Klaedes / Κλαΐδη / Klydes: v. Υπουργείο Οικονομικών Φ.Π.Α Case 393/11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 393/2011)

30 Ιανουαρίου 2015

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

KLAEDES ANDREW TONY PANTELI,

Αιτητής

– ΚΑΙ –

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

Α. Κλαΐδη (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ημερ. 19.1.2011, με την οποία επεβλήθη στον αιτητή η καταβολή του ποσού των €24.610 ως Βεβαίωση Φόρου για την περίοδο 1.6.2007-31.3.2009.

Κατά τις θέσεις που προωθήθηκαν στην προσφυγή και τις αγορεύσεις, ο αιτητής ενεγράφη ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αμμοχώστου από 26.3.1997 μέχρι δε το 1999 ήταν δικηγόρος-υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο του Κύπρου Ανδρέου στη Λάρνακα. Από το 2000 μέχρι το 2001 διετέλεσε δικηγόρος-υπάλληλος στο γραφείο του Ευάγγελου Σαμμούτα στη Λάρνακα. Από τα τέλη του 2001 δημιούργησε δικό του δικηγορικό γραφείο μέχρι και σήμερα, αλλά για τα έτη 2006 μέχρι τον Ιούνιο του 2007, το δικηγορικό γραφείο που διατηρείτο με την επωνυμία Klydes-Carter Solicitors δεν διεκπεραίωνε εργασίες με το προσωπικό όνομα του αιτητή. Επομένως, όταν οι καθ΄ ων κατά το 2006 επισκέφθηκαν το γραφείο προς έλεγχο, αυτοί εξέτασαν αρχεία και βιβλία που δεν σχετίζονταν μόνο με το πρόσωπο του αιτητή βεβαιώνοντας στη συνέχεια φόρο αδικαιολόγητα και παράνομα.

Η θέση περαιτέρω, όπως αναπτύσσεται στην αγόρευση, εστιάζεται στο δεδομένο ότι η επιβολή του Φ.Π.Α. ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Η εγγραφή που ο Έφορος Φ.Π.Α. επέβαλε από την 1.1.1998 με την αναδρομική εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. είναι λανθασμένη και βασισμένη σε στοιχεία τα οποία δεν ήταν ικανά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ημερήσια εισοδήματα του δικηγορικού γραφείου ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την εγγραφή. Περαιτέρω, η ενέργεια των καθ΄ ων στη βάση ανεπαρκών και αυθαίρετων δεδομένων έγινε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας διότι δεν χρησιμοποιήθηκε η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις μεθοδολογία εφόσον η έρευνα δεν ήταν καλόπιστη και η απόφαση για την καταβολή Φ.Π.Α., βασίσθηκε σε υλικό άσχετο με το δικηγορικό γραφείο και του αιτητή προσωπικά.

Οι καθ΄ ων αντίθετα θεωρούν ορθή και εύλογη την προσβαλλόμενη πράξη στη βάση των εξής δεδομένων: Ότι η εκ μέρους του αιτητή υποβολή της αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. έγινε την 1.6.2007, αλλά υπάρχει παραδοχή ότι ενεργούσε ως δικηγόρος και σε προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα ότι από το 2001 λειτουργούσε γραφείο προσωπικά. Έστω και κάτω από την επωνυμία Klydes Carter Solicitors, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου από τους αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., ότι τα εισοδήματα ήσαν υπό την ιδιότητα υπαλλήλου δικηγόρου σε άλλο γραφείο ή εισοδήματα προερχόμενα από τον συνεταιρισμό. Ούτε και παρουσιάστηκαν στοιχεία ή δεδομένα κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου και των επαφών των λειτουργών του Φ.Π.Α. με τον αιτητή που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς που εκ των υστέρων προβάλλονται μέσω της προσφυγής και της αγόρευσης.

Είναι η θέση των καθ΄ ων περαιτέρω ότι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο Φ.Π.Α. ήταν λογικά και συναρτώμενα προς τα στοιχεία που βρέθηκαν στα αρχεία του δικηγορικού γραφείου. Αντί να υποβληθεί εκ μέρους του γραφείου αυτοβούλως και έγκαιρα η διαδικασία συμμόρφωσης και εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., ο αιτητής ανέμενε τον εντοπισμό του από τις φορολογικές αρχές του Κράτους. Δεν τηρούνταν βιβλία, αρχεία και στοιχεία κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας, ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν συμφωνούσαν οι δηλωμένες εκροές και ο φόρος εκροών όπως δηλώθηκαν στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1.6.2007-30.9.2007, με τις εκροές και το φόρο εκροών των τιμολογίων που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο. Όπου οι φορολογικές δηλώσεις κρίνονται από τον Έφορο ως ελλιπείς ή περιέχουσες σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την κρίση του. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την υποχρέωση του δικηγορικού γραφείου να υποβληθούν ορθές φορολογικές δηλώσεις, οι καθ΄ ων εύλογα και ενεργώντας μέσα στα πλαίσια του σχετικού άρθρου 49, βεβαίωσαν τον οφειλόμενο φόρο χωρίς να είχαν ταυτόχρονα οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση για διεξαγωγή έρευνας που μπορούσε ή όχι να φέρει στην επιφάνεια περαιτέρω αποδεικτικό υλικό.

Σύμφωνα με πλούσια επί του θέματος νομολογία, το Τμήμα Φ.Π.Α. δικαιούται να προβεί σε καθορισμό του οφειλόμενου φόρου από μια επιχείρηση όταν δεν δίδονται επαρκείς εξηγήσεις ή όπου η τήρηση των αναγκαίων βιβλίων δεν είναι πλήρης ή ορθή ή διαπιστώνονται ελλείψεις στα λογιστικά βιβλία. Αυτό επιτρέπεται από το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, το οποίο και ρητά μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη πράξη. Όπως αναφέρθηκε στην P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 266, ο Έφορος Φ.Π.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί την καλύτερη δυνατή κρίση του υπό το φως των δεδομένων που έχει στη διάθεση του και να χρησιμοποιήσει τη μεθοδολογία που είναι αναγκαία για να εξαγάγει το οφειλόμενο φόρο. Λέχθηκαν τα εξής, τα οποία ισχύουν και στην υπό κρίση περίπτωση:

«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, στην έλλειψη δε στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο επιχειρηματίας να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις (δέστε Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211, Σουβλάκια Γύρος «Κρητικός» Λτδ ν site web. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21.) Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου στην περίπτωση του Φ.Π.Α., ο δε Έφορος διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση, περίοδο (δέστε F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 77».

Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει σε σχέση με την παρούσα προσφυγή είναι ότι προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης, η αναγκαστική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1.1.1998, η οποία πράξη είναι αυτοτελώς διοικητική πράξη και, ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, αποτελεί αντικείμενο άλλης προσφυγής, της υπ΄ αρ. 225/2011, η οποία εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η κα Καρακάννα κατά τις διευκρινίσεις υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι έγινε προσπάθεια εκ μέρους των καθ΄ ων να συνενωθεί η παρούσα προσφυγή με τις υπ΄ αρ. προσφυγές 225/2011, 226/2011 και 394/2011, όλες των οποίων ασκήθηκαν από τον αιτητή, πλην όμως αντιμετώπισαν την ένσταση της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα να αποσυρθεί η αίτηση για συνεκδίκαση στις 6.3.2013. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το μόνο ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί είναι η ορθότητα της εδώ προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 19.1.2011, (Παράρτημα 3 στην ένσταση), η οποία και αναφέρεται αποκλειστικά στη βεβαίωση φόρου για την περίοδο 1.6.2007 μέχρι 31.3.2009.

Η βάση αυτής της απόφασης σχετίζεται με την μη τήρηση βιβλίων, αρχείων και στοιχείων ως προνοείται από τον Κανονισμό 22 της Κ.Δ.Π. 314/2001, εφόσον δεν παρουσιάσθηκε στον Έφορο Φ.Π.Α. οποιοσδήποτε από τους λογαριασμούς Φ.Π.Α. εισροών και εκροών, ούτε και οποιαδήποτε άλλα βιβλία ή αρχεία. Οι δηλωμένες εκροές και αντίστοιχα ο δηλωμένος φόρος εκροών για την περίοδο 1.6.2007-30.9.2007 δεν συμφωνούσαν με τα ποσά που προέκυπταν από τα προσκομισθέντα τιμολόγια. Περαιτέρω, ότι εκδόθηκαν τιμολόγια στο όνομα του αιτητή από το 2004 στα οποία φαίνεται κανονική χρέωση του ποσού του Φ.Π.Α., χωρίς όμως ταυτόχρονα την έγκαιρη εγγραφή της δικηγορικής δραστηριότητας στο Μητρώο Φ.Π.Α. Και, τέλος, ότι από το αρχείο υποθέσεων που τηρούσε το δικηγορικό γραφείο και από τις τραπεζικές καταστάσεις διαπιστώθηκε ότι ο κύκλος εργασιών ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το έτος 1992, χωρίς όμως να υπήρξε εγγραφή στο Φ.Π.Α.

Τα όλα δεδομένα της επιχείρησης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, οδήγησαν τους καθ΄ ων στο συμπέρασμα ότι έγινε «.. εσκεμμένη απόκρυψη του Φ.Π.Α. που οφείλετε προς την Υπηρεσία Φ.Π.Α.». Στη βάση των παραλείψεων και αδυναμιών που παρουσίαζε το σύστημα τήρησης του δικηγορικού γραφείου έγινε εξωλογιστικός προσδιορισμός των εισπράξεων στην εξής βάση: Για τα έτη 1998-2005 και το έτος 2007, λήφθηκε ο κατάλογος των υποθέσεων με καταμέτρηση του αριθμού που διεκπεραιώθηκε κατ΄ έτος. Στη συνέχεια υπολογίστηκε μια μέση τιμή χρέωσης για κάθε υπόθεση διαφορετική ανά έτος, πολλαπλασιάζοντας την τιμή χρέωσης επί τον αριθμό των υποθέσεων ώστε να υπολογιστούν οι ετήσιες εισπράξεις. Στη βάση αυτή υπολογίστηκε ο οφειλόμενος φόρος εκροών στο ποσό των €22.372,73 με λεπτομέρειες να καταγράφονται στο Παράρτημα 1 της προσβαλλόμενης πράξης, με επιπλέον ποσό πρόσθετου φόρου σε ποσοστό 10%, δηλαδή, €2.237,27, ενώ στο σύνολο του ποσού των €24.610, που είναι το ποσό για το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση, επιβλήθηκε τόκος 9% για τα έτη μέχρι το 2006 και 8% για τα επόμενα έτη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής δεν είναι η αυτεπάγγελτη εκ μέρους του Εφόρου εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α., ενέργεια που είναι δυνατή, εν πάση περιπτώσει, με βάση τη νομολογία στη βάση δέουσας έρευνας και την υποχρέωση του υποκείμενου σε φορολογία να εγγραφεί στο Μητρώο, (Δημοκρατία ν. Δεκράνι Τουριστικές Επιχειρήσεις Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 415 και Δημοκρατία ν. Νικοδήμου (2002) 3 Α.Α.Δ. 504). Η αναδρομική εγγραφή λόγω παράλειψης εγγραφής είναι επιτρεπτή στη βάση των άρθρων 13 και 14 του Νόμου αρ. 246/1990, (Peters v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 249).

Υπό αναθεώρηση εδώ είναι το ύψος του επιβληθέντος φόρου. Το βάρος για να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η επιβολή της φορολογίας ήταν λανθασμένη, το φέρει ο αιτητής, (Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47). Αυτό το βάρος συναρτάται και προς την ταυτόχρονη υποχρέωση του φορολογούμενου να τηρεί βιβλία και αρχεία και να προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Στην έλλειψη τέτοιων στοιχείων και αποδείξεων, επιτρέπεται στον Έφορο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 509).

Είναι επίσης αναγνωρισμένη διαχρονικά η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή έλεγχο της επιβληθείσας φορολογίας εφόσον το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας, επεμβαίνει δε μόνο όταν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339 και Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287). Η κρίση του Εφόρου παραμένει επί των τεχνικών θεμάτων της φορολογικής εξέτασης και επιβολής του φόρου, ανέλεγκτος, (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345), και εφόσον η κρίση αυτή δεν εκφεύγει των ορίων του λογικά εφικτού, αυτή δεν ανατρέπεται, (Λ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106 και Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Α.Ε. αρ. 54/2010, ημερ. 4.12.2014).

Τα όσα θέματα εγείρει εδώ ο αιτητής δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση του Εφόρου, ο οποίος βεβαίωσε το φόρο με την προσβαλλόμενη πράξη με πλήρη και επαρκή αιτιολογία. Έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω ο αριθμός των φορολογικών παραλείψεων του αιτητή όπως προσδιορίζονται στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 19.1.2011. Η αναλυτική κατάσταση του Παραρτήματος Ι, ανά φορολογική περίοδο δείχνει τις αναμενόμενες εισπράξεις για κάθε περίοδο, τον ανάλογο συντελεστή Φ.Π.Α. και τον φόρο εκροών επί των αναμενόμενων εισπράξεων. Παρέχεται επίσης ο δηλωμένος φόρος εκροών για κάθε περίοδο και εν τέλει ο οφειλόμενος φόρος εκροών. Η κρίση αυτή του Εφόρου έγινε στη βάση του ελέγχου των εγγράφων και δεδομένων που οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. βρήκαν ή είχαν στη διάθεση τους, με πλήρη στοιχεία να περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση.

Πέραν των επί μέρους δεδομένων που καταγράφονται αναλυτικά στις σελίδες 000009-000050, οι αρχικές εξηγήσεις που καταγράφονται στις σελίδες 000003-000005, αναφέρονται στην αξιοπιστία των βιβλίων και αρχείων που κρατούσε ο αιτητής, εισηγήσεις για βεβαίωση του φόρου και άλλες ενέργειες, τη φορολογική βεβαίωση και την ταμειακή βεβαίωση. Διαπιστώθηκε ότι τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης δεν ήταν αξιόπιστα και επομένως παρέστη ανάγκη για εξωλογιστικό προσδιορισμό των πωλήσεων. Στη συνέχεια εξηγείται ο τρόπος υπολογισμού των εισπράξεων κατ΄ έτος και κατά υπόθεση. Με μέση τιμή χρέωσης καθ΄ υπολογισμό υπολογίστηκε το εισπραχθέν ποσό και τέλος ο οφειλόμενος φόρος.

Η φορολογική περίοδος για την οποία επεβλήθη ο φόρος είναι η 1.6.2006-31.3.2007. Τα όσα επομένως λέγει ο αιτητής αναφορικά με το ότι είχε γραφείο ως δικηγόρος το 1997 και όχι προγενέστερα και επομένως λανθασμένα γίνεται αναφορά στο σημείο (δ) της προσβαλλόμενης πράξης ότι από το αρχείο υποθέσεων είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε κύκλος εργασιών που ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το 1992, δεν είναι σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση. Το (δ) ως άνω, παρέχει απλώς ένα ιστορικό δεδομένο ως προς την ημερομηνία που ο αιτητής όφειλε να εγγραφεί στο Φ.Π.Α. και δεν το έπραξε. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης προσφυγής. Αφορά στην αναδρομική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. και δεν σχετίζεται με την παρούσα. Περαιτέρω, τα αναφερόμενα κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στις διαπιστώσεις των λειτουργών του Φ.Π.Α., αναφορικά με εισπράξεις το 1992, 1994, 1996, κλπ., απαντώνται με την εξής απλή επισήμανση και ταυτόχρονα υπενθύμιση. Ότι στον αιτητή επεβλήθη φόρος για συγκεκριμένη περίοδο 1.6.2006-31.3.2007, όπως ορθά εντοπίζει και επαναλαμβάνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση.

Γενικά, όλες τις αιτιάσεις που προβάλλονται με την αγόρευση του αιτητή, απαντώνται με το επιχείρημα ότι οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. ενήργησαν στη βάση των δεδομένων, στοιχείων, καθώς και όσων βιβλίων και αρχείων βρήκαν και τις εξηγήσεις που παρέθεσε ο ίδιος ο αιτητής. Στις εκ των υστέρων θέσεις ότι πολλές από τις εισπράξεις αφορούσαν συνεταιρισμό, ή, εργασία ως υπάλληλος ή για άλλους, η εύλογη απάντηση των καθ΄ ων είναι, και αυτό χωρίς αντίκρουση, ότι ουδέποτε ο αιτητής προέβαλε τέτοιους ισχυρισμούς κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου. Το ότι υπήρξε εν πάση περιπτώσει επαρκής και ορθός έλεγχος των δεδομένων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό με τη Λαϊκή Τράπεζα, και αφορούσαν κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, χρήματα εισπραχθέντα υπό μορφή καταπιστεύματος για την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας ξένων επενδυτών στην Κύπρο, δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε θεωρήθηκαν ως εισπράξεις και πωλήσεις του αιτητή, έστω και αν ο λογαριασμός ήταν απλώς στο όνομα του αιτητή.

Το ίδιο αφορά και τις εισπράξεις από πιστωτικές κάρτες, τα στοιχεία των οποίων με βάση δεδομένα από τη JCC για προηγούμενα έτη, επιβεβαίωναν τον τρόπο υπολογισμού για την επίδικη φορολογική περίοδο. Η συνήγορος των καθ΄ ων παραθέτει επιμελώς στις σελ. 6-7 της αγόρευσης της τα ορθά ποσά από εισπράξεις μέσω πιστωτικής κάρτας επί των οποίων ενήργησε ο Έφορος Φ.Π.Α. Και ορθά περαιτέρω αναφέρεται ότι η εταιρεία Andrew Klydes LLC συστήθηκε μόλις στις 10.11.2008, (Παράρτημα 2 στην αγόρευση των καθ΄ ων), και κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί ότι οι εισπράξεις με πιστωτική κάρτα για προηγούμενα της πιο πάνω ημερομηνίας έτη, αφορούσαν την πιο πάνω εταιρεία, παρέμειναν μετέωροι.

Οι καθ΄ ων ενήργησαν ορθά, δίκαια και εύλογα. Στο Παράρτημα 1 της αγόρευσης τους παρουσιάζεται περαιτέρω επεξήγηση και για τον συνεταιρισμό Carter Marion Joyce & Klaedes Andrew Tony Panteli, ο οποίος χρησιμοποιείτο κάποτε για έκδοση τιμολογίων από τον ίδιο τον αιτητή και ο οποίος συνεταιρισμός λειτούργησε για μικρή μόνο περίοδο από 2.4.2007 μέχρι 31.5.2007.

Η κα Κλαΐδη παρέπεμψε στην υπόθεση Pegasos Birds Ltd v. Commissioner of HM Custom and Excise (2004) EWCA Civ 1015, (Court of Appeal), ως προς τις βεβαιώσεις φόρου κάτω από το Value Added Tax Act 1994, “to best of their judgment” που χρησιμοποιείται από τους φοροθέτες. Η φράση απαντάται στο s.73(1) του 1994 Act. Μετά από σφαιρική ανάλυση του θέματος και με αναφορά στις προηγούμενες υποθέσεις Rahman v. Customs and Excise Commissioners (1998) STC 826 και Rahman (No. 2) (2003) STC 150, καθώς και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές στο Tribunal, ότι το πρωταρχικό του καθήκον είναι να καθορίσει το ορθό ποσό φόρου σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα, και με το βάρος να κείται στο φορολογούμενο. Ότι εάν ο φορολογούμενος επιδιώκει να αμφισβητήσει τη φορολογία από τους Commissioners ενώπιον του Tribunal στη βάση του “best of their judgment ground”, οι λόγοι πρέπει να καταγραφούν με σαφήνεια και πληρότητα πριν την έναρξη της ακρόασης. Ότι ισχυρισμοί περί ανεντιμότητα ή άλλη ατασθαλία εναντίον του Commissioner και των λειτουργών του πρέπει να τίθενται με καθαρότητα και λεπτομερέστατα. Το “best of judgment rule” σημαίνει την εύλογη, δίκαιη και έντιμη εκτίμηση των ενώπιον του φοροθέτη δεδομένων. Το πρόβλημα συνήθως έγκειται στη διαπίστωση του ποσού του φόρου και όχι στο κριτήριο που ασκείται. Η απόφαση αυτή δεν βοηθά τον αιτητή. Αντίθετα, υποστηρίζει το εύλογο της κρίσης των καθ΄ ων. Εκεί επιβεβαιώθηκε η απόφαση του Commissioner ως έχουσα εφαρμόσει το ορθό κριτήριο και ακυρώθηκε η κρίση του Tribunal που ακύρωσε τη φορολογία για το λόγο ότι εφάρμοσε αντικειμενικό κριτήριο, με αναφορά στα στοιχεία υπό φορολόγηση.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζει στην ουσία το ίδιο κριτήριο όσον αφορά την εκτίμηση των γεγονότων και της φορολογίας που επιβάλλεται στην απουσία στοιχείων ή στην παροχή ελλιπών στοιχείων από τον φορολογούμενο, (Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376, Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας – πιο πάνω – και Exantas Marine Enterprises Ltd v. Έφορου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, υπόθ. αρ. 1162/2012, ημερ. 28.11.2014).
Καμιά από τις αιτιάσεις του αιτητή δεν μπορεί να ανατρέψει την εύλογη κρίση των καθ΄ ων, οι οποίοι ενήργησαν με δέουσα έρευνα και εξέδωσαν την επίδικη απόφαση με εύλογη και επαρκή αιτιολογία.

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Στ. Ναθαναήλ,
Δ.

Source

Appeal for second assault case

Αριθ. 28-ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (Ο.35,r3)

ΚΛΙΜΑΚΑ: €50.000 – €100.000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Κατ’ έφεσιν εκ του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (συνδεριάζον στην Λάρνακα) στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIUS DESMOND ODWYER

Ενάγοντα / Εφεσείοντα

-και-

  1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΛΙΟΠΕΤΡΙ

  2. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΦΡΕΝΑΡΟΣ

  3. ΜΑΡΙΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣ, ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ

Εναγομένων / Εφεσίβλητων

Έστω εις γνώσιν υμών ότι o Ενάγοντας δια της παρούσης εφεσιβάλλει την απόφαση την δοθείσαν εν την άνω αγωγή κατά την 18/12/2014 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται εις την παρούσα ειδοποίηση.

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω αποφάσεως.

ή

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον του μέρους εκείνου της έν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής) δι’ού αποφασίζεται (ή διατάσσεται): (α) το ύψος και το είδος των αποζημιώσεων; (β) την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμονών γιατρών και του Ενάγοντα/Εφεσείοντα(β) την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών του Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Διεύθυνση επιδόσεως: Το Δικηγορικό Γραφείο των κ.κ. Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Γωνία Αγίου Παύλου & Κάδμου αρ.2, WisdomTower, 3ος όροφος, 1511 Λευκωσία, Τ.Κ.24144, 1701 Λευκωσία, Θυρίδα Δικαστηρίου 179.

Φ/δι το Δικηγορικό Γραφείο του κου Αναστάσιου Ζ. Μυλωνά, Λόρδου Βύρωνος αρ.64, 1ος όροφος, 6023 Λάρνακα, Θυρίδα Δικαστηρίου 69.

Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Προς: κον ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Συνοικισμός Λιοπετρίου αρ.16Α
Λιοπέτρι – Αμμόχωστος

Κον ΜΑΡΙΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Οδός Οδυσσέα Ελύτη αρ.7
Φρέναρος

Κον ΜΑΡΙΟ ΤΤΙΓΓΗ
Οδός Μόρφου αρ.28
Περβόλια – Λάρνακα

*Ενάγων ή Εναγόμενος, ως ή εκάστοτε περίπτωσις.

Διαγράψετε εάν δεν χρειάζεται. Δηλώσατε τους όρους του μέρους εκείνου της αποφάσεως ή διαταγής δια τον οποίον γίνεται παράπονον.

Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεως του και τα αιτιολογικά τούτων είναι (α):

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή παρερμήνευσε την επιστημονική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και/ή κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα και/ή τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της και/ή απέρριψε εσφαλμένα την ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία σχετίζεται με το ύψος των αποζημιώσεων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Δια το σύνολο της απόφασης, εμφαίνεται πως το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή παρέβλεψε και/ή παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προβαίνοντας σε εικασίες και/ή πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα τα οποία δεν πηγάζουν και/ή δεν στηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία, επιδικάζοντας με αυτόν τον τρόπο χαμηλά ποσά αποζημιώσεων, θέτοντας τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους σε ευνοϊκότερη θέση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε ολοκληρωτικά και/ή στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και/ή εσφαλμένα επιλεκτικά απέρριψε μέρος και/ή ολόκληρη τη μαρτυρία τους και/ή κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται από ιατρικά και/ή επιστημονικά εργαλεία και/ή έστω από άλλη αντίθετη ιατρική γνωμοδότηση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι η μαρτυρία τους παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε, παραλείποντας να λάβει υπόψη ότι η πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων δεν προσκόμισε άλλη ιατρική μαρτυρία η οποία να αντικρούει και/ή να καταρρίπτει τα όσα κατέθεσαν οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά συμπεράσματα τα οποία δεν αιτιολογούνται από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του. Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενώ από τη μια αποδέκτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του Νικόλα Νικολάου, ΜΕ5, και ενώ αποδέκτηκε πως τα ευρήματα του στηρίζονται σε κλινικές και άλλες ιατρικές εξετάσεις, εντούτοις απέρριψε την κατάληξη του ΜΕ5, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με την αιτιολογία πως πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο δεν υποστηρίζεται από ιατρικές εξετάσεις και επιστημονικά τεκμήρια. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εν λόγω γιατρού περί κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άλλη αντικρουστική μαρτυρία, και ως εκ τούτου εσφαλμένα δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε και/ή απέρριψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, o oποίος ήταν ο μοναδικός ψυχίατρος ο οποίος προσήλθε και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος εξέτασε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, χορηγώντας του την κατάλληλη θεραπεία. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε πως ο Ενάγων/Εφεσείων συνεπεία της επίθεσης, παρουσιάζει μόνο συμπτώματα συναισθηματικής διαταραχής, άγχους και αναστάτωσης, απορρίπτοντας το εύρημα του εν λόγω ψυχίατρου, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από συμπτώματα κατάθλιψης και πως είχε εκφράσει στο παρελθόν τάσεις αυτοκτονίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την ιατρική έκθεση, Τεκμ.53, δια της οποίας περιγράφεται η πάθηση “Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions”, την οποία εξήγησε ο εν λόγω γιατρός δια της προφορικής του μαρτυρίας, ήτοι πως πρόκειται για μια αντίδραση στα διάφορα γεγονότα της ζωής που χαρακτηρίζεται από τη διακύμανση συναισθηματικής διαταραχής, δυσκολία προσαρμογής, την έντονη καταθλιπτική διάθεση, άγχος, αϋπνία, έντονη διαταραχή του ύπνου, απώλεια βάρους, απώλεια της ενεργητικότητας, απώλεια όρεξης, σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή παρέλειψε και/ή εσφαλμένα απέρριψε πως λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης ο Ενάγων/Εφεσείων λαμβάνει φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές αγωγές και/ή αντικαταθλιπτικά χάπια. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εσφαλμένης αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα επεδίκασε μειωμένο ποσό αποζημιώσεων και δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με τις αποζημιώσεις για σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο, εν απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας η οποία να αμφισβητεί τη διαδικασία εξέτασης και ευρημάτων του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, εσφαλμένα έκρινε πως ο ΜΕ6 παρέλειψε να παραθέσει στοιχεία από τα οποία να εξακριβώνεται κατά πόσο ακολούθησε κάποια διαδικασία που βασίζεται σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να καταλήξει σε αξιόπιστες μεθόδους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε και/ή δεν υιοθέτησε στην ολότητα της τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, με την αιτιολογία πως ο μάρτυρας «απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί».Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή συγκεκριμένα πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων. Ως απόρροια της εσφαλμένης αυτής αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς έκρινε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχολογικά και/ή ψυχιατρικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλοται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί. Ως εκ τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις σε σχέση με τα όσα προβλήματα κατέθεσε ο εν λόγω γιατρός.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη κατάληξη του ΜΕ6, ήτοι πως τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται στο μεγαλύτρο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί, με την αιτιολογία πως αυτή είναι γενική και/ή αόριστη και/ή πως στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια, ήτοι μόνο στα όσα του έχει αναφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων. Ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης ιατρικής άποψης και/ή εναλλακτικής ιατρικής εξέτασης, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τα ιατρικά κριτήρια στα οποία στηρίκτηκε ο ΜΕ6 για τη διεξαγωγή των ευρημάτων του.

  1. Περαιτέρω, το Σεβαστό Δικαστήριο φαίνεται πως παρερμήνευσε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του από τον ΜΕ6, αφού εσφαλμένα θεώρησε πως η κατάληξη του εν λόγω γιατρού, ότι τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται ως επί των πλείστων στην επίθεση, συγκρούεται και/ή δεν συνάδει με τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος ανέφερε πως ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφειλόταν σε συνδυασμό παραγόντων. Ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται στην επίθεση και στην παράβαση συμφωνίας σε σχέση με την αγοραπωλησία του σπιτιού και κατέληξε πως με βάση τις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται περισσότερο στην επίθεση παρά στην παράβαση της συμφωνίας, αφού βασιζόμενος στις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως η επίθεση ήταν πιο επίπονη εμπειρία για τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, o οποίος ήταν ο μόνος εμπειρογνώμονας υπό την ιδιότητα του ως Consultant AudioVestibular Physician, (με εξειδίκευση στην ωτορινολαρυγγολογία), ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε αντίθετη ιατρική μαρτυρία, η οποία να είναι ικανή να καταρρίψει τα όσα κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα και/ή λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας του εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν επεδίκασε ζημιές για την πρόκληση του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV).

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, αναφέροντας πως τα συμπεράσματα του ήταν αυθαίρετα και/ή στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης με αποτελέσμα να μην επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα. Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όταν θεώρησε πως τα όσα έχουν λεχθεί από το μάρτυρα σε σχέση με τα συμπτώματα ίλιγγου τέθηκαν με γενικότητα και/ή χωρίς να υποστηριχθούν από συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού ο εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως το σύνδρομο Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης) από το οποίο υποφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων, μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο δύο αιτιών, είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή. Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο εν λόγω γιατρός τόνισε επανειλλημένως πως μοναδική αιτία ύπαρξης της εν λόγω πάθησης στη περίπτωση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα είναι ο τραυματισμός στο κεφάλι μετά τον ξυλοδαρμό που υπέστη το τότε χρονικό διάστημα, αποκλείοντας με βεβαιότητα το προχωρημένο της ηλικίας, αφού ως εξήγησε ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν μόλις 39 ετών, γεγονός που αυτομάτως απέκλειε τον παράγοντα – ηλικία, αφού δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των ασθενών με προχωρημένη ηλικία.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όσο αφορά τη δοθείσα μαρτυρία, όταν κατέληξε πως, ο Dr. Υeoh, ΜΕ7, απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση αναφορικά με το κατά πόσο ένας σοβαρός τραυματισμός θα έπρεπε να φανεί κατά την εξέταση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στον αξονικό τομογράφο, αφού o εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως η πάθηση ΒPPV, δεν εμφαίνεται μέσω αξονικής ή ακτινογραφικής τομογραφίας και/ή εξήγησε το εύρημα του βασίζεται στην εξέταση της μανούβρας για να διεξάγει τα συμπεράσματα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς αξιολόγησε αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο ο ΜΕ7, Dr. Υeoh, ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το σύνδρομο ίλγγου θέσης (BPPV). Αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «ισχυρίστηκε με απλουστευμένο τρόπο και χωρίς την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση που αναμένεται από ένα εμπειρογνώμονα, πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το συγκρκιμένο σύνδρομο ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγοντας». Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο, Dr. Yeoh, ΜΕ7, εξήγησε τόσο επιστημονικά και/ή θεωρητικά όσο και παραστατικά την διαγνωστική εξέταση στην οποία υπεβλήθη ο Ενάγων/Εφεσείων, με τρόπο ώστε να αντιληφθούμε τη διαγνωστική μέθοδο που χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο γιατρός ζητά από τον ασθενή να βρίσκεται σε όρθια θέση, έχοντας τα 2 χέρια κολλημένα στο κορμί, ενωμένα τα πόδια και κλειστά τα μάτια, ενώ στη συνέχεια ζητά από τον ασθενή να σταθεί με ενωμένα τα πόδια και τα χέρια υψωμένα μπροστά από το στήθος κάνοντας επί τόπου βηματισμό, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο ασθενής ισορροπεί ή κατά πόσο γέρνει προς τη μια πλευρά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα είχαν λεχθεί από τον Dr. Yeoh, ΜΕ7 και/ή εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω μάρτυρας περιέπεσε σε αντίφαση, αφού σε ένα σημείο της μαρτυρίας τους ανέφερε πως το συγκεκριμένο σύμπτωμα εμφανίζεται μετά από σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι και όχι μικροτραυματισμός, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης δήλωσε πως θα παρέμενε στην ίδια γνωμάτευση έστω και αν ο Ενάγων/Εφεσίων δεν είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό. Εν πάση όμως περιπτώσει, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα προσκολλήθηκε σε λεπτομέρειες, αφού ούτως ή αλλως η μαρτυρία ενός μάρτυρα αξιολογείται μέσα από το σύνολο της και όχι μεμονωμένα και/ή αποσμασματικά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ως διαπιστώνεται μέσα από τη μαρτυρία o ME7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη ότι τα όσα αναφέρθηκαν από τον ΜΕ7 επιβεβαιώνονται και/ή ενισχύονται από τον Νευρολόγο Paul Hart, ο οποίος εξέτασε για πρώτη φορά τον Ενάγοντα/Εφεσίοντα και/ή τον παρέπεμψε στον ΜΕ7 για περαιτέρω εξέταση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το Τεκμ.52, επιστολή του Νευρολόγου Paul Hart, δια της οποίας επιβεβαιώνεται η πάθηση Concussive Vestibulopathy, η οποία αφορά τον τραυματισμό του εσωτερικού αυτιού.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται πως έστρεψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία στα οποία δεν έπρεπε να είχε δώσει καμία βαρύτητα και/ή τα οποία δεν διαφοροποιούσαν τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρέμεινε εσφαλμένα προσκολημμένο σε κατ’ ισχυρισμό λέξεις που χρησιμοποίησε ο ΜΕ7, καταλήγοντας εσφαλμένα πως κάποια πράγματα τα οποία ανέφερε δεν συνάδουν με τα γεγονότα ως τα παρουσίασε ο Ενάγων/Eφεσείων, αξιολογώντας αρνητικά τη μαρτυρία του. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ7 ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων «κλωτσήθηκε» στο κεφάλι ενώ ο Ενάγων/Εφεσείων κατέθεσε πως «πατήθηκε» το κέφαλι του. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός πως τα όσα ανέφερνε ο μάρτυρας μεταφράζονταν και/ή καταγράφονταν στην ελληνική γλώσσα, επομένως δεν θα έπρεπε να είχε στρέψει τη προσοχή του σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες, οι οποίες εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο για το επίδικο θέμα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα και/ή προσκολλήθηκε σε ασήμαντες λεπτομέρειες και/ή στοιχεία, διεξάγοντας εσφαλμένα το συμπέρασμα πως η μαρτυρία του ΜΕ7 στηριζόταν σε αντιφάσεις. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η βεβαιότητα με την οποία προσπάθησε ο ΜΕ7 να στηρίξει το εύρημα του πως τα συμπτώματα ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγων/Εφεσείων οφείλονται στην επίθεση που δέκτηκε, βρίσκονται σε αντίθεση με το Τεκμ.51 που παρουσίασε, στο οποίο αναγράφεται πως «είναι σχεδόν σίγουρο» πως το σύνδρομο οφείλεται στην επίθεση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολικό σε σχέση με τον τρόπο που παρουσίαζε τα γεγονότα, αναφέροντας πως προσπαθούσε να παρουσιάσει τους τραυματισμούς του και τη σωματική του βλάβη σοβαρότερη από ότι ήταν στη πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας πως «η μαρτυρία του για το ζήτημα αυτό όχι μόνο χαρακτηρίζεται από υπερβολή αλλά ούτε υποστηρίζεται απόλυτα από την ιατρική μαρτυρία». Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη συναισθηματική φόρτιση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αγνοώντας και/ή παραβλέποντας αφενώς πως δεν επρόκειτο για ειδήμων μάρτυρα ο οποίος θα κατέθετε αναφορικά με τις σωματικές βλάβες τις οποίες έχει υποστεί, αφού αυτό είναι έργο των εμπειρογνωμόνων γιατρών και αφετέρου, πως τα όσα κατέθεσε σε σχέση με το ζήτημα αυτό επιβεβαιώθηκαν και/ή διευκρινίστικαν από τους εμπειρογνώμονες γιατρούς που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εβρισκόμενο σε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρερμηνεύοντας τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του και/ή δίδοντας υπέρμετρη σημασία σε μη ουδιώδη σημεία, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολική. Παραδειγματικά, αναφέρουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν υπερβολικός επειδή ανέφερε πως «μετά που έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο για κάποιο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσε δεκανίκια, κάτι που δεν συνάδει με την μαρτυρία των θεραπόντων γιατρών του οι οποίοι δεν ανέφεραν ότι ο Ενάγοντας μετά που έλαβε εξιτήριο δεν ήταν σε θέση να περπατίσει κανονικά».Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού δια της κατατεθείσας μαρτυρίας ενώπιον του και/ή των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του και/ή δια της μαρτυρίας του ΜΕ5, υποστηρίζεται και/ή αναφέρεται πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να περπατήσει κανονικά.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Ενάγων/Εφεσείων ενώ προσπαθούσε να πείσει κατά τη κυρίως εξέταση πως τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει οφείλονται αποκλειστικά στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί τη συγκεκριμένη ημέρα από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, στην αντεξέταση, ανέφερε ότι ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων. Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται παρέλειψε να λάβει υπόψη πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν θα μπορούσε ποτέ να αξιολογηθεί ως ειδήμων σε σχέση με τα αίτια ύπαρξης των ψυχιατρικών του προβλημάτων και πως ο μόνος ειδήμων μάρτυρας που κατέθεσε σε σχέση με την ψυχολογική του κατάσταση και τα αίτια, ήταν ο Dr. Drever, του οποίου η μαρτυρία έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή στο σύνολο της.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενεδιέτριψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία και/ή παρεμφερή και/ή άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, σε σχέση με την αγορά της κατοικίας του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και σε σχέση με τη δυσφήμιση, ζητήματα τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο και/ή εκδικάστηκαν σε άλλη υπόθεση ήτοι την 365/08 και τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εν τη προκειμένη περίπτωση επιγραμματικά και μόνο για σκοπούς συνοχής. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως ενώ το επίδικο θέμα ήταν το ύψος των αποζημιώσεων, το Σεβαστό Δικαστήριο έδωσε έμφαση και/ή επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων, κατά την κυρίως εξέταση του δεν ανέφερε πως ήρθε σε επαφή με τη νέα αγοράστρια της κατοικίας και πως αυτά τα ανέφερε μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης, γεγονός το οποίο ουδώλως σχετίζεται και/ή αφορά στα επίδικα θέματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο, ανέφερε και σχολίασε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων απαντώντας σε σχετικές υποβολές που του τέθηκαν από το συνήγορο της υπεράσπισης, παραδέκτηκε πως πριν ακόμη δεχτεί τις δύο αναρτήσεις ανάρτησε συγκεκριμένη ιστοσελίδα που έλαβε κατά τη διάρκεια συναντήσεων που είχε με τους Εναγόμενους 1 και 2, χωρίς τη συγκατάθεση τους. Με το ίδιο σκεπτικό, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε συμπεράσματα και/ή καταλήξεις απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αναφέροντας πως δεν πείθεται πως μοναδικός σκοπός της επίσκεψης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στην κατοικία, ήταν η λήψη μετρήσεων που θα χρησιμοποιούσε ως μαρτυρία για την υπόθεση της παράβασης συμφωνίας που εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, με την αιτιολογία πως δεν είχε την εμπειρογνωμοσύνη να λάβει μετρήσεις οι οποίες θα γίνονταν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Το Σεβαστό Δικαστήριο, δρώντας εκτός των εξουσιών του, σχολίασε και απέρριψε τα όσα ανέφερε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τον εξευτελισμό, την απελπισία, την στενοχώρια που ένιωσε μετά την επίθεση που δέκτηκε επειδή ως ο ίδιος ανέφερε πήγε να δει το σπίτι του.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, προβαίνοντας σε ευρήματα όχι μόνο εξ αντικειμένου ανυπόστατα και αυθαίρετα, αλλά από το κείμενο της απόφασης φαίνεται πως παρερμήνευσε τη μαρτυρία και/ή καθοδηγήθηκε από λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία δεν υποστηρίζεται από τη πραγματική δοθείσα μαρτυρία.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαλμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και/ή εβρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και/ή αξιολογώντας τη μαρτυρία με λανθασμένο τρόπο, εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, εσφαλμένα έκρινε πως η όλη συμπεριφορά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ήταν προκλητική.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του μαρτυρία εσφαλμένα δεν επεδίκασε όλες τις πραγματικές ζημιές του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως εσφαλμένα έκρινε πως δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου πως ως ο ίδιος ο Ενάγων/Εφεσείων εξήγησε κατά τη μαρτυρία του από το συνολικό ποσό των 180,99 Στερλινών που αναφέρεται στο Τεκμήριο 47(α), διεκδικεί μόνο το πρώτο ποσό των 95,00 Στερλινών (covertcamerakit), ενόψει του ότι το Τ.47(α) περιλαμβάνει και άλλα εξαρτήματα τα οποία δεν απωλέσθησαν ή καταστράφηκαν από το περιστατικό. Διέλαθε επίσης της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απόδειξη πληρωμής φέρει ημερομηνία 12/06/07 και εκδόθηκε επ’ ονόματι του Ενάγοντα, με την αναγραφή «πληρωμένο» στη κατάσταση πληρωμής (paymentstatus: paid). Η αγορά έγινε από την ιστοσελίδα dogcamsport.Το τεκμήριο 47(β) αποτελεί απόδειξη πληρωμής ημερ. 03/01/2008, όπου αναφέρεται η τιμή αγοράς της κάρτας μνήμης και δύο δίσκων της βιντεοκάμερας, που ανέρχεται στο ποσό των 315,00Στερλινών και ως εμφαίνεται πληρώθηκε με visa. Περαιτέρω, διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απώλεια των πιο πάνω επιμαρτυρείται από την ποινική απόφαση Τεκμήριο39, από την κατάθεση του Αστ. 3488 Μάριου Χρίστουτεκ. 19, από την κατάθεση του Αστ. 1192, Στ. Ανδρέουτεκ.. 34 και από την κατάθεση του Αστ. 860 Στ. Θεοδούλου τεκ. 28. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την επιδίκαση ιατρικών εξόδων ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε έξοδα σε σχέση με τα έξοδα επιδιόρθωσης του αυτοκινήτου μετά τη σύγκρουση του αυτοκινήτου που ενοικίαζε από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το Τεκμήριο 48, που αποτελεί απόδειξη εισπράξεως ημερ. 26/01/08, λίγες ημέρες μετά το επίδικο συμβάν καθώς επίσης και το Τεκμήριο 19, στο οποίο εμφαίνεται πως το εν λόγω αυτοκίνητο είναι το αυτοκίνητο που κτύπησαν οι Εναγόμενοι/Εφεσίβλητοι. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα για την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου, με την αιτιολογία πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν απέδειξε πως η σύγκρουση οφειλόταν στους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, αφού το γεγονός αυτό είναι παραδεκτό και/ή δεν αμφισβητήθηκε.Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της συνδεόμενης με την παρούσα υπόθεση, ποινικής υπόθεσης 4155/08, προβάλλοντας ως αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων που δεν επεξηγήθηκε, αφού έγινε ρητή αναφορά πως πρόκειται για έξοδα αεροπορικά, μετακίνησης,και διαμονής για τις ημερομηνίες διεξαγωγής των ακροαματικών διαδικασιών στην ποινική υπόθεση.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του, ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με την ισχύουσα Νομοθεσία και τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά και/ή δεν ακολούθησε τις καθιερωμένες αρχές σε σχέση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, παραλείποντας να καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα παρέμειναν αναντίλεκτα και/ή αδιαμφισβήτητα, αφού αφενός δεν έγινε κατορθωτό να πληγεί η αξιοπιστία τους μέσω της αντεξέτασης και αφετέρου δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τη πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, που να θέτει σε αμφισβήτηση και/ή να αντικρούει τα όσα εμπεριστατωμένα και καθόλα τεκμηριωμένα παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή παραγνώρισε πως οι εμπειρογνώμονες της πλευράς των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων απέτυχαν να παρουσιάσουν με επιστημονικά κριτήρια πως θα έπραττε κατά την γνώμη τους ο μέσος συνετός γιατρός και/ή απέτυχαν να παρουσιάσουν εμπεριστατωμένα πως τα όσα ισχυρίζονται υποστηρίζονται από μια άλλη σχολή ιατρών, με τρόπο που το Δικαστήριο έπρεπε να καθοδηγηθεί μόνο με βάση την ιατρική γνώμη των εμπειρογνωμόνων της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή εσφαλμένα δεν ακολούθησε τα όσα αναφύονται από την καθοδηγητική υπόθεση The Jones v. Dunkel Inference [2004] NSWCA 123, στην οποία τέθηκε πως όταν η Υπεράσπιση δεν προσκομίζει μάρτυρες προς αμφισβήτηση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Εναγόντων, τότε αυτό ενδυναμώνει τη θέση των τελευταίων και το Δικαστήριο δύναται με περισσότερη σιγουριά και/ή βεβαιότητα να αποδεχτεί τις θέσεις των Εναγόντων ως αληθείς και/ή πειστικές.

  1. Tο Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε όλα όσα τέθηκαν από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, από τη στιγμή που ήταν η μοναδική ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή εν απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας από την πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων η οποία να αντικρούει τα όσα κατέθεσαν, και ιδιαιτερα ενόψει της έλλειψης ικανοποιητικής εξήγησης αναφορικά με τον λόγο που δεν προσήλθαν ουσιαστικοί μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες προς υποστήριξη των ισχυρισμών των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις νομικές αρχές που αφορούν την αποδοχή μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με τη Νομολογία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα υιοθέτησε και/ή διεξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα αναφορικά με ιατρικά ζητήματα, τα οποία δεν υποστηρίκτηκαν από καμία απολύτως ιατρική γνώμη και/ή βιβλιογραφία, ενώ από την άλλη λανθασμένα δεν αποδέκτηκε τις θέσεις των εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, οι οποίες ήταν απολύτως τεκμηριωμένες. Επομένως εκ των πραγμάτων το Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει πως η πλευρά των Εναγομένων/Εφεισβλήτων δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με το κατάλληλο επιστημονικό υλικό προς απόδειξη των ισχυρισμών τους.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το επίπεδο απόδειξης, αφού με βάση τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του και δεδομένου πως η μόνη ιατρική μαρτυρία που είχε ενώπιον του ήταν αυτή των γιατρών που κατέθεσαν για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε καταλήξει πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οι ζημιές που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων από την επίθεση ήταν αυτές που περιέγραψαν οι εν λόγω γιατροί, η μαρτυρία των οποίων παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να ακολουθήσει την καθοδηγητική υπόθεση Morrison v. Barton 1994 SLT 657, στην οποία παρόλο που τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ήταν πως ο Ενάγων δεν είχε αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του πόνου και του επίδικου συμβάντος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, είχαν αποδειχθεί τα πιο πάνω μέσω της ιατρικής μαρτυρίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, κατά παράβαση των εξουσιών που του παρέχονται από το Νόμο, προέβη σε πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα και/ή καταλήξεις, που δεν αντικατοπτρίζονται στις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόμενων/Εφεσιβλήτων και/ή δεν ανταποκρίνονται στην δοθείσα μαρτυρία και/ή στα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θέτοντας σε ευνοϊκότερη θέση τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη σχετική επί του θέματος νομολογία, δια της οποίας αιτιολογείται υπό το φως των περιστάσεων, υψηλότερο ποσό γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τις καθόλα διαφωτιστικές μαρτυρίες που τέθηκαν ενώπιον του σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ίλλιγγου θέσης και ψυχιατρικών/ψυχολογικών προβλημάτων, λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ΜΕ7, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση πολύ χαμηλού ποσού αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία και/ή τις πάγιες αρχές της ισχύουσας νομολογίας οι οποίες συμφωνούν με τα όσα ανέφερε ο ΜΕ6, Ian Drever, ήτοι πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή ψυχιατρικά προβλήματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων και σε ποιο ποσοστό.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε την ισχύουσα νομολογία τόσο την κυπριακή όσο και την αγγλική που τέθηκε αναλυτικά ενώπιον του σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις που αφορούν παρόμοια τραύματα με αυτά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα αναφορικά με την κρανιοεγκεφαλική κάκωση, σύνδρομο Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions και Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV), που θα αιτιολογούσαν πολύ υψηλότερα ποσά αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα υπό τις περιστάσεις τη νομολογία αναφορικά με την απόδειξη των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών. Συγκεκριμένα, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, καθώς και με τα ιατρικά έξοδα ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της ποινικής υπόθεσης 4155/08, με την αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων τα οποία δεν επεξηγήθηκαν. Με τον ίδιο τρόπο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τις ειδικές ζημιες για την επισκευή του ενοικιαζόμενου αυτοκινήτου του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και των ενδυμάτων του.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία 01/01/2010 και όχι από την ημερομηνία της επίθεσης ήτοι 14/01/08, θεωρώντας πως προκλήθηκε αναιτιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή να επιμετρήσει τις ιδιαιτερότητες της παρούσης υπόθεσης, οι οποίες τυχόν να προκάλεσαν οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διεξαγωγή της διαδικασίας, και που προέρχονται κυρίως από το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων πρόκειται για διάδικο διασυνοριακών διαφορών που τυγχάνει νομικής αρωγής. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων, διαδικαστικά κωλύματα λόγω της έλευσης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα από την Αγγλία για σκοπούς προσαγωγής της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, τη διαμεσολάβηση της εκδίκασης της αίτησης για νομική αρωγή, και τη διευθέτηση προσαγωγής μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, τα οποία δικαιολογούσαν την επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος.

  1. Για σκοπούς επιδίκασης νόμιμου τόκου, το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε το γεγονός πως η εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν εξαρτάτο αποκλειστικά και μόνο από τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αφού η οποιασδήποτε προκληθείσα καθυστέρηση ήταν συνεπεία της νομικής αρωγής και της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως για σκοπούς αποκρυστάλλωσης των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων, κατέστη αναγκαία η προσκόμιση της κατάλληλης μαρτυρίας μέσω των θεράποντων ιατρών του, οι οποίοι βρίσκονται στην Αγγλία. Ενόψει του ότι ο Ενάγων/Εφεσείων είναι διάδικος με νομική αρωγή για διασυνοριακές διαφορές και ενόψει του ότι όλα τα έξοδα τα οποία βαραίνουν την πλευρά του, επιβαρύνουν ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία, το Σεβαστό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα μας, όπως δοθεί η μαρτυρία των εν λόγω γιατρών, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης προς αποφυγή μεγαλύτερων εξόδων εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή δεν έλαβε υπόψη, πως ως εμφαίνεται από τον ογκώδη φάκελο της υπόθεσης καθώς επίσης και ως επιμαρτυρείται από τα πρακτικά του Πρωτοκολλητείου, ο συντονισμός και η επικοινωνία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με το Royal Court of Justice του Λονδίνου για προγραμματισμό και διευθέτηση της εικονοτηλεδιάσκεψης, ήταν έργο χρονοβόρο και δύσκολο και/ή η οποιαδήποτε καθυστέρηση προκλήθηκε δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πως ως απόρροια των πιο πάνω διαδικαστικών κωλυμάτων, αιτήματα αναβολής ή αυτεπάγγελτες αναβολές ήταν καθόλα δικαιολογημένες και κατ’ ουδένα λόγο δεν θα μπορούσαν να επενεργήσουν εναντίον του Ενάγοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παραγνώρισε τα πιο πάνω διαδικαστικα κωλύματα αλλά τουναντίον παρέλειψε να επιμετρήσει θετικά πως η πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσειοντα, ήταν καθόλα βοηθητική αφού ενεπλάκη ενεργά, επίμονα και πέραν των υποχρεώσεων της, για την ετοιμασία και αποστολή όλων των σχετικών εγγράφων προς τις αρμόδιες αρχές της Αγγλίας καθώς επίσης και μέσω των τηλεφωνικών και άλλων παρεμβολών για επίσπευση της όλης διαδικασίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, επιδικάζοντας νόμιμο τόκο από την 01/01/2010, έμμεσα έθεσε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος είναι διάδικος με νομική αρωγή, σε μειονεκτική και/ή δυσμενέστερη θέση έναντι των διαδίκων με την οικονομική δυνατότητα, οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να καταβάλουν τα σχετικά έξοδα για την προσαγωγή αναγκαίας και/ή ουσιώδους μαρτυρίας από το εξωτερικό προς απόδειξη της υπόθεσης τους, χωρίς όλα τα πιο πάνω διαδικαστικά και τυπικής φύσεως κωλύματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε πως η μη επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία του επίδικου συμβάντος, ουσιαστικά λαμβάνει τη μορφή τιμωρίας έναντι στο διάδικο που τυγχάνει νομικής αρωγής και που αντιμετωπίζει διαδικαστικά κωλύματα, παραβλέποντας το δικαίωμα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το Άρθρου 30 του Συντάγματος, τον Περί Νομικής Αρωγής Νόμου 165 (Ι)/2002.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφασή του και/ή τα ευρήματά του.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέκτηκε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ολόκληρης της μαρτυρίας του ΜΕ7, από τη στιγμή που η άλλη πλευρά απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία δια της οποίας να αντικρούει τα όσα έθεσαν οι προαναφερόμενοι μάρτυρες και/ή έστω να αμφισβητήσουν τη διαγνωστική μέθοδο την οποία ακολούθησαν.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο υιοθέτησε τις θέσεις των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, από τη στιγμή που δεν εφοδίασαν το Δικαστήριο με την κατάλληλη ιατρική μαρτυρία και τα κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία δια των οποίων να υποστηρίζονταν οι θέσεις τους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ5, Νικόλαου Νικολάου, σε σχέση με το εύρημα του για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη πως η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε με ποια κριτήρια και/ή τους λόγους για τους οποίους ενώ αποδέκτηκε τα υπόλοιπα ευρήματα του εν λόγω γιατρού, απέρριψε το εύρημα για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να εξηγήσει δεόντως γιατί έκρινε πως ο ΜΕ6, Ian Drever, απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα/Eφεσείοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε πως διεξήγαγε το συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και πως κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 κατέληξε «αβίαστα» στο συμπέρασμα πως το σύνδρομο ίλλιγγου παρουσιάστηκε ένεκα του τραυματισμού από την επίθεση.

  1. . Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως γιατί δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ7, Dr.Yeoh, αναφορικά με τις δύο μόνες αιτίες εμφάνισης του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης), είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή προέβη σε εσφαλμένη αιτιολόγηση ως προς την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων.

(Περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την ακρόαση της Εφέσεως)

(Υπογρ.) Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Καταχωρήθηκε την / / 2015

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

(α) Έκαστος λόγος και τα αιτιολογικά τούτου δέον να εκτίθενται κεχωρισμένως και πλήρως.

Correspondence from the Consumer Protection Service

A letter from Vassilis Sergiou of the Competition and Consumer Protection Service of Cyprus (CCPS).
The CCPS express willingness to reopen an investigation into our complaint. We had sent the CCPS a complaint in June 2011 detailing the double selling of our house by Christoforos Karayiannas & Son Ltd.
[gview file=”http://www.lyingbuilder.com/wp-content/uploads/2015/06/consumer.protection.service.171214.pdf” save=”1″]

 

Άνδρος Κλαΐδης / Ανδριάνα Κλαΐδη / Andrew Klydes: Case 47/2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 47/2011

Μεταξύ:

Άνδρος Κλαΐδης, από Λάρνακα

Ενάγοντας

και

Γεώργιος Σιεχερλής, από τα Περβόλια, Λάρνακος

Εναγόμενος

12 Δεκεμβρίου, 2014

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Λοϊζου για Andrew Klydes LLC
Εναγόμενος, αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή, ο Ενάγοντας αξιώνει από τον Εναγόμενο €4.000 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, το ποσό το οποίο αξιώνει αφορά συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή για την εκπροσώπηση του Εναγόμενου στην αγωγή υπ’ αριθμό 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και άλλες νομικές υπηρεσίες. Ο Εναγόμενος έχει κληθεί, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, να εξοφλήσει το ποσό αλλά δεν το έχει πράξει.

Στην Υπεράσπιση του, ο Εναγόμενος που εμφανίζεται αυτοπροσώπως στην αγωγή, ισχυρίζεται ανέθεσε «κάποια υπόθεση» στον Ενάγοντα και «τον πλήρωσ[α] €400 (τετρακόσια Ευρώ) ως προκαταβολή. Μου ζήτησε και παρουσιάστηκα στον περίβολο του Δικαστηρίου, συνομίλησε με τον αντίδικο δικηγόρο κύριο Κουκούνη και έκτοτε δεν είχαμε καμία άλλη συνάντηση ή συνομιλία. Πολύ αργότερα μου επέδωσε αγωγή για €4.000 (τέσσερις χιλιάδες Ευρώ) και τα ζήτησε να του τα πληρώσω». Καταλήγει λέγοντας ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό και ότι τα χρήματα που έχει ήδη πληρώσει είναι «αρκούντως ικανοποιητικά».

Προς απόδειξη της απαίτησης του Ενάγοντα, έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο η κα Γεωργία Χριστοδούλου, δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο του Ενάγοντα (ΜΕ1) και ο ίδιος ο Ενάγοντας (ΜΕ2). Για την υπεράσπιση, έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο Εναγόμενος (ΜΥ1). Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν ως τεκμήρια διάφορα έγγραφα, ειδική αναφορά σε κάποια από τα οποία γίνεται κατωτέρω στο βαθμό που αυτό κρίνεται αναγκαίο. Αναφέρω όμως ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παρακολούθησα με προσοχή τη δια ζώσης μαρτυρία και έχω διεξέλθει με τη δέουσα επιμέλεια όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν.

Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρεια στα όσα ανέφερε ο κάθε μάρτυρας. Για σκοπούς πληρότητας της απόφασης, παραθέτω μόνο κατωτέρω μια σύνοψη των κυρίων σημείων της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε σε σχέση με τα επίδικα θέματα.

Η ΜΕ1 κατέθεσε ότι εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του Ενάγοντα και ότι έχει στην κατοχή της τα έγγραφα της παρούσας υπόθεσης και προσωπική γνώση των γεγονότων που την αφορούν. Ανέφερε ότι ο Εναγόμενος στην παρούσα αγωγή είχε αναθέσει στον Ενάγοντα το χειρισμό της αγωγής 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία, στην πορεία, διευθετήθηκε εξωδίκως. Ανέφερε επίσης ότι για τους σκοπούς της αγωγής εκείνης και προς υλοποίησης του συμβιβασμού στον οποίο τελικά κατέληξαν οι διάδικοι προέβησαν εκ μέρους του Εναγόμενου σε διάφορα άλλα διαβήματα τα οποία περιέγραψε.

Σημειώνω ότι η ΜΕ1 παρουσίασε στο Δικαστήριο πιστό αντίγραφο της συνταγμένης απόφασης στην αγωγή υπ’ αριθμό 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τεκμήριο 1) από το οποίο προκύπτει ότι η αγωγή αποσύρθηκε ως εξωδίκως διευθετηθείσα και καταγράφεται συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι διάδικοι η οποία κατέστη κανόνας Δικαστηρίου. Παρουσίασε επίσης δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο 2) αποτελούμενη από αντίγραφα αλληλογραφίας μεταξύ του Ενάγοντα στην παρούσα αγωγή και του συνηγόρου της άλλης πλευράς στην αγωγή 2090/2006 που φαίνεται να αφορούν συζητήσεις που γίνονταν για σκοπούς διευθέτησης της επίδικης διαφοράς στην αγωγή εκείνη. Κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού και βεβαίωση πληρωμής δημοτικών τελών στο όνομα του Εναγόμενου (Τεκμήριο 3), που κατά την ίδια αφορούσαν το επίδικο ακίνητο στην αγωγή 2090/2006. Κατέθεσε έντυπα, καταστάσεις και βεβαιώσεις του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (Τεκμήριο 4) που ανέφερε ότι αφορούσαν το ίδιο ακίνητο. Παρουσίασε επίσης αντίγραφα επιστολών του Ενάγοντα προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 12.5.2009 και 13.5.2009 (Τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα) που αφορούσαν την αγωγή 2090/2006 και απαίτηση για πληρωμή των δικηγορικών εξόδων που αξιώνονται με την παρούσα αγωγή. Τέλος, κατέθεσε αντίγραφο επιστολής που φαίνεται να στάληκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (Τεκμήριο 7) από τον Ενάγοντα προς τρίτο πρόσωπο, για ετοιμασία έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αγωγής 2090/2006. Σημειώνω ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.

Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο Ενάγοντας. Να αναφέρω παρενθετικά ότι ο Εναγόμενος αποδέχτηκε και κατέστη παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας είναι το ίδιο πρόσωπο με την κυρία Ανδριάνα Κλαΐδη. Κατά την μαρτυρία του, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι ο Εναγόμενος τον πλήρωσε ποσό €400 έναντι του ποσού της αξίωσης και περιόρισε την απαίτηση του κατά €400, ήτοι περιόρισε το αξιούμενο με την αγωγή ποσό σε €3.600. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, συμφώνησε προφορικά με τον Εναγόμενο ότι η αμοιβή τους για το χειρισμό και εκπροσώπηση του στην αγωγή 2090/2006 και παροχή εξωδικαστηριακών υπηρεσιών σε σχέση με την υλοποίηση εξώδικου συμβιβασμού της εν λόγω αγωγής θα ήταν €4.000 και ότι ανέλαβε την υπόθεση στη βάση αυτής της συμφωνίας. Ο Ενάγοντας επιβεβαίωσε τον εξώδικο συμβιβασμό στον οποία κατέληξε η αγωγή 2090/2006, όπως αποτυπώνεται στη συνταγμένη απόφαση, Τεκμήριο 1. Ανέφερε επίσης ότι της διευθέτησης προηγήθηκαν επικοινωνίες μεταξύ του ιδίου και του συνηγόρου της άλλης πλευράς στην εν λόγω αγωγή καθώς και επικοινωνία του με εμπειρογνώμονα στον οποίο θα ενέθετε διενέργεια μελέτης σε σχέση με τα επίδικα θέματα.

Ο Ενάγοντας κατέθεσε επίσης ότι προς υλοποίηση του εξώδικου συμβιβασμού, προέβηκε σε διάφορες ενέργειες, μεταξύ άλλων, σε σχέση με το Φόρο Εισοδήματος, Φόρο Κεφαλαιουχικών Κερδών, Δήμο και διεργασίες που αφορούσαν το Κτηματολόγιο αλλά και σε συναντήσεις, συνομιλίες και αλληλογραφία με τον ίδιο τον Εναγόμενο. Ο Ενάγοντας κατέθεσε επίσης χειρόγραφο σημείωμα που αποδίδει στον Εναγόμενο και, κατά τον ίδιο, αποτελεί επιστολή του Εναγόμενου προς την τράπεζα του αναφορικά με την αγωγή 2090/2006 και με την οποία, μεταξύ άλλων, δίδει οδηγίες στην τράπεζα για έκδοση επιταγών προς το γραφείο του Φόρου Εισοδήματος καθώς και επιταγή €4.000 προς τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 8). Πέραν αυτού παρουσίασε δήλωση του Εναγόμενου ημερομηνίας 3.3.2009 σε σχέση με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης στην αγωγή 2090/2006 και τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης εκείνης (Τεκμήριο 9) καθώς και άλλα έγγραφα που κατά τον ίδιο αφορούν την ίδια αγωγή, προς υποστήριξη της θέσης του για ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των όρων εντολής του και τον χειρισμό της υπόθεσης μετά τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε (Τεκμήρια 10, 11 και 12).

Κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα από τον Εναγόμενο, ο τελευταίος του έθεσε ότι δεν συμφώνησε να πληρώσει €4.000 αλλά ο Ενάγοντας αντέταξε ότι το ποσό της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους εξ αρχής και ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος είχε προτείνει το ποσό αυτό.

Μέρος της αντεξέτασης του Εναγόμενου αφορούσε τον συμβιβασμό που δηλώθηκε προς διευθέτηση της αγωγής 2090/2006, με τον οποίο ο Εναγόμενος φαίνεται να διαφωνεί. Αυτά βεβαίως είναι εκτός των επιδίκων θεμάτων της παρούσας αγωγής που αφορά μόνο το κατά πόσο τα μέρη είχαν συνάψει σύμβαση, κατά πόσο έχει συμφωνηθεί η δικηγορική αμοιβή του Ενάγοντα και, εάν ναι, κατά πόσο η αμοιβή αυτή έχει εξοφληθεί.

Για την υπεράσπιση, όπως έχω ήδη αναφέρει, έδωσε μαρτυρία μόνο ο Εναγόμενος ο οποίος αρνήθηκε ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό και ισχυρίστηκε ότι οι μοναδικές υπηρεσίες που παρείχε ο Ενάγοντας σε σχέση με την αγωγή 2090/2006 ήταν μια συνομιλία που είχε με τον συνήγορο των αντιδίκων στο καφενείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ενάγοντας του ζήτησε αρχικά μόνο €400 και σε μεταγενέστερο μόνο στάδιο ζήτησε τα υπόλοιπα. Κατά την αντεξέταση του ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας προσπάθησε να τον ξεγελάσει με τον συμβιβασμό ο οποίος επετεύχθη και δηλώθηκε στην αγωγή 2090/2006. Όταν του υποβλήθηκε ότι τα €400 που ισχυρίζεται δεν επαρκούσαν για τη διεκπεραίωση της δικηγορικής εργασίας που έγινε από τον Ενάγοντα για την υπόθεση του, απάντησε ότι η αγωγή 2090/2006 δεν συμβιβάστηκε με τρόπο που τον ικανοποιούσε.

Τόσο ο Εναγόμενος όσο και η συνήγορος του Ενάγοντα προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Έχω ακούσει με προσοχή και μελετήσει τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, κατά την ακροαματική διαδικασία, παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Εξέτασα τη στάση και συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους[1].

Προσεγγίζω το καθήκον αξιολόγησης της μαρτυρίας με γνώμονα το ότι δεν πρέπει να απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα είναι βεβαίως ατομική και γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητά της και την πειστικότητά της, όμως τα όσα αναφέρει κάθε μάρτυρας πρέπει να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των υπόλοιπων μαρτύρων και το περιεχόμενο των όποιων τεκμηρίων για να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών[2]. Όλα αυτά βέβαια σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.

Ξεκινώντας από τη ΜΕ1, δεν διέκρινα οποιαδήποτε διάθεση από μέρους της να μην καταθέσει στο Δικαστήριο την αλήθεια και επομένως θεωρώ τη μαρτυρία της αληθινή και την αποδέχομαι. Πρέπει να πω όμως ότι δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική μάρτυρας αφού διαφάνηκε ότι δεν είχε άμεση γνώση για το πιο σημαντικό επίδικο ζήτημα της αγωγής, ήτοι κατά πόσο οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η αμοιβή του Ενάγοντα θα ήταν €4.000. Η ΜΕ1 περιορίστηκε στο να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποια έγγραφα, αρκετά εκ των οποίων δεν αμφισβητήθηκαν από τον Εναγόμενο ενώ επί άλλων, ουσιαστική μαρτυρία έδωσε ο ίδιος ο Ενάγοντας.

Στρέφομαι στη μαρτυρία του Ενάγοντα, ο οποίος κατά την κρίση μου κατέθεσε με τρόπο πειστικό, άμεσο και σταθερό. Η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του αλλά αντίθετα η πειστικότητα των θέσεων του ενισχύθηκε με τις απαντήσεις που έδινε. Συνεπώς η μαρτυρία του κρίνεται αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή.

Αναφορικά με τον Εναγόμενο, πρέπει να πω ότι μου δημιούργησε την αντίθετη εντύπωση. Ο τρόπος με τον οποίο κατέθετε, και απαντούσε στις ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την αντεξέταση αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, δεν με ικανοποίησαν ως προς την πειστικότητα και αληθοφάνεια τους. Τα όσα κατέθετε στερούνται συνοχής ενώ διαφάνηκε ότι κυρίαρχο συναίσθημα που διέπνεε ολόκληρη τη μαρτυρία του ήταν η δυσαρέσκεια του αναφορικά με τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε και δηλώθηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής 2090/2006. Θεωρώ ότι η δυσαρέσκεια του αυτή προκάλεσε και τη συνακόλουθη άρνηση του στην καταβολή των εξόδων του δικηγόρου που τον εκπροσώπησε και είναι η γενεσιουργός αιτία των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα της παρούσας αγωγής. Πέραν τούτων πρέπει να πω ότι η μαρτυρία του Εναγόμενου δεν συνάδει ούτε με την δικογραφημένη του θέση αφού στην Υπεράσπιση του ισχυρίζεται ότι είχε συμφωνήσει να πληρώσει €400 ως «προκαταβολή» ενώ στη δια ζώσης μαρτυρία του επέμενε ότι είχε συμφωνήσει να πληρώσει €400 ως συνολικό ποσό συμφωνημένης αμοιβής. Στην Υπεράσπιση που επίσης ισχυρίζεται ότι η μοναδική του συνάντηση ή συνομιλία με τον Ενάγοντα ήταν στον περίβολο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ενώ φάνηκε από τη μαρτυρία του ότι προηγήθηκαν και ακολούθησαν άλλες συναντήσεις, συνομιλίες και αλληλογραφία. Κρίνω επομένως τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και θεωρώ ότι θα ήταν ακροσφαλές να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή συμπερασμάτων και ευρημάτων αναφορικά με τα γεγονότα.

Επί τη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα:

(α) Ο Ενάγοντας είναι δικηγόρος και περί τις αρχές του 2009 ο Εναγόμενος του ανέθεσε το χειρισμό της αγωγής 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και την παροχή άλλων υπηρεσιών που αφορούσαν την επίδικη στην αγωγή εκείνη διαφορά.

(β) Ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος συμφώνησαν προσωπικά ότι για τις πιο πάνω υπηρεσίες ο Ενάγοντας θα λάμβανε από τον Εναγόμενο το συνολικό ποσό των €4.000.

(γ) Έναντι του ως άνω συμφωνημένου ποσού αμοιβής, ο Εναγόμενος πλήρωσε στον Ενάγοντα ποσό €400.

(δ) Ο Ενάγοντας έχει παράσχει τις συμφωνημένες υπηρεσίες στον Εναγόμενο.

(ε) Ο Ενάγοντας έχει απαιτήσει από τον Εναγόμενο γραπτώς την πληρωμή της συμφωνημένης αμοιβής καθιστώντας αυτήν πληρωτέα (Τεκμήρια 5 και 6) όμως ο Εναγόμενος δεν έχει πληρώσει οποιοδήποτε άλλο ποσό έναντι της αμοιβής του.

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, οι διάδικοι είχαν συνάψει σύμβαση για παροχή υπηρεσιών από τον Ενάγοντα έναντι συμφωνημένης αμοιβής που θα λάμβανε από τον Εναγόμενο[3]. Ο Ενάγοντας προσέφερε τις συμφωνημένες δικαστηριακές και εξωδικαστηριακές υπηρεσίες προς τον Εναγόμενο, εκπληρώνοντας την αντίστοιχη υπόσχεση του δυνάμει της σύμβασης[4].

Η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν καθόριζε τον χρόνο πληρωμής της αμοιβής του Ενάγοντα. Ο Εναγόμενος οχλήθηκε γραπτώς από τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 6), ο οποίος απαίτησε τη συμφωνημένη αμοιβή καθορίζοντας το χρόνο εντός του οποίου έπρεπε να γίνει η πληρωμή. Ο χρόνος αυτός, ελλείψει αμφισβήτησης από τον Εναγόμενο και λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων και της μαρτυρίας, κρίνεται ως εύλογος[5].

Ο Εναγόμενος παρέβηκε την εν λόγω συμφωνία αφού παρά το ότι παρήλθε ο χρόνος πληρωμής της συμφωνημένης αμοιβής, δεν εξόφλησε αυτήν. Ένεκα της παράβασης του, ο Ενάγοντας υπέστη ζημιά η οποία ισούται με το εναπομείναν οφειλόμενο ποσό. Για τη ζημιά αυτή, έχει δικαίωμα σε αποζημίωση από το υπαίτιο μέρος, ήτοι από τον Εναγόμενο[6].

Με δεδομένα τα πιο πάνω, στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας και της αξιολόγησης της, των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και των νομικών αρχών που διέπουν τα επίδικα θέματα, καταλήγω ότι ο Ενάγοντας, με αξιόπιστη και επαρκή μαρτυρία έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης και έχει αποδείξει το αγώγιμο δικαίωμα και την αντίστοιχη βάση αγωγής που ισχυρίζεται καθώς και το ποσό το οποίο αξιώνει.

Συνακόλουθα, η αγωγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό €3.600 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

(Υπ.): ………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

[1] C&A Pelekanos Assoc. Ltd v Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ 1273
[2] Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση 10705 ημερ. 08.02.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Αντωνιάδου v. Αντωνιάδη (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2009
[3] Άρθρο 10(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[4] Άρθρο 37(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[5] Άρθρο 46, περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[6] Άρθρο 73(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149

Source

Χριστόφορος Καραγιαννάς Λιμιτεδ v. Κυπριακή Δημοκρατία: Υπόθεση Αρ.1408/11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 1408/2011)

28 Νοεμβρίου, 2014

[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτήτρια,

KAI

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

ΚΑΙ/Ή ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ων η αίτηση.

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.3.2014 ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Α. Κλαϊδη, για τον Αιτητή.

Ε. Καρακάννα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς προσφυγής στηρίζεται στα ακόλουθα γεγονότα:

Στις 25.10.2011 καταχωρίστηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, η οποία επιδόθηκε στους καθ΄ων η αίτηση στις 18.11.2011. Στις 6.12.2011, όταν η προσφυγή ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, εμφανίστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση και ζήτησαν χρόνο για καταχώρηση γραπτής ένστασης και η υπόθεση ορίστηκε στις 9.2.2012, οπόταν είχε καταχωριστεί η ένσταση. Οι συνήγοροι της αιτήτριας ζήτησαν χρόνο για καταχώρηση γραπτής αγόρευσης και η υπόθεση ορίστηκε στις 3.4.2012, ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε περαιτέρω χρόνος για καταχώρηση της γραπτής τους αγόρευσης. Το αίτημα εγκρίθηκε και η προσφυγή ορίστηκε στις 7.6.2012, με οδηγίες να καταχωριστεί μέχρι τότε η αγόρευση της αιτήτριας. Στις 7.6.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των συνηγόρων της αιτήτριας, η προσφυγή αναβλήθηκε για οδηγίες στις 5.7.2012, με οδηγίες να ειδοποιηθούν από το Πρωτοκολλητείο οι δικηγόροι της αιτήτριας. Στις 3.7.2012 καταχωρίστηκε η γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Στις 5.7.2012, όταν η υπόθεση ήταν και πάλι ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, η υπόθεση αναβλήθηκε με στόχο την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση στις 12.9.2012. Στις 12.9.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας, ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και η προσφυγή αναβλήθηκε για οδηγίες στις 9.11.2012, με στόχο την καταχώρηση αγόρευσης εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και με οδηγίες να ειδοποιηθούν οι δικηγόροι της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή. Στις 9.11.2012 δεν υπήρξε εμφάνιση από καμία πλευρά και το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, χωρίς διαταγή για έξοδα. Παρατίθεται αυτούσιο το πρακτικό του Δικαστηρίου:

«ΔικαστήριοΚατά την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής επανειλημμένα έχει παρατηρηθεί έλλειψη προώθησής της από πλευράς της αιτήτριας. Πιο συγκεκριμένα, στις 7.6.2012 που ήταν ορισμένη η υπόθεση δεν υπήρξε καμιά εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας, ενώ είχε δοθεί παράταση χρόνου για τη γραπτή αγόρευσή της η οποία δεν είχε καταχωρηθεί μέχρι την ημέρα εκείνη, με αποτέλεσμα να δοθεί όπως τονίστηκε τελευταία παράταση χρόνου και, σε περίπτωση μη εμφάνισης, θα εξεταζόταν θέμα απόρριψης της προσφυγής. Δόθηκαν δε οδηγίες να ειδοποιηθεί ο δικηγόρος της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή και η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 5.7.2012. Στις 12.9.2012 και πάλι δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας. Παρά ταύτα, η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 9.11.2012, με οδηγίες όπως ειδοποιηθεί και πάλι γραπτώς ο δικηγόρος της αιτήτριας από τον Πρωτοκολλητή, πράγμα που έγινε. Παρά τα ότι ο δικηγόρος της αιτήτριας ειδοποιήθηκε από τον Πρωτοκολλητή για τη σημερινή ημερομηνία, και πάλι δεν υπήρχε καμιά εμφάνιση εκ μέρους της. Όλα τα ανωτέρω συνιστούν έλλειψη πρόθεσης για προώθηση της παρούσας προσφυγής, η οποία και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.»

Μετά από πάροδο περίπου ενός έτους και τεσσάρων μηνών, υπεβλήθη η υπό κρίση αίτηση.

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, οι δικηγόροι που εμφανίστηκαν στις 5.7.2012, οι οποίοι ήταν το γραφείο επιδόσεως των δικηγόρων της αιτήτριας, παρέλειψαν να ενημερώσουν τους δικηγόρους της αιτήτριας για τη νέα ημερομηνία, με αποτέλεσμα να μην εμφανιστούν στο Δικαστήριο στις 9.11.2012. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκκρεμούσε και άλλη προσφυγή θυγατρικής εταιρείας της αιτήτριας, η υπ΄ αριθμό 1407/2011, η οποία είχε καταχωριστεί την ίδια ημέρα και η οποία είχε προχωρήσει κανονικά και βρισκόταν στο στάδιο των διευκρινίσεων. Οι δικηγόροι της αιτήτριας έλαβαν γνώση για την απόρριψη της προσφυγής από την Υπηρεσία ΦΠΑ, λόγω της άλλης υπόθεσης, στις 17.3.2014.

Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι οι δικηγόροι της αιτήτριας είχαν αποστείλει τηλεομοιότυπα ημερομηνίας 5.8.2012 και 13.8.2012 στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τα οποία ζητούσαν ενημέρωση για την υπό κρίση προσφυγή. Επειδή πραγματικά δεν γνώριζαν για την απόρριψη της προσφυγής, απέστειλαν γραπτό αίτημα προς το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης της αιτήτριας, καθότι πίστευαν ότι εκκρεμούσε η εν λόγω προσφυγή, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε στις 4.2.2014.

Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, η οποία επικεντρώνεται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος και πως η αίτηση δεν υποβλήθηκε εντός ευλόγου χρόνου, παρά μόνο ένα χρόνο και τέσσερις μήνες μετά την απόρριψη της προσφυγής.

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης, βασική θέση της συνηγόρου της αιτήτριας ήταν ότι αυτή ουδέποτε είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την προσφυγή και πως, δύο μέρες μετά τη διαπίστωση της απόρριψής της, ζητήθηκε η επαναφορά της. Παρέπεμψε δε σε νομολογία επί του θέματος.

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της κας Καρακάννα η οποία ανέφερε ότι οι προσπάθειες των δικηγόρων της αιτήτριας να πληροφορηθούν για την τύχη της προσφυγής δεν ήταν οι ενδεδειγμένες.  Ως προς το νομικό πλαίσιο που διέπει τέτοιου είδους υποθέσεις όπου έχει διαρρεύσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της απόρριψης της προσφυγής και της υποβολής αίτησης για επαναφορά της, όπως στην παρούσα περίπτωση,  η συνήγορος παρέπεμψε στις υποθέσεις Αντρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (2002) 4 ΑΑΔ 1131, Κυβέλη Αναστασίου ν. ΕΔΥ, Υπόθεση Αρ. 1208/2006, ημερομηνίας 12.3.2007, Γιάννης Μ. Δρυάδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου κ.ά., Υπόθεση Αρ. 497/2005, ημερομηνίας 21.11.2005. Η κα Καρακάννα επίσης ανέφερε ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα κατέληγε σε κατάχρηση της διαδικασίας διότι θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο ανακοπής των φορολογικών εκπληρώσεων της αιτήτριας εταιρείας. Το λάθος του δικηγόρου, τόνισε, δεν είναι τυπικό αλλά ζήτημα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης και την αρχή της τελεσιδικίας.

Η αίτηση βασίζεται στους Κανονισμούς 17, 18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου 1962 και του 1996 Καν. 11, 12 και 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.17 θ.14(2), Δ.20 θ.14, Δ.48 θ.1-9, Δ.26 θ.14, Δ.33 θ.5, Δ.47Δ.57 θ.2, Δ.64 θ.1, επί της Νομολογίας και στις Γενικές και Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση Tsingi vRepublic (1984) 3(BC.L.R.1262 και στην Rousos a.o. ν. Republic (1985) 3(ACLR 119, η οποία υιοθέτησε την ίδια προσέγγιση, τονίσθηκε ότι το βασικό κριτήριο σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι εκείνο της εγκατάλειψης της διαδικασίας.  Παρέχεται δυνατότητα επαναφοράς προσφυγής η οποία δεν έχει κατ΄ ουσία εγκαταλειφθεί. Καθώς υποδείχθηκε πρόκειται για προσέγγιση την οποία επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.  Υπό αυτό το φως είναι που αντικρίζονται εδώ οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι, σύμφωνα με τον Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, όπως τροποποιήθηκε, εφόσον δεν καλύπτεται με ειδική πρόνοια το υπό εξέταση ζήτημα, «… εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών και εφ΄ όσον οι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο…».

Στην υπόθεση Theodosiadou a.ovRepublic (1985) 3(BCLR 863 γίνεται αναφορά στις αρχές που εγκρίθηκαν στην Tsingi (ανωτέρω) και παράλληλα υπογραμμίζεται ότι η εξουσία για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας ή σε ζημιά της δικαιοσύνης.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (πιο πάνω) παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία δεν είναι θέμα απλής τυπικότητας, αλλά ζήτημα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.

Στην παρούσα περίπτωση, πέραν του λάθους του δικηγόρου ως προς την μη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, ακολουθούν προσπάθειες για να πληροφορηθούν για την τύχη της προσφυγής, όπου πάλι παρουσιάζεται λανθασμένος χειρισμός. Ο δε χρόνος που διέρρευσε είναι τέτοιος που υποδηλοί αδιαφορία της ίδιας της αιτήτριας για προώθηση της υπόθεσης.

Όπως υποδείχθηκε και στην υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (πιο πάνω), «αποδοχή του αιτήματος θα απέληγε κατ΄ ουσία σε κατάχρηση της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, προκύπτουσα από τη χρήση της όχι για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή την αναθεώρηση της διοικητικής απόφασης, αλλά ως μέσο ανακοπής εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος». Η επιστολή ημερομηνίας 4.2.2014 που επισυνάπτεται στην αίτηση, δεν ξεκαθαρίζει το θέμα, ως εισηγείται η αιτήτρια. Αυτό που προκύπτει από την επιστολή είναι ότι, λόγω εκκρεμότητας προσφυγής την οποία δεν καθορίζει, αναστέλλεται η ποινική δίωξη εναντίον της αιτήτριας εταιρείας.

Με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω, θεωρώ ότι τόσο το αιτιολογικό που δίδεται για την παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο και τα όσα ακολούθησαν, όσο και ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση της αίτησης, υποδηλούν, αδιαφορία στη δικαστική διαδικασία και εγκατάλειψη της προσφυγής και δεν δικαιολογούν την έγκριση της αίτησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της αίτησης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας.

Κ. Σταματίου,

Δ.

source

Limassol court was ‘too lenient’ due to defendants’ social standing

By Angelos Anastasiou

THREE court cases involving individual instances of negligent driving, which left two women dead and an underage girl paralysed, appear to have been tried with suspicious lenience due to the defendants’ social standing, state TV reported on Thursday.

According to the CyBC, head of Limassol traffic police Michalis Katsounotos has sent a letter to chief of police Zacharias Chrysostomou inquiring about the three cases, which involve accidents that took place in 2011 and 2012.

In each case, public prosecutors charged the drivers but the sentences handed down by the court were suspiciously merciful – for the two accidents resulting in the victims’ death the accused were fined with €3,000 and their driving licences were temporarily revoked, and they received five penalty points, while the driver in the third instance was not punished.

Katsounotos’ letter noted that all three cases were tried by the same judge, and two defendants used the same lawyer, raising the question of whether there might have been foul play.

According to the rulings, in each case the court accepted the fact that victims’ families had been paid substantial sums from insurance companies as a mitigating factor.

As well, the letter poses the question of whether the three defendants were tried on the basis of their social standing, as they are considered to be well-known individuals in Limassol.

The Limassol traffic chief claimed that his department was not informed of the rulings as per due process, and noted that public prosecutors failed to appeal the rulings.

Sources have confirmed that the first case involved former Commerce Minister from 1988 to 1993 Takis Nemitsas, who in 2012 had run over an underage Russian girl after running a red light, leaving the girl paralysed.

Nemitsas, who was represented in court by Andreas Charalambous, pleaded guilty to the charges, but District Court judge Toula Papapetrou did not impose a sentence.

The second case related to a fatal accident, in which 28-year-old lawyer Oliver Anastasis Neophytou, who had been driving under the influence of alcohol, drove into an immigrant woman who had been walking on the pavement.

Neophytou, also represented by Charalambous in court, faced four charges – manslaughter, driving while intoxicated, reckless driving, and not keeping his hands free while driving.

He was fined €3,000, suffered a six-month revocation of his driving licence, and was penalised with six penalty points for the first charge, while the rest were mysteriously withdrawn.

The third case concerned a fatal accident in which an elderly woman was killed.

Insurance agent Phedonas Michael was fined €3,000, had his licence revoked for one year and was penalised with five penalty points.

The leaked letter caused the furious reaction of deputy Attorney General Rikkos Erotokritou, as he considered that fingers were being unjustly pointed at the state’s Legal Services.

“Do not include the Legal Services in your questions,” he abruptly told the state radio’s anchor yesterday morning, after she asked whether the service had been at fault. “You are wrong.”

Erotokritou added that public prosecutors are not technically part of the state’s Legal Services, falling under the police’s organisational chart instead.

“However, as part of their work in the courtroom they have a duty to inform us,” he said.

The deputy AG said neither he nor his boss had been aware of the letter’s contents, until they encountered the story in the media.

“When we get the letter, Legal Services will offer its position and will ask for the prosecutors’ views in writing,” he said.

“We can’t wake up to news stories that the Legal Services are being accused by the Limassol traffic chief, when he failed to contact us in advance, as he should have,” Erotokritou said.

Katsounotos declined comment to the Cyprus Mail and referred all questions to police spokesman Andreas Angelides.

Speaking on state TV yesterday, Angelides rejected Erotokritou’s claim that public prosecutors are part of the police’s remit.

“Public prosecutors are accountable to the Legal Services,” he said. “They are public prosecutors, they don’t investigate anything.”

However, he did concede that the Legal Services had not yet been informed of the issue as the letter was leaked before it officially got to its intended recipient.

“Very recently, we had noted some traffic cases that were tried, and due to the sentences that were handed down, Limassol traffic police prepared a letter that was supposed to accompany the trial files to the Legal Services,” he said. “But of course, the issue was made public before the letter and the files were delivered.”

Yesterday afternoon, the AG’s office issued a statement by which it demanded a written report of the facts by noon Monday.

“Concerning the news report in relation to an allegedly poor execution, or deliberate violation, of duty by public prosecutors in the handling of three fatal criminal traffic cases before the Limassol District Court, the Attorney General has instructed the head of the Public Prosecutors’ office to prepare a full report of the facts and present it to the Attorney General’s office by noon on Monday, October 6,” Attorney General Kostas Clerides announced.

“Once the above-mentioned fact report has been received and studied, any further measures warranted will be determined,” he added.

Source: Cyprus Mail

ΑΝΔΡΟΥ ΚΛΑΙΔΗ Temple Court Chambers: Case 47/2011

Αρ. Αγωγής: 47/2011

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΟΥ ΚΛΑΙΔΗ

Ενάγοντα

και

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΕΧΕΡΛΗ

Εναγόμενου

Αίτηση ημερομηνίας 14.11.2013 για επαναφορά αγωγής

10 Απριλίου, 2014

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κα Λοΐζου για δικηγορικό γραφείο Temple Court Chambers
Εναγόμενος/Καθ΄ ου η Αίτηση: παρών, αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή

Στις 13.11.2013 και 10:30π.μ. η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση. Από το πρακτικό του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο Ενάγων δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο κατά την καθορισμένη ώρα παρά το ότι έγιναν επανειλημμένες σχετικές ανακοινώσεις. Στις 10:45π.μ. κατόπιν αιτήματος του Εναγόμενου, η αγωγή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης ένεκα της μη εμφάνισης του Ενάγοντα.

Με την παρούσα αίτηση που καταχωρήθηκε στις 14.11.2013 (στο εξής η «Αίτηση»), ο Ενάγων ζητά την επαναφορά της αγωγής. Η Αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.17 Θ.14(2), Δ.33 και Δ.48 Θ.1-9. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, ο ενόρκως δηλών κ. Χρίστος Κοσιάρης, εξηγεί ότι είναι δικηγόρος και εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα / Αιτητή.

Προσθέτει ότι στις 13.11.2013 εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 11:05π.μ. και ενημερώθηκε ότι η αγωγή είχε απορριφθεί καθ’ ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο κατά την ώρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση. Προσθέτει επίσης ότι ενωρίτερα την ίδια μέρα βρισκόταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστήριο Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, σε θανατική ανάκριση, και μετά το πέρας της διαδικασίας εκείνης μετέβη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας όπου συνάντησε τους μάρτυρες που θα παρουσίαζε στην ακρόαση της παρούσας αγωγής. Αναφέρει επίσης ότι εκ παραδρομής, νόμιζε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη στις 11:00π.μ. αντί στις 10:30π.μ. και η πλευρά του Ενάγοντα ήταν έτοιμη για ακρόαση την ημέρα εκείνη. Λέει ότι ο λόγος μη εμφάνισης των δικηγόρων του Ενάγοντα στο Δικαστήριο κατά την καθορισμένη ώρα ήταν η λανθασμένη εντύπωση τους αναφορικά με την ώρα ορισμού της αγωγής.

Συνεχίζει λέγοντας ότι, ως δικηγόροι του Ενάγοντα, έλαβαν όλα τα δέοντα μέτρα για την προώθηση της αγωγής και δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία ή καταφρόνηση της Δικαστικής διαδικασίας.

Ο Εναγόμενος, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά, έφερε ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση. Στην ένορκη δήλωση του ιδίου που συνοδεύει την ένσταση του, αναφέρει ότι η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 13.11.2013, και ώρα 10:30πμ και ότι έγιναν επανειλημμένες ανακοινώσεις για τον Ενάγοντα πριν η αγωγή απορριφθεί. Προσθέτει ότι ο ίδιος φρόντισε να είναι στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα και ο Ενάγων δεν δικαιολογεί γιατί δεν άκουσε ή δεν έλαβε υπόψη την ώρα που καθόρισε το Δικαστήριο για την ακρόαση.

Τα υπόλοιπα τα οποία αναφέρει ο Εναγόμενος τόσο στην ένορκη του δήλωση όσο και στην γραπτή αγόρευση του κατά την ακρόαση της Αίτησης, αναφορικά με το πρόσωπο του Ενάγοντα, δεν είναι σχετικά με την παρούσα διαδικασία και επομένως δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.

Οι δικηγόροι του Ενάγοντα ανέπτυξαν τη θέση τους σε γραπτή αγόρευση με αναφορά στα γεγονότα και τη σχετική νομολογία.

Νομικές Αρχές και Ανάλυση

Εν αρχή, αν και δεν έχει εγερθεί το θέμα από τον Εναγόμενο στην ένσταση του, θα εξετάσω κατά πόσο η παρούσα διαδικασία είναι ο δικονομικά ενδεδειγμένος τρόπος για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχει νομολογία η οποία εισηγείται ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το δικονομικά ορθό διάβημα εναντίον της απόρριψης της αγωγής είναι η καταχώρηση έφεσης[1]. Ταυτόχρονα, υπάρχει όμως και νομολογία η οποία εισηγείται ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και στα πλαίσια αίτησης επαναφοράς όπως στην παρούσα περίπτωση[2].

Οι διιστάμενες αυτές θέσεις αναγνωρίζονται και εξετάζονται στην Toumbouros Estates Ltd ν Ιωαννίδου κ.α. (1997)1(Γ) Α.Α.Δ. 1512 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Η απόφαση που μας απασχολεί εδώ και που παραμερίστηκε αργότερα από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς, μετά την αξιολόγηση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού, αλλά ερήμην των εφεσίβλητων. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, την οποία παραθέτουμε πιο πάνω, το Δικαστήριο είχε εξουσία να παραμερίσει την απόφαση. Προχωρούμε μάλιστα να υπενθυμίσουμε πως όταν το Εφετείο της χώρας μας, αλλά και της Αγγλίας, έχει παράλληλη, με το πρωτόδικο δικαστήριο, δικαιοδοσία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αυτά εκφράζουν την άποψη πως είναι επιθυμητό να γίνεται πρώτα το διάβημα στο πρωτόδικο δικαστήριο.»

Στη βάση της πιο πάνω προσέγγισης, θεωρώ ότι η παρούσα διαδικασία είναι το ορθό διάβημα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και η Δ.33 Θ.5 είναι η αρμόζουσα δικονομική διάταξή για να υποστηρίξει το αίτημα. Συγκεκριμένα, η Δ.33 Θ.5 προνοεί ότι:

«Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.»

Αναφορικά δε με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος, παραπέμπω στην Ανδρέου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2003)1Γ Α.Α.Δ. 1596 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην περίπτωση παράλειψης του εναγόμενου να εμφανιστεί κατά τη δίκη, δεν εγείρεται θέμα αποκάλυψης της υπεράσπισης του εφόσον αυτή έχει καταχωριστεί. Το κρίσιμο ερώτημα στην περίπτωση εκείνη είναι κατά πόσο η απουσία του υποδηλώνει εγκατάλειψη της υπεράσπισης του ή αδιαφορία για προώθηση της.»

Θεωρώ ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην Ανδρέου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (ανωτέρω) ισχύουν κατ’ αναλογία και σε περιπτώσεις παράληψης του ενάγοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση και συνακόλουθης απόρριψης της αγωγής λόγω μη προώθησης.

Βεβαίως η δυνατότητα επαναφοράς αγωγής η οποία απορρίπτεται λόγω μη προώθησης δεν επιτρέπεται να επενεργεί εις βάρος της αρχής της τελεσιδικίας και του περί δικαίου αισθήματος και το Δικαστήριο πρέπει να προσμετρήσει το γεγονός αυτό στην απόφαση του.

Στην παρούσα περίπτωση, ο μοναδικός λόγος απόρριψης της αγωγής ήταν η παράλειψη του Ενάγοντα να προσέλθει στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα της ακρόασης. Όμως σημειώνω τη θέση του Ενάγοντα ότι εμφανίστηκε τελικά στο Δικαστήριο με ολιγόλεπτη καθυστέρηση, στις 11:05π.μ. αντί στις 10:30π.μ. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο οι δικηγόροι του Ενάγοντα με αυτή την καθυστέρηση δεν αμφισβητήθηκε άμεσα από τον Εναγόμενο με την ένσταση του.

Διαπιστώνω επίσης ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους του Ενάγοντα η οποία να προσμετρά με οποιοδήποτε τρόπο εναντίον του ή να συνιστά λόγο απόρριψης του αιτήματος[3]. Υπενθυμίζω ότι η αγωγή απορρίφθηκε στις 13.11.2013 και η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε στις 14.11.2013 την αμέσως επόμενη ημέρα και εντός των χρονικών πλαισίων που προβλέπει η Δ.33 Θ.5.

Η άμεση καταχώρηση της παρούσας Αίτησης συνηγορεί, κατά την άποψη μου, υπέρ των θέσεων του Ενάγοντα ότι στις 13.11.2013 η πλευρά του ήταν έτοιμη για ακρόαση, ότι η καθυστέρηση στην εμφάνιση τους την καθορισμένη ώρα ήταν ολιγόλεπτη και αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους από μέρους των δικηγόρων του.

Παρά την αμφισβήτηση που τυγχάνουν από την πλευρά του Εναγόμενου, θεωρώ ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την μη έγκαιρη εμφάνιση του Ενάγοντα στο Δικαστήριο στις 13.11.2013 φαίνονται λογικοί και κρίνονται ανθρώπινοι.

Επιπλέον, η διαγωγή του Ενάγοντα δεν είναι τέτοια που να συνιστά ασύγγνωστη αδιαφορία για την υπόθεση του ή για το θεσμό της δικαιοσύνης. Αντίθετα, κατά την άποψη μου, το δικαίωμα του Εναγόμενου να ακουστεί θα πρέπει, στην παρούσα περίπτωση, να υπερισχύσει της παράλειψης του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα της ακρόασης.

Κατάληξη

Με δεδομένα όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η διακριτική μου ευχέρεια πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος του Ενάγοντα.

Η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα επαναφοράς της αγωγής.

Εντούτοις, παρά την επιτυχία της Αίτησης, δεν θεωρώ ότι τα έξοδα της επίδικης Αίτησης πρέπει να επιδικαστούν υπέρ του Ενάγοντα. Εφόσον ο Εναγόμενος εμφανίζεται αυτοπροσώπως και δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

(Υπ.) ………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

[1] Σχετικές οι Terzian v Liberty Life Insurance Ltd (2007) 1B Α.Α.Δ. 1283, Σοφοκλέους κ.α. ν Alfa Bank Ltd (2009)1Β Α.Α.Δ. 818.
[2] Σχετικές οι Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1996)1(Α) Α.Α.Δ. 66, Χρυσάνθου κ.α. ν Mariala Construction Limited (1996)1B A.A.Δ. 1129 και The Annual Practice 1958, σελ 832.
[3] Σχετική η Κοντός ν Του Πλοίου “Denise” (1991)1 A.A.Δ.293

Source

Iacovou Quarries v. Karayiannas: Case 1598/2013

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1598/2013

Μεταξύ:

IACOVOU BROTHERS QUARRIES LTD (HE98496)

Εναγόντων

και

CHR. KARAYIANNAS & SONS DEVELOPERS LTD (HE172641)

Εναγομένων

————-

Αίτηση ημερομηνίας 15.7.2013 για Συνοπτική απόφαση

Ημερομηνία: 19 Φεβρουαρίου 2014

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες – Αιτητές: κ.κ. Αντωνάκης Σωτηρίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. ( Για να ακούσει απόφαση ο κ. Σταύρος Σταύρου)

Για τους Εναγομένους – Καθ΄ού η Αίτηση: κα. Ανδριάνα Κλαίδη, Temple Court Chambers (Για να ακούσει απόφαση ο κ. Κοσιάρης)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με Κλητήριο Ένταλμα Ειδικά Οπισθογραφημένο σύμφωνα με την Δ. 2 Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι ενάγοντες αξιώνουν από τους εναγομένους το ποσό των €1.729.89, με νόμιμο τόκο και έξοδα, ως «οφειλόμενο υπόλοιπο χρεοπιστωτικού λογαριασμού ή/και δυνάμει πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων ή/και παροχής υπηρεσιών ή/και δυνάμει τιμολογίων ή/και ως συμφωνηθείσα ή/και εύλογη αξία εμπορευμάτων ή/και υπηρεσιών ή/και δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ή/και άλλως πως.»

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι ενάγοντες ασχολούνται μεταξύ άλλων, με την πώληση υλικών οικοδομής ή/και σιδηρικών ή/και δομικών υλικών ή/και άλλων συναφών προιόντων ή/και εμπορευμάτων.

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι ενάγοντες αιτούνται την έκδοση Συνοπτικής Απόφασης εναντίον των εναγομένων, ισχυριζόμενοι την έλλειψη υπεράσπισης εκ μέρους των.

Νομική βάση της Αίτησης είναι η Δ. 18 θ. 1-9, Δ.48, θ. 1-12, Δ64 και οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αλέξη Τέκκη, υπαλλήλου των εναγόντων ο οποίος ομνύει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αποκαλύπτει και ότι υιοθετεί τα γεγονότα τις Έκθεσης Απαίτησης, ως αναπόσπαστο μέρος της δήλωσης του. Αναφέρει ότι οι αξιώσεις των εναγόντων είναι ορθές και γνήσιες και επιβεβαιώνει το αληθές του περιοεχομένου τους. Αναφέρει επίσης ότι στις 9.7.2007 οι ενάγοντες, στα πλαίσια της συνεργασίας τους με τους εναγομένους, άνοιξαν και διατηρούσαν χρεοπιστωτικό λογαριασμό στο όνομα των Εναγομένων, στον οποίο καταχωρούντο όλες οι εμπορικές δοσοληψίες μεταξύ των, ήτοι συναλλαγές πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων υλικών οικοδομής και άλλων συναφών προϊόντων. Έναντι του εν λόγω λογαριασμού οι εναγόμενοι κατέβαλλαν διάφορα χρηματικά ποσά και στις 12.4.2013 ο λογαριασμός των εναγομένων δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο €1.729.89 (Κατάσταση Λογαριασμού ημερ. 12.4.2013, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α). Οι Ενάγοντες επανειλημμένα με επιστολές τους (αντίγραφα επιστολών με ημερομηνίες 10.10.2011 και 30.11.2011, επισυνάπτονται ως Τεκμήριο Β) όχλησαν τους Εναγομένους, ώστε να εξοφλήσουν το χρέος τους, πλην όμως οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν στις οχλήσεις τους. Επιστολή, τους απέστειλαν και στις 16.4.2013 μέσω των δικηγόρων τους (αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 16.4.2013, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Γ) χωρίς όμως καμιά ανταπόκριση. Παρά τις οχλήσεις, οι εναγόμενοι παραλείπουν μέχρι και σήμερα να εξοφλήσουν το χρέος τους. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει τέλος ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν υπεράσπιση και ότι καταχώρησαν Εμφάνιση με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν Ένσταση, στη βάση του ίδιου θεσμικού πλαισίου.

Ως λόγοι Ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«Α) Οι προυποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την έκδοση Συνοπτικής απόφασης δεν ικανοποιούνται από τους Ενάγοντες – Αιτητές.

Β) Η Αίτηση για Συνοπτική Απόφαση αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο για τον καθορισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων, εφ΄ όσον παρακάμπτει στην ουσία την πλήρη διεξαγωγή της δίκης.

Γ) Ο Ενόρκως Δηλών δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του αναφορικά με την εν λόγω υπόθεση και ως εκ τούτου είναι αναρμόδιο πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω Ένορκο Δήλωση.

Δ) Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και πάσχει νομικά, καθ΄ ότι στερείται υπόβαθρο και/ή πειστικότητα διά την έκδοση Συνοπτικής Αίτησης.

Ε) Οι Ενάγοντες – Αιτητές δεν παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία διά υποστήριξη της θέσης των.

Στ) Η παρούσα αίτηση αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας (abuse of process), καθ΄ ότι αιτείται διάφορα διατάγματα τα οποία δεν μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο και η συμπεριφορά και ενέργειες των Εναγόντων – Αιτητών είναι κακόπιστη.

Η) Τυχόν έκδοση των διαταγμάτων θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις εις τους Εναγόμενους – Καθ΄ ων η Αίτηση και δεν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Θ) Οι Ενάγοντες – Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και/ή πληροφορίες από το Σεβαστό Δικαστήριο και το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει την αίτηση χωρίς να εξετάσει την ουσία της.

Ι) Το αντικείμενο της αίτησης δεν υφίσταται και/ή δεν υπάρχει και η αίτηση νομικά είναι ανυπόστατη.

Κ) ΟΙ Ενάγοντες – Αιτητές δεν νομιμοποιούνται εις την παρούσα αίτηση.

Λ) Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την εν λόγω αίτηση είναι αναληθή.

Μ) Οι Ενάγοντες – Αιτητές δεν έχουν έρθει ενώπιον της δικαιοσύνης με καθαρά χέρια (he who comes to equity must come with clean hands).

Ν) Δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που να δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος.

Ξ) Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, καθ΄ ότι πάσχει νομικά και βασίζεται σε λανθασμένη νομική βάση.»

Η Ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του ΜάριουΧριστόφορου Καραγιαννά, εκτελεστικού Προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου των εναγομένων ο οποίος, όπως αναφέρει, γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.

Αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Αλέξη Τέκκη και ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του και ως εκ τούτου είναι αναρμόδιο πρόσωπο να προβεί στην Ένορκη Δήλωση. Είναι η θέση του ότι οι ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να προχωρήσουν την Αίτηση εναντίον των εναγομένων, καθότι η εναγομένη εταιρεία είναι ανύπρακτο πρόσωπο, ενώ το ορθό όνομα της εταιρείας είναι Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ. (Αντίγραφο σύστασης της εταιρείας επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α). Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι εναγόμενοι είχαν οποιαδήποτε συνεργασία ή δοσοληψία ή συναλλαγές με τους ενάγοντες. Περαιτέρω αναφέρει ότι «η απαίτηση των εναγόντων βασίζεται αποκλειστικά σε τιμολόγια και χρεωστικό λογαριασμό, τα οποία αναφέρουν διαφορετικά πρόσωπα και φέρουν διαφορετικά νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ενώ η αγωγή στρέφεται αποκλειστικά εναντίον ανύπαρκτης εταιρείας, ήτοι Chr. Karayiannas and Sons Developers Ltd. Περαιτέρω ουδέποτε η εταιρεία Chr. Karayiannas and Sons Developers Ltd, ως επίσης και η εταιρεία μας Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ παράγγειλε οποιαδήποτε εμπορεύματα ή δομικών υλικών και σιδερικών υλικών από τους Ενάγοντες – Αιτητές». Είναι τέλος η θέση του ότι οι εναγόμενοι έχουν καλόπιστη Υπεράσπιση (γεγονός που δεικνύεται με τους ισχυρισμούς στην ένορκη του δήλωση), στην οποία εγείρονται θέματα σε απάντηση της απαίτησης των εναγόντων που πρέπει να εκδικαστούν.

Οι νομικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση έχουν κατ΄ επανάληψη διατυπωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει συνοπτικές αποφάσεις δυνάμει της Δ. 18 ασκείται μόνο σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και ως εκ τούτου είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει υπεράσπιση για σκοπούς καθυστέρησης. Η Δ. 18 προνοεί μια ειδική διαδικασία καθορισμού δικαιωμάτων χωρίς την πλήρη διεξαγωγή δίκης και κατά τρόπο που να αποκλείει τον εναγόμενο να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Απόφαση δυνάμει της Δ. 18 δίνεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις της Δ. 18 και όταν τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης. Η τήρηση και συμμόρφωση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ. 18 είναι απαραίτητες για να παρέχεται στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση και αν ο ενάγων δεν ικανοποίησε πρώτα αυτές τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, το ζήτημα κατά πόσο ο εναγόμενος θα προβάλει ισχυρισμούς τέτοιους που θα του δίνουν δικαίωμα να υπερασπιστεί δεν εξετάζεται.

Σύμφωνα με τη Δ. 18 Θ.1(α) υπάρχουν τρείς προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προτού το δικαστήριο εξετάσει τους ισχυρισμούς του εναγομένου.

(1) Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6
(2) Ο εναγόμενος πρέπει να έχει εμφανιστεί.
(3) Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί θετικά να ορκιστεί ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (Βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchoudi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).

Εάν και εφόσον οι πιο πάνω προϋποθέσεις ικανοποιούνται από τον ενάγοντα, τότε το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου, ο οποίος πρέπει να δείξει στο Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί. (Βλ. Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, CYEMS CO Ltd v. The Central Co-Operative Co. Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 879, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333, Εθνική Τράπεζα Ελλάδος Α.Ε. ν. Χ΄΄Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Melita Manufacturers Ltd v. Chris Ioannou Ltd, 1996 1 (Β) ΑΑΔ 1238, Ανδρέας Σωκράτους ν. Παναγιώτου Ανδρέου κ.α., 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 40 και Χριστάκης Αυγουστή κ.α. ν. Γεώργιου Πίριλλου, 1997 1 (Α) ΑΑΔ, 5).

Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η μη ικανοποίηση τους, στερεί από το Δικαστήριο την δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska (ανωτέρω).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, το Κλητήριο Ένταλμα είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2 θ.6 και οι εναγόμενοι καταχώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης στις 27.6.2013. Κατά συνέπεια, ικανοποιούμαι ότι η αίτηση πληροί τις δύο πιο πάνω προϋποθέσεις.

Το επόμενο θέμα που θα εξετάσω είναι κατά πόσο πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση. Είναι νομολογημένο ότι η διαδικασία της λήψης συνοπτικής απόφασης, ιδιαίτερα όσον αφορά το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, είναι πολύ αυστηρή. Αυτό επιβάλλει ο δραστικός της χαρακτήρας (Ανδρέας Θεμιστοκλέους &Υιοί Λτδ ν. Arizona Trading Co. Ltd, Πολιτική Έφεση 9728/22.10.1997, Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 9670, ημερ, 10.7.1997.

Μια αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει στην ουσία να συμμορφώνεται μόνο με τις αυστηρές προϋποθέσεις του Θ1.α της Δ.18. Ένας αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει ουσιαστικά την απαίτηση του. Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική (Annual Practice) του 1970 στην σελ. 124, παράγραφος 14, 2 – 5, στα σχόλια της αντίστοιχης Αγγλικής Διαταγής 14:

«The verification may be by reference to the facts stated in the statement of claim thus: “the defendants are justly and truly indebted to the plaintiffs in the sum of £…./for and were so indebted at the commencement of this action. The particulars of the said claim appear by the statement of claim in this action”.

H ορθή πρακτική όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική, επιβεβαιώνεται και από την νομολογία στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου (ανωτέρω).

Όσον αφορά την καταλληλότητα του προσώπου που καταθέτει ενόρκως σε σχέση με τα γεγονότα, το ζήτημα πραγματεύεται η υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου (ανωτέρω) η οποία αντιπαραθέτει την περίπτωση προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, με την περίπτωση του ομνύοντα που καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει και εξηγεί πως η Δ.39 θ.2 περιορίζεται σε ενδιάμεσες αιτήσεις και δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Αναγνωρίζεται επίσης, στην ίδια υπόθεση, ότι στην περίπτωση που ο ενάγων – αιτητής είναι εταιρεία κάποιο φυσικό πρόσωπο πρέπει να ορκιστεί στη θέση της. Σύμφωνα όμως με ρητή επιταγή του πιο πάνω θεσμού πρέπει να είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα. Επιπλέον στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ. 18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ. 18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.

Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία και στη θέση της ορκίζεται ο Αλέξης Τέκκης, υπάλληλος της και δεόντως εξουσιοδοτημένος, ο οποίος διαλαλεί ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης. Προκύπτει από τα λεχθέντα του ομνύοντα (στην ένορκη του δήλωση) πως είναι πρόσωπο ικανό εντός του ορισμού της Δ.18 θ.1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής.

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα, έχω ικανοποιηθεί ότι η αίτηση πληροί και τις τρείς πιο πάνω προϋποθέσεις. Συνεπώς οι εναγόμενοι έχουν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής ή να αποκαλύψουν ή παραθέσουν τέτοια γεγονότα ή ισχυρισμούς που συνιστούν καλή υπεράσπιση.

Στην υπόθεση Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, στις σελ. 243 – 244, αναφέρεται ότι:

«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Co-operative Industries Co. Ltd (1982) 1 Α.Α.Δ. 897). Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».

Όπως πολύ εύστοχα και περιεκτικά ετέθη το ζήτημα στην υπόθεση Melita Manufacturers Ltd v. Chris Ioannou Ltd, 1996 1 (Β) ΑΑΔ 1238, η συζήτηση αφορά στην ύπαρξη ή μη υπεράσπισης και κατ΄ ανάγκη διεξάγεται σε επίπεδο ισχυρισμών.

Εκείνο το οποίο ουσιαστικά ενδιαφέρει είναι το περιεχόμενο της συνοδεύουσας την Ένσταση ένορκης δήλωσης του Μάριου – Χριστοφόρου Καραγιαννά, από το οποίο θα πρέπει να διαπιστώσω κατά πόσον οι εναγόμενοι με ικανοποιούν ότι έχουν καλή υπεράσπιση επί της ουσίας ή κατά πόσον έχουν αποκαλύψει τέτοια γεγονότα τα οποία μπορούν να κριθούν ικανοποιητικά για να τους παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστούν.

Πριν προχωρήσω με την εξέταση των ισχυρισμών των εναγομένων κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με βάση την Δ.18 είναι τέτοια που πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή και ένας εναγόμενος που δυνατόν να μπορεί να δημιουργήσει μέσω σχετικών γεγονότων την πιθανότητα έγερσης επίδικου θέματος, θα πάρει άδεια να υπερασπισθεί την υπόθεση έστω και εάν η υπεράσπιση αυτή μπορεί να μην φαίνεται ικανή να επιτύχει σε «τελική ανάλυση (Jacobs v. Booths Distillery Co (1901) 85 LB 262 και Krapp-Fisher v Grish (1963) 2 All E.R. 500).

Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, και εφόσον το βάρος μετατοπισθεί στους ώμους του εναγομένου, πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη υπεράσπισης και ότι οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν είναι από μόνοι τους αρκετοί [Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (ανωτέρω)].

Η απλή αναφορά σε ισχυρισμούς γενικούς και αόριστους στερεί από τον εναγόμενο το δικαίωμα να τύχει άδειας από το Δικαστήριο για να καταχωρήσει Υπεράσπιση για δύο βασικούς λόγους:

(1) Όταν οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι γενικοί και/ή αόριστοι το Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί στην εξέταση τους εφόσον ελλείπει το σχετικό υπόβαθρο εκείνων των γεγονότων που το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον του για να τα εξετάσει με την αναγκαία στο στάδιο αυτό λεπτομέρεια, και
(2) Η γενική και χωρίς παράθεση στοιχείων άρνηση ενός εναγόμενου προσκρούει στην νομολογιακή αρχή και βέβαια στο ίδιο το λεκτικό της Δ. 18 θ.1(α) ότι η ένσταση θα πρέπει να εμπεριέχει λεπτομερώς τις θέσεις του εναγομένου.

Στην προκειμένη περίπτωση ο Μάριος Χριστόφορος Καραγιαννάς στην ένορκη του δήλωση αναπτύσσει κατ΄ αρχήν καταχρηστικά επιχειρηματολογία (αναφέρει ότι με την Υπεράσπιση των εναγομένων θα εγερθούν πολύπλοκα νομικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου), μορφή λόγου ασυμβίβαστη με το αναμενόμενο περιεχόμενο μιας ένορκης δήλωσης που θα πρέπει να περιορίζεται σε γεγονότα, σύμφωνα με την Δ. 39 θ.2 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και την Δ.48, θ. 4 η οποία προνοεί πως οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση και τα οποία δεν είναι εμφανή από τον φάκελο της υπόθεσης θα αναφέρονται σε μία ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την Ειδοποίηση Ένστασης.

Επί της ουσίας της υπόθεσης ο μοναδικός ουσιαστικός ισχυρισμός του ομνύοντα είναι ότι η εναγόμενη εταιρεία είναι ανύπαρκτο πρόσωπο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ουδέποτε η εναγομένη εταιρεία όπως επίσης και η εταιρεία Χριστόφορος Καραγιαννάς &Υιός Λτδ, παρήγγειλε οποιαδήποτε εμπορεύματα από τους ενάγοντες. Ο ομνύων πέραν του ότι αντιφατικά ισχυρίζεται από την μία ότι η εναγομένη εταιρεία είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και από την άλλη ότι ουδέποτε είχε συμβατική σχέση με τους ενάγοντες, ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του δεν παραθέτει, ενώ όφειλε οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία ή λεπτομέρειες τα οποία να επιβεβαιώνουν την θέση του, αφήνοντας έτσι τον ισχυρισμό του ατεκμηρίωτο και συνακόλουθα μετέωρο.

Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι με τα όσα τέθηκαν από πλευράς εναγομένων, δεν παρέχονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες υπεράσπισης. Η αναφορά του κ. Καραγιαννά περί μη ύπαρξης συμβατικής σχέσης, μεταξύ εναγόντων και εναγομένων, είναι γενική και αόριστη και δεν αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση. Σύμφωνα με την νομολογία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει καλή υπεράσπιση, θα πρέπει να εξειδικεύεται με την παράθεση συγκεκριμένων γεγονότων ώστε να ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι λογικά τα γεγονότα εγείρουν την υπεράσπιση την οποία ο εναγόμενος επικαλείται. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχουν κάμει οι εναγόμενοι.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κ. Καραγιαννά ότι το όνομα της εναγομένης εταιρείας είναι λανθασμένο, θα ήθελα να πω τα εξής. Είναι σαφές ότι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ενάγει και ενάγεται με το εν χρήσει όνομα της, το οποίο είναι νόμιμα εγγεγραμμένο και το οποίο μπορεί να αλλαχθεί τηρουμένων των σχετικών νομοθετικών προνοιών. Φυσικά σε κάθε ουσιώδη χρόνο η εταιρεία δεν μπορεί να χρησιμοποιεί πέραν του ενός ονόματα, προφανώς και σε δικαστική διαδικασία. Νομολογιακά έχει λεχθεί ότι μια λανθασμένη επωνυμία δεν πρέπει να επηρεάζει την ουσιαστική απόφαση του Δικαστηρίου στα θέματα που εγείρονται ενώπιον του, γι΄ αυτό και το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να διορθώνει λανθασμένες αναγραφές ονομάτων, εξουσία η οποία ασκείται να διορθώνει λανθασμένες αναγραφές ονομάτων, εξουσία η οποία ασκείται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στην υπόθεση Williams & Glyn’s Bank Ltd v. The Ship “Maria” (1993) 1 ΑΑΔ 106, υιοθετήθηκε το εξής απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση Nittan v. Solent Steel (1981) 1 L1. L.R. 633, όπου ο Λόρδος o Denning είπε, σε σχέση με την έμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να διορθώνει λανθασμένα ονόματα, τα εξής:

“In this court we are very used to dealing with misnomers. We do not allow people to take advantage of a misnomer when everyone know what was intended.”

Εν προκειμένω όμως οι εναγόμενοι καταχώρησαν Εμφάνιση και ανέγραψαν στο Σημείωμα Εμφάνισης ότι υπερασπίζονται την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία η οποία αναφέρεται στον τίτλο της αγωγής. Με την λανθασμένη επωνυμία, όπως οι ίδιοι φυσικά διατείνονται. Θα μπορούσαν οι εναγόμενοι αντί να καταχωρήσουν Εμφάνιση, να λάβουν άλλα μέτρα εάν πίστευαν ότι ήταν τόσο ουσιαστικό το γεγονός ότι το όνομα της εναγομένης εταιρείας, όπως αναγράφεται στον τίτλο της αγωγής, είναι λανθασμένο.

Με βάση τα όσα ανέφερα μέχρι τώρα κρίνω ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία και την ασκώ υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

Διά ταύτα εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων, ως η απαίτηση. Επιδικάζονται επίσης υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγομένων, τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.:) ………………………………………………………
Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Source

Karayiannas Developers v. the Carpenter: Case 794/2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον:  Στ.  Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ.  Αγωγής: 794/11

Μεταξύ:

Δρυξύλ Λτδ, από Δερύνεια

Ενάγουσας

και

Ch.  Karayiannas and Son Developers Ltd, από Παραλίμνι

Εναγομένης

Αίτηση ημερομηνίας 24.2.2012 για διαγραφή του Κλητήριου Εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία:   25 Οκτωβρίου 2013

Εμφανίσεις:
Για τους Εναγομένους – Αιτητές:  Ο κ.  Χρίστος Κοσιάρης για Andrew Klydes LLLC
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ων η Αίτηση: Ο κος Χαράλαμπος Αρτέμης για Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία Δ.Ε.Π.Ε. (για να ακούσει απόφαση η κα Βρακά)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η αξίωση των εναγόντων στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο,  είναι για το ποσό των €37.492.44 πλέον τόκους και έξοδα.  Όπως προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης, οι ενάγοντες ασχολούνται με ξυλουργικές εργασίες ενώ οι εναγόμενοι με την  ανάπτυξη γης (developers).  Μεταξύ της περιόδου 1.1.2007 και 9.6.2011 οι ενάγοντες κατόπιν συμφωνίας με τους εναγομένους, προέβηκαν σε ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που ανήγειραν οι τελευταίοι.  Για τις εν λόγω εργασίες οι ενάγοντες έκδιδαν τιμολόγια και διατηρούσαν χρεωπιστωτικό  λογαριασμό στο όνομα των εναγομένων, στον οποίον χρέωναν τις οφειλές από τις ξυλουργικές εργασίες και πίστωναν τις πληρωμές εκ μέρους των εναγομένων.  Ο  εν λόγω λογαριασμός στις 9.6.2011 δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εναγομένων ύψους €37.492.44.

Με την υπό κρίση Αίτηση οι εναγόμενοι – αιτητές αιτούνται την έκδοση Διατάγματος «με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή (stay) ή/και ο παραμερισμός (set side) ή/και η ακύρωση ή/και ο τερματισμός της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Αγωγής ή/και του Κλητήριου Εντάλματος  ή/και της διαδικασίας, λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή abuse of process, καθότι οι Ενάγοντες – Καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν την αγωγή υπ΄ αριθμόν 648/11, η οποία αφορά τα ίδια επίδικα θέματα και/ή ταύτιση των διαδίκων.

Η αίτηση στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 33 Θ10, Δ. 48 Θ. 1- 4, 8, 9, 10, 12, Δ. 16 Θ.9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 1 – 3, 21, 22, 29, 30, στους  περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 25, Θ.1, 2, 3 και 4, Θ.Θ. 2, 4, 9 και 26, Δ.19, Θ. 26, Δ.23, Θ.2, Δ.21, Θ.Θ.1 και 10, ως επίσης στην εγγενή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση εκτίθενται στην Ένορκη Δήλωση της Αφροδίτης Οικονόμου, ασκουμένης  δικηγόρου στο γραφείο Α. Klydes LLC, δικηγόρου των εναγόντων.

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο από πληροφορίες που έλαβε από τους εναγομένους και τον δικηγόρο τους όσο και από τον φάκελο της υπόθεσης και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη  να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.  Επί της ουσίας, αναφέρει ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν εναντίον των εναγομένων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και την αγωγή με αριθμό 648/11, με την οποία αξιώνουν «υπόλοιπα ποσά και/ή χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο θα μπορούσε να περιληφθεί εις την παρούσα υπό εξέταση υπόθεση».  Είναι η θέση της ότι η αγωγή με αριθμό 648/11 καλύπτει τα ίδια επίδικα θέματα, που εγείρονται στην παρούσα αγωγή και ότι «οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης».  Πέραν τούτου ότι εκτός της ταύτισης των διαδίκων και των επιδίκων θεμάτων, «το αντικείμενο και  ή βάση της αγωγής είναι όμοιο και/ή παρόμοιο».  Τέλος διατείνεται ότι γι΄ αυτούς  τους λόγους η αγωγή με τον πιο πάνω πάνω αριθμό και τίτλο, πρέπει να απορριφθεί.

Οι ενάγοντες καθ΄ ων η Αίτηση καταχώρησαν Ένσταση η οποία βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ. 48 Θ. 1 – 4, 8, 9, 10, 12 και Δ. 19, στη Δ. 64, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 και στην συμφυή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του δικαστηρίου.

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/12/2012 είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.

  1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/2/2012 αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. 
  1. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση 24/2/2012 γίνεται από (ασκούμενη) δικηγόρο και όχι από την ίδια την Αιτήτρια χωρίς να εξηγείται επαρκώς ή καθόλου γιατί δεν προέβηκε σε αυτή αξιωματούχος της Αιτήτριας.
  2. Η παρούσα αγωγή δεν αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας καθότι η αγωγή 648/11 (Ε.Δ.  Αμμοχώστου)  μπορεί να έχει τους ίδιους διαδίκους αλλά έχει διαφορετικά επίδικα θέματα με την παρούσα αγωγή εφόσον εδράζεται σε διαφορετικές δοσοληψίες και/ή (απλήρωτα) τιμολόγια και/ή υπηρεσίες.»

Τα γεγονότα που στηρίζουν την ένσταση εμφαίνονται στην Ένορκη Δήλωση του Γιώργου Χαραλάμπους, ενός εκ των διευθυντών της ενάγουσας εταιρείας.

Ο Ενόρκως Δηλών, επί της ουσίας της υπόθεσης, αναφέρει ότι η αγωγή, 648/11 Ε.Δ.  Αμμοχώστου έχει μεν τους ίδιους διαδίκους με την παρούσα,  αλλά διαφορετικά  επίδικα θέματα.  Η κάθε αγωγή αφορά διαφορετικές δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων, διαφορετικές υπηρεσίες και διαφορετικά τιμολόγια.  Στην Ένορκη Δήλωση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1, δέσμη αντιγράφων καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €37. 492,44 που είναι το αξιούμενο στην παρούσα αγωγή και ως Τεκμήριο 2, αντίγραφα καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €73.381,13 που αξιούνται με την αγωγή αρ. 648/11.Τα ίδια τα τιμολόγια δεν επισυνάπτονται καθότι, όπως επεξηγείται, είναι σε πολύ λεπτό χαρτί και παρόλες τις προσπάθειες κατέστη αδύνατο να φωτοτυπηθούν.  Ως Τεκμήριο 3, επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα δύο επιταγών οι οποίες εκδόθηκαν από την εναγομένη εταιρεία προς όφελος των εναγόντων, οι οποίες δεν ετιμήθησαν.  Ο ενόρκως δηλών, παραδέχεται ότι οι επιταγές αφορούν μόνο την αγωγή αρ. 648/11 και όχι την παρούσα.

Προτού η υπό κρίση Αίτηση αχθεί σε ακρόαση, οι εναγόμενοι – αιτητές υπέβαλαν γραπτό αίτημα με το οποίο αιτούντο την παραχώρηση άδειας του Δικαστηρίου ώστε να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση με την οποία αφενός μεν θα επεξηγείτο ο λόγος που οι διευθυντές των εναγομένων παρέλειψαν να προβούν οι ίδιοι σε ένορκη δήλωση που να υποστηρίζει την επίδικη Αίτηση και αφετέρου θα απαντούσαν στους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους.  Οι ενάγοντες έφεραν ένσταση στο αίτημα και το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) αφού άκουσε και τις δύο πλευρές απέρριψε το αίτημα των εναγομένων για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Κατά τις αγορεύσεις στην ακρόαση της επίδικης Αίτησης, ο κ.  Χρ.  Κοσιάρης εκ μέρους των εναγόντων – αιτητών, υπεστήριξε ότι οι διαφορές των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης και ως τούτου η καταχώρηση δύο αγωγών για τα ίδια επίδικα θέματα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Εφόσον, κατέληξε, η αγωγή με αριθμό 648/11 η οποία είναι προγενέστερη καλύπτει και τα θέματα της παρούσας αγωγής, η τελευταία θα πρέπει να απορριφθεί καθότι οι ενάγοντες «με παράλληλα ένδικα μέσα επιδιώκουν την επίτευξη του ίδιου και/ή όμοιου στόχου»

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του κ.  Αρτέμη εκ μέρους των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Εισηγήθηκε ότι η Αίτηση αφέθηκε χωρίς  υποστηρικτικό υλικό και άρα ατεκμηρίωτη, εφόσον η υποστηρίζουσα αυτήν ένορκη δήλωση καταρτίστηκε αντικανονικά από δικηγόρο η οποία μάλιστα δεν επεξηγεί για ποιο λόγο προχώρησε η ίδια αντί των εναγομένων στον καταρτισμό της.

Επί της ουσίας, υπεστήριξε ότι μπορεί και οι δύο αγωγές να είναι μεταξύ των ιδίων διαδίκων, να καλύπτουν χρονικά δοσοληψίες της ίδιας περιόδου αλλά τα γεγονότα και η φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών είναι διαφορετικά και συνεπώς και τα επίδικα θέματα είναι διαφορετικά και ξεχωριστά μεταξύ τους.  Οι αγωγές αναφέρονται σε διαφορετικές δοσοληψίες.  Οι ενάγοντες, πρόσθεσε, αντί να καταχωρήσουν μία αγωγή και να αξιώνουν €160.000= περίπου, διαχώρισαν τα τιμολόγια και τις οφειλές και καταχώρησαν δύο αγωγές, την παρούσα με την οποίαν αξιώνουν €37.492,44 και την αγωγή αρ.  648/11 με την οποία αξιώνουν €73.381.13.  Ήταν τέλος η θέση του  ότι  κατάχρηση της διαδικασίας υπάρχει εκ μέρους των εναγομένων οι οποίοι καθυστερούν με διάφορα διαδικαστικά μέτρα την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

Η Δ. 19. Κ. 26 επί της οποίας στηρίζεται η Αίτηση έχει ως εξής:

“26.    The Court or a judge may, at any stage of the proceeding, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass or delay the fair trial or the action”.

Έχει επανειλημμένα υποδειχθεί τόσο από την Κυπριακή όσο και την Αγγλική Νομολογία και από αυθεντίες, ότι οι πρόνοιες τόσο της προαναφερόμενης Διαταγής όσο και της Διαταγής 27. Καν.  3 η οποία αφορά την διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου, θα πρέπει να ασκούνται με φειδώ.  Πρόσθετα στην Κύπρο η θεραπεία αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να προσφεύγει στο Δικαστήριο και να προβάλλει τις θέσεις του.  Σχετική είναι η υπόθεση In Re Pelmaco Development Ltd(1991) 1 ΑΑΔ 246, 255 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ΄ όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόσπαστο.  Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1  του Συντάγματος».

Αλλά ακόμη και όπου η Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα λόγω παράλειψης αναφοράς σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει χωρίς άλλο την Αγωγή, αλλά μπορεί να δώσει άδεια Τροποποίησης του δικογράφου [Βλ.Annual Practice (1958) σελ.  575] όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“And where the statement of claim in its present form discloses no cause of action because some material averment has been omitted, the court, while striking out the pleading, will not dismiss the action, but give the plaintiff leave to amend”.

Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ.  575 αναφέρεται ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν διαγράφεται όπου και αποκαλύπτεται κάποια αιτία αγωγής όσο αδύνατη και εάν είναι η υπόθεση του Ενάγοντα.  Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής, δεν παρέχεται ευχέρεια για διαγραφή της, αν με την Έκθεση Απαίτησης προβάλλεται οποιοδήποτε ζήτημα που πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

Αντίθετα, ξεκάθαρες περιπτώσεις διαγραφής αγωγής δυνάμει της Δ. 27 Καν. 3 μπορούν να αποτελέσουν απαιτήσεις όπου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την αιτούμενη  θεραπεία ή όπου αυτές αποτελούν δεδικασμένο [Βλ.  Annual Practice (1958) σελ. 575].

Οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπ΄ όψιν στην έκδοση του δραστικού μέτρου απόρριψης αγωγής, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Λοΐζος Λουκά ν.  Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Πολ.  Έφεση 4512, ημερ.  10.9.1999, ως ακολούθως:

«Προκύπτει από την εξέταση της Νομολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη Αγωγής, για τον λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι:

  1. Πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία Αγωγής, και
  2. Η Αγωγή δεν μπορεί να δικασθεί ύστερα από τροποποίηση που μπορεί νόμιμα το Δικαστήριο να επιτρέψει.

Διαφορετικά θα ήταν κενό γράμμα το Συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο Δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά.  Από την επισκόπηση της Νομολογίας διαφαίνεται μια σταθερή τάση φειδωλής χρήσης της εξουσίας για απόρριψη αγωγής που όπως η παρούσα, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα».

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

Η Έκθεση Απαίτησης αποκαλύπτει ως βάση αγωγής την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της συμφωνίας τους με τους ενάγοντες, βάσει της οποίας οι τελευταίοι εκτελούσαν ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που έκτιζαν οι εναγόμενοι.  Το ποσό των €37.493,44 που αξιούται είναι, όπως προβάλλεται, οφειλόμενο υπόλοιπο από τις εν λόγω εργασίες, στη βάση τιμολογίων και/ή κατάστασης λογαριασμού.

Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές και την νομολογία κρίνω ότι το δικόγραφο των Εναγόντων και αιτία αγωγής αποκαλύπτει και είναι δομημένο σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Δεν περιέχει αχρείαστα θέματα ούτε και επουσιώδη ώστε οι εναγόμενοι να πρέπει να απαντήσουν σ΄ αυτά και με αυτό τον τρόπο να εγείρονται άσχετα θέματα προ εκδίκαση με αποτέλεσμα να προκληθεί ταλαιπωρία και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και έξοδα.  Όπως καθορίζεται με την απόφαση Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v.Roberts 38, Ch. D.  270, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός.

Είναι παραδεκτό από τους Ενάγοντες ότι εναντίον των εναγομένων καταχώρησαν και την αγωγή αρ648/11 επίσης στο Ε.Δ.  Αμμοχώστου με την οποία αξιούν την πληρωμή του ποσού των €73.381,13. Η  προαναφερόμενη  αγωγή έχει ως βάση και πάλι την κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της μεταξύ των συμφωνίας. Όπως καταγράφεται στην υποστηρίζουσα την ένσταση στην παρούσα αγωγή  Ένορκη Δήλωση και όπως επεξηγήθηκε και από τον συνήγορο των εναγόντων κατά τις αγορεύσεις, οι ενάγοντες αξιούν συνολικά από τους εναγόμενους ποσά πέραν των €100.000=, για υπηρεσίες που τους πρόσφεραν κατά την περίοδο 2007 μέχρι και τα μέσα του 2011, σύμφωνα με τα απλήρωτα τιμολόγια που έχουν στην κατοχή τους.  Διαχώρισαν τα τιμολόγια  σε δύο ομάδες και θεώρησαν ορθό να καταχωρήσουν δύο αγωγές αντί μίας έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρουσιάσουν καλύτερα την υπόθεση τους.  Από την μαρτυρία που προσκόμισαν οι ενάγοντες, διαφαίνεται ότι οι δύο αγωγές αφορούν διαφορετικές αξιώσεις βασιζόμενες επί διαφορετικών γεγονότων και υπηρεσιών της ίδιας μεν φύσης (ξυλουργικές εργασίες) που παρασχέθηκαν και στις δύο περιπτώσεις κατά την ίδια χρονική περίοδο.    Εν κατακλείδι τα επίδικα θέματα των δύο αγωγών είναι διαφορετικά.

Για όλους αυτούς τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το αίτημα διαγραφής της Έκθεσης Απαίτησης δεν κρίνεται σαν δικαιολογημένο.

Ένα τελευταίο σχόλιο στην εισήγηση του κ.  Αρτέμη ότι η υποστηρίζουσα την Αίτηση Ένορκη Δήλωση είναι αντικανονική.

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι τα γεγονότα που θεμελιώνουν κάθε ενδιάμεση αίτηση πρέπει, αν δεν προκύπτουν από την δικογραφία της υπόθεσης, να αποκαλύπτονται στις ενόρκους δηλώσεις που την συνοδεύουν [Loui Vuitton v.  Δέρμοσακ Λτδ κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 1453].  Τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν να συμπληρώνονται από μαρτυρία που προσκομίζει ο αντίδικος για υποστήριξη της ένστασης του [Affif Yiamout κ.α.  vSchiffahrts Ges Elbe M. B. H. & Co (1994) 1 ΑΑΔ 191, 193].  Αλλά ούτε και γεγονότα που αναφέρονται σε άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις μπορούν να συμπληρώσουν το κενό στη μαρτυρία.  Σχετική είναι η υπόθεση Demstar Limited v. Zim IsraelNavigation Co. Ltd κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 597, 603].

Ενόψει όμως της κατάληξης μου ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, το θέμα που ήγειρε ο κ.  Αρτέμης αποκτά πλέον ακαδημαϊκό ενδιαφέρον και δεν θα το εξετάσω.

Δια ταύτα η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εναγομένων – αιτητών και υπέρ των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.:)…………………………………………

Στ.  Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.

Source

Criminal Fraud: Case 19/2011: Date 23-10-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 19/2011 και 20/2011)

23 Οκτωβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/2011)

CORNELIUS DESMOND O’DWYER

Εφεσείων,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE McDONALD,

Εφεσιβλήτων.

________________________

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2011)

MICHAELLA MARGARET O’DWYER,

Εφεσείουσα,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE Mc DONALD,

Εφεσιβλήτων

________________________

Γιάννος Γεωργιάδης, με Ντόρια Βαρωσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11 και την Εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/11.
Αντρέας Κλαΐδης, με Στέλιο Βασιλακκά, για Φλουρέντζου, για τους Εφεσίβλητους.

________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι – κατηγορούμενοι, στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 1912/2009, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, μετά από ακροαματική διαδικασία, αθωώθηκαν και απηλλάγησαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. Οι κατηγορίες αφορούσαν δόλια συναλλαγή σε ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλο. Συγκεκριμένα, κατηγορούνταν: Οι εφεσίβλητοι 1 ότι, ενώ γνώριζαν ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των εφεσειόντων, δικαιούχων δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 23/8/2005, κατατεθειμένου στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, πώλησαν ή διέθεσαν προς χρήση μία κατοικία στο κτηριακό συγκρότημα «΄Αγιος Σέργιος», στο Φρέναρος, (η «κατοικία»), οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ότι συμμετείχαν στην εν λόγω συναλλαγή και η εφεσίβλητη 4 ότι αποδέχτηκε την κατοικία, ενώ γνώριζε, ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε η συγκατάθεση των εφεσειόντων. Αποτελούσε κοινό έδαφος πρωτοδίκως ότι:-

«α) η Κατηγορουμένη αρ. 1 είναι εταιρεία, δεόντως συσταθείσα στην Κύπρο συμφώνως του Νόμου και ότι οι Κατηγορούμενοι αρ. 2 και αρ. 3 ήσαν διευθυντές της κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο και συνεχίζουν να είναι μέχρι και σήμερα.

β) οι Παραπονούμενοι (είναι μεταξύ τους σύζυγοι) συνεβλήθησαν γραπτώς με την Κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία στις 23.8.2005, για την αγορά μιας υπό ανέγερση οικίας (αποτελούσε μέρος συγκροτήματος κατοικιών που ήταν γνωστό ως ‘Agios Sergios Complex’ και είχε τον αριθμό 30) η οποία θα ανεγείρετο σε ιδιόκτητη γη της τελευταίας (εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της γης ήταν η κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία), στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου.

γ) οι Παραπονούμενοι κατέθεσαν στις 8.9.2005 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου το προαναφερόμενο Πωλητήριο ΄Εγγραφο.»

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η κατοικία αγοράστηκε, για να μετακινηθεί η οικογένειά τους και η επιχείρησή τους από την Αγγλία στην Κύπρο. Η συμφωνία έγινε με τον εφεσίβλητο 3, η δε κατοικία, που θα ανεγειρόταν σε γωνιακό οικόπεδο, αγοράστηκε αντί του ποσού των ΛΚ163.000,00. Η υπογραφείσα συμφωνία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και οι ίδιοι, μέχρι τις 2/2/2006, κατέβαλαν το ποσό των ΛΚ91.056,00. Ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11, (ο «εφεσείων»), το Φεβρουάριο του 2006, όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο, διαπίστωσε και υπέδειξε στον εφεσίβλητο 3 λάθη στην οικοδομή, με σοβαρότερο το ότι, ταυτόχρονα με την κατασκευή της οικίας που αυτοί αγόρασαν, οι εφεσίβλητοι 1 έκτιζαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο που θα έπρεπε να είναι ο γειτνιάζων με την οικία τους δρόμος. Επειδή αυτό επηρέαζε την απομόνωση της κατοικίας τους, εξέθεσε στον εφεσίβλητο 3 τα προβλήματα με τηλεομοιότυπο, χωρίς, όμως, να πάρει οποιαδήποτε απάντηση. Ακολούθως, επειδή είχε καταγράψει σε «οπτικοακουστική» κασέτα όλες τις συνομιλίες που ο ίδιος είχε με τους εφεσίβλητους 2 και 3, τις ανήρτησε στο διαδίκτυο, μετά, όμως, από παραστάσεις των τελευταίων τις απέσυρε. Τον Ιούνιο του 2006, οι εφεσίβλητοι 1 – 3 αρνήθηκαν να δεχτούν οποιαδήποτε περαιτέρω πληρωμή και κατέθεσαν αγωγή στο δικαστήριο για τερματισμό του συμβολαίου. Το 2007, όταν πληροφορήθηκε από τηλεφωνήματα και e-mails στην ιστοσελίδα του ότι το σπίτι του πωλήθηκε, πληροφόρησε, με επιστολή του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την εφεσίβλητη 4 για την ύπαρξη του δικού του συμβολαίου. Αργότερα, την ειδοποίησε, με επιστολή του δικηγόρου του, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός, να εγκαταλείψει την οικία του.

Θέση των εφεσειόντων ήταν ότι αυτοί, από τη στιγμή που το συμβόλαιό τους κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της κατοικίας, δεν παρέβησαν τους όρους του συμβολαίου τους, ο δε τερματισμός του από τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 είναι παράνομος και έγινε ώστε οι τελευταίοι να πωλήσουν την κατοικία σε ψηλότερη τιμή.

Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 επέλεξαν να μην καταθέσουν, ούτε να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση. Κάλεσαν ένα μάρτυρα, τον κ. Γ. Πιττάτζη, ο οποίος προηγουμένως ενεργούσε ως δικηγόρος τους και ο οποίος ανέφερε ότι, στις 9/3/2006, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1, απέστειλε στους εφεσείοντες επιστολή, με την οποία τους πληροφορούσε ότι αυτοί τερμάτιζαν τη μεταξύ τους συμφωνία αγοράς της κατοικίας, για λόγους που αφορούσαν τους εφεσείοντες. Την ίδια επιστολή τους απέστειλε και στις 10/4/2006, με κοινοποίησή της προς τους δικηγόρους τους. Αντεξεταζόμενος, δήλωσε ότι ο ίδιος δε γνώριζε πότε η εφεσίβλητη 4 αγόρασε την κατοικία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία[1] σε σχέση με την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής, σε ποινικές υποθέσεις, όπως αυτή αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και αφού προσδιόρισε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, και σε περίπτωση ακόμη που γινόταν δεκτή η θέση τους ότι οι ίδιοι είχαν καταστεί «δυνητικά ιδιοκτήτες» της κατοικίας και ήταν τα πρόσωπα που είχαν νόμιμη εξουσία να παρέχουν, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 303Α(2) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, (το «Κεφ. 154»), συγκατάθεση για οποιαδήποτε συναλλαγή σε σχέση με αυτή, δεν απέδειξαν ότι η συναλλαγή των εφεσιβλήτων 1 με την εφεσίβλητη 4 έγινε με σκοπό την καταδολίευσή τους, ελλείψει μαρτυρίας για το χρόνο που αυτή έγινε. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, η εν λόγω συναλλαγή έγινε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας με τους εφεσείοντες.

Καθοδηγούμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861, όπου αναφέρεται ότι πρόθεση εξαπάτησης από μέρους του παρασπονδούντος πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της παράστασης και όχι εκ των υστέρων, κατέληξε ότι, στην περίπτωση των εφεσιβλήτων, δεν υπήρχε μαρτυρία για τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί κατέστησαν ιδιοκτήτες της επίδικης κατοικίας. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι λανθασμένα αυτό κατέληξε ότι από τη μαρτυρία που το ίδιο είχε ενώπιόν του δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης. Η ενώπιόν του μαρτυρία, υποστηρίζουν, αποδείκνυε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν, ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να συναλλάττονται για την κατοικία. Το Τεκμήριο 8, υπό την τίτλο “Legal Undertakings to sell and purchase”, καταδεικνύει το χρόνο της συναλλαγής με την εφεσίβλητη 4. Με τους λόγους έφεσης 3 και 4, διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του εφεσείοντα, όπως και την επιλογή των εφεσιβλήτων να μην καταθέσουν και να δώσουν εξήγηση κατά πόσο αυτοί γνώριζαν ή όχι ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να πωλήσουν την κατοικία.

Θα εξετάσουμε πρώτα την εισήγηση των εφεσειόντων ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας τους και της μη απόδειξης του συστατικού στοιχείου των αδικημάτων σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης, αφού η κατάληξή μας σ’ αυτό καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι σε πλεονεκτική θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τον οποίο είδε να καταθέτει, έδωσε πειστικούς λόγους. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, κατά την αντεξέτασή του, αυτός δεν απαντούσε σε οποιαδήποτε ερώτηση σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις από το συμβόλαιο.

΄Εχουμε και εμείς μελετήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της και δε διαπιστώνουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί να επέμβουμε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην καταθέσουν δεν μπορεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να προσμετρήσει σε βάρος τους, αλλά ούτε και να επιδράσει και να καταστήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αξιόπιστη ή τον τρόπο αξιολόγησής της εσφαλμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέβλεψε την επιλογή αυτή των εφεσιβλήτων, ακολουθώντας, όμως, την αρχή της νομολογίας ότι είναι δικαίωμα κατηγορουμένου να μην καταθέσει και ότι το βάρος απόδειξης κάθε συστατικού στοιχείου των κατηγοριών βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή, δεν την προσμέτρησε σε βάρος τους. ΄Οπως ορθά κατέληξε, με τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του, δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης, δηλαδή ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με σκοπό την καταδολίευση των εφεσειόντων. Το Κατηγορητήριο είχε ως βάση του το ΄Αρθρο 303Α (2)(α), (β) και (3) του Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει τα εξής:-

«(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου –

(α) Πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή

(β) διαφημίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή

……………………………………………………………………………………………………

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ενεργεί με σκοπό καταδολίευσης εάν προβεί σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έχει νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης.»

Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα σε σχέση με το εν λόγω συστατικό στοιχείο, για τους καθ’ όλα εύλογους και πειστικούς λόγους που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν άφηνε άλλη επιλογή από την απαλλαγή και αθώωσή των εφεσιβλήτων από τις κατηγορίες. Το Τεκμήριο 8, στο οποίο ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε για να υποστηρίξει το λανθασμένο της κρίσης σε σχέση με το χρόνο πώλησης της κατοικίας στην εφεσίβλητη 4, κάθε άλλο παρά μαρτυρία για το χρόνο που αυτή έγινε αποτελεί. Με αυτό, δηλωνόταν ότι η κατοικία είχε πωληθεί σε τρίτο – (στους εφεσείοντες) – η δε εφεσίβλητη 4 αναλάμβανε, υπό όρους, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, να την αγοράσει. Οι εφεσίβλητοι δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη της συμφωνίας με τους εφεσείοντες, ήταν, όμως, η θέση τους ότι αυτή τερματίστηκε από τους ίδιους, λόγω παράβασης όρων της από τον εφεσείοντα και καταχώρισαν σχετική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τερματισμό της. Το ποιος ήταν υπεύθυνος για τον τερματισμό της συμφωνίας δεν μπορούσε να κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό θα αποφασιστεί στα πλαίσια της αγωγής.

Η κατάληξή μας ως προς την ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση του λόγου έφεσης 1.

Η παρούσα έφεση, η οποία, ουσιαστικά, στρέφεται εναντίον της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχει και μια άλλη διάσταση. Καθώς προκύπτει, καταχωρήθηκε μετά από άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, στη βάση των εξουσιών που του παρέχει το ΄Αρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. ΄Εχοντας υπόψη ότι έφεση, από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εναντίον αθωωτικής απόφασης χωρεί μόνον επί νομικών θεμάτων, μας απασχόλησε κατά πόσο θα επανανοίγαμε την υπόθεση, για να ακούσουμε τους δικηγόρους, αφού το όλο ζήτημα δεν έχει εγερθεί από τους εφεσίβλητους. Θεωρήσαμε, όμως, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δε θα εξυπηρετείτο οποιοσδήποτε σκοπός pop over to this website.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

Α. Πασχαλίδης, Δ.

Δ. Μιχαηλίδου Δ.

[1] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363· Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71
Source