν να αποδώσουν φόρο εκροών για την πώληση του διαμερίσματος D21 στο συγκρότημα KING EVAGORAS στο Παραλίμνι.
  1. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας για ανέγερση του συγκροτήματος GEORGIA στη Λευκωσία, θα παραχωρούνταν τέσσερα διαμερίσματα στους ιδιοκτήτες της γης. Οι καθ’ων η αίτηση, έκριναν, ότι, ενόψει του γεγονότος της υπό εξέλιξη ανέγερσης του συγκροτήματος, η αξία της αντιπαροχής ήταν ίση με την αξία της γης που μεταβιβάστηκε στους αιτητές και ως φορολογικό σημείο κρίθηκε η ημερομηνία μεταβίβασης στο Κτηματολόγιο. Υπολογίστηκε ο φόρος εκροών, που αντιστοιχούσε στην πιο πάνω αντιπαροχή, τον οποίο οι αιτητές παρέλειψαν να αποδώσουν.
  1. Οι αιτητές δεν απέδωσαν φόρο εκροών αναφορικά με το συγκρότημα SALAMINA στο Φρέναρος στο οποίο έγινε ανταλλαγή τεμαχίου.

Β. Εσφαλμένη διεκδίκηση φόρου εισροών.

  1. Οι αιτητές εσφαλμένα διεκδίκησαν φόρο εισροών για τιμολόγια για τα οποία δεν παραχωρείτο δικαίωμα έκπτωσης φόρου.
  1. Διεκδίκησαν φόρο εισροών, για το συγκρότημα KING EVAGORAS, το συγκρότημα KING MENELAOS και AMASIS για τα οποία υπήρχε εξαιρούμενη ανάπτυξη προς την οποία δεν παραχωρείται δικαίωμα έκπτωσης φόρου.

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις, κρίθηκε από τον Έφορο ΦΠΑ ότι, οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από τους  αιτητές για την περίοδο 1η Μαΐου 2006 μέχρι 30 Νοεμβρίου 2010 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ενόψει τούτου, προχώρησε σε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000. Οι αιτητές ενημερώθηκαν για το θέμα αυτό με επιστολή ημερ. 10 Οκτωβρίου 2011, στην οποία περιέχετο και η βεβαίωση φόρου ύψους €558.013,31.

Οι αιτητές πρόβαλαν ότι η εν λόγω βεβαίωση φόρου ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου και ελλιπούς έρευνας λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καθ’ων η αίτηση παραγνώρισαν ουσιώδη στοιχεία που τους είχαν υποβληθεί.

Κατοικία αρ. 34 στο συγκρότημα ANDRIANI

Αναφορικά με την εν λόγω κατοικία, οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι οι καθ΄ων η αίτηση εσφαλμένα δεν έλαβαν υπόψη τους ότι, το ποσό της πώλησης συμπεριλάμβανε και ΦΠΑ. Αντιθέτως, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι κατά τον υπολογισμό του φόρου εκροών είχαν λάβει υπόψη τους ότι στο ποσό της αντιπαροχής συμπεριλαμβανόταν και ΦΠΑ και γι’ αυτό είχαν προβεί στον υπολογισμό με εσωτερική υφαίρεση, πράξη με την οποία υπολογίζεται ο ΦΠΑ που περιλαμβάνεται στην αντιπαροχή για την απόκτηση ενός αγαθού ή περιουσίας που επιβαρύνθηκε με ΦΠΑ.

Το τίμημα πώλησης ήταν €281.919,00. Ο τρόπος αποπληρωμής είχε προσδιοριστεί ως ακολούθως: Καταβολή χρηματικού ποσού €111.059 και το υπόλοιπο του τιμήματος συμφωνήθηκε όπως αποτελέσει το αντικείμενο ανταλλαγής ακίνητης ιδιοκτησίας ύψους €170.860. Ο φόρος εκροών που οφείλετο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των καθ’ων η αίτηση ήταν €22.296,09 (€170.860 Χ 15/115).

Σε συνάρτηση με τον προβληθέντα ισχυρισμό της αιτήτριας ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι το ποσό της πώλησης περιλάμβανε και ΦΠΑ, κρίνω ότι δεν ευσταθεί. Στην επιστολή ημερ. 10 Οκτωβρίου 2011 γίνεται αναφορά στο ποσό των €281.919 και για το ΦΠΑ. Με αυτό το δεδομένο οι καθ’ων η αίτηση είχαν προβεί στη συγκεκριμένη πράξη υπολογισμού του φόρου εκροών.

Δεδομένης της φύσης του ΦΠΑ ως αυτοβεβαιούμενου φόρου, η βεβαίωση και πληρωμή του, αποτελεί ευθύνη του επιχειρηματία. (Δημοκρατία ν. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679).

Σύμφωνα με το άρθρο 49(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (95(Ι)/2000) (ο “Νόμος”). 

̎49.—(1) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείψει να υποβάλει οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου (ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης που καταργήθηκε με τον παρόντα Νόμο) ή να τηρήσει οποιαδήποτε έγγραφα και να παράσχει τις διευκολύνσεις τις απαραίτητες για να επαληθευτούν τέτοιες δηλώσεις ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από αυτό το πρόσωπο και να γνωστοποιήσει το ποσό στο πρόσωπο αυτό.”

Διαπιστωθέντων λαθών στις φορολογικές δηλώσεις ο Έφορος έχει υποχρέωση να προβεί καλόπιστα, και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στη βεβαίωση φόρου.

Το κατά πόσο, ο Έφορος ΦΠΑ, χρησιμοποίησε, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, είναι ζήτημα πραγματικό που εξετάζεται στα πλαίσια της συγκεκριμένης φορολογικής διαφοράς. Η επί τούτου σχετική απόφαση δεν ανατρέπεται αν, μέσα στα πλαίσια του Νόμου, ήταν ευλόγως επιτρεπτή.

Το πιο κάτω απόσπασμα από την Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, είναι σχετικό:

“Ο μόνος περιορισμός που τίθεται στον Έφορο είναι να προβεί στην πράξη υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας “κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του”. Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιλέξει τη μέθοδο υπολογισμού του φόρου με βάση βέβαια τα στοιχεία τα οποία έχει ενώπιόν του. 

Καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του όρου “κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του” μπορούμε να αντλήσουμε από την αγγλική νομολογία επί του θέματος και ειδικότερα από τις αυθεντίες:Van Boeckel (πιο πάνω) και Argosy v. Inland Revenue Commissioner [1971] 1 W.L.R. 514. 

Σύμφωνα με την Van Boeckel “αυτό που προϋποθέτουν οι λέξεις της διάταξης είναι ότι ο Έφορος θα εξετάσει δίκαια όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και να καταλήξει σε απόφαση η οποία είναι εύλογη και όχι αυθαίρετη ως προς το ποσό του οφειλόμενου φόρου. Από τη στιγμή που υπάρχει κάποιο υλικό που ο Έφορος μπορεί εύλογα να ενεργήσει δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε διεξαγωγή έρευνας η οποία μπορεί να έχει ή να μην έχει σαν αποτέλεσμα την προσαγωγή περαιτέρω υλικού ενώπιόν του.”.

Η παρεχόμενη εξουσία προς τον Έφορο, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού του φόρου, είναι ευρεία. Στην Υπ. Αρ. 303/2003, Vasilis Christodoulou Snacks Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ.                  7 Ιουνίου 2004, αναφέρεται:

“Σε τέτοιου είδους υποθέσεις, αναγνωρίζεται στον Έφορο ευχέρεια επιλογής της μεθόδου υπολογισμού με βάση τα στοιχεία που έχει ενώπιον του. Αν με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του ο Έφορος εύλογα μπορεί να ενεργήσει, δεν απαιτείται να προβεί στη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας. Ακολουθείται διαδικασία πιθανολόγησης σε σχέση με το ποσό της υποχρέωσης. Οι πιο πάνω αρχές πηγάζουν τόσο από την αγγλική νομολογία όσο και από δικές μας αποφάσεις. (Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 75/94 ημερ. 13.6.96, Argosy v. Inland Revenue Commissioner(1971) 1 W.L.R. 514.” 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων προβλήθηκε από τους αιτητές            ότι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ακίνητο παρέμεινε εγγεγραμμένο στο όνομα της ιδιοκτήτριας της γης, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί ΦΠΑ. Οι καθ’ων η αίτηση έλαβαν ως φορολογικό σημείο για σκοπούς ΦΠΑ, “την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω κατοικία περιήλθε στην κατοχή του ιδιοκτήτη της αφού υπήρχε ουσιαστική κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τις πληροφορίες που λήφθηκαν από ΑΗΚ”. 

Η διαφορά μεταξύ των αιτητών και των καθ’ων η αίτηση έγκειται ουσιαστικώς, στο χρόνο παράδοσης της κατοικίας, για φορολογικούς σκοπούς.

Τα άρθρα 5(1) και 7(1) του Νόμου, καθορίζουν πότε επιβάλλεται ΦΠΑ σε παράδοση αγαθών ή παροχής υπηρεσιών.

Το άρθρο 5(1) προβλέπει ότι: 

“1) Φόρος προστιθέμενης αξίας επιβάλλεται, σύμφωνα με τις

διατάξεις του παρόντος Νόμου— 

(α) Επί της παράδοσης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας (συμπεριλαμβανομένου οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή)·”

και

Το άρθρο 7(1) αναφέρει ότι: 

“Φ.Π.Α. επιβάλλεται επί οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιείται στο εσωτερικό της Δημοκρατίας, όταν είναι φορολογητέα συναλλαγή που πραγματοποιείται από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση οποιασδήποτε επιχείρησης που ασκεί.”

Το τι αποτελεί “παράδοση” προσδιορίζεται στο άρθρο 3 του Δευτέρου Παραρτήματος το οποίο αναφέρει ότι:

“Αποτελούν παράδοση αγαθών— 

(α) Η μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας·

(β) η μεταβίβαση εξ αδιαιρέτου ιδανικής μερίδας επί ακίνητης ιδιοκτησίας·

(γ) η μεταβίβαση της κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας—

(i) δυνάμει σύμβασης ή συμφωνίας πώλησής της, ή

(ii) δυνάμει συμφωνίας που ρητά προβλέπει ότι θα μεταβιβαστεί και η ακίνητη ιδιοκτησία σε κάποιο χρόνο στο μέλλον.” 

Αναφορικά με το χρόνο παράδοσης και πότε θεωρείται ότι γίνεται, σχετικό είναι το άρθρο 9 του Νόμου, που προβλέπει:

9.—(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13Β και 13Γ για να καθορίζεται ο χρόνος που μια παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα για τους σκοπούς επιβολής του Φ.Π.Α.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (4) μέχρι (14) πιο κάτω, μια παράδοση αγαθών θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα—

………

(β) αν τα αγαθά δεν πρόκειται να μεταφερθούν, κατά το χρόνο που τίθενται στη διάθεση του προσώπου προς το οποίο παραδίδονται.” 

Η συμφωνία μεταξύ αιτητών και ιδιοκτήτριας της γης, πρόβλεπε για ανταλλαγή της γης με την οικία. Η μεταβίβαση θα λάμβανε χώρα σε μεταγενέστερο στάδιο. Το γεγονός ότι το κτήμα παρέμενε επ’ ονόματι της ιδιοκτήτριας, τούτο δεν εξυπακούει ότι η κατοικία δεν παραδόθηκε στους αιτητές.

Σε έρευνα στην οποία προέβηκαν οι καθ’ων η αίτηση διαπιστώθηκε ότι, ουσιαστική κατανάλωση ρεύματος έγινε και ορθώς κρίθηκε ότι η εν λόγω κατοικία περιήλθε στην κατοχή του αγοραστή της, συνεπώς  υπήρξε παράδοση με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Τούτου δοθέντος, ορθώς κρίθηκε ότι η ημερομηνία έναρξης της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ως η ημερομηνία καθορισμού της επιβολής φόρου εκροών.

Κατοικία αρ. 2 στο συγκρότημα AMASIS

Αναφορικά με την εν λόγω κατοικία και τα οφειλόμενα υπόλοιπα από την πώληση 20 κατοικιών, οι αιτητές επανέλαβαν και πάλι τον ισχυρισμό ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι στο οφειλόμενο ποσό συμπεριλήφθηκε ΦΠΑ. Ο υπολογισμός του φόρου εκροών, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έγινε με εσωτερική υφαίρεση, χρησιμοποιώντας το συντελεστή 115%. Από αυτό συνεπάγεται ότι           οι καθ’ων η αίτηση χρησιμοποίησαν τη μέθοδο υπολογισμού στηριζόμενοι στη βάση του ότι, το οφειλόμενο ποσό συμπεριλάμβανε ΦΠΑ. Τέτοιος υπολογισμός βρίσκεται εντός του πλαισίου της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου.

Περαιτέρω, για τις 20 κατοικίες, προβλήθηκε ότι οι καθ’ων η αίτηση, εσφαλμένα θεώρησαν ότι υπήρχε παράδοση, στηριζόμενοι σε στοιχεία της ΑΗΚ, λόγω κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απαντητική τους αγόρευση, οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι, τα πιο πάνω στοιχεία αφορούσαν κατοικίες άλλες από τις επίδικες και επισύναψαν προς τούτο στοιχεία από την ΑΗΚ.

Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσω ότι, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δεν είναι επιτρεπτό να προσάγεται μαρτυρία. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, τα επισυναφθέντα έγγραφα δεν αποδεικνύουν τα όσα πρόβαλαν οι αιτητές, καθότι δεν καταδεικνύεται ότι πρόκειται για άλλες κατοικίες. Στο διοικητικό φάκελο (τεκμήριο 1) υπάρχουν τα παραρτήματα 15-19 στα οποία αναφέρονται οι 20 κατοικίες που λήφθηκαν υπόψη και η έρευνα που διεξήγαγαν οι καθ’ων η αίτηση.

Δοθέντος ότι, υπήρχε παράδοση, όπως έχω αναλύσει πιο πάνω, η επιβολή του φόρου ήταν εντός του πλαισίου του Νόμου.

Κατοικία στο συγκρότημα ΒΑΝΑ

Με βάση τις πρόνοιες της συμφωνίας αντιπαροχής των ιδιοκτητών με τους ιδιοκτήτες γης, παραχωρήθηκαν δύο κατοικίες και οι αιτητές ανέλαβαν να ανεγείρουν μια κατοικία σε τεμάχιο των ιδιοκτητών στο συγκρότημα ΒΑΝΑ. Οι ιδιοκτήτες είχαν παραχωρήσει τη γη, για ανέγερση του συγκροτήματος STONE MEADOWS. Οι καθ’ων η αίτηση προέβηκαν σε υπολογισμό των υπηρεσιών ανέγερσης και του αντίστοιχου φόρου εκροών. Ο Έφορος υπολογίζει το φόρο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και δεν έχω διαπιστώσει οτιδήποτε το οποίο να δεικνύει ότι ο εν λόγω υπολογισμός δεν ήταν εύλογος. Σημειώνω περαιτέρω ότι, δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός αναφορικά με τη συναλλαγή αυτή. 

Συγκρότημα ANDRIANI (BLOCK I&II)

Προβλήθηκε από τους αιτητές ότι εσφαλμένα επιβλήθηκε φόρος εκροών για 20 κατοικίες στο πιο πάνω συγκρότημα, έχοντας υπόψη ότι οι κατοικίες αυτές θα παραχωρούντο στους ιδιοκτήτες δυνάμει συμφωνίας αντιπαροχής. Όπως αναφέρθηκε στις διευκρινίσεις ο αριθμός των κατοικιών ήταν 17 και όχι 20. Σύμφωνα με το παράρτημα 19γ, όντως, υπάρχει κάποια διαφορά, ως προς τέσσερις κατοικίες (αρ. 2,3,4,5) οι οποίες είχαν συμφωνηθεί να δοθούν και στους δυο ιδιοκτήτες της γης. Αυτό, όμως, δεν θεωρώ ότι επηρεάζει την αξία της αντιπαροχής, εφόσον αυτή υπολογίστηκε με βάση την αξία του μεριδίου που δόθηκε ως αντιπαροχή.

Οι καθ’ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι είχαν ολοκληρωθεί έξι κατοικίες, 22 ήταν ημιτελείς και τρεις δεν είχαν εκτελεστεί. Κρίθηκε, από πλευράς Εφόρου, ότι, η αξία της αντιπαροχής ήταν ίση με την αξία της γης που μεταβιβάστηκε προς τους αιτητές από τους αρχικούς ιδιοκτήτες. Τούτο έγινε με βάση τη δηλωθείσα αξία στο Κτηματολόγιο. Ως φορολογικό σημείο καθορίστηκε η ημερομηνία μεταβίβασης στο Κτηματολόγιο.

Το άρθρο 14(3) του Νόμου προβλέπει ότι:

Αν η συναλλαγή πραγματοποιείται έναντι αντιπαροχής μη χρηματικής ή μη εξ ολοκλήρου χρηματικής, η αξία της λαμβάνεται ότι είναι τόσο χρηματικό ποσό όσο, με την πρόσθεση του επιβλητέου Φ.Π.Α., είναι αντίστοιχο προς την αντιπαροχή. 

Οι καθ’ων η αίτηση στη βάση της Ερμηνευτικής εγκυκλίου 105 θεώρησαν ότι η αξία της αντιπαροχής ήταν ίση με την αξία του μεριδίου της γης που τους μεταβιβάστηκε. Η πιο πάνω προσέγγιση ήταν εύλογη και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης.

Αναφορικά με το χρόνο παροχής των υπηρεσιών, το άρθρο 9(4) του Νόμου προβλέπει ότι αν η πληρωμή έγινε, πριν την παράδοση των αγαθών, τότε η παροχή θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα κατά το χρόνο που λαμβάνεται η πληρωμή. Στην υπό κρίση περίπτωση η πληρωμή ήταν υπό μορφή μεταβίβασης της γης. Συνεπώς ορθά θεωρήθηκε ως φορολογητέο σημείο ο χρόνος μεταβίβασης της ακίνητης ιδιοκτησίας.

Τα όσα αναφέρει η αιτήτρια, περί εξαιρούμενης συναλλαγής, δεν τυγχάνουν εφαρμογής μετά την τροποποίηση του Νόμου το 2004. Ο φόρος που είχε επιβληθεί δεν αφορούσε την παράδοση της γης, η οποία είναι εξαιρούμενη συναλλαγή, αλλά την παροχή υπηρεσιών ανέγερσης των κατοικιών. Ούτε και τα όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια αναφορικά με τα έγγραφα αρ 335-339 του παραρτήματος 2                          (συμφωνίες πώλησης), έχουν σχέση με την επιβολή του φόρου, καθότι τούτα δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ων η αίτηση

Διαμέρισμα D21, συγκρότημα KING EVAGORAS

Επιβλήθηκε από τους καθ’ων η αίτηση φόρος εκροών για την πώληση του πιο πάνω διαμερίσματος. Η τιμή πωλήσεως ήταν €126.500 και ο φόρος εκροών ήταν €16.500. Από το εν λόγω ποσό αφαιρέθηκε το ποσό των €2.608,70, το οποίο πληρώθηκε μεταγενέστερα από τον ιδιοκτήτη της κατοικίας. Παρόλο που οι αιτητές δεν προβάλλουν οτιδήποτε συγκεκριμένο, για την εν λόγω επιβολή, θεωρώ ότι ο Έφορος, εφαρμόζοντας ορθά, τις πρόνοιες του Νόμου προέβηκε στο σχετικό υπολογισμό με βάση τα στοιχεία που είχε.

Διαμερίσματα στο συγκρότημα GEORGIA

Οι καθ’ων η αίτηση επέβαλαν φόρο εκροών για την ανέγερση τεσσάρων διαμερισμάτων στο πιο πάνω συγκρότημα. Τα εν λόγω διαμερίσματα είχαν παραχωρηθεί δυνάμει συμφωνίας αντιπαροχής. Η αξία της αντιπαροχής κρίθηκε ότι, ήταν ίση με την αξία της γης που μεταβιβάστηκε από τον ιδιοκτήτη της γης προς τους αιτητές. Καθορίστηκε, επίσης, ως η ημερομηνία μεταβίβασης, για σκοπούς φορολογίας. Σε σχέση με την αξία της αντιπαροχής και τον χρόνο υπολογισμού της, επαναλαμβάνω και υιοθετώ όσα ανέφερα πιο πάνω.

Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα έξοδα μελέτης για τα αρχιτεκτονικά σχέδια, καθώς και άλλες δαπάνες για την ανέγερση των εν λόγω διαμερισμάτων. Οι όποιες δαπάνες έγιναν δεν αποτελούν μέρος της αντιπαροχής και δεν υπολογίζονται. Αυτό αποτελεί θέμα έκπτωσης φόρου. Οι αιτητές είχαν δικαίωμα να υποβάλουν αίτημα, προσκομίζοντας τα απαραίτητα στοιχεία, για διεκδίκηση έκπτωσης.

Κατοικία αρ. 13, συγκρότημα SALAMINA

Επιβλήθηκε επίσης φόρος αναφορικά με την ανταλλαγή της πιο πάνω κατοικίας. “Ανταλλαγή” – “exchange” είναι η αμοιβαία μεταβίβαση ιδιοκτησίας.

Στη βάση των στοιχείων που συνέλεξαν οι καθ’ων η αίτηση από το Κτηματολόγιο διαπιστώθηκε ότι έγινε ανταλλαγή γης για το ποσό των €310.000 και αφορούσε την πιο πάνω κατοικία. Οι αιτητές επαναλαμβάνουν και εδώ ότι, οι καθ’ων η αίτηση δεν υπολόγισαν την έκπτωση φόρου εισροών επί των τιμολογίων αναφορικά με τις αρχιτεκτονικές υπηρεσίες. Όπως ανέφερα πιο πάνω η έκπτωση φόρου δεν υπολογίζεται στην κάθε συναλλαγή.

Φόρος εισροών.

Οι καθ’ων η αίτηση, κατά το διενεργηθέντα έλεγχο, διαπίστωσαν ότι οι αιτητές εσφαλμένα διεκδίκησαν δικαίωμα έκπτωσης φόρου σε σχέση με δυο τιμολόγια. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η πιο πάνω διαπίστωση ήταν εσφαλμένη.

Επίσης διαπιστώθηκε ότι είχε διεκδικηθεί φόρος εισροών σε σχέση με την αγορά κλιματιστικών για καταστήματα που ενοικιάζοντο. Τέλος, οι καθ’ων η αίτηση κατά τον έλεγχο τους διαπίστωσαν ότι οι αιτητές είχαν διεκδικήσει φόρο εισροών για την ανέγερση του συγκροτήματος KING EVAGORAS, KING MENELAOS και ΑMASIS, ενώ μέρος των διαμερισμάτων είχαν ενοικιαστεί.

Το άρθρο 21 του Nόμου προνοεί ότι, πρόσωπα υποκείμενα σε ΦΠΑ δικαιούνται να εκπέσουν το ποσό του φόρου εισροών από φορολογητέες συναλλαγές. Το άρθρο 7(2) του Νόμουπροκαθορίζει ως φορολογητέα συναλλαγή, κάθε παράδοση αγαθών ή υπηρεσιών, η οποία δεν είναι εξαιρούμενη συναλλαγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Όγδοου Παραρτήματος η μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή.

Συνεπώς, οι καθ’ων η αίτηση ορθώς δεν αποδέχτηκαν τη διεκδίκηση του φόρου εισροών που υποβλήθηκε από τους αιτητές εφόσον αυτή αφορούσε εξαιρούμενη συναλλαγή. (Υπ. Αρ. 218/2008,Jacomino Enterprises Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5 Μαρτίου 2010).

Στην περίπτωση διεκδίκησης έκπτωσης φόρου οι διατάξεις του Νόμου ερμηνεύονται στενά.

Στην Υπ. Αρ. 50/2008, St. George Hotel Enterprises Ltd ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29 Μαρτίου 2010 αναφέρθηκαν τα πιο κάτω με τα οποία συμφωνώ:

“Η επίκληση από την αιτήτρια νομολογίας που αναφέρει ότι οι φορολογικοί νόμοι όταν επιβάλλουν φόρο πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και σε περίπτωση αμφιβολίας αυτή αποφασίζεται υπέρ του πολίτη, είναι ορθή. Όμως εκεί που ο φορολογούμενος ζητά έκπτωση και/ή απαλλαγή φόρου, τότε οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες ερμηνεύονται αυστηρά εναντίον του φορολογούμενου (βλ. μεταξύ άλλων Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 404, 408 με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία). Παρατίθεται εκεί και το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Μ.Δ. Στασινόπουλος «Μαθήματα Διοικητικού Διοικητικού Δικαίου» 3η έκδοση, 1966, σελ. 246: 

«Στενή ερμηνεία επιβάλλεται αναμφιβόλως εις τας διατάξεις, αίτινες θεσπίζουν φορολογικάς απαλλαγάς ή εξαιρέσεις, διότι η φορολογική εξαίρεσις ή απαλλαγή, αποτελεί παρέκκλισιν από τον κανόνα της καθολικότητος του φόρου και άρα αι θεσπίζουσαι εξαιρέσεις ή απαλλαγάς διατάξεις είναι διατάξεις εξαιρετικαί, αι δε εξαιρετικής φύσεως διατάξεις, συμφώνως προς γενικούς ερμηνευτικούς κανόνας, δέον να ερμηνεύωνται στενώς̎.

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η έρευνα στην οποία είχαν προβεί οι καθ’ων η αίτηση ήταν, υπό τις περιστάσεις, η δέουσα και αναλυτική η εξήγηση της συγκεκριμένης κατάληξης τους.

Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου, το οποίο, όπως νομολογιακά καθορίστηκε, δεν μπορεί να εξετάσει και να επέμβει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης – (βλ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106). 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ποσό €1200 έξοδα επιδικάζονται υπέρ των καθ’ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

Δ.

Source

Χριστόφορος Καραγιαννάς Λιμιτεδ v. Κυπριακή Δημοκρατία: Υπόθεση Αρ.1408/11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1408/2011)

28 Νοεμβρίου, 2014

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτήτρια,

KAI

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

ΚΑΙ/Ή ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.3.2014 ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Α. Κλαϊδη, για τον Αιτητή.

Ε. Καρακάννα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς προσφυγής στηρίζεται στα ακόλουθα γεγονότα:

Στις 25.10.2011 καταχωρίστηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, η οποία επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση στις 18.11.2011. Στις 6.12.2011, όταν η προσφυγή ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, εμφανίστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση και ζήτησαν χρόνο για καταχώρηση γραπτής ένστασης και η υπόθεση ορίστηκε στις 9.2.2012, οπόταν είχε καταχωριστεί η ένσταση. Οι συνήγοροι της αιτήτριας ζήτησαν χρόνο για καταχώρηση γραπτής αγόρευσης και η υπόθεση ορίστηκε στις 3.4.2012, ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε περαιτέρω χρόνος για καταχώρηση της γραπτής τους αγόρευσης. Το αίτημα εγκρίθηκε και η προσφυγή ορίστηκε στις 7.6.2012, με οδηγίες να καταχωριστεί μέχρι τότε η αγόρευση της αιτήτριας. Στις 7.6.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των συνηγόρων της αιτήτριας, η προσφυγή αναβλήθηκε για οδηγίες στις 5.7.2012, με οδηγίες να ειδοποιηθούν από το Πρωτοκολλητείο οι δικηγόροι της αιτήτριας. Στις 3.7.2012 καταχωρίστηκε η γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Στις 5.7.2012, όταν η υπόθεση ήταν και πάλι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, η υπόθεση αναβλήθηκε με στόχο την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση στις 12.9.2012. Στις 12.9.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και η προσφυγή αναβλήθηκε για οδηγίες στις 9.11.2012, με στόχο την καταχώρηση αγόρευσης εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και με οδηγίες να ειδοποιηθούν οι δικηγόροι της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή. Στις 9.11.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση από καμία πλευρά και το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, χωρίς διαταγή για έξοδα. Παρατίθεται αυτούσιο το πρακτικό του Δικαστηρίου:

«ΔικαστήριοΚατά την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής επανειλημμένα έχει παρατηρηθεί έλλειψη προώθησής της από πλευράς της αιτήτριας. Πιο συγκεκριμένα, στις 7.6.2012 που ήταν ορισμένη η υπόθεση δεν υπήρξε καμιά εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας, ενώ είχε δοθεί παράταση χρόνου για τη γραπτή αγόρευσή της η οποία δεν είχε καταχωρηθεί μέχρι την ημέρα εκείνη, με αποτέλεσμα να δοθεί όπως τονίστηκε τελευταία παράταση χρόνου και, σε περίπτωση μη εμφάνισης, θα εξεταζόταν θέμα απόρριψης της προσφυγής. Δόθηκαν δε οδηγίες να ειδοποιηθεί ο δικηγόρος της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 5.7.2012. Στις 12.9.2012 και πάλι δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας. Παρά ταύτα, η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 9.11.2012, με οδηγίες όπως ειδοποιηθεί και πάλι γραπτώς ο δικηγόρος της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή, πράγμα που έγινε. Παρά τα ότι ο δικηγόρος της αιτήτριας ειδοποιήθηκε από τον Πρωτοκολλητή για τη σημερινή ημερομηνία, και πάλι δεν υπήρχε καμιά εμφάνιση εκ μέρους της. Όλα τα ανωτέρω συνιστούν έλλειψη πρόθεσης για προώθηση της παρούσας προσφυγής, η οποία και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.»

Μετά από πάροδο περίπου ενός έτους και τεσσάρων μηνών, υπεβλήθη η υπό κρίση αίτηση.

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, οι δικηγόροι που εμφανίστηκαν στις 5.7.2012, οι οποίοι ήταν το γραφείο επιδόσεως των δικηγόρων της αιτήτριας, παρέλειψαν να ενημερώσουν τους δικηγόρους της αιτήτριας για τη νέα ημερομηνία, με αποτέλεσμα να μην εμφανιστούν στο Δικαστήριο στις 9.11.2012. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκκρεμούσε και άλλη προσφυγή θυγατρικής εταιρείας της αιτήτριας, η υπ΄ αριθμό 1407/2011, η οποία είχε καταχωριστεί την ίδια ημέρα και η οποία είχε προχωρήσει κανονικά και βρισκόταν στο στάδιο των διευκρινίσεων. Οι δικηγόροι της αιτήτριας έλαβαν γνώση για την απόρριψη της προσφυγής από την Υπηρεσία ΦΠΑ, λόγω της άλλης υπόθεσης, στις 17.3.2014.

Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι οι δικηγόροι της αιτήτριας είχαν αποστείλει τηλεομοιότυπα ημερομηνίας 5.8.2012 και 13.8.2012 στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τα οποία ζητούσαν ενημέρωση για την υπό κρίση προσφυγή. Επειδή πραγματικά δεν γνώριζαν για την απόρριψη της προσφυγής, απέστειλαν γραπτό αίτημα προς το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης της αιτήτριας, καθότι πίστευαν ότι εκκρεμούσε η εν λόγω προσφυγή, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε στις 4.2.2014.

Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, η οποία επικεντρώνεται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος και πως η αίτηση δεν υποβλήθηκε εντός ευλόγου χρόνου, παρά μόνο ένα χρόνο και τέσσερις μήνες μετά την απόρριψη της προσφυγής.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης, βασική θέση της συνηγόρου της αιτήτριας ήταν ότι αυτή ουδέποτε είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την προσφυγή και πως, δύο μέρες μετά τη διαπίστωση της απόρριψής της, ζητήθηκε η επαναφορά της. Παρέπεμψε δε σε νομολογία επί του θέματος.

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της κας Καρακάννα η οποία ανέφερε ότι οι προσπάθειες των δικηγόρων της αιτήτριας να πληροφορηθούν για την τύχη της προσφυγής δεν ήταν οι ενδεδειγμένες.  Ως προς το νομικό πλαίσιο που διέπει τέτοιου είδους υποθέσεις όπου έχει διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της απόρριψης της προσφυγής και της υποβολής αίτησης για επαναφορά της, όπως στην παρούσα περίπτωση,  η συνήγορος παρέπεμψε στις υποθέσεις Αντρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (2002) 4 ΑΑΔ 1131, Κυβέλη Αναστασίου ν. ΕΔΥ, Υπόθεση Αρ. 1208/2006, ημερομηνίας 12.3.2007, Γιάννης Μ. Δρυάδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου κ.ά., Υπόθεση Αρ. 497/2005, ημερομηνίας 21.11.2005. Η κα Καρακάννα επίσης ανέφερε ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα κατέληγε σε κατάχρηση της διαδικασίας διότι θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο ανακοπής των φορολογικών εκπληρώσεων της αιτήτριας εταιρείας. Το λάθος του δικηγόρου, τόνισε, δεν είναι τυπικό αλλά ζήτημα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης και την αρχή της τελεσιδικίας.

Η αίτηση βασίζεται στους Κανονισμούς 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962 και του 1996 Καν. 11, 12 και 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.17 θ.14(2), Δ.20 θ.14, Δ.48 θ.1-9, Δ.26 θ.14, Δ.33 θ.5, Δ.47Δ.57 θ.2, Δ.64 θ.1, επί της Νομολογίας και στις Γενικές και Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση Tsingi vRepublic (1984) 3(BC.L.R.1262 και στην Rousos a.o. ν. Republic (1985) 3(ACLR 119, η οποία υιοθέτησε την ίδια προσέγγιση, τονίσθηκε ότι το βασικό κριτήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι εκείνο της εγκατάλειψης της διαδικασίας.  Παρέχεται δυνατότητα επαναφοράς προσφυγής η οποία δεν έχει κατ΄ ουσία εγκαταλειφθεί. Καθώς υποδείχθηκε πρόκειται για προσέγγιση την οποία επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.  Υπό αυτό το φως είναι που αντικρίζονται εδώ οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι, σύμφωνα με τον Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, όπως τροποποιήθηκε, εφόσον δεν καλύπτεται με ειδική πρόνοια το υπό εξέταση ζήτημα, «… εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών και εφ΄ όσον οι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο…».

Στην υπόθεση Theodosiadou a.ovRepublic (1985) 3(BCLR 863 γίνεται αναφορά στις αρχές που εγκρίθηκαν στην Tsingi (ανωτέρω) και παράλληλα υπογραμμίζεται ότι η εξουσία για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας ή σε ζημιά της δικαιοσύνης.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (πιο πάνω) παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία δεν είναι θέμα απλής τυπικότητας, αλλά ζήτημα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.

Στην παρούσα περίπτωση, πέραν του λάθους του δικηγόρου ως προς την μη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, ακολουθούν προσπάθειες για να πληροφορηθούν για την τύχη της προσφυγής, όπου πάλι παρουσιάζεται λανθασμένος χειρισμός. Ο δε χρόνος που διέρρευσε είναι τέτοιος που υποδηλοί αδιαφορία της ίδιας της αιτήτριας για προώθηση της υπόθεσης.

Όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (πιο πάνω), «αποδοχή του αιτήματος θα απέληγε κατ΄ ουσία σε κατάχρηση της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, προκύπτουσα από τη χρήση της όχι για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή την αναθεώρηση της διοικητικής απόφασης, αλλά ως μέσο ανακοπής εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος». Η επιστολή ημερομηνίας 4.2.2014 που επισυνάπτεται στην αίτηση, δεν ξεκαθαρίζει το θέμα, ως εισηγείται η αιτήτρια. Αυτό που προκύπτει από την επιστολή είναι ότι, λόγω εκκρεμότητας προσφυγής την οποία δεν καθορίζει, αναστέλλεται η ποινική δίωξη εναντίον της αιτήτριας εταιρείας.

Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω, θεωρώ ότι τόσο το αιτιολογικό που δίδεται για την παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο και τα όσα ακολούθησαν, όσο και ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση της αίτησης, υποδηλούν, αδιαφορία στη δικαστική διαδικασία και εγκατάλειψη της προσφυγής και δεν δικαιολογούν την έγκριση της αίτησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας.

Κ. Σταματίου,

Δ.

source

Iacovou Quarries v. Karayiannas: Case 1598/2013

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1598/2013

Μεταξύ:

IACOVOU BROTHERS QUARRIES LTD (HE98496)

Εναγόντων

και

CHR. KARAYIANNAS & SONS DEVELOPERS LTD (HE172641)

Εναγομένων

————-

Αίτηση ημερομηνίας 15.7.2013 για Συνοπτική απόφαση

Ημερομηνία: 19 Φεβρουαρίου 2014

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες – Αιτητές: κ.κ. Αντωνάκης Σωτηρίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. ( Για να ακούσει απόφαση ο κ. Σταύρος Σταύρου)

Για τους Εναγομένους – Καθ΄ού η Αίτηση: κα. Ανδριάνα Κλαίδη, Temple Court Chambers (Για να ακούσει απόφαση ο κ. Κοσιάρης)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με Κλητήριο Ένταλμα Ειδικά Οπισθογραφημένο σύμφωνα με την Δ. 2 Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι ενάγοντες αξιώνουν από τους εναγομένους το ποσό των €1.729.89, με νόμιμο τόκο και έξοδα, ως «οφειλόμενο υπόλοιπο χρεοπιστωτικού λογαριασμού ή/και δυνάμει πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων ή/και παροχής υπηρεσιών ή/και δυνάμει τιμολογίων ή/και ως συμφωνηθείσα ή/και εύλογη αξία εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών ή/και δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ή/και άλλως πως.»

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι ενάγοντες ασχολούνται μεταξύ άλλων, με την πώληση υλικών οικοδομής ή/και σιδηρικών ή/και δομικών υλικών ή/και άλλων συναφών προιόντων ή/και εμπορευμάτων.

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι ενάγοντες αιτούνται την έκδοση Συνοπτικής Απόφασης εναντίον των εναγομένων, ισχυριζόμενοι την έλλειψη υπεράσπισης εκ μέρους των.

Νομική βάση της Αίτησης είναι η Δ. 18 θ. 1-9, Δ.48, θ. 1-12, Δ64 και οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αλέξη Τέκκη, υπαλλήλου των εναγόντων ο οποίος ομνύει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αποκαλύπτει και ότι υιοθετεί τα γεγονότα τις Έκθεσης Απαίτησης, ως αναπόσπαστο μέρος της δήλωσης του. Αναφέρει ότι οι αξιώσεις των εναγόντων είναι ορθές και γνήσιες και επιβεβαιώνει το αληθές του περιοεχομένου τους. Αναφέρει επίσης ότι στις 9.7.2007 οι ενάγοντες, στα πλαίσια της συνεργασίας τους με τους εναγομένους, άνοιξαν και διατηρούσαν χρεοπιστωτικό λογαριασμό στο όνομα των Εναγομένων, στον οποίο καταχωρούντο όλες οι εμπορικές δοσοληψίες μεταξύ των, ήτοι συναλλαγές πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων υλικών οικοδομής και άλλων συναφών προϊόντων. Έναντι του εν λόγω λογαριασμού οι εναγόμενοι κατέβαλλαν διάφορα χρηματικά ποσά και στις 12.4.2013 ο λογαριασμός των εναγομένων δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο €1.729.89 (Κατάσταση Λογαριασμού ημερ. 12.4.2013, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α). Οι Ενάγοντες επανειλημμένα με επιστολές τους (αντίγραφα επιστολών με ημερομηνίες 10.10.2011 και 30.11.2011, επισυνάπτονται ως Τεκμήριο Β) όχλησαν τους Εναγομένους, ώστε να εξοφλήσουν το χρέος τους, πλην όμως οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν στις οχλήσεις τους. Επιστολή, τους απέστειλαν και στις 16.4.2013 μέσω των δικηγόρων τους (αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 16.4.2013, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Γ) χωρίς όμως καμιά ανταπόκριση. Παρά τις οχλήσεις, οι εναγόμενοι παραλείπουν μέχρι και σήμερα να εξοφλήσουν το χρέος τους. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει τέλος ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν υπεράσπιση και ότι καταχώρησαν Εμφάνιση με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν Ένσταση, στη βάση του ίδιου θεσμικού πλαισίου.

Ως λόγοι Ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«Α) Οι προυποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την έκδοση Συνοπτικής απόφασης δεν ικανοποιούνται από τους Ενάγοντες – Αιτητές.

Β) Η Αίτηση για Συνοπτική Απόφαση αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο για τον καθορισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, εφ΄ όσον παρακάμπτει στην ουσία την πλήρη διεξαγωγή της δίκης.

Γ) Ο Ενόρκως Δηλών δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του αναφορικά με την εν λόγω υπόθεση και ως εκ τούτου είναι αναρμόδιο πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω Ένορκο Δήλωση.

Δ) Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και πάσχει νομικά, καθ΄ ότι στερείται υπόβαθρο και/ή πειστικότητα διά την έκδοση Συνοπτικής Αίτησης.

Ε) Οι Ενάγοντες – Αιτητές δεν παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία διά υποστήριξη της θέσης των.

Στ) Η παρούσα αίτηση αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας (abuse of process), καθ΄ ότι αιτείται διάφορα διατάγματα τα οποία δεν μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο και η συμπεριφορά και ενέργειες των Εναγόντων – Αιτητών είναι κακόπιστη.

Η) Τυχόν έκδοση των διαταγμάτων θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις εις τους Εναγόμενους – Καθ΄ ων η Αίτηση και δεν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Θ) Οι Ενάγοντες – Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και/ή πληροφορίες από το Σεβαστό Δικαστήριο και το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση χωρίς να εξετάσει την ουσία της.

Ι) Το αντικείμενο της αίτησης δεν υφίσταται και/ή δεν υπάρχει και η αίτηση νομικά είναι ανυπόστατη.

Κ) ΟΙ Ενάγοντες – Αιτητές δεν νομιμοποιούνται εις την παρούσα αίτηση.

Λ) Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την εν λόγω αίτηση είναι αναληθή.

Μ) Οι Ενάγοντες – Αιτητές δεν έχουν έρθει ενώπιον της δικαιοσύνης με καθαρά χέρια (he who comes to equity must come with clean hands).

Ν) Δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που να δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος.

Ξ) Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, καθ΄ ότι πάσχει νομικά και βασίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.»

Η Ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του ΜάριουΧριστόφορου Καραγιαννά, εκτελεστικού Προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου των εναγομένων ο οποίος, όπως αναφέρει, γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.

Αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Αλέξη Τέκκη και ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του και ως εκ τούτου είναι αναρμόδιο πρόσωπο να προβεί στην Ένορκη Δήλωση. Είναι η θέση του ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να προχωρήσουν την Αίτηση εναντίον των εναγομένων, καθότι η εναγομένη εταιρεία είναι ανύπρακτο πρόσωπο, ενώ το ορθό όνομα της εταιρείας είναι Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ. (Αντίγραφο σύστασης της εταιρείας επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α). Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι εναγόμενοι είχαν οποιαδήποτε συνεργασία ή δοσοληψία ή συναλλαγές με τους ενάγοντες. Περαιτέρω αναφέρει ότι «η απαίτηση των εναγόντων βασίζεται αποκλειστικά σε τιμολόγια και χρεωστικό λογαριασμό, τα οποία αναφέρουν διαφορετικά πρόσωπα και φέρουν διαφορετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ενώ η αγωγή στρέφεται αποκλειστικά εναντίον ανύπαρκτης εταιρείας, ήτοι Chr. Karayiannas and Sons Developers Ltd. Περαιτέρω ουδέποτε η εταιρεία Chr. Karayiannas and Sons Developers Ltd, ως επίσης και η εταιρεία μας Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ παράγγειλε οποιαδήποτε εμπορεύματα ή δομικών υλικών και σιδερικών υλικών από τους Ενάγοντες – Αιτητές». Είναι τέλος η θέση του ότι οι εναγόμενοι έχουν καλόπιστη Υπεράσπιση (γεγονός που δεικνύεται με τους ισχυρισμούς στην ένορκη του δήλωση), στην οποία εγείρονται θέματα σε απάντηση της απαίτησης των εναγόντων που πρέπει να εκδικαστούν.

Οι νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση έχουν κατ΄ επανάληψη διατυπωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει συνοπτικές αποφάσεις δυνάμει της Δ. 18 ασκείται μόνο σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και ως εκ τούτου είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει υπεράσπιση για σκοπούς καθυστέρησης. Η Δ. 18 προνοεί μια ειδική διαδικασία καθορισμού δικαιωμάτων χωρίς την πλήρη διεξαγωγή δίκης και κατά τρόπο που να αποκλείει τον εναγόμενο να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Απόφαση δυνάμει της Δ. 18 δίνεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις της Δ. 18 και όταν τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης. Η τήρηση και συμμόρφωση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ. 18 είναι απαραίτητες για να παρέχεται στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση και αν ο ενάγων δεν ικανοποίησε πρώτα αυτές τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το ζήτημα κατά πόσο ο εναγόμενος θα προβάλει ισχυρισμούς τέτοιους που θα του δίνουν δικαίωμα να υπερασπιστεί δεν εξετάζεται.

Σύμφωνα με τη Δ. 18 Θ.1(α) υπάρχουν τρείς προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προτού το δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου.

(1) Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6
(2) Ο εναγόμενος πρέπει να έχει εμφανιστεί.
(3) Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchoudi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).

Εάν και εφόσον οι πιο πάνω προϋποθέσεις ικανοποιούνται από τον ενάγοντα, τότε το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, ο οποίος πρέπει να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, CYEMS CO Ltd v. The Central Co-Operative Co. Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 879, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε. ν. Χ΄΄Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Melita Manufacturers Ltd v. Chris Ioannou Ltd, 1996 1 (Β) ΑΑΔ 1238, Ανδρέας Σωκράτους ν. Παναγιώτου Ανδρέου κ.α., 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 40 και Χριστάκης Αυγουστή κ.α. ν. Γεώργιου Πίριλλου, 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 5).

Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η μη ικανοποίηση τους, στερεί από το Δικαστήριο την δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska (ανωτέρω).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, το Κλητήριο Ένταλμα είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6 και οι εναγόμενοι καταχώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης στις 27.6.2013. Κατά συνέπεια, ικανοποιούμαι ότι η αίτηση πληροί τις δύο πιο πάνω προϋποθέσεις.

Το επόμενο θέμα που θα εξετάσω είναι κατά πόσο πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση. Είναι νομολογημένο ότι η διαδικασία της λήψης συνοπτικής απόφασης, ιδιαίτερα όσον αφορά το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, είναι πολύ αυστηρή. Αυτό επιβάλλει ο δραστικός της χαρακτήρας (Ανδρέας Θεμιστοκλέους &Υιοί Λτδ ν. Arizona Trading Co. Ltd, Πολιτική Έφεση 9728/22.10.1997, Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 9670, ημερ, 10.7.1997.

Μια αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει στην ουσία να συμμορφώνεται μόνο με τις αυστηρές προϋποθέσεις του Θ1.α της Δ.18. Ένας αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει ουσιαστικά την απαίτηση του. Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική (Annual Practice) του 1970 στην σελ. 124, παράγραφος 14, 2 – 5, στα σχόλια της αντίστοιχης Αγγλικής Διαταγής 14:

«The verification may be by reference to the facts stated in the statement of claim thus: “the defendants are justly and truly indebted to the plaintiffs in the sum of £…./for and were so indebted at the commencement of this action. The particulars of the said claim appear by the statement of claim in this action”.

H ορθή πρακτική όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική, επιβεβαιώνεται και από την νομολογία στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (ανωτέρω).

Όσον αφορά την καταλληλότητα του προσώπου που καταθέτει ενόρκως σε σχέση με τα γεγονότα, το ζήτημα πραγματεύεται η υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου (ανωτέρω) η οποία αντιπαραθέτει την περίπτωση προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, με την περίπτωση του ομνύοντα που καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει και εξηγεί πως η Δ.39 θ.2 περιορίζεται σε ενδιάμεσες αιτήσεις και δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Αναγνωρίζεται επίσης, στην ίδια υπόθεση, ότι στην περίπτωση που ο ενάγων – αιτητής είναι εταιρεία κάποιο φυσικό πρόσωπο πρέπει να ορκιστεί στη θέση της. Σύμφωνα όμως με ρητή επιταγή του πιο πάνω θεσμού πρέπει να είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα. Επιπλέον στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ. 18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ. 18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.

Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία και στη θέση της ορκίζεται ο Αλέξης Τέκκης, υπάλληλος της και δεόντως εξουσιοδοτημένος, ο οποίος διαλαλεί ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης. Προκύπτει από τα λεχθέντα του ομνύοντα (στην ένορκη του δήλωση) πως είναι πρόσωπο ικανό εντός του ορισμού της Δ.18 θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής.

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα, έχω ικανοποιηθεί ότι η αίτηση πληροί και τις τρείς πιο πάνω προϋποθέσεις. Συνεπώς οι εναγόμενοι έχουν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής ή να αποκαλύψουν ή παραθέσουν τέτοια γεγονότα ή ισχυρισμούς που συνιστούν καλή υπεράσπιση.

Στην υπόθεση Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, στις σελ. 243 – 244, αναφέρεται ότι:

«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Co-operative Industries Co. Ltd (1982) 1 Α.Α.Δ. 897). Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».

Όπως πολύ εύστοχα και περιεκτικά ετέθη το ζήτημα στην υπόθεση Melita Manufacturers Ltd v. Chris Ioannou Ltd, 1996 1 (Β) ΑΑΔ 1238, η συζήτηση αφορά στην ύπαρξη ή μη υπεράσπισης και κατ΄ ανάγκη διεξάγεται σε επίπεδο ισχυρισμών.

Εκείνο το οποίο ουσιαστικά ενδιαφέρει είναι το περιεχόμενο της συνοδεύουσας την Ένσταση ένορκης δήλωσης του Μάριου – Χριστοφόρου Καραγιαννά, από το οποίο θα πρέπει να διαπιστώσω κατά πόσον οι εναγόμενοι με ικανοποιούν ότι έχουν καλή υπεράσπιση επί της ουσίας ή κατά πόσον έχουν αποκαλύψει τέτοια γεγονότα τα οποία μπορούν να κριθούν ικανοποιητικά για να τους παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστούν.

Πριν προχωρήσω με την εξέταση των ισχυρισμών των εναγομένων κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με βάση την Δ.18 είναι τέτοια που πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή και ένας εναγόμενος που δυνατόν να μπορεί να δημιουργήσει μέσω σχετικών γεγονότων την πιθανότητα έγερσης επίδικου θέματος, θα πάρει άδεια να υπερασπισθεί την υπόθεση έστω και εάν η υπεράσπιση αυτή μπορεί να μην φαίνεται ικανή να επιτύχει σε «τελική ανάλυση (Jacobs v. Booths Distillery Co (1901) 85 LB 262 και Krapp-Fisher v Grish (1963) 2 All E.R. 500).

Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, και εφόσον το βάρος μετατοπισθεί στους ώμους του εναγομένου, πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη υπεράσπισης και ότι οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι από μόνοι τους αρκετοί [Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (ανωτέρω)].

Η απλή αναφορά σε ισχυρισμούς γενικούς και αόριστους στερεί από τον εναγόμενο το δικαίωμα να τύχει άδειας από το Δικαστήριο για να καταχωρήσει Υπεράσπιση για δύο βασικούς λόγους:

(1) Όταν οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι γενικοί και/ή αόριστοι το Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί στην εξέταση τους εφόσον ελλείπει το σχετικό υπόβαθρο εκείνων των γεγονότων που το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον του για να τα εξετάσει με την αναγκαία στο στάδιο αυτό λεπτομέρεια, και
(2) Η γενική και χωρίς παράθεση στοιχείων άρνηση ενός εναγόμενου προσκρούει στην νομολογιακή αρχή και βέβαια στο ίδιο το λεκτικό της Δ. 18 θ.1(α) ότι η ένσταση θα πρέπει να εμπεριέχει λεπτομερώς τις θέσεις του εναγομένου.

Στην προκειμένη περίπτωση ο Μάριος Χριστόφορος Καραγιαννάς στην ένορκη του δήλωση αναπτύσσει κατ΄ αρχήν καταχρηστικά επιχειρηματολογία (αναφέρει ότι με την Υπεράσπιση των εναγομένων θα εγερθούν πολύπλοκα νομικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου), μορφή λόγου ασυμβίβαστη με το αναμενόμενο περιεχόμενο μιας ένορκης δήλωσης που θα πρέπει να περιορίζεται σε γεγονότα, σύμφωνα με την Δ. 39 θ.2 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και την Δ.48, θ. 4 η οποία προνοεί πως οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση και τα οποία δεν είναι εμφανή από τον φάκελο της υπόθεσης θα αναφέρονται σε μία ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την Ειδοποίηση Ένστασης.

Επί της ουσίας της υπόθεσης ο μοναδικός ουσιαστικός ισχυρισμός του ομνύοντα είναι ότι η εναγόμενη εταιρεία είναι ανύπαρκτο πρόσωπο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ουδέποτε η εναγομένη εταιρεία όπως επίσης και η εταιρεία Χριστόφορος Καραγιαννάς &Υιός Λτδ, παρήγγειλε οποιαδήποτε εμπορεύματα από τους ενάγοντες. Ο ομνύων πέραν του ότι αντιφατικά ισχυρίζεται από την μία ότι η εναγομένη εταιρεία είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και από την άλλη ότι ουδέποτε είχε συμβατική σχέση με τους ενάγοντες, ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του δεν παραθέτει, ενώ όφειλε οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία ή λεπτομέρειες τα οποία να επιβεβαιώνουν την θέση του, αφήνοντας έτσι τον ισχυρισμό του ατεκμηρίωτο και συνακόλουθα μετέωρο.

Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι με τα όσα τέθηκαν από πλευράς εναγομένων, δεν παρέχονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες υπεράσπισης. Η αναφορά του κ. Καραγιαννά περί μη ύπαρξης συμβατικής σχέσης, μεταξύ εναγόντων και εναγομένων, είναι γενική και αόριστη και δεν αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση. Σύμφωνα με την νομολογία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει καλή υπεράσπιση, θα πρέπει να εξειδικεύεται με την παράθεση συγκεκριμένων γεγονότων ώστε να ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι λογικά τα γεγονότα εγείρουν την υπεράσπιση την οποία ο εναγόμενος επικαλείται. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν κάμει οι εναγόμενοι.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κ. Καραγιαννά ότι το όνομα της εναγομένης εταιρείας είναι λανθασμένο, θα ήθελα να πω τα εξής. Είναι σαφές ότι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ενάγει και ενάγεται με το εν χρήσει όνομα της, το οποίο είναι νόμιμα εγγεγραμμένο και το οποίο μπορεί να αλλαχθεί τηρουμένων των σχετικών νομοθετικών προνοιών. Φυσικά σε κάθε ουσιώδη χρόνο η εταιρεία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί πέραν του ενός ονόματα, προφανώς και σε δικαστική διαδικασία. Νομολογιακά έχει λεχθεί ότι μια λανθασμένη επωνυμία δεν πρέπει να επηρεάζει την ουσιαστική απόφαση του Δικαστηρίου στα θέματα που εγείρονται ενώπιον του, γι΄ αυτό και το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να διορθώνει λανθασμένες αναγραφές ονομάτων, εξουσία η οποία ασκείται να διορθώνει λανθασμένες αναγραφές ονομάτων, εξουσία η οποία ασκείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στην υπόθεση Williams & Glyn’s Bank Ltd v. The Ship “Maria” (1993) 1 ΑΑΔ 106, υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση Nittan v. Solent Steel (1981) 1 L1. L.R. 633, όπου ο Λόρδος o Denning είπε, σε σχέση με την έμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να διορθώνει λανθασμένα ονόματα, τα εξής:

“In this court we are very used to dealing with misnomers. We do not allow people to take advantage of a misnomer when everyone know what was intended.”

Εν προκειμένω όμως οι εναγόμενοι καταχώρησαν Εμφάνιση και ανέγραψαν στο Σημείωμα Εμφάνισης ότι υπερασπίζονται την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία η οποία αναφέρεται στον τίτλο της αγωγής. Με την λανθασμένη επωνυμία, όπως οι ίδιοι φυσικά διατείνονται. Θα μπορούσαν οι εναγόμενοι αντί να καταχωρήσουν Εμφάνιση, να λάβουν άλλα μέτρα εάν πίστευαν ότι ήταν τόσο ουσιαστικό το γεγονός ότι το όνομα της εναγομένης εταιρείας, όπως αναγράφεται στον τίτλο της αγωγής, είναι λανθασμένο.

Με βάση τα όσα ανέφερα μέχρι τώρα κρίνω ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία και την ασκώ υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

Διά ταύτα εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων, ως η απαίτηση. Επιδικάζονται επίσης υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγομένων, τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.:) ………………………………………………………
Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Source

Karayiannas Developers v. the Carpenter: Case 794/2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον:  Στ.  Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ.  Αγωγής: 794/11

Μεταξύ:

Δρυξύλ Λτδ, από Δερύνεια

Ενάγουσας

και

Ch.  Karayiannas and Son Developers Ltd, από Παραλίμνι

Εναγομένης

Αίτηση ημερομηνίας 24.2.2012 για διαγραφή του Κλητήριου Εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία:   25 Οκτωβρίου 2013

Εμφανίσεις:
Για τους Εναγομένους – Αιτητές:  Ο κ.  Χρίστος Κοσιάρης για Andrew Klydes LLLC
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ων η Αίτηση: Ο κος Χαράλαμπος Αρτέμης για Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία Δ.Ε.Π.Ε. (για να ακούσει απόφαση η κα Βρακά)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η αξίωση των εναγόντων στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο,  είναι για το ποσό των €37.492.44 πλέον τόκους και έξοδα.  Όπως προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης, οι ενάγοντες ασχολούνται με ξυλουργικές εργασίες ενώ οι εναγόμενοι με την  ανάπτυξη γης (developers).  Μεταξύ της περιόδου 1.1.2007 και 9.6.2011 οι ενάγοντες κατόπιν συμφωνίας με τους εναγομένους, προέβηκαν σε ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που ανήγειραν οι τελευταίοι.  Για τις εν λόγω εργασίες οι ενάγοντες έκδιδαν τιμολόγια και διατηρούσαν χρεωπιστωτικό  λογαριασμό στο όνομα των εναγομένων, στον οποίον χρέωναν τις οφειλές από τις ξυλουργικές εργασίες και πίστωναν τις πληρωμές εκ μέρους των εναγομένων.  Ο  εν λόγω λογαριασμός στις 9.6.2011 δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εναγομένων ύψους €37.492.44.

Με την υπό κρίση Αίτηση οι εναγόμενοι – αιτητές αιτούνται την έκδοση Διατάγματος «με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή (stay) ή/και ο παραμερισμός (set side) ή/και η ακύρωση ή/και ο τερματισμός της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Αγωγής ή/και του Κλητήριου Εντάλματος  ή/και της διαδικασίας, λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή abuse of process, καθότι οι Ενάγοντες – Καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν την αγωγή υπ΄ αριθμόν 648/11, η οποία αφορά τα ίδια επίδικα θέματα και/ή ταύτιση των διαδίκων.

Η αίτηση στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 33 Θ10, Δ. 48 Θ. 1- 4, 8, 9, 10, 12, Δ. 16 Θ.9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 1 – 3, 21, 22, 29, 30, στους  περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 25, Θ.1, 2, 3 και 4, Θ.Θ. 2, 4, 9 και 26, Δ.19, Θ. 26, Δ.23, Θ.2, Δ.21, Θ.Θ.1 και 10, ως επίσης στην εγγενή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση εκτίθενται στην Ένορκη Δήλωση της Αφροδίτης Οικονόμου, ασκουμένης  δικηγόρου στο γραφείο Α. Klydes LLC, δικηγόρου των εναγόντων.

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο από πληροφορίες που έλαβε από τους εναγομένους και τον δικηγόρο τους όσο και από τον φάκελο της υπόθεσης και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη  να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.  Επί της ουσίας, αναφέρει ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν εναντίον των εναγομένων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και την αγωγή με αριθμό 648/11, με την οποία αξιώνουν «υπόλοιπα ποσά και/ή χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο θα μπορούσε να περιληφθεί εις την παρούσα υπό εξέταση υπόθεση».  Είναι η θέση της ότι η αγωγή με αριθμό 648/11 καλύπτει τα ίδια επίδικα θέματα, που εγείρονται στην παρούσα αγωγή και ότι «οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης».  Πέραν τούτου ότι εκτός της ταύτισης των διαδίκων και των επιδίκων θεμάτων, «το αντικείμενο και  ή βάση της αγωγής είναι όμοιο και/ή παρόμοιο».  Τέλος διατείνεται ότι γι΄ αυτούς  τους λόγους η αγωγή με τον πιο πάνω πάνω αριθμό και τίτλο, πρέπει να απορριφθεί.

Οι ενάγοντες καθ΄ ων η Αίτηση καταχώρησαν Ένσταση η οποία βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ. 48 Θ. 1 – 4, 8, 9, 10, 12 και Δ. 19, στη Δ. 64, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 και στην συμφυή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του δικαστηρίου.

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/12/2012 είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.

  1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/2/2012 αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. 
  1. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση 24/2/2012 γίνεται από (ασκούμενη) δικηγόρο και όχι από την ίδια την Αιτήτρια χωρίς να εξηγείται επαρκώς ή καθόλου γιατί δεν προέβηκε σε αυτή αξιωματούχος της Αιτήτριας.
  2. Η παρούσα αγωγή δεν αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας καθότι η αγωγή 648/11 (Ε.Δ.  Αμμοχώστου)  μπορεί να έχει τους ίδιους διαδίκους αλλά έχει διαφορετικά επίδικα θέματα με την παρούσα αγωγή εφόσον εδράζεται σε διαφορετικές δοσοληψίες και/ή (απλήρωτα) τιμολόγια και/ή υπηρεσίες.»

Τα γεγονότα που στηρίζουν την ένσταση εμφαίνονται στην Ένορκη Δήλωση του Γιώργου Χαραλάμπους, ενός εκ των διευθυντών της ενάγουσας εταιρείας.

Ο Ενόρκως Δηλών, επί της ουσίας της υπόθεσης, αναφέρει ότι η αγωγή, 648/11 Ε.Δ.  Αμμοχώστου έχει μεν τους ίδιους διαδίκους με την παρούσα,  αλλά διαφορετικά  επίδικα θέματα.  Η κάθε αγωγή αφορά διαφορετικές δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων, διαφορετικές υπηρεσίες και διαφορετικά τιμολόγια.  Στην Ένορκη Δήλωση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1, δέσμη αντιγράφων καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €37. 492,44 που είναι το αξιούμενο στην παρούσα αγωγή και ως Τεκμήριο 2, αντίγραφα καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €73.381,13 που αξιούνται με την αγωγή αρ. 648/11.Τα ίδια τα τιμολόγια δεν επισυνάπτονται καθότι, όπως επεξηγείται, είναι σε πολύ λεπτό χαρτί και παρόλες τις προσπάθειες κατέστη αδύνατο να φωτοτυπηθούν.  Ως Τεκμήριο 3, επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα δύο επιταγών οι οποίες εκδόθηκαν από την εναγομένη εταιρεία προς όφελος των εναγόντων, οι οποίες δεν ετιμήθησαν.  Ο ενόρκως δηλών, παραδέχεται ότι οι επιταγές αφορούν μόνο την αγωγή αρ. 648/11 και όχι την παρούσα.

Προτού η υπό κρίση Αίτηση αχθεί σε ακρόαση, οι εναγόμενοι – αιτητές υπέβαλαν γραπτό αίτημα με το οποίο αιτούντο την παραχώρηση άδειας του Δικαστηρίου ώστε να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση με την οποία αφενός μεν θα επεξηγείτο ο λόγος που οι διευθυντές των εναγομένων παρέλειψαν να προβούν οι ίδιοι σε ένορκη δήλωση που να υποστηρίζει την επίδικη Αίτηση και αφετέρου θα απαντούσαν στους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους.  Οι ενάγοντες έφεραν ένσταση στο αίτημα και το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) αφού άκουσε και τις δύο πλευρές απέρριψε το αίτημα των εναγομένων για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Κατά τις αγορεύσεις στην ακρόαση της επίδικης Αίτησης, ο κ.  Χρ.  Κοσιάρης εκ μέρους των εναγόντων – αιτητών, υπεστήριξε ότι οι διαφορές των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης και ως τούτου η καταχώρηση δύο αγωγών για τα ίδια επίδικα θέματα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Εφόσον, κατέληξε, η αγωγή με αριθμό 648/11 η οποία είναι προγενέστερη καλύπτει και τα θέματα της παρούσας αγωγής, η τελευταία θα πρέπει να απορριφθεί καθότι οι ενάγοντες «με παράλληλα ένδικα μέσα επιδιώκουν την επίτευξη του ίδιου και/ή όμοιου στόχου»

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του κ.  Αρτέμη εκ μέρους των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Εισηγήθηκε ότι η Αίτηση αφέθηκε χωρίς  υποστηρικτικό υλικό και άρα ατεκμηρίωτη, εφόσον η υποστηρίζουσα αυτήν ένορκη δήλωση καταρτίστηκε αντικανονικά από δικηγόρο η οποία μάλιστα δεν επεξηγεί για ποιο λόγο προχώρησε η ίδια αντί των εναγομένων στον καταρτισμό της.

Επί της ουσίας, υπεστήριξε ότι μπορεί και οι δύο αγωγές να είναι μεταξύ των ιδίων διαδίκων, να καλύπτουν χρονικά δοσοληψίες της ίδιας περιόδου αλλά τα γεγονότα και η φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών είναι διαφορετικά και συνεπώς και τα επίδικα θέματα είναι διαφορετικά και ξεχωριστά μεταξύ τους.  Οι αγωγές αναφέρονται σε διαφορετικές δοσοληψίες.  Οι ενάγοντες, πρόσθεσε, αντί να καταχωρήσουν μία αγωγή και να αξιώνουν €160.000= περίπου, διαχώρισαν τα τιμολόγια και τις οφειλές και καταχώρησαν δύο αγωγές, την παρούσα με την οποίαν αξιώνουν €37.492,44 και την αγωγή αρ.  648/11 με την οποία αξιώνουν €73.381.13.  Ήταν τέλος η θέση του  ότι  κατάχρηση της διαδικασίας υπάρχει εκ μέρους των εναγομένων οι οποίοι καθυστερούν με διάφορα διαδικαστικά μέτρα την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

Η Δ. 19. Κ. 26 επί της οποίας στηρίζεται η Αίτηση έχει ως εξής:

“26.    The Court or a judge may, at any stage of the proceeding, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass or delay the fair trial or the action”.

Έχει επανειλημμένα υποδειχθεί τόσο από την Κυπριακή όσο και την Αγγλική Νομολογία και από αυθεντίες, ότι οι πρόνοιες τόσο της προαναφερόμενης Διαταγής όσο και της Διαταγής 27. Καν.  3 η οποία αφορά την διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου, θα πρέπει να ασκούνται με φειδώ.  Πρόσθετα στην Κύπρο η θεραπεία αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να προσφεύγει στο Δικαστήριο και να προβάλλει τις θέσεις του.  Σχετική είναι η υπόθεση In Re Pelmaco Development Ltd(1991) 1 ΑΑΔ 246, 255 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ΄ όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόσπαστο.  Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1  του Συντάγματος».

Αλλά ακόμη και όπου η Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα λόγω παράλειψης αναφοράς σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει χωρίς άλλο την Αγωγή, αλλά μπορεί να δώσει άδεια Τροποποίησης του δικογράφου [Βλ.Annual Practice (1958) σελ.  575] όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“And where the statement of claim in its present form discloses no cause of action because some material averment has been omitted, the court, while striking out the pleading, will not dismiss the action, but give the plaintiff leave to amend”.

Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ.  575 αναφέρεται ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν διαγράφεται όπου και αποκαλύπτεται κάποια αιτία αγωγής όσο αδύνατη και εάν είναι η υπόθεση του Ενάγοντα.  Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής, δεν παρέχεται ευχέρεια για διαγραφή της, αν με την Έκθεση Απαίτησης προβάλλεται οποιοδήποτε ζήτημα που πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

Αντίθετα, ξεκάθαρες περιπτώσεις διαγραφής αγωγής δυνάμει της Δ. 27 Καν. 3 μπορούν να αποτελέσουν απαιτήσεις όπου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την αιτούμενη  θεραπεία ή όπου αυτές αποτελούν δεδικασμένο [Βλ.  Annual Practice (1958) σελ. 575].

Οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπ΄ όψιν στην έκδοση του δραστικού μέτρου απόρριψης αγωγής, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Λοΐζος Λουκά ν.  Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Πολ.  Έφεση 4512, ημερ.  10.9.1999, ως ακολούθως:

«Προκύπτει από την εξέταση της Νομολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη Αγωγής, για τον λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι:

  1. Πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία Αγωγής, και
  2. Η Αγωγή δεν μπορεί να δικασθεί ύστερα από τροποποίηση που μπορεί νόμιμα το Δικαστήριο να επιτρέψει.

Διαφορετικά θα ήταν κενό γράμμα το Συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο Δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά.  Από την επισκόπηση της Νομολογίας διαφαίνεται μια σταθερή τάση φειδωλής χρήσης της εξουσίας για απόρριψη αγωγής που όπως η παρούσα, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα».

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

Η Έκθεση Απαίτησης αποκαλύπτει ως βάση αγωγής την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της συμφωνίας τους με τους ενάγοντες, βάσει της οποίας οι τελευταίοι εκτελούσαν ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που έκτιζαν οι εναγόμενοι.  Το ποσό των €37.493,44 που αξιούται είναι, όπως προβάλλεται, οφειλόμενο υπόλοιπο από τις εν λόγω εργασίες, στη βάση τιμολογίων και/ή κατάστασης λογαριασμού.

Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές και την νομολογία κρίνω ότι το δικόγραφο των Εναγόντων και αιτία αγωγής αποκαλύπτει και είναι δομημένο σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Δεν περιέχει αχρείαστα θέματα ούτε και επουσιώδη ώστε οι εναγόμενοι να πρέπει να απαντήσουν σ΄ αυτά και με αυτό τον τρόπο να εγείρονται άσχετα θέματα προ εκδίκαση με αποτέλεσμα να προκληθεί ταλαιπωρία και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και έξοδα.  Όπως καθορίζεται με την απόφαση Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v.Roberts 38, Ch. D.  270, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός.

Είναι παραδεκτό από τους Ενάγοντες ότι εναντίον των εναγομένων καταχώρησαν και την αγωγή αρ648/11 επίσης στο Ε.Δ.  Αμμοχώστου με την οποία αξιούν την πληρωμή του ποσού των €73.381,13. Η  προαναφερόμενη  αγωγή έχει ως βάση και πάλι την κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της μεταξύ των συμφωνίας. Όπως καταγράφεται στην υποστηρίζουσα την ένσταση στην παρούσα αγωγή  Ένορκη Δήλωση και όπως επεξηγήθηκε και από τον συνήγορο των εναγόντων κατά τις αγορεύσεις, οι ενάγοντες αξιούν συνολικά από τους εναγόμενους ποσά πέραν των €100.000=, για υπηρεσίες που τους πρόσφεραν κατά την περίοδο 2007 μέχρι και τα μέσα του 2011, σύμφωνα με τα απλήρωτα τιμολόγια που έχουν στην κατοχή τους.  Διαχώρισαν τα τιμολόγια  σε δύο ομάδες και θεώρησαν ορθό να καταχωρήσουν δύο αγωγές αντί μίας έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρουσιάσουν καλύτερα την υπόθεση τους.  Από την μαρτυρία που προσκόμισαν οι ενάγοντες, διαφαίνεται ότι οι δύο αγωγές αφορούν διαφορετικές αξιώσεις βασιζόμενες επί διαφορετικών γεγονότων και υπηρεσιών της ίδιας μεν φύσης (ξυλουργικές εργασίες) που παρασχέθηκαν και στις δύο περιπτώσεις κατά την ίδια χρονική περίοδο.    Εν κατακλείδι τα επίδικα θέματα των δύο αγωγών είναι διαφορετικά.

Για όλους αυτούς τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το αίτημα διαγραφής της Έκθεσης Απαίτησης δεν κρίνεται σαν δικαιολογημένο.

Ένα τελευταίο σχόλιο στην εισήγηση του κ.  Αρτέμη ότι η υποστηρίζουσα την Αίτηση Ένορκη Δήλωση είναι αντικανονική.

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι τα γεγονότα που θεμελιώνουν κάθε ενδιάμεση αίτηση πρέπει, αν δεν προκύπτουν από την δικογραφία της υπόθεσης, να αποκαλύπτονται στις ενόρκους δηλώσεις που την συνοδεύουν [Loui Vuitton v.  Δέρμοσακ Λτδ κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 1453].  Τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν να συμπληρώνονται από μαρτυρία που προσκομίζει ο αντίδικος για υποστήριξη της ένστασης του [Affif Yiamout κ.α.  vSchiffahrts Ges Elbe M. B. H. & Co (1994) 1 ΑΑΔ 191, 193].  Αλλά ούτε και γεγονότα που αναφέρονται σε άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις μπορούν να συμπληρώσουν το κενό στη μαρτυρία.  Σχετική είναι η υπόθεση Demstar Limited v. Zim IsraelNavigation Co. Ltd κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 597, 603].

Ενόψει όμως της κατάληξης μου ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, το θέμα που ήγειρε ο κ.  Αρτέμης αποκτά πλέον ακαδημαϊκό ενδιαφέρον και δεν θα το εξετάσω.

Δια ταύτα η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εναγομένων – αιτητών και υπέρ των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.:)…………………………………………

Στ.  Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.

Source

Kosmo-Plast v. Karayiannas & Son Developers: Case 738/2012

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 738/12

Μεταξύ:

KOSMO PLAST COMPANY, εκ Πάφου

Ενάγουσας

και

CHR. KARAYIANNAS and SON DEVELOPERS LTD, εκ Παραλιμνίου

Εναγομένων

Αίτηση ημερομηνίας 6.2.2013 για Παραμερισμό Απόφασης

Ημερομηνία: 7 Οκτωβρίου, 2013
Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους – Αιτητές: κ. Α. Κλαίδη (Για να ακούσει απόφαση η κα Ερατώ Ορθοδόξου)
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ών η αίτηση: κ. Σταύρος Σταυρινίδης (Για να ακούσει απόφαση η κα Χαρά Αλεξάνδρου).

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο εκδόθηκε στις 7.12.2012 ερήμην των εναγομένων, απόφαση εναντίον τους για €4.672.40 πλέον τόκους και έξοδα, ως υπόλοιπο λογαριασμού.

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς, οι εναγόμενοι κατόπιν συμφωνίας τους με τους ενάγοντες αγόρασαν από τους τελευταίους διάφορα εμπορεύματα (πλαστικά προϊόντα) κατά την περίοδο 2004 – 2010. Οι Ενάγοντες διατηρούσαν χρεοπιστωτικό λογαριασμό στον οποίο χρεώνονταν «τα ισόποσα των συναλλαγών» και επιστώνοντο οι πληρωμές των εναγομένων έναντι του υπολοίπου. Κατά ή περί την 23.7.2012, ο εν λόγω χρεοπιστωτικός λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εναγομένων για το ποσό των €4.672.40.

Από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 3.8.2012 και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 21.8.2012. Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση επίδοσης, το Κλητήριο Ένταλμα επεδόθη στον Χριστόφορο Καραγιαννά, διευθυντή των εναγομένων. Στις 19.10.2012, οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για απόφαση, δυνάμει της Διαταγής Δ17, λόγω μη καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης. Στις 7.12.12 προχώρησαν σε απόδειξη της απαίτησης τους και το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω.

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι εναγόμενοι – αιτητές αιτούνται την ακύρωση και/ή τον παραμερισμό της απόφασης.

Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ. 59, Κ1 – 35 Δ.40. Κ 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, Δ. 44 Κ 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, Δ. 48 Κ 1, 2, 3, 8 και 9, επί των άρθρων 31, 32 και 47 του Περί Δικαστηρίων Νόμων Ν14/60 και επί των άρθρων 4, 5, 6 και 9, Δ.17, Θ. 10, Δ. 26, Θ. 14, Δ.33, Θ.5, Θ. 1, 2,3 και 9, και Δ. 57, Θ. 2, άρθρο 30 (3) του Συντάγματος, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 47 και επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

Υποστηρίζεται από τις Ένορκες δηλώσεις των Μάριου Χριστόφορου Καραγιαννά και της κας Γεωργίας Χριστοδούλου.

Ο Μάριος Χριστοφόρου Καραγιαννάς, εκτελεστικός πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εναγομένων, στην ένορκη του δήλωση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «κατά τον ουσιώδη χρόνο επίδοσης της αγωγής», επισκέφθηκε το γραφείο των δικηγόρων του (Temple Court Chambers A.Κλαϊδη) στη Λάρνακα και τους έδωσε ρητές οδηγίες να καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης και Υπεράσπιση στην αγωγή. Όπως τον πληροφόρησαν αργότερα καταχωρήθηκε Εμφάνιση και Υπεράσπιση στις 9.1.2013 και 16.1.2013 αντίστοιχα. Σε μεταγενέστερο χρόνο παρέλαβε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος, επιστολή ημερομηνίας 21.1.2013, με την οποία πληροφορείτο την ύπαρξη εντάλματος κατάσχεσης της κινητής περιουσίας των εναγομένων για το ποσό των €4,672.40 πλέον τόκους και έξοδα. Όταν ζήτησε από τους δικηγόρους του να διερευνήσουν το θέμα, έμαθε ότι οι τελευταίοι παρέλειψαν, λόγω αβλεψίας, να καταχωρήσουν έγκαιρα τα «απαιτούμενα έγγραφα» εξαιτίας της μετακόμισης του γραφείου τους από την Λάρνακα στην Λευκωσία.

Είναι η θέση του, κατόπιν νομικής συμβουλής που έτυχε, ότι εν προκειμένω ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για ακύρωση απόφασης, δεδομένου του ότι οι εναγόμενοι προσέφυγαν αμέσως στο Δικαστήριο και επεξηγήθηκαν λεπτομερώς οι λόγοι για την εκπρόθεσμη καταχώρηση των «απαιτουμένων δικογράφων». Τονίζει ότι οι εναγόμενοι δεν φέρουν καμιά ευθύνη, καθότι οι ίδιοι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία για την υπόθεση και ότι θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν και να παρουσιάσουν την υπόθεση τους (το δικαίωμα ακρόασης κατοχυρώνεται από το άρθρο 30(1) του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) προτού εκδοθεί απόφαση.

Ως προς την ουσία, λέγει ότι οι εναγόμενοι έχουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς των εναγόντων και αρνείται την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών για την αγορά εμπορευμάτων και/ή πλαστικών προϊόντων και κατ΄ επέκταση την ύπαρξη συμφωνίας με ρητούς και/ή εξυπακουόμενους όρους για εξόφληση εκδοθέντων τιμολογίων εντός 30 ημερών από της έκδοσης τους. Είναι η θέση του ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε έλαβαν την επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 30/5/2012, με την οποία εζητείτο η εξόφληση του κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενου ποσού. Τέλος αναφέρει ότι οι εναγόμενοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες και ότι η αγωγή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

Η Γεωργία Χριστοδούλου, αναφέρει ότι είναι γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο Temple Court Chambers – Α. Κλαίδη, δικηγόρων των εναγομένων και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση. Γνωρίζει τα γεγονότα από τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της υπόθεσης, τον οποίο έχει στην κατοχή της. Κατά ή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, 2012 έγινε μετακόμιση των Κεντρικών τους γραφείων από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Το γραφείο τους δεν γνώριζε την έκδοση απόφασης και καταχώρησε υπεράσπιση στην αγωγή στις 16.12013. Στις 23.12013 ενημερώθηκαν ότι στις 12.12.12 εκδόθηκε απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης Εμφάνισης. Την ίδια ημέρα (23.1.2013) ενημέρωσε τόσο γραπτώς όσο και τηλεφωνικώς τους εναγομένους περί τούτου. Αποδίδει την εκ μέρους τους παράλειψη καταχώρησης εμφάνισης κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε αβλεψία.

Οι Ενάγοντες – καθ΄ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση η οποία στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ17, θ.10, Δ.26. θ.14 και 15, Δ.33, θ 1 -5, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1, 2, 4 και 9, Δ.49, Δ.50, Δ.64, στις αρχές της επιείκειας και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι εξής:

1. Η εκδοθείσα απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί καθ΄ ότι εκδόθηκε νομότυπα και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραμερισμού της.
2. Οι Εναγομένοι – Αιτητές επέδειξαν συμπεριφορά ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας.
3. Οι Εναγόμενοι – Αιτητές καθυστέρησαν αδικαιολόγητα στην καταχώρηση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αίτησης και δεν προβαίνουν σε οποιαδήποτε βάσιμη αιτιολόγηση για την καθυστέρηση τους στην καταχώρηση της παρούσας.
4. Η Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών αποσκοπεί αποκλειστικά στην πρόκληση καθυστέρησης για την αποφυγή λήψης μέτρων εκτέλεσης εναντίον τους από τους Ενάγοντες, εκμηδενισμό των πιθανοτήτων είσπραξης των επιδικασθέντων ποσών και καθυστέρηση στην εκτέλεση του εντάλματος εκτέλεσης κινητής περιουσίας το οποίο εκδόθηκε την 16/01/2013.
5. Οι Εναγόμενοι – Αιτητές δεν προβάλλουν στις Ένορκες Δηλώσεις που συνοδεύουν την παρούσα οποιαδήποτε ή και επαρκή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση παρά μόνο γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.
6. Η υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών επιδιώκει να καταστρατηγήσει την αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων με ουσιαστικό αποτέλεσμα η Ενάγουσα να εμποδίζεται από του απολαύσει τους καρπούς της νίκης της μετά την έκδοση της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου.
7. Η υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών είναι παράτυπη και άκυρη καθότι δεν αναφέρεται η διεύθυνση επίδοσης εντός των δημοτικών ορίων της πόλης στο οποίο βρίσκεται στο πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Σάββα Ανδρέου. Ο Σάββας Ανδρέου, διευθυντής πωλήσεων των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση, αναφέρει ότι είναι ένας εκ των διευθυντών οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των χρεωστών της εταιρείας. Τα όσα λέγει στην ένορκη του δήλωση τα γνωρίζει προσωπικά και είναι όλα αληθή. Αρνείται την θέση και τους ισχυρισμούς των εναγομένων – αιτητών, και λέγει ότι τα όσα αναφέρονται στις Ένορκες Δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση «κάθε άλλο, παρά συνιστούν οποιαδήποτε ή επαρκή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση». Επιβεβαιώνει ότι οι ενάγοντες έχουν καλή βάση αγωγής. Αφού κάμνει αναφορά στο ιστορικό της καταχώρησης της αγωγής, της έκδοσης απόφασης και των μέτρων εκτέλεσης που ακολούθησαν, προσθέτει ότι προ της λήψης δικαστικών μέτρων, ο δικηγόρος τους απέστειλε στους εναγομένους διπλοσυστημένη επιστολή με ημερομηνία 30.5.2012, με την οποία ζητείτο η καταβολή του οφειλόμενου ποσού των €4,672.40 πλέον των τόκων. Παρόλο που η επιστολή παρελήφθη από τους εναγόμενους στις 11.6.2012, οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν. Είναι τέλος η θέση του ότι όλοι οι ισχυρισμοί των εναγομένων – αιτητών είναι εξ΄ ολοκλήρου αστήρικτοι, αποτελούν εικασίες και πιθανολογήσεις και έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την καθυστέρηση και την εκτροπή από τα θέσμια, ώστε οι εναγόμενοι να αποφύγουν οποιεσδήποτε συνέπειες που προκύπτουν από την εκδοθείσα απόφαση.

Στις αγορεύσεις που ακολούθησαν οι δικηγόροι των εναγομένων – αιτητών αφού αναφέρθηκαν στην ισχύουσα επί του θέματος νομολογία, ισχυρίστηκαν ότι με την μαρτυρία που προσκόμισαν οι εναγόμενοι στο Δικαστήριο ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις που τίθενται επί του θέματος από τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Απεκάλυψαν ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην υπόθεση και έδωσαν ικανοποιητικό λόγο για την παράλειψη τους να καταχωρήσουν Εμφάνιση στην αγωγή. Πέραν τούτου οι εναγόμενοι προσέφυγαν αμέσως στο Δικαστήριο μετά την γνωστοποίηση της έκδοσης της απόφασης.

Αντίθετα, ο συνήγορος των εναγόντων καθ΄ ων – η Αίτηση, αφού αναφέρθηκε και αυτός στην σχετική νομολογία και στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να παραμεριστεί μια δικαστική απόφαση, απέρριψε την θέση και την εκδοχή των εναγομένων και κάλεσε το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να απορρίψει την αίτηση. Δεν θα πρέπει κατέληξε, οι ενάγοντες να στερηθούν των ευεργετημάτων που τους παρέχει η απόφαση που νομότυπα εξασφάλισαν προς όφελος τους.

Οι αρχές στις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να βασιστεί στην εξέταση αίτησης για παραμερισμό απόφασης έχουν επανειλημμένα τεθεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προτού αναφερθώ σ΄ αυτές παραθέτω το κείμενο της Δ.17 θ.10 η οποία αποτελεί νομική βάση της παρούσας αίτησης.

“Where judgement is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order is shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgement upon such terms as may be just”.

Όπως τόνισα και πιο πάνω οι αρχές που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη για τον παραμερισμό εκδοθείσας ερήμην απόφασης, έχουν καθοριστεί με ακρίβεια από την νομολογία.

Κλασσική απόφαση είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 η οποία υιοθετήθηκε από την δική μας νομολογία και ιδιαίτερα από την υπόθεση Ioannis Kotsapas and Sons Ltd v. Titan Constructions and Engineering Company (1961) CLR 317. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Kotsapas (ανωτέρω) ο αγγλικός θεσμός είναι ουσιαστικά ο ίδιος με τον αντίστοιχο Κυπριακό και επομένως καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τις αγγλικές αυθεντίες.

Στην αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam (ανωτέρω) τονίστηκε ότι πρωταρχικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας και εάν το Δικαστήριο πειστεί ότι ικανοποιείται το κριτήριο αυτό, τότε το Δικαστήριο δεν θα επιθυμεί να αφήσει μια τέτοια απόφαση χωρίς να την παραμερίσει εάν δικαιολογημένα ο εναγόμενος δεν έλαβε τα μέτρα που όφειλε σύμφωνα με τους θεσμούς.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941, στις σελίδες 946 – 947 ο πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης παρόλο που μπορεί να επενεργήσουν και άλλοι παράγοντες μικρότερης όμως σημασίας, [Δέστε επίσης Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, σελ. 31:

«….Το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος ικανοποιεί το δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που μετρούν στην κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες την ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.»

Κατά συνέπεια είναι ξεκάθαρο ότι ο αιτητής έχει το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο πως έχει επί της ουσίας της υπόθεσης, εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Δεν απαιτείται, ωστόσο, απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση. Αρκεί να εγείρει ο εναγομένος ότι έχει καλή υπεράσπιση, γεγονός που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Στην υπόθεση Μαρία Λευκίδου ν. Άριστος Καναουρίδης, Π.Ε. 10015, ημερομηνίας 26.4.1999 ο τότε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Κωνσταντινίδης τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Το δικαστήριο ερευνά τα ενώπιον του στοιχεία για να διαγνώσει μόνο εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο. Στο στάδιο αυτό, δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης».

Το έργο του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για παραμερισμό απόφασης δεν είναι να κάμει ευρήματα ως προς τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του ή ως προς την εμπλοκή τους σε σχέση με τα δικαιώματα των διαδίκων αλλά το πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία (merits) ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Η αποκάλυψη τέτοιων θετικών στοιχείων αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο θέμα του επανανοίγματος της υπόθεσης όπου το Δικαστήριο πρέπει να προσπαθήσει να σταθμίσει δύο παράγοντες που είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης ενός διαδίκου από την μία και την ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων από την άλλη [Βλ. Phylactou and Others v. Michael (1982) 1 CLR 2004.]

To Δικαστήριο πρέπει να διασφαλίζει την ταχεία εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων και την ανάγκη προάσπισης του τελεσιδίκου των αποφάσεων (finality of judgements). Δεν πρέπει όμως το Δικαστήριο να είναι γρήγορο στο να στερήσει ένα διάδικο του δικαιώματος του να ακουστεί στην υπόθεση του εφόσον αποκαλύψει θετικά στοιχεία, αλλά μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση αν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια που να πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Όταν η διαγωγή του διαδίκου που υποβάλλει αίτηση για παραμερισμό απόφασης είναι ασυγχώρητη, προσβλητική στο βαθμό της εμφανούς καταφρόνησης για τη δικαστική διαδικασία ή τα δικαιώματα του αντιδίκου του, το Δικαστήριο μπορεί κατά την διακριτική του ευχέρεια να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση. Για τον λόγο αυτό λαμβάνεται επίσης υπόψη από το Δικαστήριο ως μια επιπρόσθετη παράμετρος ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης.

Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Eros Travel and Tours Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd, Πολιτική Έφεση 9695, ημερομηνίας 25.6.1997, Π. Μωυσέως ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση 9762, ημερομηνίας 17.7.1997, Milouca Motor Trading Ltd v. Χρ. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941.

Όπως έχω προαναφέρει το βασικότερο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη στην εξέταση αίτησης όπως η παρούσα, είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής Υπεράσπισης. Έτσι το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον οι εναγόμενοι – αιτητές έχουν καταφέρει να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο με τα όσα παραθέτουν στις Ένορκες Δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση, ότι έχουν καλή Υπεράσπιση.

Ποια είναι η θέση τους ως προς την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως Υπεράσπισης; Οι εναγόμενοι προβάλλουν μία γενική άρνηση. Αρνούνται ότι συμφώνησαν να αγοράζουν εμπορεύματα (πλαστικά προϊόντα) από τους ενάγοντες, αρνούνται ότι παρέλαβαν τέτοια εμπορεύματα, αρνούνται ότι παρέλαβαν την επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 30.5.2012 με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν την εξόφληση του κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενου ποσού και τέλος αρνούνται ότι οφείλουν το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες.

Οι Εναγόμενοι πέραν της άρνησης της οφειλής, δεν προβάλλουν κανένα άλλο στοιχείο, ώστε να πείσουν το δικαστήριο ότι έχουν συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό περιεχόμενο της έννοιας «αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης», δεν μπορεί να εξαντλείται στην απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Εξυπακούεται ένα πιο ευρύ πλαίσιο. Ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία μέσα από τα οποία να διαφαίνεται, με επαρκή λεπτομέρεια, η ύπαρξη γνήσιας, εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Έτσι που η παράθεση της θέσης του (αιτητή) με συνακόλουθη σύνδεση της με υποστηρικτικό υλικό να δίνει στην εκδοχή του επαρκή βαρύτητα, ούτως ώστε να αποσείσει το βάρος που έχει σε αίτηση αυτής της μορφής.

Ο λεκτικός μόνο ισχυρισμός των εναγομένων ως προς την ύπαρξη καλής Υπεράσπισης τον οποίο θα χαρακτήριζα γενικό, ασαφή και αόριστο, παρέμεινε μετέωρος και ατεκμηρίωτος. Η απλή άρνηση είναι ένας γενικός και αόριστος ισχυρισμός που δεν βοηθά την υπόθεση τους. Πέραν της άρνησης δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε θέση ή εκδοχή διαφορετική από εκείνη των εναγόντων. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων έτσι όπως προβλήθηκαν, δεν παρουσιάζουν υπεράσπιση ως προς την ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου έχουν καταστήσει τρωτή την θέση τους με μοιραία αποτελέσματα ως προς την αίτηση τους.

Παρόλο που η τύχη της αίτησης έχει κριθεί θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση και των δύο άλλων παραμέτρων που επικουρικά λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης τέτοιας υφής όπως η παρούσα. Της επιμέλειας την οποία επέδειξαν οι εναγόμενοι και της ταχύτητας με την οποία έδρασαν μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον τους.

Ως προς την δεύτερη παράμετρο, θεωρώ ότι οι εναγόμενοι δεν αργοπόρησαν στην καταχώρηση της αίτησης τους αλλά έδρασαν μέσα σε εύλογο χρόνο. Ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης είναι κάτι λιγότερο από δύο (2) μήνες.

Ως προς την πρώτη παράμετρο, είναι η θέση των εναγομένων ότι οι ίδιοι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία, εφόσον με την επίδοση σ΄ αυτούς του Κλητηρίου της Αγωγής έδωσαν οδηγίες στους δικηγόρους τους να τους υπερασπιστούν στην αγωγή. Διατείνονται ότι η μη καταχώρηση Εμφάνισης οφειλόταν αποκλειστικά σε σφάλμα των δικηγόρων τους.

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι δεν είναι ορθό κάθε φορά που ο δικηγόρος κάνει λάθος στο χειρισμό της υπόθεσης να το επικαλείται ο διάδικος ως δικαιολογία και να παραμερίζεται η απόφαση. Έχει λεχθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση των προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Αυτό θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από την συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται ή απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της (Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 (B) AAΔ 698, σελ. 704 – 705.

Πέρα από τους δικηγόρους τους και οι ίδιοι οι εναγόμενοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη της υπόθεσης τους. Έδωσαν το κλητήριο της Αγωγής στους δικηγόρους και έκτοτε δεν επικοινώνησαν μαζί τους, ούτε και έκαμαν οτιδήποτε για να πληροφορηθούν σε ποιο στάδιο βρισκόταν η υπόθεση. Εκδήλωσαν ενδιαφέρον μόνο όταν αντιμετώπισαν τις συνέπειες των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης. Εν προκειμένω κρίνω ότι η πλευρά των εναγομένων δεν επέδειξε την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις επιμέλεια στον χειρισμό της υπόθεσης τους.

Ένα τελευταίο σχόλιο στο επιχείρημα των εναγομένων ότι το δικαίωμα τους «να ακουστούν», κατ΄ επιταγή του άρθρου 30 του Συντάγματος, είναι συνυφασμένο με «το δικαίωμα ακρόασης της υπόθεσης».

Είναι βαθιά εμπεδωμένο στο σύστημα της δικαιοσύνης ότι «ουδείς δικάζεται χωρίς να έχει ακουστεί». Αυτό αποδίδεται με το λατινικό αξίωμα “audi alteram partem”.

Το άρθρο 30.3(α) του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του. Στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (1992) 1ΑΑΔ 43, κρίθηκε ότι το άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος συσχετίζεται με το ζήτημα της κανονικής επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος. Θεωρήθηκε ότι η καλή επίδοση «συνδέεται αναπόφευκτα με την δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπισθεί».

Στην προκειμένη περίπτωση το Κλητήριο της αγωγής επιδόθηκε κανονικά και νομότυπα στους εναγομένους. Γνώριζαν τους λόγους για τους οποίους καλούντο στο Δικαστήριο. Και είχαν την δυνατότητα να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους. Το συνταγματικό τους δικαίωμα να ακουστούν στην υπόθεση δεν παραβιάστηκε. Η θέση των εναγομένων υποστηριζόμενη από το πραγματικό υπόβαθρο που ετέθη, δεν βρίσκει έρεισμα στον Νόμο.

Βάσει των όσων έχουν λεχθεί μέχρι τώρα, κρίνω ότι οι εναγόμενοι – αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν, να αποδείξουν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής Υπεράσπισης, του βασικότερου κριτηρίου που λαμβάνεται υπόψη στην εξέταση αιτήσεων όπως η παρούσα.

Για όλους αυτούς τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η αίτηση των εναγόμενων θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα σε βάρος τους.

Δια ταύτα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εναγομένων – αιτητών και υπέρ των εναγόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.) …………………………………………..

Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.
Source

Bank of Cyprus v. Karayiannas and Son: Case 821/2009

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Φιλίππου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 821/2009

Μεταξύ:

Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ
Εναγόντων – Αιτητών

-και-

1.MICHAEL JOHN GOULD
2.Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ

Εναγομένων- Καθ΄ής η Αίτηση 2

Ημερ.: 24 Ιανουαρίου, 2013

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες – Αιτητές: κ. Αλ. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε
Για εναγόμενη 2 – Καθ΄ής η Αίτηση: κα Ανδρέου για Α. KLYDES – TTC TEMPLE COURT CHAMBERS

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σε αίτηση για την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τον παραμερισμό (set aside) ή/ και τη διαγραφή ή/ και απόρριψη της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης)

Οι αιτητές με αίτηση δια κλήσεως εξαιτούνται διατάγματος το οποίο να διατάσσει τον παραμερισμό (set aside) ή/ και τη διαγραφή ή/ και την απόρριψη της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων 2.

Το νομικό υπόβαθρο της αίτησης αποτελούν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Δ. 48 Θ.Θ. 1-9, Δ. 19 Θ.Θ. 1-27, Δ. 21 Θ.Θ. 1-15 Δ. 25, Θ.Θ. 1 -6, Δ. 26 Θ.Θ. 1-15 , Δ. 27 Θ.Θ. 1-3, Δ. 57 Θ. 1-4, Δ. 64 Θ.1(1) -(3) και 2, η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου και του Κοινοδικαίου καθώς επίσης και οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκο δήλωση του κ. Μιχάλη Στυλιανού υπαλλήλου των εναγόντων – αιτητών και δεόντως εξουσιοδοτημένου από τους ενάγοντες – αιτητές να προβεί στην ένορκη δήλωση. Παραπέμπει στην απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου με ημερομηνία 8.06.2012 με το οποίο ενέκρινε την καταχώρηση τροποποιημένης έκθεσης υπερασπίσεως και ανταπαίτησης και καθόριζε χρόνο 10 ημερών εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί αλλά αυτή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα στις 26.06.2012 οπότε το διάταγμα του Δικαστηρίου έχει καταστεί αφ΄εαυτού άκυρο (ipso facto void).

Οι ενάγοντες – αιτητές πληροφορήθηκαν αυτό το γεγονός για πρώτη φορά στις 5.10.2012 στο Δικαστήριο όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση εφόσον το έγγραφο αυτό ούτε τους επιδόθηκε ούτε και τους δόθηκε καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Εκ μέρους των εναγομένων – καθ΄ών η αίτηση 2 καταχωρήθηκε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως με την οποία αξιώνουν την απόρριψη της αίτησης με έξοδα σε βάρος των αιτητών. Αυτή βασίζεται σε διάφορες δικονομικές διατάξεις, στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και Νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

Σε αυτή προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης:

(α) Οι προϋποθέσεις που επιβάλλει ο νόμος για τον παραμερισμό και/ή απόρριψη της τροποποιημένης υπεράσπισης δεν ικανοποιούνται στη παρούσα υπό εξέταση αίτηση,
(β) αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας (abuse of process), καθ΄ότι η διαγωγή των εναγόντων – αιτητών αποτελεί ασυγχώρητη και περιφρονητική σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας,
(γ) η αίτηση είναι παράτυπη και πάσχει νομικά,
(δ) είναι ανυπόστατη και αδικαιολόγητη,
(ε) δεν εμπίπτει στα πλαίσια των περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο θα μπορέσει να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα για παραμερισμό,
(στ) είναι καθυστερημένη και άνευ αιτιολογίας και δεν εμπίπτει στα πλαίσια των ειδικών περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο θα μπορέσει να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα,
(ζ) τα γεγονότα που υποστηρίζουν την εν λόγω αίτηση είναι αναληθή,
(η) οι ενάγοντες – αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και/ή πληροφορίες από το Δικαστήριο.

Την ένσταση υποστηρίζει με ένορκη δήλωση του ο διευθύνων σύμβουλος των εναγομένων 2 – καθ΄ών η αίτηση κ. Μάριος Καραγιαννάς ο οποίος απορρίπτει το περιεχόμενο της αίτησης. Ισχυρίζεται ότι το διάβημα των εναγόντων – αιτητών είναι δρακόντειο τιμωρητικό μέτρο και σύμφωνα με τη πλούσια νομολογία μας θα πρέπει να αποφεύγεται και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογείται στην υπό εξέταση υπόθεση. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε τέτοια αιτήματα θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η παράλειψη των εναγομένων να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου δεν επέφερε σε δυσμενή θέση τους ενάγοντες και δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ούτε υπήρχε εσκεμμένη πρόθεση του εναγομένου 2 για τη μη συμμόρφωση τους με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Σε περίπτωση παραμερισμού και διαγραφής και απόρριψης της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ο εναγόμενος 2 δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουστεί πράγμα το οποίο αντιβαίνει στα Συνταγματικά και Ευρωπαϊκά κατοχυρωμένα δικαιώματα για δίκαιη δίκη και απονομή δικαιοσύνης. Θα είναι δυσανάλογο μέτρο καθ΄ότι η παράλειψη εμπρόθεσμης καταχώρησης της δεν είναι τέτοιας φύσης και ουσιώδης παράλειψη που να δικαιολογεί την ακύρωση και παραμερισμό της. Είναι άνευ νομικής βάσης και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η αίτηση στερείται πραγματικού υπόβαθρου και δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες που δικαιολογείται η διαγραφή δικογράφων.

Σημειώνω ότι στους λόγους ένστασης δεν συμπεριλαμβάνεται κανένας λόγος ο οποίος να δίδει εξήγηση ή να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη καταχώρηση της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων 2 όταν η εκδοθείσα απόφαση καθόριζε χρόνο καταχώρηση της εντός 10 ημερών από της έκδοσης της δηλαδή από 8.06.2012.

Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσφέρθηκε από οποιονδήποτε των διαδίκων προφορική μαρτυρία ούτε και οι ενόρκως δηλούντες υποβλήθηκαν σε αντεξέταση. Επακόλουθα η διαδικασία διεξήχθη με επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι συνήγοροι με βάση το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών στις εισηγήσεις τους υιοθέτησαν και ανέπτυξαν περαιτέρω τους πιο πάνω λόγους που εκθέτουν αντίστοιχα στην αίτηση και στην ένσταση προβάλλοντας επιχειρήματα που προέρχονται από τη νομολογία και αυθεντίες. Σε επί μέρους ζητήματα των εισηγήσεων αυτών θα γίνει αναφορά όπου χρειαστεί στη συνέχεια της απόφασης μου.

H NOMIKH ΠΤΥΧΗ:

Η Διαταγή 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

1. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.
2. If a party who has obtained an order for leave to amend does not amend accordingly within the time limited for that purpose by the order, or if no time is thereby limited, then within fifteen days from the date of the order, such order to amend shall, on the expiration of such limited time as aforesaid, or of such fifteen days, as the case may be, become ipso facto void, unless the time is extended by the Court or a Judge.

Η Διαταγή 27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:
1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.
3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.
4. No action or proceeding shall be to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not.

Ο Κανονισμός 2 της Διαταγής 25 ο οποίος προβλέπει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να υπάρξει η συμμόρφωση προβλέπει τα ακόλουθα:

σε μετάφραση:

¨Αν διάδικος ο οποίος έχει πάρει διάταγμα για άδεια τροποποίησης δεν προβεί στην τροποποίηση βάσει του διατάγματος αυτού μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται γι΄ αυτό το σκοπό από το διάταγμα, ή αν δεν καθορίζεται σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα, μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία του διατάγματος, το διάταγμα που αφορά στην τροποποίηση, εφ΄ όσον εκπνεύσει το χρονικό διάστημα που καθορίζεται ως ανωτέρω, ή αυτό των 15 ημερών, ανάλογα με την περίπτωση, θα καθίσταται αφ΄ εαυτού άκυρο, εκτός αν ο χρόνος παραταθεί από το Δικαστήριο ή Δικαστή.¨

Η απόφαση Ελένη Σάββα Σάκκουλα και άλλου v. Αρέστη, (1989) 1 Α.Α.Δ. σελ. 355 στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, απόφαση την οποία εξέδωσε ο Δικαστής Αρτεμίδης σε αναφορά και στις αποφάσεις Λυσάνδρου v. Σχίζα κ.ά., (1979) 1 Α.Α.Δ. 267 και Ευαγόρου v. Χριστοδούλου κ.ά, (1982) 1 Α.Α.Δ. 771 είναι διαφωτιστική και για τούτο θα κάμω στη συνέχεια εκτενή παραπομπή σε αποσπάσματα της:

¨Στην πρώτη απόφαση … το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως όταν καθορίζεται χρόνος για την εφαρμογή μιας διαταγής από το ίδιο το Δικαστήριο, τότε στη λήξη του χρόνου αυτού η διαταγή καθίσταται αφ΄ εαυτής άκυρη. Παρατίθεται το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα: ¨Substitution of parties is permitted and /or regulated by Order 9,r.11, which sets out no limit for giving effect to an order there under. But, as the learned President who made the order appealed from pointed out, it is specifically stated in the White Book that under Order 16,r.13, of the Rules of the Supreme Court, which is the source and origin of our Order 9,r.11 such substitution must be made in compliance with the provisions of the English Order 28,r. 7, corresponding to our Order 25,r. 2. Accordingly on the expiry of the time limited by the President’s order this lapsed and all proceedings taken there under were void.” Η απόφαση αυτή υιοθετείται στην υπόθεση Ευαγόρου όπου γίνεται ειδική μνεία των προνοιών του Κανονισμού 2 της Διάταξης 25, σαν παράδειγμα περίπτωσης στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναβιώσει διάταγμα που κατέστη αφ΄ εαυτού άκυρο, μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που τέθηκε για την τροποποίηση, αντικείμενο του διατάγματος¨.

Στη συνέχεια δε της ίδιας απόφασης και απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο δικαιούται να παρατείνει το χρόνο που προβλέπεται στον Κανονισμό 2 της Διάταξης 25, ή του χρόνου που το ίδιο το Δικαστήριο έχει καθορίσει, μετά τη λήξη του, αποφάσισε ότι ¨το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια εξουσία και αυτό φαίνεται καθαρά από τη σχετική φράση του Κανονισμού ¨θα….. καθίσταται αφ΄ εαυτού (ipso facto) άκυρο, εκτός εάν ο χρόνος παραταθεί………………. κ.λ.π.¨

Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, ή αυτού που ορίζει το Δικαστήριο, το διάταγμα καθίσταται άκυρο, αν δεν γίνει η τροποποίηση. Η εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο υφίσταται μόνο πριν την λήξη των 15 ημερών, ή του χρόνου που το ίδιο ορίζει, και όχι μετά που το Δικαστήριο καθίσταται ανενεργό, όταν το διάταγμα καταστεί άκυρο.¨

Στην απόφαση Αθανασιάδη v. Αλεξάνδρου, (1991) 1 Α.Α.Δ. σελ. 945 λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 951:

¨Η παρούσα περίπτωση διαφέρει από την περίπτωση παράλειψης καταχώρησης τροποποιημένης γραπτής πρότασης μέσα στην ταχθείσα προθεσμία γιατί εκεί, σύμφωνα με τη Δ. 25 κ. 2, με την εκπνοή της προθεσμίας εκείνης, το διάταγμα του Δικαστηρίου που επιτρέπει την τροποποίηση καθίσταται ipso facto άκυρο και επομένως εξαφανίζεται η πηγή της εξουσιοδότησης για την καταχώρηση της γραπτής πρότασης (Lyssandrou v. Schiza (ανωτέρω).

Επειδή έγινε επίκληση και της Διαταγής 57 Θεσμός 2 η οποία παρέχει την ευχέρεια σε Δικαστήριο να διατάξει την παράταση χρόνου για να γίνει κάτι ή να αρχίσει κάποια διαδικασία, θα πρέπει να αναφέρω, ότι οι πρόνοιες αυτής της διάταξης δεν εφαρμόζονται εκεί όπου υφίσταται διαταγή για εκτέλεση πράξης προγενέστερης άλλης ή εκεί όπου εξέπνευσε ο χρόνος που χορηγήθηκε σε διάδικο για εκτέλεση πράξης, με αποτέλεσμα το άλλο διάδικο μέρος να αποκτήσει το δικαίωμα, το ίδιο πλέον, εκτέλεσης της πράξης εκείνης ή να αποταθεί με σχετική αίτηση για απόρριψη (βλ. Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1952 σελ. 1371, επίσης τις αποφάσεις Evand Promotions κ.α. v. Frank Rutman, (Αρ.2) (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. σελ. 2123, Χόππη v. Παναγή, (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, Παπακόκκινου κ.α. v. Δήμου Πάφου (Αρ.2), (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 1712 και Stabilad v. Stephens & Carter, (1998) 4 All E.R. 129). Και όλα τα πιο πάνω παρά την ευρύτητα της εξουσίας, η οποία παρέχεται, στον τομέα αυτό και η οποία τονίζεται σε σειρά αποφάσεων (όπως μεταξύ άλλων Eleftheriades & Another v. Another v. Mavrellis & Another, (1985) 1 C.L.R. 436, Αθανασιάδης v. Αλεξάνδρου, (1991) 1 Α.Α.Δ. 945).

Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου την οποία επικαλέστηκε η πλευρά της καθ’ ής η αίτηση κρίνω ότι δεν έχει θέση εν προκειμένω και παρά το ότι σε ενδιάμεσες διαδικασίες το Δικαστήριο ασκεί αυτή του την εξουσία και παρέχει παρατάσεις χρόνου, ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε κανονισμούς (βλ. Αυξεντίου v. Σάββα, (2003) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1963). Στην υπόθεση Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ v. Ουστά, (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 στη σελ. 112 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την αντίκριση αυτής της εξουσίας του Δικαστηρίου:

¨Η φύση και τα όρια της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εξετάστηκαν στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 584. Όπως προκύπτει, σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει, λόγω της ταύτισης της με το Δικαστήριο και της αναγκαιότητας της ύπαρξης της για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητης από το νόμο και τους θεσμούς¨.

Όπως επεσήμανα και πιο πάνω η καθ΄ ής η αίτηση στην ένσταση της δεν δικαιολογεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο την παράλειψη της να συμμορφωθεί με το διάταγμα του Δικαστηρίου εντός του χρόνου που είχε τεθεί. Παρατηρώ περαιτέρω ότι δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για εξασφάλιση διατάγματος για παράταση του χρόνου που έταξε το δικαστήριο. Το ζήτημα ετέθη για πρώτη φορά από την πλευρά των εναγόντων – αιτητών στην παρούσα, όπως φαίνεται και στο πρακτικό στις 5.10.2012 όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και για πρώτη φορά το είχε πληροφορηθεί ότι είχε καταχωρηθεί εκπρόθεσμα το δικόγραφο.

Είναι προφανές ότι η έγκριση του αιτήματος και ο παραμερισμός της τροποποιημένης υπεράσπισης και της ανταπαίτησης δεν θα έχει καταλυτικά αποτελέσματα ούτε και εξουδετερώνει τον επιδιωκόμενο σκοπό εφόσον ήδη υπάρχει καταχωρημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση στον φάκελο της υπόθεσης για δε την ανταπαίτηση δεν εζητείτο οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση. Θα έλεγα όμως ότι ούτε και αποκλείεται η πλευρά της εναγομένης 2 να επανέλθει αν κρίνει αυτό σκόπιμο όπως είναι καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή. Επομένως η παρούσα, δεν είναι η περίπτωση όπου η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να εφαρμοστεί καθιστώντας αποτελεσματική την απονομή της δικαιοσύνης.

Έγινε επίκληση εκ μέρους της καθ΄ής η αίτηση των προνοιών της Διαταγής 64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Κατά την άποψη μου όμως δεν συντρέχει στη περίπτωση εφαρμογή τους, καθ΄ότι η διόρθωση η οποία επιδιώκεται με τα αιτούμενα διατάγματα δεν μπορεί να αναχθεί σε απλή παρατυπία αλλά επιδιώκεται η ανασύσταση άκυρου δικονομικού μέτρου. Έτσι δεν υπάρχει εν προκειμένω οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θεραπευθεί (βλ. Αθανασιάδης v. Aλεξάνδρου (ανωτέρω), Landbroke Group PLc κ.ά, v. Παπακόκκινου κ.ά. (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 1535, Panayiotis Georgiou (catering) Ltd κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα παραμερισμού (set aside) της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ημερομηνίας 26.06.2012 της εναγομένης 2.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων – αιτητών και εναντίων της καθ΄ής η αίτηση – εναγομένης 2 όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο τα οποία θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.) ………………………
Χρήστος Φιλίππου, Ε.Δ.
Source

Bank of Cyprus v. Karayiannas and Son: Case 821/2009

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ.
Ενώπιον:- Λ. Μουγή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 821/09

Μεταξύ:

TΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εναγόντων

-και-

1. MICHAEL JOHN GOULD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΤΔ.

Εναγόμενων

Αίτηση ημερ. 7/2/12 για τροποποίηση.

Ημερομηνία: 30 Μαρτίου 2012.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για αιτητές-εναγόμενους : Ο κ. Α. Κέκκος για κ. Andrew Klydes LLC.
Για καθ΄ ων η αίτηση-ενάγοντες: Ο κ. Αλ. Κουκούνης.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Oι εναγόμενοι 2 με την αίτησή τους ημερ. 7/2/12 εξαιτούνται διατάγματος του Δικαστηρίου δια του οποίου να τους επιτρέπεται η τροποποίηση της υπεράσπισης δια της προσθήκης των παραγράφων 4-12. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις νέες παραγράφους τις οποίες οι εναγόμενοι 2 ζητούν να προσθέσουν.

«4. Οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι η επίδικη σύμβαση και/ή εγγυητήριο έγγραφο ημερ. 27/04/2007 ήταν Ultra Vires των Κανονισμών της εταιρείας, καθ’ότι η Εναγόμενη εταιρεία κατά το χρόνο σύναψης είχεν παραβεί εσωτερικό κανονισμό της.»

«5. Περαιτέρω η επίδικη σύμβαση που συναπτόταν ήταν καθ’υπέρβαση των σκοπών της Εναγόμενης εταιρείας και/ή Ultra Vires και κατά παράβαση των εσωτερικών κανονισμών της Εναγόμενης εταιρείας από τους αξιωματούχους της.»

«6. Οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι ουδέποτε ήταν η πρόθεση τους και/ή ΙΝΤΕΝΤΙΟΝ να συνάψουν οποιαδήποτε συμφωνία εγγυήσεως του Εναγόμενου 1 και ουδέποτε ήταν η πρόθεση τους να εγγυηθούν γραπτώς την πληρωμή όλων των υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1.»

«7. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η προϋπόθεση Consensus ad idem απουσιάζει από την συμφωνία εγγυήσεως και/ή έγγραφο εγγυήσεως.»

«Α) Περαιτέρω οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι κατά ή περί τις 27/04/2007 δεν ετηρήθησαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες για την σύναψη δεσμευτικής από μέρους της εγγυήσεως του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1, καθότι δεν της εξηγήθηκαν οι νομικές υποχρεώσεις του εγγυητού και/ή οι νομικές υποχρεώσεις της εγγύησης. Περαιτέρω η δε επίδικη συμφωνία και/ή έγγραφο εγγυήσεως ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας συμφωνίας δανείου και/ή παραχώρηση τραπεζικών διευκολύνσεων.»

«Β) Επίσης οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν ότι δεν ετηρήθησαν όλες οι νομικές διαδικασίες, καθότι δεν υπέγραψαν ενώπιον οποιουδήποτε μάρτυρα και/ή δεν υπέγραψαν ενώπιον αρμόδιου Τραπεζικού υπαλλήλου.

«Γ) Επιπλέον οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν ότι όταν υπέγραφαν τα εν λόγω έγγραφα εγγυήσεως και/ή έντυπα εγγυήσεως, αυτά ήταν λευκά και/ή μη συμπληρωμένα. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η συμπλήρωση των εντύπων έγιναν μετά και/ή στην απουσίαν τους και ότι τα ποσά τα οποίαν αναφέρονται στην Έκθεση Απαιτήσεως δεν ήτο εις γνώσιν τους κατά τον ουσιώδη χρόνο υπογραφής των εντύπων.»

«Δ) Οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν επίσης ως γεγονός ότι τα ποσά που εκτίθενται στην Έκθεση Απαιτήσεως είναι κατά πολύ μεγαλυτέρου ποσού, από αυτά τα οποία ήταν πρόθυμοι να δεσμευτούν ως εγγυητές του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1. Ως εκ των άνω δεν υπάρχει πρόθεση από μέρους των Εναγόμενων 2 για την εγγύηση των υποχρεώσεων του Πρωτοφειλέτη Εναγόμενου 1 προς τους Ενάγοντες παρούσων ή μελλοντικών οποιουδήποτε ύψους.»

«8, Άνευ βλάβης των πιο πάνω, οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία και/ή έγγραφο εγγυήσεως ημερ. 27/04/2007 ως λεπτομερώς περιγράφεται εις τις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 της Έκθεσης Απαιτήσεως των Εναγόντων, έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου και/ή κανονισμούς. Η έκδοση του δανείου και/ή συμφωνία ημερ. 23/04/2007 και/ή πίστωσης και/ή τραπεζική πιστωτική διευκόλυνση συμφωνήθηκεν από αξιωματούχους της Εναγόμενης εταιρείας, κατά παράβαση των κανονισμών και/ή ιδρυτικού εγγράφου και/ή (Μemorandum of Association)»

«9. Εν σχέση με τις παραγράφους 7, 8 και 9 της Έκθεσης Απαιτήσεως των Εναγόντων, οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι ο Διευθυντής της Εναγόμενης εταιρείας, ο οποίος υπέγραψεν έγγραφο εγγύησης και/ή κάλυψης του επίδικου εγγράφου και/ή σύμβαση εγγυήσεως ημερ. 27/04/2007 ήταν παράτυπη, καθ’ότι:

(α) Ήταν Ultra Vires των σκοπών της Εναγόμενης εταιρείας.
(β) Οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν κατατεθειμένο ανάλογο ποσόν ή εξασφάλιση.
(γ) Το ποσό εγγύησης ήταν η συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος υπ’αριθμόν 10 Α, Βlock C, επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/2020, τεμάχιο 391, Φύλλο/Σχέδιο 33/55, εις το Παραλίμνι.
(δ) Δεν υπάρχει απόφαση και/ή Resolution και/ή ψήφισμα διά σύναψη της συμφωνίας εγγυήσεως και/ή έγγραφο εγγυήσεως από την Εναγόμενη εταιρεία.»

«10. Ως εκ των άνω οι Εναγόμενοι 2 αξιούν κατωτέρω ανταπαιτητικώς Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, με το οποίο να απαλλάσσονται και να αποδεσμεύονται από εγγυητές του Εναγόμενου 1.»

«11. Περαιτέρω οι Εναγόμενοι 2 αρνούνται τις παραγράφους 12, 13, 14, 15 και 16 και ισχυρίζονται ότι τα οφειλόμενα ποσά κατά τις 30/06/2009 δεν ανέρχονταν εις το ποσόν των €67.144,11. Περαιτέρω αρνούνται ότι ο επίδικος λογαριασμός υπ’αριθμόν 0444-82-001049-48 και/ή ότι είναι αριθμός του λογαριασμού ορθός.»

«12.Άνευ βλάβης των ως ανω οι Εναγόμενοι 2 αναφέρουν και ισχυρίζονται οτι οι Ενάγοντες δικαιούνταν να χρεώνουν τόκο υπολογιζόμενο με βάση το ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο καθορίζεται από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσαυξημένο. Περαιτέρω οι Ενάγοντες δεν ενημέρωναν ειδικά τους Εναγόμενους 2 για το ύψος του επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται.»

Η αίτηση των εναγομένων 2 βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.25 Κ.1-6, Θ.Θ.1-6, Δ.9, Θ.Θ.2 και 10, Δ.12, Θ.4 και Δ.48, Θ.1,2, Θ.8(1) (p) και (2) και στη Πρακτική και τις Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου και συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Ανδρέα Κέκκου.

Στην ένορκη δήλωση του ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι είναι ασκούμενος δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο Α.Klydes LLC και έχει στην κατοχή του το φάκελο της αγωγής και γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από τα έγγραφα του φακέλου, από πληροφορίες που έλαβε από τους εναγόμενους 2 από τους οποίους είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Αναφέρει περαιτέρω ότι η υπεράσπιση ετοιμάσθηκε και καταχωρήθηκε από άλλο δικηγορικό γραφείο και λόγω αβλεψίας δεν συμπεριελήφθηκε ολοκληρωμένη η υπεράσπιση των εναγομένων 2. Κατά την ετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας στις 26/1/12 και την συλλογή διαφόρων εγγράφων διαπιστώθηκε η παράλειψη συμπερίληψης ολοκληρωμένης της Υπεράσπισης.

Είναι περαιτέρω η θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η τροποποίηση είναι ουσιώδης και αναγκαία έτσι ώστε να προωθούν τη θέση των εναγομένων 2. Aναφέρει, τέλος, ότι η αίτηση υποβάλλεται καλόπιστα, δεν επηρεάζεται η θέση των Εναγόντων και οιαδήποτε δυσχέρεια προκληθεί οι ενάγοντες μπορούν να αποζημιωθούν με έξοδα.

Οι ενάγοντες-καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση η οποία ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Μιχάλη Στυλιανού, λειτουργού της υπηρεσίας ανάκτησης χρεών και προβάλλουν τους κάτωθι συγκεκριμένους λόγους:

1. Η ένορκος δήλωση του κου Ανδρέα Κέκκου που υποστηρίζει την αίτηση των εναγόμενων 2-αιτητών ημερομηνίας 7/2/2012 πάσχει και είναι παράτυπη και ως εκ τούτου η αίτηση των εναγόμενων 2-αιτητών δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο. Δεν επεξηγείται από την πλευρά των εναγόμενων 2-αιτητών γιατί δεν προβαίνουν οι ίδιοι οι εναγόμενοι 2-αιτητές στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας υπό εξέταση αίτησης τους και προβαίνει ασκούμενος δικηγόρος εκ μέρους τους στην εν λόγω ένορκο δήλωση.

2. Η παρούσα αίτηση τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 γίνεται κακόπιστα καθ’ ότι (α) δεν εξειδικεύονται τα στοιχεία ή/και τα γεγονότα που επιβάλλουν την τροποποίηση και άρα εκλείπει το αναγκαίο υπόβαθρο προς υποστήριξη του αιτήματος και (β) περιλαμβάνει τροποποιήσεις που αφορούν σε ψευδή ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή/και εύλογα μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και ως εκ τούτου η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κακόπιστη και καταχρηστική.

3. Δεν προβάλλεται κανένας βάσιμος ή/και επαρκής λόγος στην ένορκο δήλωση ημερομηνίας 7/2/2012 που συνοδεύει την αίτηση τροποποίησης που να εξηγεί ή/και δικαιολογεί την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης τροποποίησης της Υπεράσπισης και Ανταπάντησης των εναγομένων 2-αιτητών.

4. Με την καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 επιχειρείται ριζική μετατροπή της ανταπαίντησης καθ’ ότι εισάγονται νέες βάσεις ή/και αιτίες ή/και γραμμές υπεράσπισης ή/και ανταπαίντησης από τους εναγόμενους 2-αιτητές σχεδόν 5 χρόνια από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007, σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010, ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις της Υπεράσπισης και Ανταπαίντησης όπως εμφαίνονται στο αιτητικό της αίτησης αποτελούν πλήρη διαμόρφωση της Υπεράσπισης της και Ανταπαίντηση των εναγομένων-αιτητών και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

5. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης καθ’ ότι στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης θα περιέχονται αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

6. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν διατυπώνονται σωστά ή/και κανονικά με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση ή/και παραπλάνηση στους ενάγοντες-καθ’ών η αίτηση και να μην δύναται να γίνουν κατανοητές οι αιτούμενες τροποποιήσεις τροποποιήσει και να περιπλέκεται και να γίνεται δυσνόητη η πραγματική βάση της αγωγής. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

7. Η αίτηση τροποποίησης ημερομηνίας 7/2/2012 αφορά σε ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή εύλογα μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και η καταχώρηση της σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010 (ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012) είναι έκδηλα, υπέρμετρα και αδικαιολόγητα καθυστερημένη και παραβιάζει το θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου που καθιερώνεται στο άρθρο 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο η δίκη πρέπει να διεξάγεται μέσα σε εύλογο χρόνο. Τυχόν έγκριση της παρούσας αίτησης θα εκτροχιάσει τη δίκη και θα οδηγήσει σε υπέρμετρη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης θα περιέχονται αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

8. Η καθυστέρηση (latches) και/ή υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση υπό τις περιστάσεις, στην υποβολή της παρούσας αίτησης, για τροποποίηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, για ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία οι εναγόμενοι 2-αιτητές γνώριζαν ή, εύλογα, μπορούσαν να εντοπισθούν από τους εναγόμενους 2-αιτητές από την ημερομηνία από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγυήσεως ημερομηνίας 27/4/2007 ή/και από την αρχή της παρούσας υπόθεσης και η καταχώρηση της σχεδόν 2.5 χρόνια από την καταχώρηση του κλητήριου εντάλματος στις 16/9/2009, πέραν των 2 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρησης της Υπεράσπισης των εναγομένων 2-αιτητών στις 18/1/2010 και πέραν 1 χρόνου μετά που η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά για Ακρόαση στις 17/11/2010 (ενώ να σημειωθεί ότι ορίστηκε για ακόμη 5 φορές για Ακρόαση στο μεσοδιάστημα στις 24/3/2011, 6/10/2011, 22/11/2011, 26/1/2012 και 23/2/2012), προσλαμβάνει την μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και κατάχρησης της Δικαστικής διαδικασίας (abuse of the process of the court). Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστική.

9. Η αιτούμενη τροποποίηση δεν θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης καθ’ ότι επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των εναγόντων-καθ’ών η αίτηση οι οποίοι θα υποστούν βλάβη η οποία δεν είναι δυνατόν να αποζημιωθεί σε χρήμα εφόσον η έκδηλα και αδικαιολόγητα καθυστερημένη καταχώρηση της παρούσας αίτησης τροποποίησης θα προκαλέσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην αποπεράτωση της παρούσας υπόθεσης και θα παραβιάσει το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα των εναγόντων για διεξαγωγή της δίκης και της διάγνωσης των δικαιωμάτων του ενάγοντα μέσα σε εύλογο χρόνο και επίσης τυχόν έγκριση των αιτούμενων τροποποιήσεων θα συνεπάγεται την ύπαρξη αντιφάσεων στο νέο τροποποιημένο δικόγραφο αντιφάσεις τέτοιας μορφής που αντί να απλοποιούν και να συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα θα τα περιπλέξουν ή/και γενικεύσουν σε βαθμό που δεν θα είναι δυνατή η κατανόηση των επίδικων θεμάτων και η επίλυση τους σε σύντομο χρόνο και η πραγματική βάση της υπόθεσης θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί και ως εκ τούτου, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.»

Και οι δύο πλευρές προχώρησαν με κατάθεση γραπτών αγορεύσεων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους χωρίς οιαδήποτε εξ αυτών να προχωρήσει σε αντεξέταση οιουδήποτε ενόρκως δηλούντα.

Ως έχει προαναφερθεί, η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων και στη Δ. 25 θ.1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών θεσμών η οποία αποτελεί τη βασική πρόνοια που παρέχει δυνατότητα τροποποίησης κλητηρίου εντάλματος και ή δικογράφου. Οι γενικές διατάξεις της Δ.25 είναι αυτές που δίδουν στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να προβαίνει στις σχετικές τροποποιήσεις. Η Δ.25 Θ.1 στην οποία στηρίζεται η αίτηση προνοεί ως ακολούθως:

“1. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.”

Προβληματίστηκα κατά πόσο η απόφαση στην υπό εξέταση αίτηση θα έπρεπε να έχει τη δομή παρομοίων αποφάσεων κάνοντας αναφορά στις αιτούμενες τροποποιήσεις και στους προβαλλόμενους λόγους ένστασης εξετάζοντας τον κάθε ένα ξεχωριστά λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη νομική πτυχή όσο και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα. Θεωρώ όμως ότι θα ήταν αδόκιμο να ακολουθήσω την γραμμή αυτή αφού όπως θα καταδειχθεί παρακάτω είναι αχρείαστη ενόψει του πρώτου προβαλλόμενου λόγου ένστασης των Εναγόντων – Καθ΄ ων η αίτηση.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι μέχρι και τις 26/1/12 εκ μέρους των εναγομένων 2 εμφανιζόταν άλλο δικηγορικό γραφείο οπόταν και κατ΄ εκείνη την ημερομηνία κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου αποσύρθηκαν από την εκπροσώπηση των εναγομένων 2 και ανέλαβε ο νυν δικηγόρος τους. Η δε υπόθεση από τις 26/1/12 επαναορίστηκε για ακρόαση στις 23/2/12 έτσι ώστε να δοθεί ο χρόνος στο δικηγορικό γραφείο Κλαϊδη να προετοιμαστεί για την υπόθεση. Στις 7/2/12 καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση.

Θεωρώ ότι το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αυτό της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση που ως έχει προαναφερθεί έχει γίνει από τον ασκούμενο δικηγόρο κ. Α.Κέκκου ο οποίος εμφανίστηκε και κατά την ημέρα της ακρόασης και προχώρησε στην κατάθεση γραπτών αγορεύσεων. Το θέμα αυτό εγείρεται στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η ένορκη δήλωση είναι παράτυπη αφού δεν επεξηγείται από πλευράς εναγομένων 2 ο λόγος για τον οποίο οι εναγόμενοι 2 δεν προβαίνουν οι ίδιοι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης τους. Η παράλειψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση, η αίτηση να στερείται πραγματικού υποβάθρου. Τη θέση τους οι καθ΄ ων η αίτηση την υποστηρίζουν με σχετική νομολογία επί του θέματος.

Το ζήτημα αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας αφού σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι όντως η ένορκη δήλωση είναι παράτυπη τότε θεωρώ δεν θα είναι δυνατό να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης ελλείψει υποβάθρου που να την στηρίζει.

Είναι γεγονός ότι η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του ασκούμενου δικηγόρου Α.Κέκκου ο οποίος είναι στο δικηγορικό γραφείο Α.Klydes LLC. Πηγή της γνώσης του για την υπόθεση προέρχεται, ως ο ίδιος αναφέρει, από μελέτη και εξέταση του φακέλου της υπόθεσης από πληροφορίες που έλαβε από τον δικηγόρο Α.Κλαϊδη και από τους εναγομένους 2 πελάτες του.

Κατ΄ αρχάς εκείνο που θα πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι ότι επιζητείται η εκ βάθρων τροποποίηση της υπεράσπισης. Εχει αναφερθεί προηγουμένως ότι ζητείται η προσθήκη 9 νέων παραγράφων και οι οποίες έχουν παρατεθεί στην παρούσα απόφαση. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, πέραν του ότι υπογράφεται από ασκούμενο δικηγόρο, υπάρχει μια γενική και αόριστη αναφορά σε έγγραφα και πληροφορίες που ο ενόρκως δηλών έλαβε από τον φάκελο της υπόθεσης, από τους εναγόμενους 2 και από τον δικηγόρο κ. Α.Κλαϊδη χωρίς οιανδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Ανεξαρτήτως όμως τούτου είναι νομολογημένο ότι η υπογραφή ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την αίτηση από τον συνήγορο του αιτητή είναι πρακτική η οποία είναι ανεπιθύμητο να γίνεται και θα έπρεπε το φαινόμενο αυτό να είχε ήδη εκλείψει. (Βλ. Τhanos Hotels Ltd. V. Δημήτρη Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036, Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Θεοδώρας Αγαθοκλέους (1996) 1Β Α.Α.Δ. 1203, Dmitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva Π.Ε. Αρ. 130/09 ημερ. 29/1/10). Περαιτέρω στην υπόθεση Ιn Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 326, αποφασίστηκε ότι στο νομικό μας σύστημα ο δικηγόρος καταλαμβάνει μια μοναδική θέση. Είναι από κάθε άποψη λειτουργός της δικαιοσύνης και ένας δικηγόρος που είναι μάρτυρας δεν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και αξιωματούχος της δικαιοσύνης.

Στην παρούσα περίπτωση, εκτός των πιο πάνω αναφερθέντων, ο ενόρκως δηλών δεν αναφέρει οτιδήποτε γιατί να μην ορκιστεί ο ίδιος ο αιτητής προς υποστήριξη της αίτησής του. Ουδεμία εξήγηση δίδεται η οποία θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσει την υπογραφή της ένορκης δήλωσης από τον ασκούμενο δικηγόρο και όχι από τον αιτητή. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Νεόφυτου Γεωργιάδη αίτηση certiorari 90/10 ημερ. 25/8/10, η πρακτική αυτή αποτέλεσε ένα από τους λόγους απόρριψης της αίτησης. Αναφορά γίνεται επίσης και στην υπόθεση Rybolovlev (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.»

Στην εν λόγω υπόθεση έγινε δεκτή η ένορκη δήλωση από δικηγόρο ενόψει του κατεπείγοντος του θέματος εφόσον επρόκειτο για αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων αλλά και διότι η αιτήτρια ήταν μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία είχε την φροντίδα του ανήλικου τέκνου της και επιλαμβανόταν

λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στην παρούσα περίπτωση ουδεμία αναφορά γίνεται περί της παράλειψης αυτής ή και οτιδήποτε που να την δικαιολογεί.

Τέλος θα ήθελα να παραθέσω και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γιώργος Κεσίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 589, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Εχουμε παρατηρήσει επίσης ότι η ένορκη δήλωση που έχει επισυναφθεί στην αίτηση έχει υπογραφεί από τον ίδιο το δικηγόρο, ο οποίος εμφανίζεται και ως δικηγόρος του αιτητή. Η τακτική δικηγόρων να επισυνάπτουν δικές τους ένορκες δηλώσεις σε αιτήσεις σε υποθέσεις που χειρίζονται οι ίδιοι, έχει επισύρει δυσμενή σχόλια των δικαστηρίων. (Βλ. Ahapittas v. Roc-Chick Ltd. (1968) 1 C.L.R. 1, Ιωαννίδη ν. Σπαρσή (1979) 2 J.S.C. 186, Efthymiou *1987( 1 C.L.R. 329 και Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 356). Το θέμα έχει λάβει συγκεκριμένη απαγορευτική μορφή, αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 13(5) των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002, όταν ένας δικηγόρος προτίθεται να εμφανισθεί ως μάρτυς θα πρέπει να εγκαταλείψει την ιδιότητα του δικηγόρου. Παράλειψη συμμόρφωσης εκ μέρους του δικηγόρου στην πιο πάνω πρόνοια (που περιλαμβάνει και περιπτώσεις ενόρκων δηλώσεων που υπογράφονται και καταχωρούνται από δικηγόρους), συνιστά διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Σημειώνουμε την πιο πάνω απαράδεκτη διαδικασία, η οποία δυστυχώς εξακολουθεί να υφίσταται και αφήνουμε το θέμα ως εδώ.»

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η αίτηση στερείται του αναγκαίου υποβάθρου και θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της.

Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον
Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων-Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον των εναγομένων 2-αιτητών τα οποία να καταβληθούν στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.)………………………………………
Λ.Μουγής, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής.
Source