Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

Interim Decision: Case 356/2006: Date 20-04-2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 365/06

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS LTD

Εναγόντων

Και

1. CORNELIUS DESMOND O’DWYER
2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Αίτηση για διαγραφή ημερ. 10/1/2011

Ημερομηνία: 20 Απριλίου, 2011

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτητές/Εναγόμενους 1 και 2: κ. Τ. Μυλωνάς.
Για Καθ΄ ων η Αίτηση/Ενάγοντες: κ.κ. Α. Κλαϊδης και Βασιλακκάς.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με την παρούσα Αίτηση οι Εναγόμενοι/Αιτητές ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:

(Α) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 12/1/09 διαγραφεί στο σύνολό του και/ή θεωρηθεί ως μη καταχωρηθέν διά το λόγο ότι καταχωρήθηκε παράτυπα και/ή κατά παράβαση των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και/ή χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

(Β) Όπως τα αποσπάσματα της παρά. (8) της Τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, η οποία έχει τροποποιηθεί κατ΄ επανάληψη σύμφωνα με τα διατάγματα ημερομηνίας 24/3/10 και 16/6/10 τα οποία δεν είναι γραμμένα σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά στην αγγλική διαγραφούν διότι παραβιάζουν τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο.

(Γ) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10, το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 4/10/10, διαγραφεί δια το λόγο ότι καταχωρήθηκε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου και οι ισχυρισμοί που περιέχονται σε αυτό τροποποιούν την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές και/ή τροποποιήσεις που υπέστη η αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση δεν έχουν καμμία σχέση με τις αλλαγές που υπέστη η αρχική Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 24/1/07.

(Δ) Διαζευκτικά προς το αιτητικό (Γ) της παρούσας Αίτησης όπως τα αποσπάσματα της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10, τα οποία βρίσκονται σε σύγκρουση και/ή προσθέτουν νέους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαίτησης όπως έχει τροποποιηθεί, διαγραφούν. Συγκεκριμένα να διαγραφούν από την παρά. (8) υποπαράγραφος (4) τα εξής αποσπάσματα:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά και επιπροσθέτως οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.
Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης».

ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ

Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Βασιλικής Μιχαηλίδου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των Εναγομένων, στην οποία αναφέρονται, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα ακόλουθα:

· Στην παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε η αρχική Έκθεση Απαίτησης από τους Ενάγοντες στις 10/11/06, ακολούθως Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 24/1/07 και τέλος Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 8/2/07.
· Στις 24/3/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων έπειτα από σχετική αίτηση που καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες. Στις 22/4/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης και στις 30/4/10 η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Περαιτέρω, στις 16/6/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και την 1/7/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Στις 17/9/10 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτηση και στις 4/10/10 καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
· Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε και όπως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα στην παρά. (8) υπάρχουν αποσπάσματα που είναι γραμμένα στα αγγλικά και πρέπει να διαγραφούν καθώς αυτό αντιβαίνει το Άρθρο 3 (4) του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι επίσημες γλώσσες διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η ελληνική και η τουρκική.
· Αναφορικά με τα σημεία (Α) και (Γ) δηλώνεται ότι η Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 12/1/09 και η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10 που καταχωρήθηκε στις 4/10/10 είναι ουσιωδώς διαφορετικές από την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δεν έχουν καμμιά σχέση με τις αλλαγές που παρουσιάζουν τα δύο πιο πάνω δικόγραφα των Εναγόντων.
· Σχετικά με το σημείο (Δ) της Αίτησης, δηλώνεται ότι τα εν λόγω αποσπάσματα αποτελούν νέους ισχυρισμούς, ήτοι νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της σύμβασης οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού της σύμβασης που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης και ως εκ τούτου τροποποιούν την ΄Εκθεση Απαίτησης. Η τροποποίηση των δικογράφων επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, η προσθήκη των ως άνω αναφερομένων αποσπασμάτων της παρα(8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 αποτελεί κατάχρηση και περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, παραβίαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι αντίθετη με τη νομολογία και παραβιάζει το εκδοθέν στις 16/6/10 διάταγμα τροποποίησης αφού είναι άσχετα μ΄ αυτό.

ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ

Στην Αίτηση κατεχωρήθη ένσταση η οποία βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στην πρακτική, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.

Ως συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης εξειδικεύονται οι εξής:

Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
Δεν πληρούνται οι όροι που θέτει ο Νόμος και η Νομολογία για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Η αίτηση είναι γενική και αόριστη.
Η καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας.
Οι Αιτητές εμποδίζονται στην καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο.
Υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της Αίτησης.

Η ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Μάριου Καραγιαννά. ενός εκ των Διευθυντών των Εναγόντων. Σ΄ αυτή αναφέρει, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα εξής:

Μετά την καταχώριση της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 8/2/07 οι Εναγόμενοι με αίτηση τους ημερομηνίας 21/9/07 πέτυχαν, δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/1/08, την τροποποίηση της παραγράφου 35 της Ανταπαίτησης τους και καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στις 8/10/08.
Οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση στις 12/1/09 προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των Εναγόντων που περιέχονται στο δικόγραφο τους ημερομηνίας 8/10/08.
Στις 15/12/09 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης τους και εκδόθηκε σχετικό Διάταγμα Δικαστηρίου στις 24/3/10.
Στις 30/4/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Πριν προβούν οι Ενάγοντες σε καταχώριση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση την 1/7/10 καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/6/10.
Στις 17/9/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 όπου οι Εναγόμενοι προέβησαν σε επαναδιατύπωση και/ή αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο του δικογράφου τους προσθέτοντας μάλιστα και νέους ισχυρισμούς απαντώντας στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10. Στις 4/10/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση ημερομηνίας 17/9/10. Αυτό, ως συμβουλεύουν οι δικηγόροι του τον ενόρκως δηλούντα, του έδιδε το δικαίωμα να απαντήσει στους νέους αυτούς ισχυρισμούς και/ή να επαναδιατυπώσει και εκείνος με τη σειρά του τους ισχυρισμούς του ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ξεκάθαρα τις θέσεις των δύο πλευρών για να μπορεί να προβεί σε πλήρη και δίκαιη επίλυση όλων των επίδικων θεμάτων.
Κανένα νέο ισχυρισμό δεν προβάλλουν οι Ενάγοντες στην Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που να έρχονται σε αντίθεση με την Έκθεση Απαίτησης και/ή να αποτελούν νέα βάση αγωγής καθώς ο ισχυρισμός τους ότι πέραν της παράλειψης πληρωμής, όπως προνοούσε το πωλητήριο, είχαν δικαίωμα να τερματίσουν οι Ενάγοντες την μεταξύ τους σύμβαση και λόγω της συμπεριφοράς των Εναγομένων, ήτοι τον λίβελλο και/ή δυσφημιστικά δημοσιεύματα εκ μέρους των Εναγομένων και/ή κακόβουλες ειδήσεις και/ή εκδικητική και εκβιαστική συμπεριφορά των Εναγομένων που περιέχεται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων ειδικά στις παραγράφους 10-24.
Λόγω και της φύσης της αγωγής στο μέτρο που αφορά στον λίβελλο είναι πάγια Νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων ότι τα δημοσιεύματα θα πρέπει να περιλαμβάνονται αυτούσια στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης. Όλα τα δημοσιεύματα έγιναν και δημοσιεύθηκαν στην αγγλική γλώσσα που είναι και η μητρική γλώσσα των Εναγομένων.
Περαιτέρω, είναι ορατός ο κίνδυνος κατά τη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική να έχει χαθεί το ακριβές νόημα των δημοσιευμάτων και να δημιουργηθεί κατάφορη αδικία εναντίον των Εναγόντων.
Σύμφωνα δε με το περί Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο αλλά και σύμφωνα με την Νομολογία είναι στη Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδέχεται ως μαρτυρία έγγραφα συντεταγμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα, ενώ όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει τη μετάφραση εγγράφων ή μέρος εγγράφου σε μια από τις Επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα πλαίσια της επιείκειας τα δημοσιεύματα είναι σε μια γλώσσα κατανοητή στους διαδίκους και ιδιαίτερα στους Εναγόμενους.
Η αίτηση των Εναγομένων σε αυτό το στάδιο δε μπορεί να πετύχει για τον λόγο ότι υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης ιδιαίτερα όσον αφορά στην διαγραφή της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 12/1/09.
Περαιτέρω η παρούσα υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση τόσο μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 χωρίς οι Εναγόμενοι να προβάλουν οποιαδήποτε επιφύλαξη σε σχέση με τα δικόγραφα όσο και μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 όπου και πάλι ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση σε ημερομηνία μεταγενέστερη της επίδοσης του τροποποιημένου δικογράφου χωρίς και πάλι να αναφέρουν οτιδήποτε στο Δικαστήριο, θέτοντας τους εαυτούς τους στη διάθεση του Δικαστηρίου για ακρόαση με βάση τα δικόγραφα ως είχαν και τα οποία είχε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, μετά την καταχώρηση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 οι Εναγόμενοι και οι Ενάγοντες είχαν συνάντηση στα γραφεία των δικηγόρων τους στην Λευκωσία, δια σκοπούς διευθέτησης της σχετικής αγωγής. Όλες οι συζητήσεις γίνονταν στη βάση των δικογράφων ως είχαν τροποποιηθεί μέχρι και την ημερομηνία εκείνη.
Οι Εναγόμενοι προβαίνουν σε ελλειπή και παραπλανητική παράθεση των πραγματικών γεγονότων και/ή την πραγματική πορεία και/’ή τροποποιήσεις των δικογράφων και δεν παρουσιάζουν τα αληθή γεγονότα και παραπλανούν το Δικαστήριο παραλείποντας να αναφέρουν ενδιάμεσες τροποποιήσεις που έγιναν και από τις δύο πλευρές παρουσιάζοντας μια άλλη διαφορετική εικόνα από αυτή που πραγματικά ισχύει και πως οι Ενάγοντες κατέληξαν στην καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.
Τα εν λόγω αποσπάσματα ουδόλως αποτελούν νέους ισχυρισμούς αλλά ως έχει ήδη αναφερθεί αποτελούν ισχυρισμούς προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των εναγομένων αλλά και διευκρινίσεις και/ή λεπτομέρειες σε σχέση με τους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης τους. Περαιτέρω ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται και ως τυγχάνει νομικής συμβουλής ότι η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης τους ημερομηνίας 1/7/10 βάσει του Διατάγματος των δικαστηρίων 16/6/10 περιέχει όλες και μόνο τις τροποποιήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο εν λόγω διάταγμα. Η Τροποποιημένη τους Απάντηση αποτελεί ένα άλλο δικόγραφο που δεν αφορά σε αυτό το ισχυριζόμενο διάταγμα και πιστεύει ότι καμία δέσμευση δεν επιβάλλει στους Ενάγοντες το εκδοθέν διάταγμα τη στιγμή μάλιστα που μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι εναγόμενοι καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης φέροντας νέους ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Εξουσία διαγραφής παραχωρείται από τη Δ.19 θ.26[1] η οποία δίδει το δικαίωμα διαγραφής οποιουδήποτε θέματος σε οποιαδήποτε οπισθογράφηση ή δικόγραφο το οποίο μπορεί να είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες ή το οποίο τείνει να επηρεάσει ή ενοχλήσει ή καθυστερήσει τη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.

Ενόψει της ομοιότητας των προνοιών Δ.19 θ.26 με αυτές της Order 19 r.27 των παλαιών Αγγλικών Κανονισμών καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την αγγλική νομολογία επί του θέματος. Στην Ετήσια Πρακτική του 1958 (Annual Practice) στη σελ. 477 αναφέρεται ότι η διατύπωση του κανόνα είναι ευρεία αλλά η εφαρμογή του περιορίστηκε σε κάποια έκταση με τις αποφάσεις που δόθηκαν σχετικά μ’ αυτόν. Η γενική εφαρμογή του κανόνα καθορίζεται με την απόφαση του Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v. Roberts 38 Ch.D. 270 όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και ότι αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός. Από την άλλη όμως ο κανόνας αυτός υπόκειται στον περιορισμό ότι τα μέρη δεν πρέπει να παραβιάζουν τους κανόνες ετοιμασίας των δικογράφων και αν κάποιος διάδικος εισάγει δικόγραφο που είναι αχρείαστο και τείνει να επηρεάσει δυσμενώς και να καθυστερήσει την εκδίκαση τότε το δικόγραφο αυτό είναι πέραν των δικαιωμάτων του διαδίκου.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει ισχυρισμούς in limine είναι αναμφίβολα δραστική και δεν πρέπει να ασκείται παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα χρήσιμο όπλο προς αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, αχρήστων ή ενοχλητικών θεμάτων που είναι αντίθετα με την ορθή παρουσίαση των δικογράφων και των κανόνων αυτών όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.4[2] με βάση την οποία μόνο τα ουσιώδη γεγονότα πρέπει να δικογραφούνται τα οποία είναι και σχετικά με τα επίδικα θέματα.

Όσον αφορά ειδικότερα την έννοια του αχρείαστου δικογράφου σε σχόλιο του Annual Practice του 1959 στη σελ. 477 αναφέρεται ότι το γεγονός και μόνο ότι το δικόγραφο του αντιδίκου περιέχει κάποια αχρείαστα θέματα δεν είναι ικανοποιητικός λόγος για αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό. Κάποια δήλωση δεν διαγράφεται απλώς και μόνο επειδή είναι αχρείαστη εφόσον κατά τα άλλα είναι αβλαβής. Έτσι αν ουσιώδη γεγονότα διατυπώνονται με αχρείαστη μακρηγορία ή με αχρείαστη λεπτομέρεια το δικόγραφο δεν θα διαγραφεί. Αν όμως εντελώς επουσιώδη θέματα καταγράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο αιτητής να πρέπει να απαντήσει σε αυτά και με αυτό τον τρόπο εγείρονται άσχετα θέματα τα οποία θα καταλήξουν στην πρόκληση εξόδων, ταλαιπωρίας και καθυστέρησης, τότε αυτά θα διαγραφούν γιατί θα επηρεάσουν τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.

Σχετικά με το πότε ένα δικόγραφο προκαλεί αμηχανία, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Bullen & Leake, Precedent of Pleadings 12η έκδοση σελ. 147:

“Accordingly a pleading is embarrassing which is ambiguous or unintelligible or which states immaterial matter and so raises irrelevant issues which may involve expense, trouble and delay and thus will prejudice the fair trial of the action, and so is a pleading which contains unnecessary or irrelevant allegations.”

Όπως λέχθηκε από τον Cotton L.J. στην υπόθεση Philips v. P. 4 Q.B 139:-

“In my opinion it is absolutely essential that the pleading not to be embarrassing to the defendants should state those facts which will put the defendants on the guard and tell them what they have to meet when the case comes on for trial.”

Γενικά σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άχρηστα θέματα είναι εκείνα τα οποία θεωρούνται ανήθικα ή υποβιβαστικά ή γίνονται με στόχο τον επηρεασμό της άλλης πλευράς, αλλά αν είναι σχετικά τότε δεν είναι κατ΄ ανάγκη και σκανδαλώδη, ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός απλώς και μόνο διότι είναι αχρείαστος, εκτός και αν είναι εμφανώς άσχετος.

Παρόλο ότι η Δ.19,θ.26 ρητά προνοεί ότι το διάταγμα διαγραφής μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις η Αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση (promptly) και κατά κανόνα αμέσως μετά την επίδοση του ενοχλητικού (offending) δικογράφου[3].

Να αναφερθώ, τέλος, στη Δ.27,θ.3 σύμφωνα με την οποία όταν η βάση της αγωγής ή υπεράσπισης που αποκαλύπτεται με τα δικόγραφα δεν έχει βάση συζήτησης, ή στην περίπτωση που φαίνεται ότι είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την απαίτηση ή την υπεράσπιση. Επισημαίνω ότι η διαγραφή δικογράφου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνο εφόσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο, ενώ η εξέτασή του γίνεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό του και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτό. Η επιλογή των προνοιών της Διάταξης αυτής είναι κατάλληλη μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες είναι απλές, προφανείς και ξεκάθαρες.

Η νομολογιακή αντιμετώπιση τόσο της Δ.19,θ.26 όσο και της Δ.27,θ.3 – που αφορά τη διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου – είναι ότι η άσκηση της σχετικής εξουσίας του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με προσοχή και φειδώ[4].

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Κρίνω σκόπιμο για τους σκοπούς των ζητημάτων που έχουν εγερθεί στα πλαίσια της αίτησης να αναφερθώ συνοπτικά στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης και τα δικόγραφα που έχουν καταχωρηθεί από την αρχή μέχρι σήμερα μετά τη μεσολάβηση αιτημάτων τροποποίησης και έκδοσης σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο για σκοπούς πληρέστερης παρουσίασης των γεγονότων.

ü Στις 9/6/2006 κατεχωρήθη γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενώ η Έκθεση Απαίτησης κατεχωρήθη στις 10/11/2006. Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από μέρους των Εναγομένων κατεχωρήθη στις 22/1/2007, ενώ στις 8/2/2007 ακολούθησε η καταχώρηση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση.
ü Στις 21/9/2007 μεσολάβησε καταχώρηση αίτησης από τους Εναγόμενους για παραχώρηση άδειας για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και για διάταγμα τροποποίησης της Ανταπαίτησης. Στις 16/1/2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα που επέτρεπε την παράταση χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης των Εναγομένων και τροποποίηση της Ανταπαίτησης.
ü Στις 3/4/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και παράταση του χρόνου για καταχώρηση της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης συμφώνως προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 15/5/2008 κατεχωρήθη συμπληρωματική Υπεράσπιση αφού προηγήθηκε έκδοση διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/4/2008. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 15/5/2008, κατεχωρήθη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα τροποποίησης ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 25/9/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 12/1/2009 καταχωρήθηκε Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Ενάγοντες.
ü Στις 15/12/2009 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν αίτηση τροποποίησης του τίτλου της αγωγής και τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία ορίστηκε στις 16/1/2010. Στις 25/1/2010 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ως η σχετική αίτηση.
ü Ακολούθησε νέα αίτηση από τους Ενάγοντες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε 24/3/2010, ημερομηνία κατά την οποία εξεδόθη το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης.
ü Στις 22/4/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Στις 30/4/2010 κατεχωρήθη τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση συμφώνως του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010. Την ίδια ημερομηνία κατεχωρήθη από τους Εναγόμενους τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Την 1/6/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε στις 16/6/2010 και η οποία εγκρίθηκε χωρίς ένσταση και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα τροποποίησης. Ακολούθησε η καταχώρηση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης την 1/7/2010.
ü Οι Εναγόμενοι κατεχώρησαν στις 17/9/2010 τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/6/2010 και τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα.
ü Οι Ενάγοντες κατεχώρησαν στις 4/10/2010 Απάντηση στην τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/2010.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΓΕΡΘΕΝΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

Προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που ηγέρθησαν στην υπό κρίση Αίτηση και που αφορούν τις επιζητούμενες θεραπείες.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Β) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Β) στην υπό κρίση Αίτηση ήταν η θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι το γεγονός ότι στην παρά.(8) της Έκθεσης Απαίτησης συμπεριλαμβάνεται κείμενο στην αγγλική γλώσσα έχει ως συνέπεια να παραβιάζεται ο περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος του 1988 (Ν.67/88) και ότι, ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να διαγραφεί.

Το εγερθέν ζήτημα δίδει την αφορμή να πούμε δύο λόγια για ό,τι προηγήθηκε της θέσπισης του Νόμου 67/88.

Το Άρθρο 3 (1) του Συντάγματος καθιερώνει την Ελληνική και την Τουρκική ως τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Επειδή, όμως, οι Νόμοι που είχαν εγκριθεί πριν από το 1960 ήταν στην Αγγλική, το Άρθρο 189 του Συντάγματος παρέτεινε την εφαρμογή των Αγγλικών Νόμων (που διατηρήθηκαν σε ισχύ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος) για μια περίοδο 5 χρόνων από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος για να υπάρξει έτσι έμμεσα μια χρονική περίοδος μέσα στην οποία θα μπορούσαν να μεταφραστούν οι Αγγλικοί Νόμοι στην Ελληνική γλώσσα. Το Άρθρο 189 (B) του Συντάγματος αποτελεί μια δυνητική πρόνοια η οποία για τη μεταβατική περίοδο των πέντε ετών καθιστούσε παραδεκτή και τη χρήση της Αγγλικής ως γλώσσα στην οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί η διαδικασία στα Δικαστήρια. Επειδή, όμως, η μετάφραση των Νόμων δεν κατέστη δυνατή μέσα σ΄ αυτή τη μεταβατική περίοδο ψηφίστηκε ο περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμος του 1965 (Ν.51/65) σύμφωνα με τον οποίο μέχρις ότου θα μεταφράζονταν οι Νόμοι με διαδικασία που καθόριζε ο ίδιος ο Νόμος, οι Αγγλικοί Νόμοι θα εξακολουθούσαν να ισχύουν, όπως και προηγουμένως και οι διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων θα εξακολουθούσαν να διεξάγονται σε οποιαδήποτε μέχρι τότε «εν χρήσει εν τοις δικαστηρίοις γλώσσαν». Δηλαδή, οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να διεξάγονται στην Αγγλική, Ελληνική και/ή Τουρκική γλώσσα.

Τα πράγματα παρέμειναν χωρίς μεταβολή μέχρι το 1988. Το 1988 ο νομοθέτης έκρινε πως δεν ήταν πια επιθυμητό να συνεχιστεί η κατάσταση που δημιούργησε ο Νόμος 51/65. Με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν.67/88), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, καταργήθηκε ο προσωρινός Νόμος του 1965 και τερματίσθηκε η μεταβατική περίοδος και, ως αποτέλεσμα, ενεργοποιήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις που καθιστούσαν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας τις μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί να διεξάγεται η δικαστική διαδικασία. Έτσι, η χρησιμοποίηση της Αγγλικής γλώσσας αποκλείσθηκε από τις 27/5/88 με τη ψήφιση του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 67/88. Με άλλα λόγια, με το Νόμο 67/88 αποκλείσθηκε η χρήση οποιασδήποτε άλλης από τις επίσημες γλώσσες στην επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου.

Έχοντας, επομένως, ξεκαθαρίσει το πεδίο εφαρμογής του Νόμου 67/88 και το αποτέλεσμα που είχε η θέσπιση του προχωρώ να θέσω το νομικό πλαίσιο που ισχύει σ΄ ό,τι αφορά τους κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου που αφορά η υπό εξέταση περίπτωση.

Με βάση τη Δ.2,θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε αγωγές για λίβελο η οπισθογράφηση το κλητήριο ένταλμα πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες για να αναγνωριστούν οι δημοσιεύσεις επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή για λίβελο.

Είναι νομολογημένο ότι σε αγωγές λιβέλου οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει να περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Η βασική αυτή αρχή που αναφέρεται στον τρόπο δικογράφησης της απαίτησης σε υποθέσεις λιβέλου έχει τονιστεί στην αγγλική υπόθεση British Data Management plc v. Boxer Commercial Removals plc and another (1996) 3 All E.R. 707[5]. Στην εν λόγω υπόθεση στις σελίδες 713 – 714 υιοθετήθηκε η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (8th edn, 1981):

“”In a libel the words used are the material facts,” and must therefore be set out in the statement of claim; it is not enough to describe their substance, purport or effect [see Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 at 127, 129]. “The law requires the very words of the libel to be set out in the declaration in order that the court may judge whether they constitute a ground of action” [see Wright v. Clements (1829) 3 B & Ald 503 at 506, 509, 106 ER 746 at 747, 748 per Abbott CJ and Holroyd J] “whether they are a libel or not” [see Capital and Counties Bank v. George Henty & Sons (1882) 7 App Cas 741 at 772, [1881 – 5] All ER Rep 86 at 99]. “In libel you must declare upon the words; it is not sufficient to state their substance” [see Fitzsimons v. Duncan & Kemp & Co [1908] 2 IR 483 at 499 per Palles CB]. “A plaintiff is not entitled to bring a libel action on a letter which he has never seen and of whose contents he is unaware. He must in his pleadings set out the words with reasonable certainty . The court will require him to give particulars so as to ensure that he has a proper case to put before the court and is not merely fishing for one” [see Collins v. Jones [1955] 2 All ER 145 at 146, [1955] 1 QB 564 at 571 – 572 per Denning LJ].”

Στην πιο πάνω αγγλική υπόθεση τονίστηκε ότι σε υποθέσεις λιβέλου οι λέξεις που στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν τα ουσιώδη γεγονότα και επιβάλλεται η παράθεσή τους στο δικόγραφο του ενάγοντα ούτως ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η κατηγορία εναντίον του και να μπορεί να την αντιμετωπίσει[6]. Το ίδιο ισχύει και για το Δικαστήριο για να μπορεί, δηλαδή, το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι[7]. Παραθέτω στο σημείο αυτό σχετική περικοπή που έγινε στην πιο πάνω απόφαση όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την παλαιά υπόθεση Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 στη σελίδα 128:

“As to the libel the claim is in most general terms . heretofore, both in slander and libel, it was usual to set out the words according to a rule, not merely technical but founded on the substantial reason, stated by judges of authority to be that the defendant is entitled to know the precise charge against him and cannot shape his case until he knows. In libel and slander everything may turn on the form of words . In libel and slander the very words complained of are the facts on which the action is grounded. It is not the fact of the defendant having used defamatory expressions, but the fact of his having used those defamatory expressions alleged, which is the fact on which the case depends. (Lord Coleridge CJ’ s emphasis)”

Oπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Bullen and Leake, 12η έκδοση, σελ.545[8]:

«Pleading. The words complained of must be set out in the statement of Claim as in ordinary actions of defamation (see Gutsole v. Mathers (1836) 1 M. W.495)»

Όπως προκύπτει από τη νομολογία αν ο Ενάγων κινεί αγωγή σε σχέση με δυσφημιστικά αποσπάσματα που περιλαμβάνονται σε ένα άρθρο ή σε μια επιστολή, δεν πρέπει να παραθέσει στην Έκθεση Απαίτησης ολόκληρο το άρθρο ή το κείμενο της επιστολής. Είναι αρκετό να παραθέσει τα δυσφημιστικά αποσπάσματα μόνο νοουμένου ότι το νόημα τους είναι καθαρό και ξέχωρο. Παρόλο που η δυσφημιστική δήλωση πρέπει να παρατίθεται στην Απαίτηση λέξη προς λέξη εκεί όπου συνιστά μέρος μακρύτερου κειμένου είναι αρκετό να παρατεθεί μόνο το δυσφημιστικό μέρος, νοουμένου ότι το υπόλοιπο δεν θα άλλαζε το νόημα.

Παραθέτω στο σημείο αυτό την ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s “Precedents of Pleadings”, 12η έκδοση, σελ.626[9] όπου σκιαγραφούνται οι βασικές αρχές δικογράφησης σε υποθέσεις λιβέλου:

«Τhe libel must be set out verbatim in the Statement of Claim; it is not enough to set out its substance or effect as “the precise words of the document are themselves material” (see Ord. 18, r.7(2); Collins v. Jones [1955] 1 Q.B. 564). The book, newspaper or other document from which the words are taken should be identified by date or description. Where the defamatory matter is part of a longer passage, the defamatory parts only need be set out, provided the remainder of the passage would not vary the meaning of the defamatory matter (Sydenham v. Man (1617) Cro. Jac.407). Where the defamatory matter arises out of a long article or “feature” in a newspaper, the plaintiff must set forth in his Statement of Claim the particular passages referring to him of which he complains and the respects in which such passages are alleged to be defamatory (DDSA Pharmaceuticals Ltd. v. Times Newspapers Ltd. [1973] 1 Q.B. 21, C.A.»; (δικές μου υπογραμμίσεις)

Έχοντας λοιπόν σκιαγραφήσει τους βασικούς κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω και το τι ισχύει από πλευράς δικογράφησης, στην περίπτωση όπου ο λίβελλος – το δυσφημιστικό δημοσίευμα – έγινε σε ξένη γλώσσα, όπως είναι και η περίπτωση που εξετάζουμε.

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PRECEDENTS OF PLEADINGS, Τόμος 1, 16η έκδοση, (2008) στην παρά. 29-23 κάτω από τον τίτλο «Pleading in foreign language»:

«Libel and slander: If the slander or libel is in a foreign language, it must be set out in the original (Zenobio v. Axtell (1795) C.T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C.8 P. 766), and then be translated into English. The particulars of claim should plead that the persons to whom it was published understood the foreign language concerned (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (N.S.) 597). The claimant, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words at trial, unless the English translation is admitted in the defence.»[10]

Μάλιστα, στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571, παρά. 29-67 παρατίθεται παράδειγμα/πρότυπο δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα/πρότυπο στην παρά. (3) αυτού αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στη ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα Αγγλικά («literal translation»).

Περαιτέρω, στο Σύγγραμμα GATLEY ON LIBEL AND SLANDER, 7η έκδοση στη σελίδα 411, παρά. 987 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

«If the libel or slander is in a foreign language, it must be set out in the same language and followed by a literal translation: it is not enough to set out a translation without setting out the original or vice verca.»

Στο ίδιο Σύγγραμμα στη σελίδα 491 παρά. 1207 αναφέρεται ότι ο Ενάγων στην περίπτωση όπου το λιβελογράφημα είναι σε ξένη γλώσσα θα πρέπει να αποδείξει τις συγκεκριμένες λέξεις που δημοσιεύθηκαν και, επίσης, θα πρέπει να αποδείξει, μέσω διερμηνέα ο οποίος θα καταθέσει ως μάρτυρας, ότι η μετάφραση η οποία δόθηκε στην Έκθεση Απαίτησης είναι σωστή, εκτός αν κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό.

Παραθέτω τη σχετική περικοπή:

«1207. Proof by interpreter. Where the words complained of are in a foreign language the plaintiff must prove the actual words published. He must also prove by an interpreter sworn as a witness that the translation given in the statement of claim is correct, unless this fact has been admitted. …………………………»

Παρομοίως στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PERCEDENTS OF PLEADINGS, 12η έκδοση, στη σελ. 633 καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά:

«Pleading. If the libel be in a foreign language, it should be set out in the original (Zenobia v. Axtell (1795) 6 T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C. & P. 766), and should be translated into English; and the Statement of Claim should aver that the persons to whom it was published understood the foreign language in which it was published (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (n.s.) 597). The plaintiff, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words in English.»

Στο πιο πάνω Σύγγραμμα στην ίδια σελίδα δίδεται παράδειγμα δικογράφου με το οποίο ζητούνται αποζημιώσεις για λίβελο που έγινε σε ξένη γλώσσα και με βάση αυτό το παράδειγμα/πρότυπο διαπιστώνεται ότι θα πρέπει να δικογραφείται ο ισχυριζόμενος λίβελος αυτολεξεί στη γλώσσα που έγινε και στη συνέχεια να ακολουθεί στο ίδιο δικόγραφο η παράθεση της μετάφρασης στη γλώσσα που χρησιμοποιείται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Έχοντας λοιπόν αναφερθεί στα πιο πάνω καταλήγω ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες έχουν εφαρμόσει τους ορθούς κανόνες δικογράφησης εφόσον έχουν παραθέσει αυτολεξεί (verbatim) το κείμενο του κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στη γλώσσα που έγινε, ήτοι την αγγλική, και στη συνέχεια έχουν παραθέσει τη μετάφραση του εν λόγω κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στην Ελληνική γλώσσα. Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν θα ήταν αρκετό να παρέθεταν μόνο τη μετάφραση του εν λόγω κειμένου στην Ελληνική χωρίς την παράθεση του κειμένου αυτού αυτούσιου στη γλώσσα που έγινε, δηλαδή, στην Αγγλική ούτε, όμως, θα ήταν αρκετό να παρατίθετο το εν λόγω κείμενο στην Αγγλική χωρίς να δίδεται και η μετάφραση του στην Ελληνική.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της Αίτησης

Εξετάζοντας τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) στην υπό κρίση Αίτηση και στην οποία γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο απόσπασμα από την παρά.8 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες προωθήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της Αίτησης.

Ο κος Μυλωνάς, εκ μέρους των Εναγομένων/Αιτητών, υποστήριξε ότι τα αποσπάσματα του δικογράφου για τα οποία επιζητείται η διαγραφή συνιστούν νέους ισχυρισμούς και συγκεκριμένα νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της Συμφωνίας που συνήψαν οι διάδικοι οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων και, ως εκ τούτου, τροποποιούν την Έκθεση Απαίτησης χωρίς να έχει εξασφαλιστεί, προηγουμένως, άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει τέτοια τροποποίηση και ταυτόχρονα, στερούνται οι Εναγόμενοι, μ΄ αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα να απαντήσουν σ΄ αυτούς τους καινούργιους ισχυρισμούς.

Από την άλλη ο κος Βασιλακκάς εκ μέρους των Εναγόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση, υποστήριξε ότι η παρά. (8) στον πιο πάνω αναφερόμενο δικόγραφο απαντά πλήρως στους ισχυρισμούς που έθεσαν οι Εναγόμενοι στην Υπεράσπιση που καταχώρησαν στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Επίσης υποστήριξε ότι η Απάντηση αποτελεί νέο δικόγραφο που δεν έχει σχέση με το διάταγμα τροποποίησης που εξεδόθη σε σχέση με την Έκθεση Απαίτησης και ότι ουδεμία δέσμευση υπήρχε από το εν λόγω διάταγμα καθ΄ ην στιγμή μάλιστα μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι Εναγόμενοι είχαν καταχωρήσει Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης προβάλλοντας ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

Για να γίνει το όλο ζήτημα καλύτερα αντιληπτό θα πρέπει, πιστεύω, να αναφερθούμε συγκεκριμένα στα δικόγραφα και ό,τι προηγήθηκε της καταχώρησης της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.

Στις 24/3/10 εξεδόθη διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 22/4/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα. Για τους σκοπούς εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος μας ενδιαφέρει η παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης η οποία αποτελούσε μια νέα παράγραφο προς αντικατάσταση της υφιστάμενης παρά.(22). Η νέα παρά.(22) είχε ως εξής:

«22. Άνευ βλάβης των ως άνω, οι Εναγόμενοι κατά παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και/ή Συμφωνητικό Έγγραφο και/ή Contract of Sale και/ή συμφωνίας πωλήσεως ημερ. 23/08/2005 παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν και/ή καθυστερούν και/ή οφείλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου), ήτοι τις πληρωμές εν σχέση με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων και/ή brickwork και εν σχέση με την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των σουβάδων και/ή επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας.

Ως εκ των άνω οι Ενάγοντες επανειλημμένως ειδοποίησαν τους Εναγόμενους και/ή τους αντιπροσώπους αυτών και/ή δικηγόρους των, όπως καταβάλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου).

(ι) Ήτο ρητός όρος και/ή εξυπακουόμενος όρος της ως άνω γραπτής συμφωνίας και/ή Πωλητηρίου Εγγράφου, ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούν και/ή παρέλειπαν την πληρωμή οιουδήποτε υπόλοιπου ποσού, τότε οι Ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα όπως τερματίσουν την ως άνω συμφωνία και να λάβουν κατοχή του ως άνω ακίνητου και επίσης αξίωση αποζημιώσεων.»

Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης καταχώρησαν οι Εναγόμενοι στις 30/4/10 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην οποία, καθόσον αφορά την παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, απαντούσαν στην παρά.(20) της Υπεράσπισης τους ως εξής:

«20. Οι Εναγόμενοι αρνούνται την παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι απέστειλαν δεόντως τη συμφωνηθείσα 4η δόση (αναφορικά με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων στην δικηγόρο τους, αυτή όμως δεν καταβλήθηκε στους Ενάγοντες άμεσα λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει μεταξύ των διαδίκων και/ή των διαπραγματεύσεων που εκκρεμούσαν. Οι Εναγόμενοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους Ενάγοντες για τις παραβάσεις που διαπίστωσαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και/ή αμέλησαν να αποκαταστήσουν τις παραβάσεις που διέπραξαν σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά και/ή τοπογραφικά σχέδια της κατοικίας τους και μη έχοντας άλλη επιλογή οι Ενάγοντες έδωσαν οδηγίες στην δικηγόρο τους να προχωρήσει με την πληρωμή της 4ης δόσης, αφού προηγουμένως οι Ενάγοντες ρητώς και/ή σιωπηρώς και/ή έμμεσα συγκατατέθηκαν υπό τις περιστάσεις όπως ο χρόνος πληρωμής της 4ης δόσης παραταθεί εκκρεμούσης της διαπραγμάτευσης και/ή συζήτησης των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων.

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν και την 5η δόση που αφορούσε την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας, πλην όμως δεν τους δόθηκε η ευκαιρία εξαιτίας του παράνομου τερματισμού της συμφωνίας από τους Εναγομένους και την πώληση της επίδικης κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο.

Επιπρόσθετα οι Εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 22 (i) της ΄Εκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ο όρος 3.2 της επίδικης συμφωνίας πώλησης προνοούσε ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούσαν οποιαδήποτε από τις συμφωνηθείσες δόσεις πέραν των 15 ημερών οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν την συμφωνία με γραπτή ειδοποίηση 15 ημερών και εάν οι Εναγόμενοι δεν κατέβαλαν την καθυστερημένη δόση τότε οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Πλήρεις λεπτομέρειες του εν λόγου όρου θα δοθούν κατά τη δικάσιμο.»

Την 1/6/10 μεσολάβησε νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 16/6/10 εξεδόθη σχετικό διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης. Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης παρέμεινε άθικτη η παρά.(22) που παρατέθηκε ανωτέρω γιατί η τροποποίηση αφορούσε μόνο την παρά.(27) της Έκθεσης Απαίτησης.

Ακολούθησε καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης στις 17/9/10 στην οποία επαναλαμβάνετο, μεταξύ άλλων, και η παρά.(20) που παρατέθηκε ανωτέρω.

Οι Ενάγοντες στις 4/10/10 καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση όπου στην παρά.(8) της Απάντησης τους η οποία απαντούσε, μεταξύ άλλων, και στην παρά.(20) της Υπεράσπισης συμπεριέλαβαν και το απόσπασμα για το οποίο οι Εναγόμενοι επιζητούν διάταγμα διαγραφής με βάση τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της παρούσας Αίτησης. Το παραθέτουμε:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά επιπροσθέτως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους Ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.

Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους Ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης»

Εκείνο που πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε είναι ότι οι Ενάγοντες εξασφαλίζοντας σχετικό διάταγμα τροποποίησης από το Δικαστήριο τροποποίησαν την παρά. (22) της Έκθεσης Απαίτησης τους ούτως ώστε να ισχυριστούν παράβαση της συμφωνίας από μέρους των Εναγομένων η οποία συνίστατο στη μη πληρωμή του ποσού των ΛΚ52.000 και ότι στην επίδικη συμφωνία, σε περίπτωση που υπήρχε παράλειψη πληρωμής από τους Εναγόμενους οι Ενάγοντες είχαν δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Αυτός ήταν ο ισχυρισμός των Εναγόντων που επετράπη μέσω διατάγματος τροποποίησης να εισαχθεί στο δικόγραφο των Εναγόντων.

Στην Απάντηση που καταχώρησαν στις 4/10/10 επικαλούνται στην παρά.(8) περαιτέρω λόγους που, κατά τον ισχυρισμό τους, δικαιολογούσαν τον άμεσο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Αυτοί οι λόγοι ήταν η συμπεριφορά των Εναγομένων με τα δυσφημιστικά σχόλια και ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και τις παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες των Εναγομένων προβάλλοντας, περαιτέρω, τον ισχυρισμό ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν τη μεταξύ τους συμφωνία.

Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πιο πάνω ισχυρισμών της Απάντησης των Εναγόντων ότι αυτοί δεν συνιστούν απάντηση στα όσα αναφέρονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης των Εναγομένων αλλά αποτελούν νέους ισχυρισμούς επιπρόσθετους σ΄ αυτούς που είχαν συμπεριλάβει στην παρά.(22) μετά την επιτραπείσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Ούτε μπορεί κανείς να πείσει λέγοντας ότι αυτοί οι ισχυρισμοί στην Απάντηση που συμπεριλαμβάνονται στην παρά. (8) της Απάντησης ήταν επακόλουθο ή συνακόλουθο (consequential) των όσων περιέχονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης.

Η αγγλική νομολογία έχει εξετάσει παρόμοιο με το ζήτημα που εγείρεται πιο πάνω και συγκεκριμένα έχει εξετασθεί το νομικό ζήτημα κατά πόσο όταν δίδεται άδεια στον Ενάγοντα να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησής του, ο Εναγόμενος είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιήσει την Υπεράσπιση του όπως αυτός επιθυμεί. Διευκρινίζω ότι το θέμα που μας απασχολεί στην παρούσα Αίτηση είναι κατά πόσο εκεί όπου έχει μεσολαβήσει η έκδοση διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει η δυνατότητα από πλευράς Ενάγοντα στην Απάντησή του στην Υπεράσπιση που καταχωρείται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης να προσθέσει ισχυρισμούς οι οποίοι είναι επιπρόσθετοι αυτών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησής του και που δεν είναι επακόλουθο των όσων περιέχονται στην Υπεράσπιση που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Η έρευνα του Δικαστηρίου δεν έχει αποκαλύψει νομολογία που να καλύπτει επ΄ ακριβώς την υπό εξέταση περίπτωση, όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, υπάρχει αγγλική νομολογία σχετικά με παρεμφερή ζητήματα. Συγκεκριμένα η νομολογία στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εξέτασε το συγκεκριμένο ζήτημα αναφορικά με τη δυνατότητα που παρέχεται στον Εναγόμενο να τροποποιήσει την Υπεράσπισή του που καταχωρεί μετά που μεσολάβησε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα.

Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε κάποιες υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο Σύγγραμμα Bullen & Leake´s Precedents of Pleading, 11η έκδοση, 1959 (στη σελίδα 64)[11], όπου τονίζεται ότι στην περίπτωση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, τέτοια τροποποίηση δεν δίνει στον Εναγόμενο οποιοδήποτε περαιτέρω χρόνο για να καταχωρήσει την Υπεράσπισή του ή δικαίωμα να τροποποιήσει την Υπεράσπιση που έχει ήδη καταχωρήσει στην απουσία ειδικών όρων στο διάταγμα τροποποίησης. Συνεπώς, συνεχίζει το σχετικό απόσπασμα στο πιο πάνω Σύγγραμμα, όταν υποβάλλεται αίτηση για άδεια τροποποίησης θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια από το αντίδικο μέρος για επιβολή όρου στο διάταγμα που να δίνει τέτοια άδεια για τροποποίηση του δικού του δικογράφου, αν έχει ήδη καταχωρηθεί, η οποία τροποποίηση καθίσταται αναγκαία ένεκα της τροποποίησης του δικογράφου του αντιδίκου.

Στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. 891 όπου επισημαίνεται πως στην πράξη οι αυστηρές υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα του Bullen & Leake σπάνια ακολουθούνται και είναι σύνηθες και ορθά θεωρείται πως άδεια για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης περιλαμβάνει, χωρίς ρητή αναφορά, και άδεια για κατ΄ ακολουθία τροποποίηση της Υπεράσπισης. Στην υπόθεση Squire (πιο πάνω) αποφασίστηκε πως σε τέτοιες περιπτώσεις η άδεια για τροποποίηση της Υπεράσπισης περιορίζεται στις τροποποιήσεις εκείνες που είναι το επακόλουθο (consequential) των τροποποιήσεων της Έκθεσης Απαίτησης. Δηλαδή επιτρέπονται τροποποιήσεις στην Υπεράσπιση ενός Εναγόμενου οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνακόλουθες των τροποποιήσεων που επέφερε ο Ενάγων στο δικό του δικόγραφο αλλά δεν επιτρέπεται ριζική διαφοροποίηση της Υπεράσπισης και προσθήκη νέων ισχυρισμών και νέων υπερασπίσεων. Με πιο απλά λόγια ο περιορισμός έχει την έννοια πως δεν επιτρέπονται τροποποιήσεις της Υπεράσπισης που σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης οι οποίοι δεν επηρεάζονται από την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

Είναι άκρως διαφωτιστικό το ακόλουθο απόσπασμα της αγγλικής υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση ότι οποτεδήποτε επιτρέπεται τροποποίηση από το Δικαστήριο της Έκθεσης Απαίτησης παραχωρείται στον ενάγοντα «carte blanche» να εισάξει οποιαδήποτε τροποποίηση επιθυμεί στην Υπεράσπισή του. Το παραθέτω:

«We turn first to the wider submission. It extends to this: that whatever the amendment allowed by the court to the statement of claim, however slight, the defendant is given carte blanche to introduce any amendment that he chooses, even when, if the defendant had independently applied to make the amendment, he would not have been allowed it, or would only have been allowed it on perhaps stringent terms as to costs including (for example) the payment of all costs up to the date of amendment. We are not prepared to accept that submission.»

Ακόμη θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω σχετικό απόσπασμα στην ίδια απόφαση όπου παρατίθεται και σχολιάζεται το επιχείρημα ότι όταν καταχωρείται τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης αυτό θεωρείται σαν καινούριο δικόγραφο και έτσι ο Εναγόμενος δεν θα έπρεπε να ελέγχεται από το Δικαστήριο σε σχέση με το πώς θα συντάξει το δικό του δικόγραφο και ότι θα πρέπει να είναι ελεύθερος να το συντάξει εκ νέου απαντώντας στην Έκθεση Απαίτησης όπως καταχωρήθηκε στην καινούρια της μορφή. Τέτοιο επιχείρημα, βεβαίως, απορρίφθηκε στην πιο πάνω απόφαση. Η σχετική περικοπή έχει ως εξής:

«For the defendants it was argued that when the amended statement of claim is delivered it is a new and different pleading as a whole, and that the defendant should not be supervised or dictated to by the court in deciding how to plead to this new pleading – how to defend himself. He would be at liberty to plead anew and quite generally. It is not to the amendment that he pleads but to the whole statement of claim in its new form. The defendant, when amendments to the statement of claim are allowed by the court, is not then required to table his proposed amendments for consideration by the court; in practice he simply amends in due time and delivers his amended defence. If his ability to amend is in any way restricted it must result in great inconvenience and proliferation of proceedings, as leading to applications (such as the present) requiring close analysis and decision whether the defendant has overstepped the limits, followed possibly (if he is found to have done so) by a further substantive application by the defendant for leave to amend further to the extent of the excess. ……… ………….»

Στην υπόθεση λοιπόν Squire (πιο πάνω) η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν να αποδεχτεί τα επιχειρήματα του Ενάγοντα καθιερώνοντας την αρχή ότι υπάρχει δυνατότητα τροποποίησης ισχυρισμών που όχι μόνο επηρεάζονται άμεσα αλλά και έμμεσα ή παρεμφερώς από την επελθούσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης[12]. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω αγγλική απόφαση όπου ο Λόρδος Russell στη σελίδα 897 είπε τα εξής:

«In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..»

Η πιο πάνω προσέγγιση έτυχε επιδοκιμασίας στην δική μας απόφαση στην υπόθεση Williams and Glyn´s Bank plc κ.α. ν. Του Πλοίου «ΜΑΡΙΑ» (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 309[13]. Τονίστηκε συναφώς εκεί ότι το δικαίωμα ενός εναγομένου να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις στην αρχική του Υπεράσπιση συνεπεία της τροποποίησης που έγινε στην Έκθεση Απαίτησης περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται και είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν[14]. Ακόμη ότι αν επιθυμεί ένας εναγόμενος να κάνει περισσότερες τροποποιήσεις από το ό,τι είναι απαραίτητο θα πρέπει να κάνει σχετική αίτηση. Σε περίπτωση δε που ο εναγόμενος στην τροποποιημένη Υπεράσπισή του ξεφεύγει από τα «επιτρεπτά» πλαίσια ο ενάγοντας βλέποντας αυτή την εκτροπή θα πρέπει να κάνει αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση. Αντίθετη προσέγγιση θα πρόσδιδε έρεισμα σε διάδικους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις, που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές, ή τουλάχιστο χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Έχοντας, λοιπόν, αναφερθεί σε όλα τα πιο πάνω, έχω την άποψη ότι κατά παρόμοιο τρόπο θα πρέπει να προσεγγιστεί και το υπό εξέταση ζήτημα που αφορά συγκεκριμένο απόσπασμα της Απάντησης των Εναγόντων. Θεωρώ ότι ένας διάδικος δεν είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιεί τα δικόγραφά του όπως αυτός επιθυμεί και ούτε θα πρέπει, μετά που έχει μεσολαβήσει μια τροποποίηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση που τροποποιήθηκε η Έκθεση Απαίτησης, στην Απάντηση που καταχωρεί ο Ενάγοντας στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης να εισάγει ο Ενάγοντας επιπρόσθετους και νέους ισχυρισμούς πέραν των όσων ισχυρισμών του δόθηκε η άδεια να εισάξει στην Έκθεση Απαίτησής του και οι οποίοι ισχυρισμοί δεν είναι το αποτέλεσμα του περιεχομένου της Υπεράσπισης που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Με άλλα λόγια, επιτρέπονται μόνο τροποποιήσεις ή διαφοροποιήσεις σε ένα δικόγραφο που είναι συνακόλουθες (consequential) τροποποιήσεων του δικογράφου του αντιδίκου, δηλαδή τέτοιες που να σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο του αντιδίκου. Εάν ένας διάδικος μπορούσε οποτεδήποτε, ελεύθερα και απεριόριστα, να εισάγει στο δικόγραφό του, σε οποιοδήποτε στάδιο, λόγω του ότι προηγήθηκε κάποια τροποποίηση, νέους και επιπρόσθετους ισχυρισμούς, αυτό θα οδηγούσε σε εκτροπή και θα έδιδε τη δυνατότητα σε διαδίκους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές ή τουλάχιστον χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Ειδικότερα δε, στην υπό εξέταση περίπτωση πρέπει να επισημάνουμε ότι προηγήθηκε αίτηση της πλευράς των Εναγόντων για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησής τους ούτως ώστε να μπορέσουν να εισάξουν σε αυτήν συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Η άδεια που παραχωρήθηκε από το Δικαστήριο που ενέκρινε τη σχετική αίτηση τροποποίησης αφορούσε την εισαγωγή συγκεκριμένων και μόνο ισχυρισμών. Η συμπερίληψη στη συνέχεια στην Απάντηση των Εναγόντων ισχυρισμών επιπρόσθετων αυτών που τους δόθηκε η άδεια να εισάξουν στην Έκθεση Απαίτησής τους, πιστεύω, ότι ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια και ως τέτοια συνιστά εκτροπή η οποία, συνεπακόλουθα, υπόκειται σε διαγραφή.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή του αποσπάσματος στην παρά. (8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που εξειδικεύεται στην παράγραφο (Δ) της παρούσας Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Α) το μόνο που αναφέρεται προς υποστήριξή της είναι ότι η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή που καταχωρήθηκε στις 8/2/2007 και ότι οι αλλαγές που υπάρχουν δεν έχουν καμία σχέση με τις αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Για το ζήτημα αυτό θα ήθελα πρώτον να επισημάνω ότι πέραν των πιο πάνω γενικών αναφορών που καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση και επαναλήφθηκαν στα πλαίσια της αγόρευσης του κ. Μυλωνά δεν έχουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο συγκεκριμενοποιηθεί και εξειδικευθεί οι διαφορές που, κατά την εισήγηση των Αιτητών/Εναγομένων, παρουσιάζονται μεταξύ των δικογράφων σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις που μεσολάβησαν ούτως ώστε αυτές να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά συγκεκριμένο τρόπο. Έπειτα, η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 έχει ήδη ξεπερασθεί με μεταγενέστερο δικόγραφο από πλευράς των Εναγόντων ημερομηνίας 4/10/2010 και δεν είχε, σ΄ οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο, επιδιωχθεί από πλευράς των Εναγομένων η διαγραφή του δικογράφου ημερομηνίας 12/1/2009.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση της επιζητούμενης θεραπείας υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Γ) της Αίτησης

Όσον αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Γ), ενόψει και της γενικότητας που τη χαρακτηρίζει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, όταν αναφερθήκαμε στη θεραπεία υπό στοιχείο (Α), αλλά και της κατάληξης του Δικαστηρίου στη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ), η οποία μάλιστα επιζητείται διαζευκτικά της θεραπείας υπό στοιχείο (Γ), θεωρώ ότι αυτή δεν δικαιολογείται να εγκριθεί.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Υπό το φως όλων όσων έχω πιο πάνω προσπαθήσει να εξηγήσω η παρούσα Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.

Συγκεκριμένα, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος (Δ) της Αίτησης, ενώ σε σχέση με τις υπόλοιπες παραγράφους η Αίτηση απορρίπτεται.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας των Αιτητών/Εναγομένων στην παρούσα Αίτηση, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται κατά το ήμισυ αυτών εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση/Εναγόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν δε, μετά το πέρας της αγωγής.

(Υπ.) …………………..
Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, ΑΕΔ

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής
[1] “The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.”
[2] “Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ………….”
[3] Δέστε Att. Gen. of Duchy of Lancaster v. London and North Western Ry (1892) 3 Ch. 274 και Wenlock v. Moloney (1965) 1 WLR 1238.
[4] Δέστε Mavromoustaki v. Yeroudis (1965) 1 C.L.R. 176,184.
[5] Δέστε, επίσης, Best v. Charter Medical of England Limited and another (2001) EWCA Civ.1588.
[6] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “In a libel the words used are the `material facts` and the words used here may not have amounted to any such charge”.
[7] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “It would be very inconvenient if a plaintiff might allege that, according to his construction, a certain letter was a libel, without giving the court an opportunity of judging whether it was so or not.”
[8] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.584, παρά.30-06.
[9] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.551, παρά. 29-14, 29-15, 29-16 και 29-17.

[10] Μάλιστα στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571 παρά. 29-G7 παρατίθεται παράδειγμα δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα στην παρά. (3) αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στην ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα αγγλικά («literal translation»).
[11] «Where the statement of claim is amended under an order giving leave to amend, such amendment does not, in the absence of special terms in the order, give the defendant any additional time for pleading his defence or entitle him to amend a defence already delivered. Accordingly, where an application is made for leave to amend, care should be taken by the opposite party to have it imposed as a term of the order, if any, giving such leave that any alteration or amendment of his own pleadings (if any) already delivered which may be necessitated by the amendment of the opponent’s pleading may be made by him, otherwise a summons for leave to make such amendment or alterations may be necessary.»
[12] Πολύ διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο μέρος της υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου συνοψίζεται το σκεπτικό της απόφασης. Το παραθέτω:
«Held – (i) When after the close of pleadings a plaintiff had been given leave to amend his statement of claim, it did not follow that the defendant had power without leave to make any amendment he chose to the defence; in such circumstances the defendant was only entitled to amend the defence without special leave by introducing consequential amendments ..»
[13] «Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο πλοίο προέβηκε στην τροποποίηση χωρίς άδεια. Η τροποποίηση η οποία έγινε στην Υπεράσπιση έγινε σαν συνέπεια αίτησης των εναγόντων για τροποποίηση της Αναφοράς, την οποία αποδέχθηκε το εναγόμενο πλοίο στις 18.9.86. Η τροποποίηση έγινε για να αντικατασταθεί η ενάγουσα Τράπεζα Williams and Glyn´s Bank plc με την Royal Bank of Scotland plc, στην οποία μεταβιβάστηκαν δια νόμου όλα τα δικαιώματα. Η θέση των εναγόντων είναι ότι ενώ αναγνωρίζουν στο εναγόμενο πλοίο το δικαίωμα να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις, στην αρχική του Υπεράσπιση, συνεπεία της δικής τους τροποποίησης, αναφέρουν ότι αυτό το δικαίωμα περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται ή είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν. Υποστήριξη στη θέση αυτή βρίσκουν στα λόγια του Λόρδου Russell στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. σελ. 891, στη σελίδα 897, όπου είπε:
“In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..”
Συμφωνώ ότι πράγματι το εναγόμενο πλοίο στην τροποποιημένη Υπεράσπιση του ξέφυγε από τα «επιτρεπτά» πλαίσια. Εάν επιθυμούσε να έκανε περισσότερες τροποποιήσεις από ότι ήταν απαραίτητο, θα έπρεπε να είχε κάνει σχετική αίτηση. Όμως το θέμα είναι τι έπρεπε να έκαναν οι ενάγοντες βλέποντας αυτή την εκτροπή. Σίγουρα θα έπρεπε να έκαναν αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση.»
[14] Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Williams & Glyn´s Bank plc (πιο πάνω) στις σελίδες 336 – 337:
«.. η τροποποίηση γίνεται με βάση αρχική διαταγή που αφορά άλλο δικόγραφο, στην οποία θεωρείται ότι ενσωματώνεται και συνυπάρχει η συμφυής ή εξυπακουόμενη δικαστική εξουσιοδότηση στην άλλη πλευρά να τροποποιήσει και αυτή τα δικόγραφα τα οποία ήδη καταχώρισε σε απάντηση των νέων ισχυρισμών και μόνο. Αυτή η «εξουσιοδότηση» που θεωρείται ότι υπάρχει σε κάθε τέτοιο διάταγμα, έστω και εάν ουσιαστικά στην πρακτική ποτέ δεν αναφέρεται, δεν είναι προκαθορισμένη ρητά, αλλά είναι τελικά θέμα γεγονότων εάν κάποιος την υπερέβη ή όχι και σε ποιο βαθμό.»
Source

Christoforos Karayiannas and Sons Ltd: Case 927/07: Date 20-03-2008

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 927/07

Μεταξύ

Christoforos Karayiannas & Sons Ltd

Εναγόντων

-και-

Cornelius Desmond O’Dwyer

Εναγομένου

Αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας, ημερ. 11/2/08.

Ημερομηνία: 20 Μαρτίου, 2008
Εμφανίσεις:
Για τον Εναγόμενο – Αιτητή: κα Ραφαήλ για Γεωργιάδη και Μυλωνά
Για τους Ενάγοντες – Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Κλαϊδης με τον κο Φλουρέντζου
Παρών ως δ/ντης των εναγόντων ο κ. Χρ. Καραγιαννάς.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Οι ενάγοντες ζητούν αποζημιώσεις και διατάγματα σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση τους από τον εναγόμενο «δια των ιστοσελίδων και/ή ιστοχώρων» στο διαδίκτυο «υπό τον τίτλο» www.lyingbuilder.com και www.youtube. Δεν έχει ακόμα καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Η εκδοχή των εναγόντων φαίνεται σε ένορκες δηλώσεις του διευθυντή τους Μάριου Χ. Καραγιαννά, που συνοδεύουν αίτηση τους ημερ. 20/12/07 για ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα και ένσταση τους ημερ. 25/2/08 σε αίτηση του εναγομένου για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας.

΄Ολα ξεκίνησαν όταν ο εναγόμενος και η σύζυγος του συμφώνησαν στις 23/8/05 να αγοράσουν από τους ενάγοντες μια κατοικία στο Φρέναρος. Προέκυψε διαφορά στα πλαίσια της οποίας ο εναγόμενος κατηγορεί τους ενάγοντες για ψευδείς παραστάσεις και οι ενάγοντες κατηγορούν την άλλη πλευρά για διάρρηξη της σύμβασης. Ο εναγόμενος έχει κοινοποιήσει τις κατηγορίες του αυτές στο διαδίκτυο, μαζί με περαιτέρω κατηγορίες για την διάπραξη από τον εν λόγω διευθυντή και τον πατέρα του, επίθεσης και άλλων ποινικών αδικημάτων εναντίον του. Παράλληλα διακηρύττει ότι δεν φοβάται τον λίβελο επικαλούμενος την αλήθεια των ισχυρισμών του.

΄Εχει ακουστεί αίτηση του εναγομένου για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας επί της θέσης ότι το παρόν δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι πιο κατάλληλο και πρόσφορο forum αποτελούν τα αγγλικά δικαστήρια. Μετά την κατάθεση των γραπτών αγορεύσεων, η ευπαίδευτη δικηγόρος του εναγομένου έθεσε θέμα κατάχρησης της διαδικασίας επειδή εκκρεμεί η αγωγή 365/06 «μεταξύ των ιδίων προσώπων σε σχέση με την ίδια δυσφήμιση και τα ίδια γεγονότα». Το θέμα προέκυψε από την αναφορά που οι ίδιοι οι ενάγοντες κάμνουν στην εν λόγω ένορκη δήλωση του κ. Μ. Καραγιαννά, στην οποία επισυνάπτουν ως τεκμήριο την έκθεση απαίτησης στην αγωγή 365/06. Η αγωγή 365/06, όπως είναι κοινώς δεκτό, συνεχίζει να εκκρεμεί. ΄Εχει μάλιστα τεθεί εκ συμφώνου ο φάκελος ενώπιον του δικαστηρίου για τους σκοπούς του παρόντος ζητήματος.

Το δικαστήριο σημείωσε ότι το θέμα κατάχρησης μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα και χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Αρκεί να βρίσκονται ενώπιον του τα απαιτούμενα δεδομένα. Σημείωσε επίσης ότι η παρούσα αγωγή φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει το ίδιο αντικείμενο και να αφορά το ίδιο υπόβαθρο γεγονότων όπως η αγωγή 365/06. ΄Ετσι κάλεσε τις δύο πλευρές να αγορεύσουν επί του θέματος πριν προχωρήσει περαιτέρω η διαδικασία.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων τοποθετήθηκε επί του ερωτήματος χωρίς να εγείρει ζήτημα ότι είναι πρόωρο για τον λόγο ότι δεν έχει ακόμα καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Αυτό το ζήτημα, εν πάση περιπτώσει, με έχει απασχολήσει, εφόσον τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις. Η αρχή, όταν εξετάζεται θέμα δικαιοδοσίας, είναι ότι η αποκλειστική πηγή αναζήτησης των γεγονότων που στοιχειοθετούν την δικαιοδοσία είναι η έκθεση απαίτησης (Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160). Θα μπορούσε να ισχύει αναλογικά η ίδια αρχή και όταν εξετάζεται ζήτημα κατάχρησης; Αλλά, ακόμα και έτσι, η αρχή της Μούρτζινος δεν έχει εφαρμογή όταν τα αναγκαία και επαρκή στοιχεία για να είναι δυνατή η εξέταση του ζητήματος βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου ήδη πριν από την έκθεση απαίτησης (Παπακοκκίνου v. Landbroke PLC κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838). Εν προκειμένω, πέραν της γενικής οπισθογράφησης που δεν συγκεκριμενοποιεί τα παράπονα των εναγόντων, η εκδοχή τους έχει αναλυτικά τεθεί με την εν λόγω ένορκη δήλωση του κ. Μ. Καραγιαννά ημερ. 20/12/07, ο οποίος αναφερόμενος στα γεγονότα παραπέμπει στην αγωγή 365/06 επισυνάπτοντας, όπως ήδη ελέχθη, την έκθεση απαίτησης. Τα ήδη ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα επαρκούν ώστε να τεθεί και να εξεταστεί ζήτημα κατάχρησης σε σχέση με την ύπαρξη της άλλης αγωγής. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί τώρα και όχι να εξαρτηθεί από την καταχώρηση στο μέλλον έκθεσης απαίτησης, η καταχώρηση της οποίας εκκρεμεί για μήνες, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται στο μεταξύ οι διαδικασίες σε μια αγωγή που στο τέλος μπορεί να αποδειχθεί καταχρηστική. ΄Ηδη, εκτός από αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό, εκκρεμεί για σήμερα και αίτηση για συντηρητικό διάταγμα.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας, διότι η αγωγή 365/06 αφορά αφενός, την παραβίαση της συμφωνίας κάτι που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αγωγής και αφετέρου, αφορά αποζημιώσεις για δυσφήμιση μέσα από την ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com, ενώ η παρούσα αγωγή αφορά ζήτημα δυσφήμισης, όχι στην εν λόγω ιστοσελίδα, αλλά στον ιστοχώρο (website) www.lyingbuilder.com και στον ιστοχώρο www.youtube.com. Ιστοχώρος και ιστοσελίδα είναι διαφορετικά πράγματα εισηγήθηκε και προσπάθησε να εξηγήσει. Δεύτερο, είπε ότι η παρούσα αγωγή αφορά και σε άλλα, νέα κείμενα, που δεν έχουν σχέση με το κείμενο στην αγωγή 365/06. Είναι με αναφορά σε αυτούς τους δύο παράγοντες που ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για «τελείως ανεξάρτητα θέματα». Δεν ισχυρίστηκε όμως, ότι πρόκειται για δυσφημιστικούς ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο, όπως δεν μπορούσε, εφόσον η εκδοχή των εναγόντων στην παρούσα αγωγή έχει φανερά κοινό υπόβαθρο με την άλλη υπόθεση. Παράλληλα μάλιστα, απάντησε καταφατικά στο ερώτημα κατά πόσο αυτά που αναφέρονται ως δυσφήμιση στην αγωγή 365/06 έχουν σχέση με αυτά που αναφέρονται τώρα στην εκδοχή των εναγόντων. Τούτου δοθέντος, στο περαιτέρω ερώτημα περί του πρακτέου εν τοιαύτη περιπτώσει και κατά πόσο θα κληθούν δύο δικαστήρια να δικάσουν τους ίδιους ισχυρισμούς στον βαθμό που υπάρχει αλληλοκάλυψη των αγωγών, ο κ. Κλαϊδης απάντησε ότι θα ήταν η εισήγηση του προς τους δικηγόρους των εναγόντων στην άλλη αγωγή, εφόσον δεν είναι εκεί δικηγόρος, «ώστε το θέμα της δυσφήμισης να δικαστεί στην παρούσα αγωγή και να αποσυρθεί από την 365/06».

Η θέση της κας Ραφαήλ ήταν εξ αρχής, όταν έθεσε το θέμα, ότι οι ενάγοντες ζητούν και στις δύο αγωγές αποζημιώσεις και διατάγματα σε σχέση με την ίδια δυσφήμιση και τα ίδια γεγονότα. Στην αγωγή δε 365/06 οι ενάγοντες ζητούν διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγόμενους να δυσφημούν τους ενάγοντες με οποιονδήποτε τρόπο. Με την πρώτη αγωγή, ναι μεν ζητείται και θεραπεία σε σχέση με παραβίαση της συμφωνίας, αλλά αυτό το θέμα θα καταστεί και στην παρούσα αγωγή επίδικο μέσα από την «υπεράσπιση της αλήθειας» (justification). Το ότι στην παρούσα αγωγή υπάρχει επιπρόσθετος διάδικος, κατέληξε, δεν επηρεάζει.

Κατ’ αρχάς, ό,τι επικαλούνται οι ενάγοντες ως λίβελο στην πρώτη αγωγή καλύπτεται, όπως δέχθηκε ως άνω ο κ. Κλαϊδης, από τη δεύτερη αγωγή. Ασφαλώς δε, τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να δικαστούν σε δύο αγωγές, όπως επίσης δέχθηκε ο κ. Κλαϊδης. Στον τρόπο επίλυσης του προβλήματος που έχει εισηγηθεί, θα επανέλθω.

Για τη θέση ότι η δεύτερη αγωγή καλύπτει περαιτέρω και μεταγενέστερα κείμενα σημειώνονται τα εξής: Σε υποθέσεις λιβέλου το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την όλη συμπεριφορά του εναγομένου, περιλαμβανομένων μεταγενέστερων δημοσιευμάτων, μέχρι ακόμα και τον χρόνο της απόφασης, για να καταδειχθεί το πνεύμα υπό το οποίο έγινε το επίδικο δημοσίευμα και οι προθέσεις του εναγόμενου, είτε για να αντικρουστεί η υπεράσπιση του «περιορισμένου προνομίου» (qualified privilege) ή του «ευλόγου σχολίου» (fair comment), είτε προς επαύξηση των αποζημιώσεων (aggravated damages) (βλ. Youssoupoff v. M.G.M. Pictures Ltd (1934) 50 T.L.R. 581, Finnerty v. Tipper (1809) 2 Camp. 72, Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Vol. 24, 113). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παρ. 1829, οι μεταγενέστερες δημοσιεύσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη, όχι υπό την έννοια ότι δίδουν ανεξάρτητο δικαίωμα για αποζημιώσεις, αλλά ως επιβαρυντικές περιστάσεις σε σχέση με το αρχικό αγώγιμο δικαίωμα. Νοείται βέβαια, ότι οι μεταγενέστερες δημοσιεύσεις πρέπει να είναι σχετικές με το αρχικό ζήτημα. Δεν μπορεί λ.χ., σε μια αγωγή που αρχικός δυσφημιστικός ισχυρισμός είναι ότι ο ενάγοντας έκαμε ψευδορκία, να επιτραπεί η αναφορά σε περαιτέρω δυσφημιστικούς ισχυρισμούς ότι διέπραξε φόνο (βλ. Finnerty, ανωτ.).

Εν προκειμένω, το ότι οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης είναι, ως άνω, σαφές. ΄Οπως σαφές είναι ότι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου εναντίον των εναγόντων, είτε στη μια είτε στην άλλη αγωγή, είτε με ιστοσελίδες είτε με ιστοχώρους, περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα και δεν είναι ανεξάρτητα θέματα. Αν περιλαμβάνονταν στην ίδια αγωγή δεν θα ετίθετο θέμα διαχωρισμού τους (severance) (βλ. Bridgemont v. Associated Newspapers Ltd and Others [1951] 2 All E.R. 285). Αντίθετα, αν ήταν να επιτραπούν ανεξάρτητες αγωγές για κάθε νέο μεν, στα ίδια πλαίσια δε, ισχυρισμό του εναγόμενου σε ιστοσελίδες, σε ιστοχώρους, ή άλλως πως, η κατάσταση θα απέληγε σε μια ανεξέλεγκτη πολλαπλότητα διαδικασιών, εφόσον μάλιστα ο εναγόμενος, όπως προκύπτει, έχει επιδοθεί σε ένα είδος συνεχούς εκστρατείας μέσα από ένα άμεσο επικοινωνιακό μέσο, το διαδίκτυο.

Ως εκ των άνω, εκτός της παραδεκτής ταυτότητας, σ’ ένα βαθμό, των επιδίκων θεμάτων, γενικότερα είναι που το αντικείμενο των δύο αγωγών είναι όμοιο. Τα θέματα που εγείρονται στη δεύτερη αγωγή, μπορούσαν ή και μπορούν μέχρι το τέλος να εγερθούν στην πρώτη. Συνεπώς η παρούσα αγωγή καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα που εγείρονται ή μπορούσαν ή και μπορούν να εγερθούν στην άλλη αγωγή. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις συνιστά επιδίωξη του ίδιου σκοπού με διαφορετικά ένδικα μέσα και ως εκ τούτου αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Εφόσον η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς, υπό την παραπάνω έννοια τα ίδια ζητήματα, θα πρέπει να απορριφθεί και όχι απλώς να ανασταλεί (βλ. In re Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911).

Ο τρόπος επίλυσης που εισηγήθηκε για το μέλλον, ως άνω ο κ. Κλαϊδης δεν είναι πλέον ανοιχτός. Είναι γεγονός ότι αναγνωρίζεται δικαίωμα επιλογής. ΄Ομως ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος ακρόασης της σχετικής διαδικασίας, που εν προκειμένω είναι τώρα που εξετάζεται το ζήτημα (βλ. Beogradska ανωτ.).

Το ότι στην άλλη αγωγή έχει ζητηθεί και θεραπεία σε σχέση με παράβαση της συμφωνίας, δεν επηρεάζει, εφόσον παραμένει ουσιαστική ομοιότητα του αντικειμένου σε ότι αφορά τη δυσφήμιση. ΄Αλλωστε το ζήτημα της παράβασης ή μη της συμφωνίας θα υπεισερχόταν και στην παρούσα αγωγή κατά τρόπο έμμεσο μέσα από την υπεράσπιση του αληθούς σχολίου που επικαλείται ο εναγόμενος.

Δεν επηρεάζει επίσης, το γεγονός ότι στην άλλη αγωγή ενάγεται για την ίδια δυσφήμιση και δεύτερο πρόσωπο, η σύζυγος του εναγομένου. Αντίθετα, ενόψει της σώρευσης δύο εναγομένων και ανάλογα βέβαια με τα γεγονότα της υπόθεσης, θα μπορούσε με την κατάλληλη τροποποίηση να τεθεί στην άλλη αγωγή, πέραν της δυσφήμισης και το επίδικο θέμα της συνομωσίας (conspiracy) με μοναδικό ή δεσπόζοντα σκοπό την πρόκληση ζημίας στους ενάγοντες. Σε τέτοια περίπτωση, αντίθετα με την αγωγή λιβέλου, η αλήθεια των ισχυρισμών δεν αποτελεί υπεράσπιση (βλ. Gulf Oil (GB) Ltd v. Page and others [1987] 3 All E.R 14). Εφόσον ό,τι κυριαρχεί στον εκάστοτε εναγόμενο δεν είναι η αλήθεια ή η εύλογη κριτική, αλλά η ζημιογόνα ή και καταστροφική πρόθεση. Τέτοια όμως βάση αγωγής δεν μπορεί να προστεθεί εδώ, εφόσον προϋποθέτει τη συνέργεια δύο ή περισσοτέρων προσώπων.

Η αρχική μου σκέψη, όπως καταγράφηκε στο πρακτικό όταν συζητήθηκε το θέμα της κατάχρησης, ήταν ότι το δικαστήριο θα επανερχόταν στην αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό εάν η διαπίστωση ήταν ότι δεν υπάρχει κατάχρηση. Αυτή θα ήταν η κανονική πορεία των πραγμάτων. ΄Ομως, εφόσον έχουν ήδη κατατεθεί οι γραπτές αγορεύσεις για το θέμα της αναστολής, για το ενδεχόμενο η μέχρι τώρα προσέγγιση μου να είναι εσφαλμένη, θα προχωρήσω σε εξέταση και της αίτησης για αναστολή.

Οι σχετικές θέσεις του εναγομένου περιστράφηκαν γύρω από τον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Στη νομική βάση της αίτησης δεν περιλαμβάνεται αναφορά στον Κανονισμό. Η παράλειψη όμως δεν έχει εγερθεί στην ένσταση. Αντίθετα οι ενάγοντες απάντησαν επί του Κανονισμού. ΄Αλλωστε, ό,τι τίθεται, είναι ζήτημα δικαιοδοσίας που θα μπορούσε να εγερθεί ούτως ή άλλως από το δικαστήριο με αναφορά στον Κανονισμό.

Στα πλαίσια του Κανονισμού, ο κανόνας είναι ότι η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από την κατοικία του εναγομένου (΄Αρθρο 2.1) που εν προκειμένω βρίσκεται, όπως αποτέλεσε κοινό τόπο και παρά το ότι στην αγωγή αναφέρεται η Αγία Νάπα, στην Αγγλία. Ο Κανονισμός όμως, αναγνωρίζει “ειδικές δικαιοδοσίες” ως εξαίρεση του εν λόγω κανόνα. Σ’ αυτά τα πλαίσια, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος ενός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (΄Αρθρο 5.3).

Αμφότεροι οι δικηγόροι έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Shevill v. Presse Alliance SA (Case C-68/93) [1995] All ER (EC) 289 (Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Δ.Ε.Κ.).

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του εναγομένου εισηγήθηκε ότι η αρχή που υιοθετήθηκε στην εν λόγω απόφαση είναι ότι “σε υποθέσεις δυσφήμισης, ο τόπος που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι ο τόπος διαμονής του εκδότη” και ότι “θα ήταν παρακινδυνευμένο να δοθεί το δικαίωμα στον ενάγοντα να επιλέξει”. Επικαλέστηκε προς την ίδια κατεύθυνση και άλλες αποφάσεις του Δ.Ε.Κ.. Είπε ακόμα ότι στην αγωγή δεν διευκρινίζεται κατά πόσο οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση για βλάβη στην Κύπρο ή το εξωτερικό. Τέλος, άφησε να νοηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων για παύση «ξένης ιστοσελίδας».

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων απάντησε ότι είναι διαφορετική, ή ακόμα αντίθετη, η αρχή της Shevill αλλά και άλλων αποφάσεων του Δ.Ε.Κ. και ότι οι ενάγοντες είχαν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιλογή να προσφύγουν είτε στα αγγλικά είτε στα κυπριακά δικαστήρια, με τα τελευταία να αποτελούν το πλέον κατάλληλο forum.

Στην υπόθεση Shevill η γαλλική εφημερίδα France – Soir δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο απέδιδε κατηγορίες ανάμιξης σε ξέπλυμα χρημάτων από ναρκωτικά, τόσο εναντίον της αγγλίδας, με κατοικία στην Αγγλία, δνιδας Fiona Shevill, όσο και εναντίον της γαλλικής εταιρείας που την εργοδοτούσε στο Παρίσι. Η France – Soir κυκλοφορούσε κυρίως στη Γαλλία (237.000 αντίτυπα) ενώ είχε πολύ μικρή κυκλοφορία στην Αγγλία και Ουαλία (230 αντίτυπα εκ των οποίων μόνο 5 στο Yorkshire όπου ήταν η κατοικία της Shevill). Παρά ταύτα, οι προσβληθέντες καταχώρησαν αγωγή για δυσφήμιση στην Αγγλία εναντίον της γαλλικής εκδότριας εταιρείας. Η τελευταία, ζήτησε παραμερισμό της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, εισηγούμενη ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε “στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”, όπως απαιτείται από το ΄Αρθρο 5.3[1], που κατά τη σχετική εισήγηση ήταν η Γαλλία και μόνο. Το ζήτημα κατέληξε στο House of Lords το οποίο παρέπεμψε σειρά νομικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Κ. με τελικό ζητούμενο την ορθή ερμηνεία της φράσης “τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”. Μια ιδιαιτερότητα της περίπτωσης, είναι ότι σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, όπως και με το κυπριακό, το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα per se, χωρίς την ανάγκη να αποδειχθεί ζημία. Έτσι, ένα επιμέρους ερώτημα του House of Lords ήταν το κατά πόσο η φράση “ζημιογόνο γεγονός” περιλαμβάνει ένα γεγονός που δημιουργεί, κατά το εθνικό δίκαιο, αγώγιμο δικαίωμα χωρίς να αποδειχθεί ζημία.

Το Δ.Ε.Κ. απάντησε με αναφορά στην υπόθεση Mines de Potasse d’ Alsace [1976] ECR 1735, 1744-1748 όπου αποφασίστηκε ότι:

“where the place of the happening of the event which may give rise to liability in tort, delict or quasi-delict and the place where that event results in damage are not identical, the expression ´place where the harmful event occurred´ in art 5(3) of the convention must be understood as being intended to cover both the place where the damage occurred and the place of the event giving rise to it, so that the defendant may be sued, at the option of the plaintiff, either in the courts for the place where the damage occurred or in the courts for the place of the event which gives rise to and is at the origin of that damage.”

Το κριτήριο, σημειώνεται περαιτέρω, είναι κατά πόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αποκαλύπτεται ένας ιδιαιτέρως στενός συνδετικός παράγοντας (“a particularly close connecting factor”) μεταξύ της επίδικης διαφοράς και του δικαστηρίου εκτός της κατοικίας του εναγομένου που να δικαιολογεί την απόδοση δικαιοδοσίας σε εκείνο το δικαστήριο για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής εκδίκασης.

Παρενθετικά απλώς σημειώνεται, ότι η ευχέρεια του ενάγοντα να επιλέξει την «ειδική δικαιοδοσία» του ΄Αρθρου 5.3 δεν πρέπει να αναγνωρίζεται με ευρύτητα που δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις για να μην εξουδετερώνεται τελικά ο γενικός κανόνας του ΄Αρθρου 2. ΄Ετσι, η έννοια της «ζημίας» δεν περιλαμβάνει επακόλουθη ή έμμεση ζημία (βλ. Marinari v. Lloyds Bank plc (Zubaidi Trading Co intervening (Case C-364/93) [1996] All ER (EC)84).

Επανερχόμενος στη Shevill, σημειώνω ότι το Δ.Ε.Κ. κατέληξε ως εξής σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ως προς την έννοια της «ζημίας» σε υποθέσεις διεθνούς λιβέλου:-

«33. …… on a proper construction of the expression ´place where the harmful event occurred´ in art 5(3) of the convention, the victim of a libel by a newspaper article distributed in several contracting states may bring an action for damages against the publisher either before the courts of the contracting state of the place where the publisher of the defamatory publication is established, which have jurisdiction to award damages for all the harm caused by the defamation, or before the courts of each contracting state in which the publication was distributed and where the victim claims to have suffered injury to his reputation, which have jurisdiction to rule solely in respect of the harm caused in the state of the court seised.»

Επιπρόσθετα, ως προς το εν λόγω επί μέρους ερώτημα σε σχέση με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το Δ.Ε.Κ. αποφάσισε ότι η Σύμβαση δεν επηρεάζει ούτε σχετίζεται με το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο και η έννοια του “ζημιογόνου γεγονότος” είναι εκείνη που αποδίδεται από το εθνικό δικαστήριο κατά την εφαρμογή του δικού του ουσιαστικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι κατά το αγγλικό δίκαιο μια δυσφήμιση τεκμαίρεται ότι είναι ζημιογόνα, επαρκεί για να αναληφθεί η “ειδική δικαιοδοσία” του ΄Αρθρου 5.3 από το αγγλικό δικαστήριο, όταν ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι υπέστη βλάβη στην υπόληψη του στην Αγγλία.

Στην δική του απόφαση το House of Lords, μετά την απάντηση του Δ.Ε.Κ. στα παραπεμφθέντα ερωτήματα (Shevill and others v. Presse Alliance SA [1996] 3 All ER 929) διευκρίνισε έτι περαιτέρω ότι εφόσον οι ενάγοντες είχαν θέσει με τα δικόγραφα τους ζήτημα ζημίας στην υπόληψη τους στην Αγγλία, που προκλήθηκε από την κυκλοφορία της εφημερίδας στην Αγγλία, μπορούσαν να προσφύγουν στο Αγγλικό Δικαστήριο έστω και αν για τη ζημία θα ελάμβαναν τελικά, σε περίπτωση μη απόδειξης ουσιαστικής ζημίας, ονομαστικές αποζημιώσεις.

Εν προκειμένω, στη γενική οπισθογράφηση οι ενάγοντες όντως, όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος του εναγομένου, δεν διευκρινίζουν κατά πόσο ζητούν αποζημίωση για βλάβη στην Κύπρο ή το εξωτερικό. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους, οι ενάγοντες αναφέρονται σε ζημία που προκαλεί η κυκλοφορία των ισχυρισμών στην Κύπρο όπου η έδρα και επαγγελματική τους δραστηριότητα. Προκύπτει ότι έχουν επιλέξει και περιοριστεί να απαιτήσουν αποζημιώσεις σε σχέση με την βλάβη της υπόληψης τους στην Κύπρο. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η κατάληξη είναι πως στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης (κυκλοφορία δυσφημιστικών ισχυρισμών και υπόληψη εναγόντων) στην Κύπρο, ώστε να μην είναι άδικο για τον αλλοδαπό εναγόμενο να εναχθεί στην Κύπρο.

Επιπρόσθετα ή και διαζευκτικά, θεωρώ ότι η Κύπρος είναι το καταλληλότερο forum. Εδώ διαδραματίστηκε η επίδικη ιστορία μετά από την επιλογή του εναγομένου να συμβληθεί και να αγοράσει κατοικία για εγκατάσταση του στην Κύπρο. Η αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η οποία κακώς προέρχεται από την δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση, ότι «οι λοιποί μάρτυρες προερχόμενοι από την Αγγλία θα αναγκαστούν να ταξιδέψουν στην Κύπρο» δεν εξηγείται και δεν έχει υπό τις περιστάσεις νόημα. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει είναι πως η μαρτυρία βρίσκεται στην Κύπρο και ουσιαστικό επίδικο θέμα είναι η υπόληψη των εναγόντων στην Κύπρο και η βλάβη της υπόληψης τους στην Κύπρο. Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι ό,τι συνδέει την υπόθεση με την Αγγλία είναι μόνο η κατοικία του εναγομένου και ο ηλεκτρονικός του υπολογιστής.

Αλλ’ εν πάση περιπτώσει, τίθεται και το εξής ερώτημα, το οποίο αν και θα μπορούσε να είναι πρωταρχικό το άφησα στο τέλος επειδή δεν εγέρθηκε από τους ενάγοντες. Πρόκειται πράγματι για διεθνή λίβελο υπό την έννοια που εξετάστηκε στην υπόθεση Shevill; Δημοσιεύθηκε πράγματι αρχικά στην Αγγλία και δευτερευόντως κυκλοφόρησε στην Κύπρο όπως είναι η συνήθης περίπτωση λιβέλου δια του τύπου; Εν προκειμένω, πρόκειται για το διαδίκτυο.

Η δικηγόρος του εναγομένου στην ένορκη της δήλωση αναφέρει ως μάρτυρας ότι «τα κατ’ ισχυρισμό δημοσιεύματα διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία εντός ιστοσελίδων ή ιστοχώρων που δημιουργήθηκαν από τον εκδότη στον τόπο εγκατάστασης αυτού, ή και στην Αγγλία και ότι «ελλείπει η οποιαδήποτε κυκλοφορία των συγκεκριμένων διαδικτυακών δημοσιευμάτων στην Κύπρο». Ακολούθως υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρος του εναγομένου εισηγήθηκε ότι «η πράξη εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία» και, αντίθετα με τα όσα ανέφερε ως μάρτυρας ότι «σε κάποιο στάδιο κυκλοφόρησε και στην Κύπρο η επίμαχη ιστοσελίδα».

Από την άλλη, στην ένορκη δήλωση των εναγόντων αναφέρεται ότι «τα δημοσιεύματα τίθενται σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο και ως εκ τούτου η κυκλοφορία τους γίνεται καθημερινώς στην Κύπρο». Αυτή η μαρτυρία δίδει την σωστή διάσταση. Τα δημοσιεύματα δεν δημοσιεύονται στην Αγγλία, όπως λ.χ. ένα άρθρο σε αγγλική εφημερίδα, αλλά στον παγκόσμιο χώρο του διαδικτύου. Η διάκριση αυτή έχει τεθεί στην υπόθεση Berezovsky v. Michaels and others [2000] 2 All ER 986, 995 χωρίς όμως, ως μη αναγκαίο για την υπόθεση, να αποφασιστεί. Εν προκειμένω θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι ισχυρισμοί του εναγομένου δημοσιεύονται και κυκλοφορούν κατά άμεσο τρόπο επί καθημερινής βάσης στην Κύπρο, έτσι ώστε να μην πρόκειται για διεθνή λίβελο υπό την έννοια που εξετάστηκε στη Shevill, αλλά για λίβελο που συνέβη κατά άμεσο τρόπο στην Κύπρο.

Τέλος, σημειώνονται τα ακόλουθα ως προς την εξουσία του δικαστηρίου να παρέμβει με διάταγμα σε «ξένη ιστοσελίδα»: Το ερώτημα είναι κατά πόσο το παρόν δικαστήριο αναλαμβάνοντας διεθνή δικαιοδοσία έχει και εξουσία να εκδώσει διάταγμα εναντίον του εναγομένου που έχει κατοικία στο εξωτερικό με το οποίο να εμποδίζεται να διαπράττει αστικό αδίκημα είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό; Κατ’ αρχήν ένα διάταγμα, θεραπεία της επιείκειας που δίδεται στα πλαίσια διακριτικής ευχέρειας, δεν έχει νόημα να εκδοθεί αν δεν υπάρχει προοπτική εκτέλεσης του, είτε με ποινή, είτε με κατάσχεση περιουσίας. Το θέμα συζητήθηκε στην υπόθεση Board of Governors of the Hospital for Sick Children v. Walt Disney Productions Inc [1967] 1 All ER 1005, CA. Οι ενάγοντες ζήτησαν και πέτυχαν πρωτοδίκως διάταγμα με το οποίο εμποδιζόταν αλλοδαπή εταιρεία από του να προβαίνει σε περαιτέρω παραβίαση συμφωνίας. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η εταιρεία είχε περιουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο για σκοπούς εκτέλεσης του διατάγματος σε περίπτωση παρακοής. Ο Lord Denning, MR ανέφερε τα εξής:

“…. The defendant is a company incorporated in California and sought to say that on that account the court should not grant an injunction against it. I cannot accept this contention. It is admitted that the court can make a declaration: and, if this is so, I do not see why the court should not grant an injunction. An injunction is a remedy granted in personam. Even though the defendant is a company abroad, an injunction can be granted so as to stop its agents from doing acts in breach of contract either here or abroad. If they disobey the injunction, it can be enforced by sequestration against its assets here. There is no evidence that it has any assets here today: but that does not matter. It may have assets here tomorrow.”

Ο Salmon LJ ανέφερε τα ακόλουθα:

“In a case such as the present, an injunction is normally granted if it appears that the breach of contract may be repeated … It was further argued on the defentant΄s behalf that since it is a company incorporated and situated in the USA, it would be contrary to the comity of nations for the courts of this country to grant an injunction. I cannot accept this argument, nor indeed understand how, in the circumstances of this case, it can have any foundation. I have no doubt at all but that, if this action had been brought in the courts of the USA, they would have recognised that the defendant ought to be subjected to an injunction and would have granted it with no less hesitation than did the judge.”

Εν προκειμένω ο εναγόμενος έχει τέτοιους δεσμούς με την Κύπρο ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχει εύλογη προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, να εκτελεστεί τυχόν διάταγμα στην Κύπρο. ΄Αλλωστε, ο Κανονισμός 44/2001 προβλέπει και ρυθμίζει την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών οποιαδήποτε κι αν είναι η ονομασία της απόφασης (απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτέλεσης).

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν ευσταθεί. Η αίτηση του εναγομένου, αν δεν ήταν το ζήτημα της κατάχρησης, θα είχε αποτύχει.

΄Ενα τελευταίο ζήτημα: Προκύπτει από όσα έχουν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, ότι ο εναγόμενος έχει «κατασκοπικά» μαγνητοφωνήσει τηλεφωνικές του συνδιαλέξεις με τον διευθυντή των εναγόντων εν αγνοία του τελευταίου τις οποίες κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο. Τέτοια φαινόμενα που αναδεικνύουν τη «σκοτεινή πλευρά» της τεχνολογίας προκαλούν ανησυχία. Το απόρρητο της επικοινωνίας διασφαλίζεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 17) με τους περιορισμούς που το Σύνταγμα επιτρέπει (΄Αρθρο 17.2). Κάθε άνθρωπος έχει το ελεύθερο της επικοινωνίας και το αδιαπέραστο της ιδιωτικής του ζωής όπως έχει υποδειχθεί στην Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, όπου αναγνωρίστηκε ότι παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και ειδικά η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δημιουργεί απευθείας εκ του Συντάγματος αγώγιμο δικαίωμα. Παράλληλα δε, πρόκειται για ποινικό αδίκημα (άρθρο 136 ΠΚ σε συνδυασμό με το ΄Αρθρο 17 Συντ., Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147). Η εν αγνοία του άλλου μαγνητοφώνηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και η δημοσιοποίηση τους χωρίς συγκατάθεση στο διαδίκτυο, δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος για απόρρητη και ελεύθερη επικοινωνία και ποινικό αδίκημα; Το ερώτημα δεν τίθεται για να απαντηθεί τώρα. Τίθεται γιατί θεωρώ σκόπιμο να κοινοποιηθεί η παρούσα στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για περαιτέρω, κατά την κρίση του, διερεύνηση ποινικής ευθύνης.

Η αγωγή απορρίπτεται ως καταχρηστική με έξοδα υπέρ του εναγομένου στα οποία να μην περιλαμβάνονται τα έξοδα της αίτησης για αναστολή ή παραμερισμό, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο. Συνακόλουθα, απορρίπτεται και η αίτηση για συντηρητικό διάταγμα που θα επρόκειτο να ακουστεί σήμερα αν δεν διαπιστωνόταν κατάχρηση με έξοδα υπέρ του εναγομένου και εναντίον των εναγόντων, με τους ίδιες οδηγίες. Ας σημειωθεί ότι οι ενάγοντες ζητώντας συντηρητικό διάταγμα δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη δυσχέρεια με την οποία δίδονται ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα σε υποθέσεις λιβέλου όταν ο εναγόμενος επικαλείται την αλήθεια των ισχυρισμών του (Bonnard v. Perryman [1891-4] All ER Rep. 965) αλλά θα είχαν και το βάρος να εξηγήσουν την καθυστέρηση. Εφόσον οι ίδιες ουσιαστικά διαφορές θα εκδικαστούν στην αγωγή 365/06, οι διαταγές για έξοδα αναστέλλονται μέχρι την περάτωση εκείνης της αγωγής.

(Υπ.)………………………..
Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

[1] Επρόκειτο για το ΄Αρθρο 5.3 της προϊσχύσασας Συνθήκης των Βρυξελών του 1968 που αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 41/2001, αλλά η πρόνοια αυτή παρέμεινε η ίδια.
Source