Klaedes / Κλαΐδη / Klydes: v. Υπουργείο Οικονομικών Φ.Π.Α Case 393/11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 393/2011)

30 Ιανουαρίου 2015

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

KLAEDES ANDREW TONY PANTELI,

Αιτητής

– ΚΑΙ –

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

Α. Κλαΐδη (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ημερ. 19.1.2011, με την οποία επεβλήθη στον αιτητή η καταβολή του ποσού των €24.610 ως Βεβαίωση Φόρου για την περίοδο 1.6.2007-31.3.2009.

Κατά τις θέσεις που προωθήθηκαν στην προσφυγή και τις αγορεύσεις, ο αιτητής ενεγράφη ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αμμοχώστου από 26.3.1997 μέχρι δε το 1999 ήταν δικηγόρος-υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο του Κύπρου Ανδρέου στη Λάρνακα. Από το 2000 μέχρι το 2001 διετέλεσε δικηγόρος-υπάλληλος στο γραφείο του Ευάγγελου Σαμμούτα στη Λάρνακα. Από τα τέλη του 2001 δημιούργησε δικό του δικηγορικό γραφείο μέχρι και σήμερα, αλλά για τα έτη 2006 μέχρι τον Ιούνιο του 2007, το δικηγορικό γραφείο που διατηρείτο με την επωνυμία Klydes-Carter Solicitors δεν διεκπεραίωνε εργασίες με το προσωπικό όνομα του αιτητή. Επομένως, όταν οι καθ΄ ων κατά το 2006 επισκέφθηκαν το γραφείο προς έλεγχο, αυτοί εξέτασαν αρχεία και βιβλία που δεν σχετίζονταν μόνο με το πρόσωπο του αιτητή βεβαιώνοντας στη συνέχεια φόρο αδικαιολόγητα και παράνομα.

Η θέση περαιτέρω, όπως αναπτύσσεται στην αγόρευση, εστιάζεται στο δεδομένο ότι η επιβολή του Φ.Π.Α. ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Η εγγραφή που ο Έφορος Φ.Π.Α. επέβαλε από την 1.1.1998 με την αναδρομική εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. είναι λανθασμένη και βασισμένη σε στοιχεία τα οποία δεν ήταν ικανά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ημερήσια εισοδήματα του δικηγορικού γραφείου ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την εγγραφή. Περαιτέρω, η ενέργεια των καθ΄ ων στη βάση ανεπαρκών και αυθαίρετων δεδομένων έγινε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας διότι δεν χρησιμοποιήθηκε η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις μεθοδολογία εφόσον η έρευνα δεν ήταν καλόπιστη και η απόφαση για την καταβολή Φ.Π.Α., βασίσθηκε σε υλικό άσχετο με το δικηγορικό γραφείο και του αιτητή προσωπικά.

Οι καθ΄ ων αντίθετα θεωρούν ορθή και εύλογη την προσβαλλόμενη πράξη στη βάση των εξής δεδομένων: Ότι η εκ μέρους του αιτητή υποβολή της αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. έγινε την 1.6.2007, αλλά υπάρχει παραδοχή ότι ενεργούσε ως δικηγόρος και σε προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα ότι από το 2001 λειτουργούσε γραφείο προσωπικά. Έστω και κάτω από την επωνυμία Klydes Carter Solicitors, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου από τους αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., ότι τα εισοδήματα ήσαν υπό την ιδιότητα υπαλλήλου δικηγόρου σε άλλο γραφείο ή εισοδήματα προερχόμενα από τον συνεταιρισμό. Ούτε και παρουσιάστηκαν στοιχεία ή δεδομένα κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου και των επαφών των λειτουργών του Φ.Π.Α. με τον αιτητή που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς που εκ των υστέρων προβάλλονται μέσω της προσφυγής και της αγόρευσης.

Είναι η θέση των καθ΄ ων περαιτέρω ότι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο Φ.Π.Α. ήταν λογικά και συναρτώμενα προς τα στοιχεία που βρέθηκαν στα αρχεία του δικηγορικού γραφείου. Αντί να υποβληθεί εκ μέρους του γραφείου αυτοβούλως και έγκαιρα η διαδικασία συμμόρφωσης και εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., ο αιτητής ανέμενε τον εντοπισμό του από τις φορολογικές αρχές του Κράτους. Δεν τηρούνταν βιβλία, αρχεία και στοιχεία κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας, ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν συμφωνούσαν οι δηλωμένες εκροές και ο φόρος εκροών όπως δηλώθηκαν στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1.6.2007-30.9.2007, με τις εκροές και το φόρο εκροών των τιμολογίων που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο. Όπου οι φορολογικές δηλώσεις κρίνονται από τον Έφορο ως ελλιπείς ή περιέχουσες σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την κρίση του. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την υποχρέωση του δικηγορικού γραφείου να υποβληθούν ορθές φορολογικές δηλώσεις, οι καθ΄ ων εύλογα και ενεργώντας μέσα στα πλαίσια του σχετικού άρθρου 49, βεβαίωσαν τον οφειλόμενο φόρο χωρίς να είχαν ταυτόχρονα οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση για διεξαγωγή έρευνας που μπορούσε ή όχι να φέρει στην επιφάνεια περαιτέρω αποδεικτικό υλικό.

Σύμφωνα με πλούσια επί του θέματος νομολογία, το Τμήμα Φ.Π.Α. δικαιούται να προβεί σε καθορισμό του οφειλόμενου φόρου από μια επιχείρηση όταν δεν δίδονται επαρκείς εξηγήσεις ή όπου η τήρηση των αναγκαίων βιβλίων δεν είναι πλήρης ή ορθή ή διαπιστώνονται ελλείψεις στα λογιστικά βιβλία. Αυτό επιτρέπεται από το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, το οποίο και ρητά μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη πράξη. Όπως αναφέρθηκε στην P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 266, ο Έφορος Φ.Π.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί την καλύτερη δυνατή κρίση του υπό το φως των δεδομένων που έχει στη διάθεση του και να χρησιμοποιήσει τη μεθοδολογία που είναι αναγκαία για να εξαγάγει το οφειλόμενο φόρο. Λέχθηκαν τα εξής, τα οποία ισχύουν και στην υπό κρίση περίπτωση:

«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, στην έλλειψη δε στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο επιχειρηματίας να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις (δέστε Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211, Σουβλάκια Γύρος «Κρητικός» Λτδ ν site web. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21.) Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου στην περίπτωση του Φ.Π.Α., ο δε Έφορος διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση, περίοδο (δέστε F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 77».

Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει σε σχέση με την παρούσα προσφυγή είναι ότι προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης, η αναγκαστική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1.1.1998, η οποία πράξη είναι αυτοτελώς διοικητική πράξη και, ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, αποτελεί αντικείμενο άλλης προσφυγής, της υπ΄ αρ. 225/2011, η οποία εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η κα Καρακάννα κατά τις διευκρινίσεις υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι έγινε προσπάθεια εκ μέρους των καθ΄ ων να συνενωθεί η παρούσα προσφυγή με τις υπ΄ αρ. προσφυγές 225/2011, 226/2011 και 394/2011, όλες των οποίων ασκήθηκαν από τον αιτητή, πλην όμως αντιμετώπισαν την ένσταση της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα να αποσυρθεί η αίτηση για συνεκδίκαση στις 6.3.2013. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το μόνο ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί είναι η ορθότητα της εδώ προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 19.1.2011, (Παράρτημα 3 στην ένσταση), η οποία και αναφέρεται αποκλειστικά στη βεβαίωση φόρου για την περίοδο 1.6.2007 μέχρι 31.3.2009.

Η βάση αυτής της απόφασης σχετίζεται με την μη τήρηση βιβλίων, αρχείων και στοιχείων ως προνοείται από τον Κανονισμό 22 της Κ.Δ.Π. 314/2001, εφόσον δεν παρουσιάσθηκε στον Έφορο Φ.Π.Α. οποιοσδήποτε από τους λογαριασμούς Φ.Π.Α. εισροών και εκροών, ούτε και οποιαδήποτε άλλα βιβλία ή αρχεία. Οι δηλωμένες εκροές και αντίστοιχα ο δηλωμένος φόρος εκροών για την περίοδο 1.6.2007-30.9.2007 δεν συμφωνούσαν με τα ποσά που προέκυπταν από τα προσκομισθέντα τιμολόγια. Περαιτέρω, ότι εκδόθηκαν τιμολόγια στο όνομα του αιτητή από το 2004 στα οποία φαίνεται κανονική χρέωση του ποσού του Φ.Π.Α., χωρίς όμως ταυτόχρονα την έγκαιρη εγγραφή της δικηγορικής δραστηριότητας στο Μητρώο Φ.Π.Α. Και, τέλος, ότι από το αρχείο υποθέσεων που τηρούσε το δικηγορικό γραφείο και από τις τραπεζικές καταστάσεις διαπιστώθηκε ότι ο κύκλος εργασιών ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το έτος 1992, χωρίς όμως να υπήρξε εγγραφή στο Φ.Π.Α.

Τα όλα δεδομένα της επιχείρησης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, οδήγησαν τους καθ΄ ων στο συμπέρασμα ότι έγινε «.. εσκεμμένη απόκρυψη του Φ.Π.Α. που οφείλετε προς την Υπηρεσία Φ.Π.Α.». Στη βάση των παραλείψεων και αδυναμιών που παρουσίαζε το σύστημα τήρησης του δικηγορικού γραφείου έγινε εξωλογιστικός προσδιορισμός των εισπράξεων στην εξής βάση: Για τα έτη 1998-2005 και το έτος 2007, λήφθηκε ο κατάλογος των υποθέσεων με καταμέτρηση του αριθμού που διεκπεραιώθηκε κατ΄ έτος. Στη συνέχεια υπολογίστηκε μια μέση τιμή χρέωσης για κάθε υπόθεση διαφορετική ανά έτος, πολλαπλασιάζοντας την τιμή χρέωσης επί τον αριθμό των υποθέσεων ώστε να υπολογιστούν οι ετήσιες εισπράξεις. Στη βάση αυτή υπολογίστηκε ο οφειλόμενος φόρος εκροών στο ποσό των €22.372,73 με λεπτομέρειες να καταγράφονται στο Παράρτημα 1 της προσβαλλόμενης πράξης, με επιπλέον ποσό πρόσθετου φόρου σε ποσοστό 10%, δηλαδή, €2.237,27, ενώ στο σύνολο του ποσού των €24.610, που είναι το ποσό για το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση, επιβλήθηκε τόκος 9% για τα έτη μέχρι το 2006 και 8% για τα επόμενα έτη.

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής δεν είναι η αυτεπάγγελτη εκ μέρους του Εφόρου εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α., ενέργεια που είναι δυνατή, εν πάση περιπτώσει, με βάση τη νομολογία στη βάση δέουσας έρευνας και την υποχρέωση του υποκείμενου σε φορολογία να εγγραφεί στο Μητρώο, (Δημοκρατία ν. Δεκράνι Τουριστικές Επιχειρήσεις Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 415 και Δημοκρατία ν. Νικοδήμου (2002) 3 Α.Α.Δ. 504). Η αναδρομική εγγραφή λόγω παράλειψης εγγραφής είναι επιτρεπτή στη βάση των άρθρων 13 και 14 του Νόμου αρ. 246/1990, (Peters v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 249).

Υπό αναθεώρηση εδώ είναι το ύψος του επιβληθέντος φόρου. Το βάρος για να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η επιβολή της φορολογίας ήταν λανθασμένη, το φέρει ο αιτητής, (Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47). Αυτό το βάρος συναρτάται και προς την ταυτόχρονη υποχρέωση του φορολογούμενου να τηρεί βιβλία και αρχεία και να προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Στην έλλειψη τέτοιων στοιχείων και αποδείξεων, επιτρέπεται στον Έφορο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 509).

Είναι επίσης αναγνωρισμένη διαχρονικά η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή έλεγχο της επιβληθείσας φορολογίας εφόσον το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας, επεμβαίνει δε μόνο όταν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339 και Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287). Η κρίση του Εφόρου παραμένει επί των τεχνικών θεμάτων της φορολογικής εξέτασης και επιβολής του φόρου, ανέλεγκτος, (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345), και εφόσον η κρίση αυτή δεν εκφεύγει των ορίων του λογικά εφικτού, αυτή δεν ανατρέπεται, (Λ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106 και Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Α.Ε. αρ. 54/2010, ημερ. 4.12.2014).

Τα όσα θέματα εγείρει εδώ ο αιτητής δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση του Εφόρου, ο οποίος βεβαίωσε το φόρο με την προσβαλλόμενη πράξη με πλήρη και επαρκή αιτιολογία. Έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω ο αριθμός των φορολογικών παραλείψεων του αιτητή όπως προσδιορίζονται στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 19.1.2011. Η αναλυτική κατάσταση του Παραρτήματος Ι, ανά φορολογική περίοδο δείχνει τις αναμενόμενες εισπράξεις για κάθε περίοδο, τον ανάλογο συντελεστή Φ.Π.Α. και τον φόρο εκροών επί των αναμενόμενων εισπράξεων. Παρέχεται επίσης ο δηλωμένος φόρος εκροών για κάθε περίοδο και εν τέλει ο οφειλόμενος φόρος εκροών. Η κρίση αυτή του Εφόρου έγινε στη βάση του ελέγχου των εγγράφων και δεδομένων που οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. βρήκαν ή είχαν στη διάθεση τους, με πλήρη στοιχεία να περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση.

Πέραν των επί μέρους δεδομένων που καταγράφονται αναλυτικά στις σελίδες 000009-000050, οι αρχικές εξηγήσεις που καταγράφονται στις σελίδες 000003-000005, αναφέρονται στην αξιοπιστία των βιβλίων και αρχείων που κρατούσε ο αιτητής, εισηγήσεις για βεβαίωση του φόρου και άλλες ενέργειες, τη φορολογική βεβαίωση και την ταμειακή βεβαίωση. Διαπιστώθηκε ότι τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης δεν ήταν αξιόπιστα και επομένως παρέστη ανάγκη για εξωλογιστικό προσδιορισμό των πωλήσεων. Στη συνέχεια εξηγείται ο τρόπος υπολογισμού των εισπράξεων κατ΄ έτος και κατά υπόθεση. Με μέση τιμή χρέωσης καθ΄ υπολογισμό υπολογίστηκε το εισπραχθέν ποσό και τέλος ο οφειλόμενος φόρος.

Η φορολογική περίοδος για την οποία επεβλήθη ο φόρος είναι η 1.6.2006-31.3.2007. Τα όσα επομένως λέγει ο αιτητής αναφορικά με το ότι είχε γραφείο ως δικηγόρος το 1997 και όχι προγενέστερα και επομένως λανθασμένα γίνεται αναφορά στο σημείο (δ) της προσβαλλόμενης πράξης ότι από το αρχείο υποθέσεων είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε κύκλος εργασιών που ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το 1992, δεν είναι σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση. Το (δ) ως άνω, παρέχει απλώς ένα ιστορικό δεδομένο ως προς την ημερομηνία που ο αιτητής όφειλε να εγγραφεί στο Φ.Π.Α. και δεν το έπραξε. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης προσφυγής. Αφορά στην αναδρομική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. και δεν σχετίζεται με την παρούσα. Περαιτέρω, τα αναφερόμενα κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στις διαπιστώσεις των λειτουργών του Φ.Π.Α., αναφορικά με εισπράξεις το 1992, 1994, 1996, κλπ., απαντώνται με την εξής απλή επισήμανση και ταυτόχρονα υπενθύμιση. Ότι στον αιτητή επεβλήθη φόρος για συγκεκριμένη περίοδο 1.6.2006-31.3.2007, όπως ορθά εντοπίζει και επαναλαμβάνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση.

Γενικά, όλες τις αιτιάσεις που προβάλλονται με την αγόρευση του αιτητή, απαντώνται με το επιχείρημα ότι οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. ενήργησαν στη βάση των δεδομένων, στοιχείων, καθώς και όσων βιβλίων και αρχείων βρήκαν και τις εξηγήσεις που παρέθεσε ο ίδιος ο αιτητής. Στις εκ των υστέρων θέσεις ότι πολλές από τις εισπράξεις αφορούσαν συνεταιρισμό, ή, εργασία ως υπάλληλος ή για άλλους, η εύλογη απάντηση των καθ΄ ων είναι, και αυτό χωρίς αντίκρουση, ότι ουδέποτε ο αιτητής προέβαλε τέτοιους ισχυρισμούς κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου. Το ότι υπήρξε εν πάση περιπτώσει επαρκής και ορθός έλεγχος των δεδομένων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό με τη Λαϊκή Τράπεζα, και αφορούσαν κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, χρήματα εισπραχθέντα υπό μορφή καταπιστεύματος για την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας ξένων επενδυτών στην Κύπρο, δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε θεωρήθηκαν ως εισπράξεις και πωλήσεις του αιτητή, έστω και αν ο λογαριασμός ήταν απλώς στο όνομα του αιτητή.

Το ίδιο αφορά και τις εισπράξεις από πιστωτικές κάρτες, τα στοιχεία των οποίων με βάση δεδομένα από τη JCC για προηγούμενα έτη, επιβεβαίωναν τον τρόπο υπολογισμού για την επίδικη φορολογική περίοδο. Η συνήγορος των καθ΄ ων παραθέτει επιμελώς στις σελ. 6-7 της αγόρευσης της τα ορθά ποσά από εισπράξεις μέσω πιστωτικής κάρτας επί των οποίων ενήργησε ο Έφορος Φ.Π.Α. Και ορθά περαιτέρω αναφέρεται ότι η εταιρεία Andrew Klydes LLC συστήθηκε μόλις στις 10.11.2008, (Παράρτημα 2 στην αγόρευση των καθ΄ ων), και κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί ότι οι εισπράξεις με πιστωτική κάρτα για προηγούμενα της πιο πάνω ημερομηνίας έτη, αφορούσαν την πιο πάνω εταιρεία, παρέμειναν μετέωροι.

Οι καθ΄ ων ενήργησαν ορθά, δίκαια και εύλογα. Στο Παράρτημα 1 της αγόρευσης τους παρουσιάζεται περαιτέρω επεξήγηση και για τον συνεταιρισμό Carter Marion Joyce & Klaedes Andrew Tony Panteli, ο οποίος χρησιμοποιείτο κάποτε για έκδοση τιμολογίων από τον ίδιο τον αιτητή και ο οποίος συνεταιρισμός λειτούργησε για μικρή μόνο περίοδο από 2.4.2007 μέχρι 31.5.2007.

Η κα Κλαΐδη παρέπεμψε στην υπόθεση Pegasos Birds Ltd v. Commissioner of HM Custom and Excise (2004) EWCA Civ 1015, (Court of Appeal), ως προς τις βεβαιώσεις φόρου κάτω από το Value Added Tax Act 1994, “to best of their judgment” που χρησιμοποιείται από τους φοροθέτες. Η φράση απαντάται στο s.73(1) του 1994 Act. Μετά από σφαιρική ανάλυση του θέματος και με αναφορά στις προηγούμενες υποθέσεις Rahman v. Customs and Excise Commissioners (1998) STC 826 και Rahman (No. 2) (2003) STC 150, καθώς και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές στο Tribunal, ότι το πρωταρχικό του καθήκον είναι να καθορίσει το ορθό ποσό φόρου σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα, και με το βάρος να κείται στο φορολογούμενο. Ότι εάν ο φορολογούμενος επιδιώκει να αμφισβητήσει τη φορολογία από τους Commissioners ενώπιον του Tribunal στη βάση του “best of their judgment ground”, οι λόγοι πρέπει να καταγραφούν με σαφήνεια και πληρότητα πριν την έναρξη της ακρόασης. Ότι ισχυρισμοί περί ανεντιμότητα ή άλλη ατασθαλία εναντίον του Commissioner και των λειτουργών του πρέπει να τίθενται με καθαρότητα και λεπτομερέστατα. Το “best of judgment rule” σημαίνει την εύλογη, δίκαιη και έντιμη εκτίμηση των ενώπιον του φοροθέτη δεδομένων. Το πρόβλημα συνήθως έγκειται στη διαπίστωση του ποσού του φόρου και όχι στο κριτήριο που ασκείται. Η απόφαση αυτή δεν βοηθά τον αιτητή. Αντίθετα, υποστηρίζει το εύλογο της κρίσης των καθ΄ ων. Εκεί επιβεβαιώθηκε η απόφαση του Commissioner ως έχουσα εφαρμόσει το ορθό κριτήριο και ακυρώθηκε η κρίση του Tribunal που ακύρωσε τη φορολογία για το λόγο ότι εφάρμοσε αντικειμενικό κριτήριο, με αναφορά στα στοιχεία υπό φορολόγηση.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζει στην ουσία το ίδιο κριτήριο όσον αφορά την εκτίμηση των γεγονότων και της φορολογίας που επιβάλλεται στην απουσία στοιχείων ή στην παροχή ελλιπών στοιχείων από τον φορολογούμενο, (Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376, Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας – πιο πάνω – και Exantas Marine Enterprises Ltd v. Έφορου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, υπόθ. αρ. 1162/2012, ημερ. 28.11.2014).
Καμιά από τις αιτιάσεις του αιτητή δεν μπορεί να ανατρέψει την εύλογη κρίση των καθ΄ ων, οι οποίοι ενήργησαν με δέουσα έρευνα και εξέδωσαν την επίδικη απόφαση με εύλογη και επαρκή αιτιολογία.

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Στ. Ναθαναήλ,
Δ.

Source

Άνδρος Κλαΐδης / Ανδριάνα Κλαΐδη / Andrew Klydes: Case 47/2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 47/2011

Μεταξύ:

Άνδρος Κλαΐδης, από Λάρνακα

Ενάγοντας

και

Γεώργιος Σιεχερλής, από τα Περβόλια, Λάρνακος

Εναγόμενος

12 Δεκεμβρίου, 2014

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Λοϊζου για Andrew Klydes LLC
Εναγόμενος, αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή, ο Ενάγοντας αξιώνει από τον Εναγόμενο €4.000 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, το ποσό το οποίο αξιώνει αφορά συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή για την εκπροσώπηση του Εναγόμενου στην αγωγή υπ’ αριθμό 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και άλλες νομικές υπηρεσίες. Ο Εναγόμενος έχει κληθεί, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, να εξοφλήσει το ποσό αλλά δεν το έχει πράξει.

Στην Υπεράσπιση του, ο Εναγόμενος που εμφανίζεται αυτοπροσώπως στην αγωγή, ισχυρίζεται ανέθεσε «κάποια υπόθεση» στον Ενάγοντα και «τον πλήρωσ[α] €400 (τετρακόσια Ευρώ) ως προκαταβολή. Μου ζήτησε και παρουσιάστηκα στον περίβολο του Δικαστηρίου, συνομίλησε με τον αντίδικο δικηγόρο κύριο Κουκούνη και έκτοτε δεν είχαμε καμία άλλη συνάντηση ή συνομιλία. Πολύ αργότερα μου επέδωσε αγωγή για €4.000 (τέσσερις χιλιάδες Ευρώ) και τα ζήτησε να του τα πληρώσω». Καταλήγει λέγοντας ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό και ότι τα χρήματα που έχει ήδη πληρώσει είναι «αρκούντως ικανοποιητικά».

Προς απόδειξη της απαίτησης του Ενάγοντα, έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο η κα Γεωργία Χριστοδούλου, δικηγορική υπάλληλος στο γραφείο του Ενάγοντα (ΜΕ1) και ο ίδιος ο Ενάγοντας (ΜΕ2). Για την υπεράσπιση, έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο Εναγόμενος (ΜΥ1). Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν ως τεκμήρια διάφορα έγγραφα, ειδική αναφορά σε κάποια από τα οποία γίνεται κατωτέρω στο βαθμό που αυτό κρίνεται αναγκαίο. Αναφέρω όμως ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παρακολούθησα με προσοχή τη δια ζώσης μαρτυρία και έχω διεξέλθει με τη δέουσα επιμέλεια όλα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν.

Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρεια στα όσα ανέφερε ο κάθε μάρτυρας. Για σκοπούς πληρότητας της απόφασης, παραθέτω μόνο κατωτέρω μια σύνοψη των κυρίων σημείων της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε σε σχέση με τα επίδικα θέματα.

Η ΜΕ1 κατέθεσε ότι εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του Ενάγοντα και ότι έχει στην κατοχή της τα έγγραφα της παρούσας υπόθεσης και προσωπική γνώση των γεγονότων που την αφορούν. Ανέφερε ότι ο Εναγόμενος στην παρούσα αγωγή είχε αναθέσει στον Ενάγοντα το χειρισμό της αγωγής 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία, στην πορεία, διευθετήθηκε εξωδίκως. Ανέφερε επίσης ότι για τους σκοπούς της αγωγής εκείνης και προς υλοποίησης του συμβιβασμού στον οποίο τελικά κατέληξαν οι διάδικοι προέβησαν εκ μέρους του Εναγόμενου σε διάφορα άλλα διαβήματα τα οποία περιέγραψε.

Σημειώνω ότι η ΜΕ1 παρουσίασε στο Δικαστήριο πιστό αντίγραφο της συνταγμένης απόφασης στην αγωγή υπ’ αριθμό 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Τεκμήριο 1) από το οποίο προκύπτει ότι η αγωγή αποσύρθηκε ως εξωδίκως διευθετηθείσα και καταγράφεται συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι διάδικοι η οποία κατέστη κανόνας Δικαστηρίου. Παρουσίασε επίσης δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο 2) αποτελούμενη από αντίγραφα αλληλογραφίας μεταξύ του Ενάγοντα στην παρούσα αγωγή και του συνηγόρου της άλλης πλευράς στην αγωγή 2090/2006 που φαίνεται να αφορούν συζητήσεις που γίνονταν για σκοπούς διευθέτησης της επίδικης διαφοράς στην αγωγή εκείνη. Κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού και βεβαίωση πληρωμής δημοτικών τελών στο όνομα του Εναγόμενου (Τεκμήριο 3), που κατά την ίδια αφορούσαν το επίδικο ακίνητο στην αγωγή 2090/2006. Κατέθεσε έντυπα, καταστάσεις και βεβαιώσεις του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (Τεκμήριο 4) που ανέφερε ότι αφορούσαν το ίδιο ακίνητο. Παρουσίασε επίσης αντίγραφα επιστολών του Ενάγοντα προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 12.5.2009 και 13.5.2009 (Τεκμήρια 5 και 6 αντίστοιχα) που αφορούσαν την αγωγή 2090/2006 και απαίτηση για πληρωμή των δικηγορικών εξόδων που αξιώνονται με την παρούσα αγωγή. Τέλος, κατέθεσε αντίγραφο επιστολής που φαίνεται να στάληκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (Τεκμήριο 7) από τον Ενάγοντα προς τρίτο πρόσωπο, για ετοιμασία έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αγωγής 2090/2006. Σημειώνω ότι η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.

Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο Ενάγοντας. Να αναφέρω παρενθετικά ότι ο Εναγόμενος αποδέχτηκε και κατέστη παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας είναι το ίδιο πρόσωπο με την κυρία Ανδριάνα Κλαΐδη. Κατά την μαρτυρία του, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι ο Εναγόμενος τον πλήρωσε ποσό €400 έναντι του ποσού της αξίωσης και περιόρισε την απαίτηση του κατά €400, ήτοι περιόρισε το αξιούμενο με την αγωγή ποσό σε €3.600. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, συμφώνησε προφορικά με τον Εναγόμενο ότι η αμοιβή τους για το χειρισμό και εκπροσώπηση του στην αγωγή 2090/2006 και παροχή εξωδικαστηριακών υπηρεσιών σε σχέση με την υλοποίηση εξώδικου συμβιβασμού της εν λόγω αγωγής θα ήταν €4.000 και ότι ανέλαβε την υπόθεση στη βάση αυτής της συμφωνίας. Ο Ενάγοντας επιβεβαίωσε τον εξώδικο συμβιβασμό στον οποία κατέληξε η αγωγή 2090/2006, όπως αποτυπώνεται στη συνταγμένη απόφαση, Τεκμήριο 1. Ανέφερε επίσης ότι της διευθέτησης προηγήθηκαν επικοινωνίες μεταξύ του ιδίου και του συνηγόρου της άλλης πλευράς στην εν λόγω αγωγή καθώς και επικοινωνία του με εμπειρογνώμονα στον οποίο θα ενέθετε διενέργεια μελέτης σε σχέση με τα επίδικα θέματα.

Ο Ενάγοντας κατέθεσε επίσης ότι προς υλοποίηση του εξώδικου συμβιβασμού, προέβηκε σε διάφορες ενέργειες, μεταξύ άλλων, σε σχέση με το Φόρο Εισοδήματος, Φόρο Κεφαλαιουχικών Κερδών, Δήμο και διεργασίες που αφορούσαν το Κτηματολόγιο αλλά και σε συναντήσεις, συνομιλίες και αλληλογραφία με τον ίδιο τον Εναγόμενο. Ο Ενάγοντας κατέθεσε επίσης χειρόγραφο σημείωμα που αποδίδει στον Εναγόμενο και, κατά τον ίδιο, αποτελεί επιστολή του Εναγόμενου προς την τράπεζα του αναφορικά με την αγωγή 2090/2006 και με την οποία, μεταξύ άλλων, δίδει οδηγίες στην τράπεζα για έκδοση επιταγών προς το γραφείο του Φόρου Εισοδήματος καθώς και επιταγή €4.000 προς τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 8). Πέραν αυτού παρουσίασε δήλωση του Εναγόμενου ημερομηνίας 3.3.2009 σε σχέση με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης στην αγωγή 2090/2006 και τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης εκείνης (Τεκμήριο 9) καθώς και άλλα έγγραφα που κατά τον ίδιο αφορούν την ίδια αγωγή, προς υποστήριξη της θέσης του για ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των όρων εντολής του και τον χειρισμό της υπόθεσης μετά τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε (Τεκμήρια 10, 11 και 12).

Κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα από τον Εναγόμενο, ο τελευταίος του έθεσε ότι δεν συμφώνησε να πληρώσει €4.000 αλλά ο Ενάγοντας αντέταξε ότι το ποσό της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους εξ αρχής και ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος είχε προτείνει το ποσό αυτό.

Μέρος της αντεξέτασης του Εναγόμενου αφορούσε τον συμβιβασμό που δηλώθηκε προς διευθέτηση της αγωγής 2090/2006, με τον οποίο ο Εναγόμενος φαίνεται να διαφωνεί. Αυτά βεβαίως είναι εκτός των επιδίκων θεμάτων της παρούσας αγωγής που αφορά μόνο το κατά πόσο τα μέρη είχαν συνάψει σύμβαση, κατά πόσο έχει συμφωνηθεί η δικηγορική αμοιβή του Ενάγοντα και, εάν ναι, κατά πόσο η αμοιβή αυτή έχει εξοφληθεί.

Για την υπεράσπιση, όπως έχω ήδη αναφέρει, έδωσε μαρτυρία μόνο ο Εναγόμενος ο οποίος αρνήθηκε ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό και ισχυρίστηκε ότι οι μοναδικές υπηρεσίες που παρείχε ο Ενάγοντας σε σχέση με την αγωγή 2090/2006 ήταν μια συνομιλία που είχε με τον συνήγορο των αντιδίκων στο καφενείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ενάγοντας του ζήτησε αρχικά μόνο €400 και σε μεταγενέστερο μόνο στάδιο ζήτησε τα υπόλοιπα. Κατά την αντεξέταση του ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας προσπάθησε να τον ξεγελάσει με τον συμβιβασμό ο οποίος επετεύχθη και δηλώθηκε στην αγωγή 2090/2006. Όταν του υποβλήθηκε ότι τα €400 που ισχυρίζεται δεν επαρκούσαν για τη διεκπεραίωση της δικηγορικής εργασίας που έγινε από τον Ενάγοντα για την υπόθεση του, απάντησε ότι η αγωγή 2090/2006 δεν συμβιβάστηκε με τρόπο που τον ικανοποιούσε.

Τόσο ο Εναγόμενος όσο και η συνήγορος του Ενάγοντα προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Έχω ακούσει με προσοχή και μελετήσει τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, κατά την ακροαματική διαδικασία, παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Εξέτασα τη στάση και συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους[1].

Προσεγγίζω το καθήκον αξιολόγησης της μαρτυρίας με γνώμονα το ότι δεν πρέπει να απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα είναι βεβαίως ατομική και γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητά της και την πειστικότητά της, όμως τα όσα αναφέρει κάθε μάρτυρας πρέπει να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των υπόλοιπων μαρτύρων και το περιεχόμενο των όποιων τεκμηρίων για να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών[2]. Όλα αυτά βέβαια σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.

Ξεκινώντας από τη ΜΕ1, δεν διέκρινα οποιαδήποτε διάθεση από μέρους της να μην καταθέσει στο Δικαστήριο την αλήθεια και επομένως θεωρώ τη μαρτυρία της αληθινή και την αποδέχομαι. Πρέπει να πω όμως ότι δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική μάρτυρας αφού διαφάνηκε ότι δεν είχε άμεση γνώση για το πιο σημαντικό επίδικο ζήτημα της αγωγής, ήτοι κατά πόσο οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η αμοιβή του Ενάγοντα θα ήταν €4.000. Η ΜΕ1 περιορίστηκε στο να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποια έγγραφα, αρκετά εκ των οποίων δεν αμφισβητήθηκαν από τον Εναγόμενο ενώ επί άλλων, ουσιαστική μαρτυρία έδωσε ο ίδιος ο Ενάγοντας.

Στρέφομαι στη μαρτυρία του Ενάγοντα, ο οποίος κατά την κρίση μου κατέθεσε με τρόπο πειστικό, άμεσο και σταθερό. Η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του αλλά αντίθετα η πειστικότητα των θέσεων του ενισχύθηκε με τις απαντήσεις που έδινε. Συνεπώς η μαρτυρία του κρίνεται αξιόπιστη και γίνεται αποδεκτή.

Αναφορικά με τον Εναγόμενο, πρέπει να πω ότι μου δημιούργησε την αντίθετη εντύπωση. Ο τρόπος με τον οποίο κατέθετε, και απαντούσε στις ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την αντεξέταση αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, δεν με ικανοποίησαν ως προς την πειστικότητα και αληθοφάνεια τους. Τα όσα κατέθετε στερούνται συνοχής ενώ διαφάνηκε ότι κυρίαρχο συναίσθημα που διέπνεε ολόκληρη τη μαρτυρία του ήταν η δυσαρέσκεια του αναφορικά με τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε και δηλώθηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής 2090/2006. Θεωρώ ότι η δυσαρέσκεια του αυτή προκάλεσε και τη συνακόλουθη άρνηση του στην καταβολή των εξόδων του δικηγόρου που τον εκπροσώπησε και είναι η γενεσιουργός αιτία των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα της παρούσας αγωγής. Πέραν τούτων πρέπει να πω ότι η μαρτυρία του Εναγόμενου δεν συνάδει ούτε με την δικογραφημένη του θέση αφού στην Υπεράσπιση του ισχυρίζεται ότι είχε συμφωνήσει να πληρώσει €400 ως «προκαταβολή» ενώ στη δια ζώσης μαρτυρία του επέμενε ότι είχε συμφωνήσει να πληρώσει €400 ως συνολικό ποσό συμφωνημένης αμοιβής. Στην Υπεράσπιση που επίσης ισχυρίζεται ότι η μοναδική του συνάντηση ή συνομιλία με τον Ενάγοντα ήταν στον περίβολο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ενώ φάνηκε από τη μαρτυρία του ότι προηγήθηκαν και ακολούθησαν άλλες συναντήσεις, συνομιλίες και αλληλογραφία. Κρίνω επομένως τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και θεωρώ ότι θα ήταν ακροσφαλές να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή συμπερασμάτων και ευρημάτων αναφορικά με τα γεγονότα.

Επί τη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα:

(α) Ο Ενάγοντας είναι δικηγόρος και περί τις αρχές του 2009 ο Εναγόμενος του ανέθεσε το χειρισμό της αγωγής 2090/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και την παροχή άλλων υπηρεσιών που αφορούσαν την επίδικη στην αγωγή εκείνη διαφορά.

(β) Ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος συμφώνησαν προσωπικά ότι για τις πιο πάνω υπηρεσίες ο Ενάγοντας θα λάμβανε από τον Εναγόμενο το συνολικό ποσό των €4.000.

(γ) Έναντι του ως άνω συμφωνημένου ποσού αμοιβής, ο Εναγόμενος πλήρωσε στον Ενάγοντα ποσό €400.

(δ) Ο Ενάγοντας έχει παράσχει τις συμφωνημένες υπηρεσίες στον Εναγόμενο.

(ε) Ο Ενάγοντας έχει απαιτήσει από τον Εναγόμενο γραπτώς την πληρωμή της συμφωνημένης αμοιβής καθιστώντας αυτήν πληρωτέα (Τεκμήρια 5 και 6) όμως ο Εναγόμενος δεν έχει πληρώσει οποιοδήποτε άλλο ποσό έναντι της αμοιβής του.

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, οι διάδικοι είχαν συνάψει σύμβαση για παροχή υπηρεσιών από τον Ενάγοντα έναντι συμφωνημένης αμοιβής που θα λάμβανε από τον Εναγόμενο[3]. Ο Ενάγοντας προσέφερε τις συμφωνημένες δικαστηριακές και εξωδικαστηριακές υπηρεσίες προς τον Εναγόμενο, εκπληρώνοντας την αντίστοιχη υπόσχεση του δυνάμει της σύμβασης[4].

Η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν καθόριζε τον χρόνο πληρωμής της αμοιβής του Ενάγοντα. Ο Εναγόμενος οχλήθηκε γραπτώς από τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 6), ο οποίος απαίτησε τη συμφωνημένη αμοιβή καθορίζοντας το χρόνο εντός του οποίου έπρεπε να γίνει η πληρωμή. Ο χρόνος αυτός, ελλείψει αμφισβήτησης από τον Εναγόμενο και λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων και της μαρτυρίας, κρίνεται ως εύλογος[5].

Ο Εναγόμενος παρέβηκε την εν λόγω συμφωνία αφού παρά το ότι παρήλθε ο χρόνος πληρωμής της συμφωνημένης αμοιβής, δεν εξόφλησε αυτήν. Ένεκα της παράβασης του, ο Ενάγοντας υπέστη ζημιά η οποία ισούται με το εναπομείναν οφειλόμενο ποσό. Για τη ζημιά αυτή, έχει δικαίωμα σε αποζημίωση από το υπαίτιο μέρος, ήτοι από τον Εναγόμενο[6].

Με δεδομένα τα πιο πάνω, στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας και της αξιολόγησης της, των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και των νομικών αρχών που διέπουν τα επίδικα θέματα, καταλήγω ότι ο Ενάγοντας, με αξιόπιστη και επαρκή μαρτυρία έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης και έχει αποδείξει το αγώγιμο δικαίωμα και την αντίστοιχη βάση αγωγής που ισχυρίζεται καθώς και το ποσό το οποίο αξιώνει.

Συνακόλουθα, η αγωγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό €3.600 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

(Υπ.): ………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

[1] C&A Pelekanos Assoc. Ltd v Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ 1273
[2] Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση 10705 ημερ. 08.02.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Αντωνιάδου v. Αντωνιάδη (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2009
[3] Άρθρο 10(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[4] Άρθρο 37(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[5] Άρθρο 46, περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149
[6] Άρθρο 73(1), περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149

Source

ΑΝΔΡΟΥ ΚΛΑΙΔΗ Temple Court Chambers: Case 47/2011

Αρ. Αγωγής: 47/2011

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΟΥ ΚΛΑΙΔΗ

Ενάγοντα

και

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΕΧΕΡΛΗ

Εναγόμενου

Αίτηση ημερομηνίας 14.11.2013 για επαναφορά αγωγής

10 Απριλίου, 2014

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κα Λοΐζου για δικηγορικό γραφείο Temple Court Chambers
Εναγόμενος/Καθ΄ ου η Αίτηση: παρών, αυτοπροσώπως

ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή

Στις 13.11.2013 και 10:30π.μ. η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση. Από το πρακτικό του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο Ενάγων δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο κατά την καθορισμένη ώρα παρά το ότι έγιναν επανειλημμένες σχετικές ανακοινώσεις. Στις 10:45π.μ. κατόπιν αιτήματος του Εναγόμενου, η αγωγή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης ένεκα της μη εμφάνισης του Ενάγοντα.

Με την παρούσα αίτηση που καταχωρήθηκε στις 14.11.2013 (στο εξής η «Αίτηση»), ο Ενάγων ζητά την επαναφορά της αγωγής. Η Αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.17 Θ.14(2), Δ.33 και Δ.48 Θ.1-9. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, ο ενόρκως δηλών κ. Χρίστος Κοσιάρης, εξηγεί ότι είναι δικηγόρος και εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα / Αιτητή.

Προσθέτει ότι στις 13.11.2013 εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 11:05π.μ. και ενημερώθηκε ότι η αγωγή είχε απορριφθεί καθ’ ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο κατά την ώρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση. Προσθέτει επίσης ότι ενωρίτερα την ίδια μέρα βρισκόταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστήριο Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, σε θανατική ανάκριση, και μετά το πέρας της διαδικασίας εκείνης μετέβη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας όπου συνάντησε τους μάρτυρες που θα παρουσίαζε στην ακρόαση της παρούσας αγωγής. Αναφέρει επίσης ότι εκ παραδρομής, νόμιζε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη στις 11:00π.μ. αντί στις 10:30π.μ. και η πλευρά του Ενάγοντα ήταν έτοιμη για ακρόαση την ημέρα εκείνη. Λέει ότι ο λόγος μη εμφάνισης των δικηγόρων του Ενάγοντα στο Δικαστήριο κατά την καθορισμένη ώρα ήταν η λανθασμένη εντύπωση τους αναφορικά με την ώρα ορισμού της αγωγής.

Συνεχίζει λέγοντας ότι, ως δικηγόροι του Ενάγοντα, έλαβαν όλα τα δέοντα μέτρα για την προώθηση της αγωγής και δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία ή καταφρόνηση της Δικαστικής διαδικασίας.

Ο Εναγόμενος, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά, έφερε ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση. Στην ένορκη δήλωση του ιδίου που συνοδεύει την ένσταση του, αναφέρει ότι η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 13.11.2013, και ώρα 10:30πμ και ότι έγιναν επανειλημμένες ανακοινώσεις για τον Ενάγοντα πριν η αγωγή απορριφθεί. Προσθέτει ότι ο ίδιος φρόντισε να είναι στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα και ο Ενάγων δεν δικαιολογεί γιατί δεν άκουσε ή δεν έλαβε υπόψη την ώρα που καθόρισε το Δικαστήριο για την ακρόαση.

Τα υπόλοιπα τα οποία αναφέρει ο Εναγόμενος τόσο στην ένορκη του δήλωση όσο και στην γραπτή αγόρευση του κατά την ακρόαση της Αίτησης, αναφορικά με το πρόσωπο του Ενάγοντα, δεν είναι σχετικά με την παρούσα διαδικασία και επομένως δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.

Οι δικηγόροι του Ενάγοντα ανέπτυξαν τη θέση τους σε γραπτή αγόρευση με αναφορά στα γεγονότα και τη σχετική νομολογία.

Νομικές Αρχές και Ανάλυση

Εν αρχή, αν και δεν έχει εγερθεί το θέμα από τον Εναγόμενο στην ένσταση του, θα εξετάσω κατά πόσο η παρούσα διαδικασία είναι ο δικονομικά ενδεδειγμένος τρόπος για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Διαπιστώνω ότι υπάρχει νομολογία η οποία εισηγείται ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, το δικονομικά ορθό διάβημα εναντίον της απόρριψης της αγωγής είναι η καταχώρηση έφεσης[1]. Ταυτόχρονα, υπάρχει όμως και νομολογία η οποία εισηγείται ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και στα πλαίσια αίτησης επαναφοράς όπως στην παρούσα περίπτωση[2].

Οι διιστάμενες αυτές θέσεις αναγνωρίζονται και εξετάζονται στην Toumbouros Estates Ltd ν Ιωαννίδου κ.α. (1997)1(Γ) Α.Α.Δ. 1512 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Η απόφαση που μας απασχολεί εδώ και που παραμερίστηκε αργότερα από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς, μετά την αξιολόγηση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού, αλλά ερήμην των εφεσίβλητων. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, την οποία παραθέτουμε πιο πάνω, το Δικαστήριο είχε εξουσία να παραμερίσει την απόφαση. Προχωρούμε μάλιστα να υπενθυμίσουμε πως όταν το Εφετείο της χώρας μας, αλλά και της Αγγλίας, έχει παράλληλη, με το πρωτόδικο δικαστήριο, δικαιοδοσία, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αυτά εκφράζουν την άποψη πως είναι επιθυμητό να γίνεται πρώτα το διάβημα στο πρωτόδικο δικαστήριο.»

Στη βάση της πιο πάνω προσέγγισης, θεωρώ ότι η παρούσα διαδικασία είναι το ορθό διάβημα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και η Δ.33 Θ.5 είναι η αρμόζουσα δικονομική διάταξή για να υποστηρίξει το αίτημα. Συγκεκριμένα, η Δ.33 Θ.5 προνοεί ότι:

«Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.»

Αναφορικά δε με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος, παραπέμπω στην Ανδρέου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2003)1Γ Α.Α.Δ. 1596 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην περίπτωση παράλειψης του εναγόμενου να εμφανιστεί κατά τη δίκη, δεν εγείρεται θέμα αποκάλυψης της υπεράσπισης του εφόσον αυτή έχει καταχωριστεί. Το κρίσιμο ερώτημα στην περίπτωση εκείνη είναι κατά πόσο η απουσία του υποδηλώνει εγκατάλειψη της υπεράσπισης του ή αδιαφορία για προώθηση της.»

Θεωρώ ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην Ανδρέου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (ανωτέρω) ισχύουν κατ’ αναλογία και σε περιπτώσεις παράληψης του ενάγοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση και συνακόλουθης απόρριψης της αγωγής λόγω μη προώθησης.

Βεβαίως η δυνατότητα επαναφοράς αγωγής η οποία απορρίπτεται λόγω μη προώθησης δεν επιτρέπεται να επενεργεί εις βάρος της αρχής της τελεσιδικίας και του περί δικαίου αισθήματος και το Δικαστήριο πρέπει να προσμετρήσει το γεγονός αυτό στην απόφαση του.

Στην παρούσα περίπτωση, ο μοναδικός λόγος απόρριψης της αγωγής ήταν η παράλειψη του Ενάγοντα να προσέλθει στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα της ακρόασης. Όμως σημειώνω τη θέση του Ενάγοντα ότι εμφανίστηκε τελικά στο Δικαστήριο με ολιγόλεπτη καθυστέρηση, στις 11:05π.μ. αντί στις 10:30π.μ. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι προσήλθαν στο Δικαστήριο οι δικηγόροι του Ενάγοντα με αυτή την καθυστέρηση δεν αμφισβητήθηκε άμεσα από τον Εναγόμενο με την ένσταση του.

Διαπιστώνω επίσης ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από μέρους του Ενάγοντα η οποία να προσμετρά με οποιοδήποτε τρόπο εναντίον του ή να συνιστά λόγο απόρριψης του αιτήματος[3]. Υπενθυμίζω ότι η αγωγή απορρίφθηκε στις 13.11.2013 και η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε στις 14.11.2013 την αμέσως επόμενη ημέρα και εντός των χρονικών πλαισίων που προβλέπει η Δ.33 Θ.5.

Η άμεση καταχώρηση της παρούσας Αίτησης συνηγορεί, κατά την άποψη μου, υπέρ των θέσεων του Ενάγοντα ότι στις 13.11.2013 η πλευρά του ήταν έτοιμη για ακρόαση, ότι η καθυστέρηση στην εμφάνιση τους την καθορισμένη ώρα ήταν ολιγόλεπτη και αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους από μέρους των δικηγόρων του.

Παρά την αμφισβήτηση που τυγχάνουν από την πλευρά του Εναγόμενου, θεωρώ ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν για την μη έγκαιρη εμφάνιση του Ενάγοντα στο Δικαστήριο στις 13.11.2013 φαίνονται λογικοί και κρίνονται ανθρώπινοι.

Επιπλέον, η διαγωγή του Ενάγοντα δεν είναι τέτοια που να συνιστά ασύγγνωστη αδιαφορία για την υπόθεση του ή για το θεσμό της δικαιοσύνης. Αντίθετα, κατά την άποψη μου, το δικαίωμα του Εναγόμενου να ακουστεί θα πρέπει, στην παρούσα περίπτωση, να υπερισχύσει της παράλειψης του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο την καθορισμένη ώρα της ακρόασης.

Κατάληξη

Με δεδομένα όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η διακριτική μου ευχέρεια πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος του Ενάγοντα.

Η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα επαναφοράς της αγωγής.

Εντούτοις, παρά την επιτυχία της Αίτησης, δεν θεωρώ ότι τα έξοδα της επίδικης Αίτησης πρέπει να επιδικαστούν υπέρ του Ενάγοντα. Εφόσον ο Εναγόμενος εμφανίζεται αυτοπροσώπως και δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

(Υπ.) ………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

[1] Σχετικές οι Terzian v Liberty Life Insurance Ltd (2007) 1B Α.Α.Δ. 1283, Σοφοκλέους κ.α. ν Alfa Bank Ltd (2009)1Β Α.Α.Δ. 818.
[2] Σχετικές οι Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1996)1(Α) Α.Α.Δ. 66, Χρυσάνθου κ.α. ν Mariala Construction Limited (1996)1B A.A.Δ. 1129 και The Annual Practice 1958, σελ 832.
[3] Σχετική η Κοντός ν Του Πλοίου “Denise” (1991)1 A.A.Δ.293

Source

Andrew Klydes LLC / κα Ανδρέου / Άνδρος Κλαΐδης: Case 3597/10

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Β. Χαραλάμπους, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3597/10

Μεταξύ:

1. ANDREW KLYDES LLC
2. ΑΝΔΡΟΣ ΚΛΑΪΔΗΣ

Εναγόντων

και

ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΚΟΥ ΛΥΤΡΑ ή αλλιώς ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΚΟΥ

Εναγομένης

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου, 2013.

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κα Ανδρέου για Andrew Klydes LLC
Για Εναγόμενη: κ. Χ. Χριστοδουλίδης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Οι Ενάγοντες αξιώνουν ποσόν €10.000 το οποίο κατ’ ισχυρισμό δάνεισαν στην Εναγόμενη περί τον Σεπτέμβριο του 2009 δυνάμει προφορικής συμφωνίας, συν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, νόμιμο τόκο και έξοδα. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης το πιο πάνω ποσό έπρεπε να αποπληρωθεί μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου 2009 και ή εντός ευλόγου χρόνου.

Η Εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι κατά τον επίδικο χρόνο εργοδοτείτο στη δικηγορική εταιρεία των Εναγόντων 1 ως σύμβουλος με μηνιαίο μισθό €1.200 συν προμήθειες. Αρνήθηκε ότι δανείστηκε οποιοδήποτε ποσό. Ήταν η θέση της πως οι Ενάγοντες πλήρωσαν στην ίδια οφειλόμενους μισθούς €3.600, συν €7.400 ως προκαταβολή για μελλοντικούς μισθούς και άλλα έξοδα για την εργασία της.

Μαρτυρία.

Εκ μέρους των Εναγόντων κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ήτοι η κα Γεωργία Χριστοδούλου (Μ.Ε.1) και ο κ. Άνδρος Κλαΐδης (Μ.Ε.2). Για την υπεράσπιση κατέθεσε μόνον η Εναγόμενη.

Η Γεωργία Χριστοδούλου (Μ.Ε.1) υιοθέτησε τη γραπτή δήλωση της (Τεκμήριο Α) λέγοντας πως είναι Ανώτερη Διοικητική Σύμβουλος και Γενική Γραμματέας των Εναγόντων. Δήλωσε ότι δόθηκε στην Εναγόμενη ποσόν €5.000 σε μετρητά και €5.000 σε επιταγή υπ’ αρ. 11325292. Είπε ότι ήταν παρούσα και ότι είχε συμπληρώσει την επιταγή με το δικό της γραφικό χαρακτήρα. Αυτό έγινε στις 30-9-09 δυνάμει συμφωνίας δανείου για να αγοράσει η Εναγόμενη κάποια επιχείρηση στην Αραδίππου όπως είχε δηλώσει, αναλαμβάνοντας να τα επιστρέψει αρχές Νοεμβρίου 2009.

Κατά την αντεξέταση της αρνήθηκε ότι η Εναγόμενη εργάστηκε οποτεδήποτε στο γραφείο τους. Κάποιες κάρτες που είχαν τυπωθεί ήταν απλώς για να προωθεί το γραφείο τους στη Συρία, δηλαδή να το διαφημίζει. Την έβλεπε συχνά στο γραφείο τους ως φίλη και κάποτε που έλειπε ο κ. Κλαΐδης της τηλεφώνησε και η Εναγομένη βοήθησε με κάποιο πρόβλημα.

Ο Ενάγων 2 κ. Άνδρος Κλαΐδης (Μ.Ε.2) υιοθέτησε επίσης τη γραπτή δήλωση του (Τεκμ. Β), στην οποίαν μεταξύ άλλων ανέφερε ότι δάνεισε στην Εναγόμενη πόσον €10.000 στις 30-9-09, το οποίο θα εξοφλούσε μέχρι αρχές Νοεμβρίου 2009. Ειδικότερα ο ίδιος στις 30-9-09 κατέβαλε €5.000 με επιταγή, της οποίας το απόκομμα επισύναψε ως Τεκμ. 2 και την ίδια μέρα της έδωσε και €5.000 σε μετρητά.

Κατά την ανεξέταση του ανέφερε πως η Εναγόμενη ήταν φίλη του και για αυτό έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να προβούν σε γραπτή συμφωνία. Η Εναγόμενη είχεν αναφέρει ότι είχε κάποιες επαφές στη Συρία και ότι μπορούσε να φέρει τον ίδιο σε επαφή για συμφωνίες. Δέχθηκε πως ίδρυσαν εταιρεία με την Εναγόμενη και κάποιο άλλο πρόσωπο, η οποία είχε σκοπό να πραγματοποιήσει πωλήσεις πετρελαίου, η οποία όμως δεν λειτούργησε. Πήγε μαζί της και στη Συρία και στα πλαίσια αυτά τής είχε εκδώσει και επαγγελματικές κάρτες, για να δίδει σε πελάτες (Τεκμ. 3). Δέχθηκε ότι υπέγραψε πληρεξούσιο προς την ίδια για άνοιγμα λογαριασμών (Τεκμ. 4), αλλά ούτε αυτό προχώρησε. Αναγνώρισε και δύο άλλα έγγραφα τα οποία υπέγραψε με την Εναγόμενη (Τεκμ. 5 και 6) και τα οποία επίσης δεν προχώρησαν.

Η Εναγόμενη είπε πως ήταν στη Συρία και ασχολείτο με αντικείμενα από χρυσό και έπιπλα. Ο Ενάγων 2 ήθελε να συνεργαστούν διότι τού είχε φέρει πολλούς πελάτες. Επέμεινε ότι η πράξη σχετικά με το πετρέλαιο είχεν ολοκληρωθεί και για αυτό έφυγε ο Ενάγων 2 από την Κύπρο. Το ποσόν των €10.000 είπε πως ήταν για προμήθειες της από δουλειές στους Ενάγοντες ήτοι για διάφορες εργασίες που τής ανέθετε ο Ενάγων 2. Μάλιστα η ίδια υπέγραψε και έγγραφο ότι αυτά τα χρήματα τα πήρε έναντι προμηθειών για τον κόπο της που πήγαινε μαζί του στη Συρία. Προέβαλε πως αν πάει στο Λονδίνο θα ψάξει να εντοπίσει το έγγραφο στο οποίο αναφέρθηκε.

Αξιολόγηση μαρτυρίας.

Παρακολούθησα με προσοχή όλους τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους. Πρέπει να αναφέρω εξαρχής ότι οι Μ.Ε.1 και Ενάγων 2 γενικά μού έδωσαν την εικόνα αξιόπιστων και ειλικρινών προσώπων και δέχομαι τη μαρτυρία τους. Ο ουσιώδης ισχυρισμός και των δύο αυτών προσώπων είναι ότι στις 30-9-09 η Εναγόμενη ζήτησε από τους Ενάγοντες €10.000 ως δάνειο για να αγοράσει κάποιαν επιχείρηση για την κόρη της. Ούτε στην υπεράσπιση, ούτε προφορικά αμφισβητήθηκε από την Εναγόμενη ότι έλαβε το ποσόν αυτό. Ούτε αμφισβητήθηκε ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν μέσω μιας επιταγής υπ’ αρ. 11325292 αξίας €5.000 και τα υπόλοιπα €5.000 σε μετρητά, όλα στις 30-9-09. Η Μ.Ε.1 ήταν παρούσα και συμπλήρωσε την επιταγή ιδιοχείρως, την οποίαν υπέγραψε ο Ενάγων 2. Σημειώνω προς τούτο και την ρητή παραδοχή της Εναγομένης στην κυρίως εξέταση ότι ο Ενάγων 2 της έδωσε €10.000, στην παρουσία της ιδιαιτέρας του (Μ.Ε.1).

Θα πρέπει μόνο να διευκρινίσω όσον αφορά την Μ.Ε.1 ότι στην γραπτή δήλωση της δεν είχε αναφερθεί σε γραπτή συμφωνία για το δάνειο, σε αντίθεση με την κάπως παραπλανητική ερώτηση που τής υπεβλήθη στην αρχή της αντεξέτασης της. Εξ ου και η πρώτη της αυθόρμητη αντίδραση ήταν ότι δεν γνωρίζει κάτι για γραπτό, διευκρινίζοντας ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι η Εναγόμενη χρειαζόταν τα χρήματα που πήρε για να αγοράσει κάποιαν επιχείρηση. Εν πάση περιπτώσει η φράση της “τον καιρό που υπογράψασιν” δεν παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο. Ούτε και δόθηκε συνέχεια για το τι εννοούσε, ενώ από την αντεξέταση του Ενάγοντος 2 διεφάνη πως αυτός υπέγραψε την ίδια εποχή (Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2009) διάφορα άλλα έγγραφα και συμφωνίες με την Εναγόμενη, στα οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω και τα οποία δεν σχετίζονται με δάνειο. Προφανώς λοιπόν η αναφορά της Μ.Ε.1 αφορούσε γενικά αυτή την περίοδο που είχαν υπογραφεί διάφορα έγγραφα με την Εναγόμενη.

Εκείνο που πραγματικά αμφισβήτησε ο Εναγόμενη ήταν η ίδια η φύση της συναλλαγής αυτής, δηλαδή του δανείου. Στην Υπεράσπιση της είχε ισχυριστεί ότι μεταξύ Ιουλίου 2009 και Ιουλίου 2010 εργαζόταν στους Ενάγοντες ως σύμβουλος με μηνιαίο μισθό €1200 συν προμήθειες (§2) και ότι οι Ενάγοντες πλήρωσαν στην ίδια €3.600 έναντι οφειλομένων μισθών της για τους μήνες Ιούλιο εώς Σεπτέμβριο 2009, συν €7.400 ως προκαταβολή για μελλοντικούς μισθούς και άλλα έξοδα για την εργασία της (§7). Βασικά δηλαδή προέβαλε πως ήταν απλήρωτη για τρεις μήνες και ότι τον Σεπτέμβριο 2009, εκτός των δεδουλευμένων έλαβε τουλάχιστον και οκτώ μισθούς προκαταβολικά. Σημειώνεται πως το ποσόν των €11.000 (που αναφέρει στην υπεράσπιση) δεν συνάδει ούτε με οκτώ μισθούς (9.600), ούτε και με εννιά μισθούς (€10.800) αλλά ούτε και με το ποσόν των €10.000 που δέχθηκε προφορικά ότι τής έδωσε ο Ενάγων 2. Όμως είναι χαρακτηριστικό πως εμμέσως πλην σαφώς είναι αποδεκτό και από την Υπεράσπιση πως η καταβολή των €10.000 έγινε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2009, αφού ισχυρίζεται εξόφληση δεδουλευμένων για την τριμηνία Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2009 και λογικό είναι η παραδοχή της να αναφέρεται σ’ αυτό το ποσόν που δόθηκε στις 30-9-09, δεδομένου ότι σ’ αυτό τον ισχυρισμό απαντούσε με την Υπεράσπιση της.

Στην προφορική της μαρτυρία όμως δεν υποστήριξε την πιο πάνω θέση της. Την διαφοροποίησε λέγοντας πως στις 30-9-09 υπεγράφη κάποιο έγγραφο μεταξύ Εναγόντων και της ίδιας με σκοπό την καταβολή προμηθειών για συνεργασία που είχε με τους Ενάγοντες. Ουσιαστικά δηλαδή εγκατέλειψε τη σαφή και αντίθετη δικογραφημένη θέση της ότι αυτά αφορούσαν δεδουλευμένους και μελλοντικούς μισθούς των €1.200. Αρχικά προσπάθησε να πείσει πως το ποσόν των €10.000 αφορούσε οτιδήποτε της ανέθετε ο Ενάγων 2, ήτοι για μεταφορές, παραλαβή προκαταβολών από πρόσωπα στη Συρία που ήθελαν θεώρηση εισόδου για την Κύπρο (visa) ή για άλλους πελάτες που έφερνε στο γραφείο για κάποιο θέμα που αντιμετώπιζαν. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κάτι συγκεκριμένο για τις θέσεις της αυτές. Αρνήθηκε ότι έλαβε επιστολή από τους Ενάγοντες για τις €10.000, ενώ και αυτό ήταν ζήτημα που είχε παραδεχθεί στην υπεράσπιση της (§9). Αργότερα όμως δέχθηκε και προφορικά ότι έλαβε μέσω του συζύγου της τέτοια απαίτηση πληρωμής περίπου ένα χρόνο μετά την καταβολή των χρημάτων. Δέχομαι πως πρόκειται για την επιστολή ημερ. 10-12-10 (Τεκμ. 7), παρότι στην αντεξέταση της προσπάθησε και πάλι να αναιρέσει την αποδοχή της λέγοντας τώρα πως δεν θυμάται.

Δεν μπορώ να δεχθώ την τελική της θέση ότι πήρε τις €10.000 δυνάμει εγγράφου που υπέγραψαν έναντι της “προμήθειας” και των “κόπων” της όπως είπε, δηλαδή για εργασία στη Συρία. Είναι λογικό πως αν υπήρχε τέτοιο έγγραφο θα φρόντιζε, στα δύο και πλέον χρόνια που εκκρεμεί η αγωγή, να το εντοπίσει και να το παρουσιάσει, χωρίς να χρειάζεται να πει τυχαία στις τελευταίες απαντήσεις της ότι αν πάει στο Λονδίνο θα ψάξει να το βρει. Θα μπορούσε πάντως να λεχθεί πως εάν υπήρχε οποιοδήποτε έγγραφο για το ποσό των €10.000 θα το είχε η Εναγόμενη, όπως είχε και τα υπόλοιπα που παρουσιάστηκαν κατά την αντεξέταση του Ενάγοντος 2 (Τεκμ. 4,5,6). Στα τελευταία αυτά έγγραφα εντούτοις δεν έκαμε καμία αναφορά η Εναγόμενη. Ούτε και ισχυρίστηκε ότι ήταν βάσει κάποιου από αυτά που έλαβε τις €10.000.

Ούτως ή άλλως το Τεκμ. 4 όντως αφορά πληρεξούσιο του Ενάγοντος 2 προς την ίδια για άνοιγμα Τραπεζικών λογαριασμών, το Τεκμ. 5 αναφέρεται σε Συμφωνία Προμηθειών από συμβόλαιο αγοράς πετρελαιοειδών μεταξύ δύο εταιρειών, της Mercury oil Ltd και της Kleft oil Ltd ημερ. 18-10-09, δηλαδή μετά τον επίδικο χρόνο της 30-9-09 και το οποίο δεν προχώρησε σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Ενάγοντος 2, η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για το άλλο συμβόλαιο ημερ. 16-9-09 μεταξύ Ενάγοντος 2 και Εναγομένης για το οποίο επίσης ο πρώτος εξήγησε πειστικά πως δεν προχώρησε η πώληση πετρελαιοειδών, πράγμα που ήταν όρος για την είσπραξη προμηθειών και τον διαμοιρασμό τους (“. provided such transaction shall successfully close and receive payment”). Εξάλλου όπως εξήγησα, ούτε και η Εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι ήταν βάσει αυτών των εγγράφων που πήρε τα χρήματα. Ήταν η θέση της ότι ήταν βάσει άλλου εγγράφου που κάπου θα είναι στο Λονδίνο.

Γενικά πρέπει να πω ότι δεν μού έκανε καλή εντύπωση και δεν μπορώ να στηριχθώ στη μαρτυρία της η οποία χαρακτηρίζεται από αοριστία και ασάφεια. Κρίνω ότι τα γεγονότα είναι όπως τα εξήγησε ο Ενάγων 2 και επιβεβαίωσε η Μ.Ε.1.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως από το σύνολο της μαρτυρίας συνάγεται πως τα χρήματα έδωσε ο Ενάγων 2, από τον οποίο και είχε ζητηθεί το δάνειο. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι όταν ζητήθηκε η εξόφληση του δανείου με την επιστολή των δικηγόρων ημ. 10-12-12 (Τεκμ. 7) έγινε αναφορά σε οδηγίες που είχαν ληφθεί από τον Ενάγοντα 2 και ότι θα έπρεπε να καταβληθεί όλο το ποσόν στον ίδιο ή στους δικηγόρους του. Εξάλλου θα πρέπει να σημειωθεί πως και όλα τα άλλα έγγραφα με την Εναγόμενη υπεγράφησαν προσωπικά από τον Ενάγοντα 2, ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου (Τεκμήρια 4,5,6). Συνεπώς θεωρώ ότι δικαιούται σε απόφαση μόνον ο Ενάγων 2, ενώ η αγωγή των Εναγόντων 1 θα πρέπει να απορριφθεί. Ενόψει του ότι πρόκειται για θέμα που δεν εγέρθηκε από την υπεράσπιση κρίνω ορθότερο όπως απορριφθεί χωρίς έξοδα όσον αφορά τους Ενάγοντες 1.

Κατάληξη.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω πως ο Ενάγων 2 έχει αποδείξει την υπόθεση του στον απαιτούμενο βαθμό, του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντος 2 για €10.000, νόμιμο τόκο και έξοδα ως θα υπολογιστούν, Φ.Π.Α και έξοδα επίδοσης.

Η αγωγή των Εναγόντων 1 απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

(Υπ.)……………………………….
Χ. Β. Χαραλάμπους, Ε.Δ.
Source