Karayiannas Developers v. the Carpenter: Case 794/2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον:  Στ.  Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ.  Αγωγής: 794/11

Μεταξύ:

Δρυξύλ Λτδ, από Δερύνεια

Ενάγουσας

και

Ch.  Karayiannas and Son Developers Ltd, από Παραλίμνι

Εναγομένης

Αίτηση ημερομηνίας 24.2.2012 για διαγραφή του Κλητήριου Εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία:   25 Οκτωβρίου 2013

Εμφανίσεις:
Για τους Εναγομένους – Αιτητές:  Ο κ.  Χρίστος Κοσιάρης για Andrew Klydes LLLC
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ων η Αίτηση: Ο κος Χαράλαμπος Αρτέμης για Σκορδής, Παπαπέτρου και Σία Δ.Ε.Π.Ε. (για να ακούσει απόφαση η κα Βρακά)

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η αξίωση των εναγόντων στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο,  είναι για το ποσό των €37.492.44 πλέον τόκους και έξοδα.  Όπως προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης, οι ενάγοντες ασχολούνται με ξυλουργικές εργασίες ενώ οι εναγόμενοι με την  ανάπτυξη γης (developers).  Μεταξύ της περιόδου 1.1.2007 και 9.6.2011 οι ενάγοντες κατόπιν συμφωνίας με τους εναγομένους, προέβηκαν σε ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που ανήγειραν οι τελευταίοι.  Για τις εν λόγω εργασίες οι ενάγοντες έκδιδαν τιμολόγια και διατηρούσαν χρεωπιστωτικό  λογαριασμό στο όνομα των εναγομένων, στον οποίον χρέωναν τις οφειλές από τις ξυλουργικές εργασίες και πίστωναν τις πληρωμές εκ μέρους των εναγομένων.  Ο  εν λόγω λογαριασμός στις 9.6.2011 δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εναγομένων ύψους €37.492.44.

Με την υπό κρίση Αίτηση οι εναγόμενοι – αιτητές αιτούνται την έκδοση Διατάγματος «με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή (stay) ή/και ο παραμερισμός (set side) ή/και η ακύρωση ή/και ο τερματισμός της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Αγωγής ή/και του Κλητήριου Εντάλματος  ή/και της διαδικασίας, λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και/ή abuse of process, καθότι οι Ενάγοντες – Καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν την αγωγή υπ΄ αριθμόν 648/11, η οποία αφορά τα ίδια επίδικα θέματα και/ή ταύτιση των διαδίκων.

Η αίτηση στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 33 Θ10, Δ. 48 Θ. 1- 4, 8, 9, 10, 12, Δ. 16 Θ.9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 1 – 3, 21, 22, 29, 30, στους  περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ. 25, Θ.1, 2, 3 και 4, Θ.Θ. 2, 4, 9 και 26, Δ.19, Θ. 26, Δ.23, Θ.2, Δ.21, Θ.Θ.1 και 10, ως επίσης στην εγγενή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση εκτίθενται στην Ένορκη Δήλωση της Αφροδίτης Οικονόμου, ασκουμένης  δικηγόρου στο γραφείο Α. Klydes LLC, δικηγόρου των εναγόντων.

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης τόσο από πληροφορίες που έλαβε από τους εναγομένους και τον δικηγόρο τους όσο και από τον φάκελο της υπόθεσης και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη  να προβεί στην Ένορκη Δήλωση.  Επί της ουσίας, αναφέρει ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν εναντίον των εναγομένων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου και την αγωγή με αριθμό 648/11, με την οποία αξιώνουν «υπόλοιπα ποσά και/ή χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο θα μπορούσε να περιληφθεί εις την παρούσα υπό εξέταση υπόθεση».  Είναι η θέση της ότι η αγωγή με αριθμό 648/11 καλύπτει τα ίδια επίδικα θέματα, που εγείρονται στην παρούσα αγωγή και ότι «οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης».  Πέραν τούτου ότι εκτός της ταύτισης των διαδίκων και των επιδίκων θεμάτων, «το αντικείμενο και  ή βάση της αγωγής είναι όμοιο και/ή παρόμοιο».  Τέλος διατείνεται ότι γι΄ αυτούς  τους λόγους η αγωγή με τον πιο πάνω πάνω αριθμό και τίτλο, πρέπει να απορριφθεί.

Οι ενάγοντες καθ΄ ων η Αίτηση καταχώρησαν Ένσταση η οποία βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ. 48 Θ. 1 – 4, 8, 9, 10, 12 και Δ. 19, στη Δ. 64, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 και στην συμφυή εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του δικαστηρίου.

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι εξής:

«1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/12/2012 είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη.

  1. Η Αίτηση ημερομηνίας 24/2/2012 αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. 
  1. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση 24/2/2012 γίνεται από (ασκούμενη) δικηγόρο και όχι από την ίδια την Αιτήτρια χωρίς να εξηγείται επαρκώς ή καθόλου γιατί δεν προέβηκε σε αυτή αξιωματούχος της Αιτήτριας.
  2. Η παρούσα αγωγή δεν αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας καθότι η αγωγή 648/11 (Ε.Δ.  Αμμοχώστου)  μπορεί να έχει τους ίδιους διαδίκους αλλά έχει διαφορετικά επίδικα θέματα με την παρούσα αγωγή εφόσον εδράζεται σε διαφορετικές δοσοληψίες και/ή (απλήρωτα) τιμολόγια και/ή υπηρεσίες.»

Τα γεγονότα που στηρίζουν την ένσταση εμφαίνονται στην Ένορκη Δήλωση του Γιώργου Χαραλάμπους, ενός εκ των διευθυντών της ενάγουσας εταιρείας.

Ο Ενόρκως Δηλών, επί της ουσίας της υπόθεσης, αναφέρει ότι η αγωγή, 648/11 Ε.Δ.  Αμμοχώστου έχει μεν τους ίδιους διαδίκους με την παρούσα,  αλλά διαφορετικά  επίδικα θέματα.  Η κάθε αγωγή αφορά διαφορετικές δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων, διαφορετικές υπηρεσίες και διαφορετικά τιμολόγια.  Στην Ένορκη Δήλωση επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1, δέσμη αντιγράφων καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €37. 492,44 που είναι το αξιούμενο στην παρούσα αγωγή και ως Τεκμήριο 2, αντίγραφα καταστάσεων λογαριασμού για το τελικό ποσό των €73.381,13 που αξιούνται με την αγωγή αρ. 648/11.Τα ίδια τα τιμολόγια δεν επισυνάπτονται καθότι, όπως επεξηγείται, είναι σε πολύ λεπτό χαρτί και παρόλες τις προσπάθειες κατέστη αδύνατο να φωτοτυπηθούν.  Ως Τεκμήριο 3, επισυνάπτονται φωτοαντίγραφα δύο επιταγών οι οποίες εκδόθηκαν από την εναγομένη εταιρεία προς όφελος των εναγόντων, οι οποίες δεν ετιμήθησαν.  Ο ενόρκως δηλών, παραδέχεται ότι οι επιταγές αφορούν μόνο την αγωγή αρ. 648/11 και όχι την παρούσα.

Προτού η υπό κρίση Αίτηση αχθεί σε ακρόαση, οι εναγόμενοι – αιτητές υπέβαλαν γραπτό αίτημα με το οποίο αιτούντο την παραχώρηση άδειας του Δικαστηρίου ώστε να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση με την οποία αφενός μεν θα επεξηγείτο ο λόγος που οι διευθυντές των εναγομένων παρέλειψαν να προβούν οι ίδιοι σε ένορκη δήλωση που να υποστηρίζει την επίδικη Αίτηση και αφετέρου θα απαντούσαν στους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους.  Οι ενάγοντες έφεραν ένσταση στο αίτημα και το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) αφού άκουσε και τις δύο πλευρές απέρριψε το αίτημα των εναγομένων για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Κατά τις αγορεύσεις στην ακρόαση της επίδικης Αίτησης, ο κ.  Χρ.  Κοσιάρης εκ μέρους των εναγόντων – αιτητών, υπεστήριξε ότι οι διαφορές των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης και ως τούτου η καταχώρηση δύο αγωγών για τα ίδια επίδικα θέματα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Εφόσον, κατέληξε, η αγωγή με αριθμό 648/11 η οποία είναι προγενέστερη καλύπτει και τα θέματα της παρούσας αγωγής, η τελευταία θα πρέπει να απορριφθεί καθότι οι ενάγοντες «με παράλληλα ένδικα μέσα επιδιώκουν την επίτευξη του ίδιου και/ή όμοιου στόχου»

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του κ.  Αρτέμη εκ μέρους των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Εισηγήθηκε ότι η Αίτηση αφέθηκε χωρίς  υποστηρικτικό υλικό και άρα ατεκμηρίωτη, εφόσον η υποστηρίζουσα αυτήν ένορκη δήλωση καταρτίστηκε αντικανονικά από δικηγόρο η οποία μάλιστα δεν επεξηγεί για ποιο λόγο προχώρησε η ίδια αντί των εναγομένων στον καταρτισμό της.

Επί της ουσίας, υπεστήριξε ότι μπορεί και οι δύο αγωγές να είναι μεταξύ των ιδίων διαδίκων, να καλύπτουν χρονικά δοσοληψίες της ίδιας περιόδου αλλά τα γεγονότα και η φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών είναι διαφορετικά και συνεπώς και τα επίδικα θέματα είναι διαφορετικά και ξεχωριστά μεταξύ τους.  Οι αγωγές αναφέρονται σε διαφορετικές δοσοληψίες.  Οι ενάγοντες, πρόσθεσε, αντί να καταχωρήσουν μία αγωγή και να αξιώνουν €160.000= περίπου, διαχώρισαν τα τιμολόγια και τις οφειλές και καταχώρησαν δύο αγωγές, την παρούσα με την οποίαν αξιώνουν €37.492,44 και την αγωγή αρ.  648/11 με την οποία αξιώνουν €73.381.13.  Ήταν τέλος η θέση του  ότι  κατάχρηση της διαδικασίας υπάρχει εκ μέρους των εναγομένων οι οποίοι καθυστερούν με διάφορα διαδικαστικά μέτρα την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.

Η Δ. 19. Κ. 26 επί της οποίας στηρίζεται η Αίτηση έχει ως εξής:

“26.    The Court or a judge may, at any stage of the proceeding, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass or delay the fair trial or the action”.

Έχει επανειλημμένα υποδειχθεί τόσο από την Κυπριακή όσο και την Αγγλική Νομολογία και από αυθεντίες, ότι οι πρόνοιες τόσο της προαναφερόμενης Διαταγής όσο και της Διαταγής 27. Καν.  3 η οποία αφορά την διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου, θα πρέπει να ασκούνται με φειδώ.  Πρόσθετα στην Κύπρο η θεραπεία αυτή θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος που καθιερώνει το δικαίωμα κάθε διαδίκου να προσφεύγει στο Δικαστήριο και να προβάλλει τις θέσεις του.  Σχετική είναι η υπόθεση In Re Pelmaco Development Ltd(1991) 1 ΑΑΔ 246, 255 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ΄ όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόσπαστο.  Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1  του Συντάγματος».

Αλλά ακόμη και όπου η Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα λόγω παράλειψης αναφοράς σε ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει χωρίς άλλο την Αγωγή, αλλά μπορεί να δώσει άδεια Τροποποίησης του δικογράφου [Βλ.Annual Practice (1958) σελ.  575] όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“And where the statement of claim in its present form discloses no cause of action because some material averment has been omitted, the court, while striking out the pleading, will not dismiss the action, but give the plaintiff leave to amend”.

Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ.  575 αναφέρεται ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν διαγράφεται όπου και αποκαλύπτεται κάποια αιτία αγωγής όσο αδύνατη και εάν είναι η υπόθεση του Ενάγοντα.  Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής, δεν παρέχεται ευχέρεια για διαγραφή της, αν με την Έκθεση Απαίτησης προβάλλεται οποιοδήποτε ζήτημα που πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο.

Αντίθετα, ξεκάθαρες περιπτώσεις διαγραφής αγωγής δυνάμει της Δ. 27 Καν. 3 μπορούν να αποτελέσουν απαιτήσεις όπου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την αιτούμενη  θεραπεία ή όπου αυτές αποτελούν δεδικασμένο [Βλ.  Annual Practice (1958) σελ. 575].

Οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο λαμβάνει υπ΄ όψιν στην έκδοση του δραστικού μέτρου απόρριψης αγωγής, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Λοΐζος Λουκά ν.  Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Πολ.  Έφεση 4512, ημερ.  10.9.1999, ως ακολούθως:

«Προκύπτει από την εξέταση της Νομολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη Αγωγής, για τον λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι:

  1. Πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία Αγωγής, και
  2. Η Αγωγή δεν μπορεί να δικασθεί ύστερα από τροποποίηση που μπορεί νόμιμα το Δικαστήριο να επιτρέψει.

Διαφορετικά θα ήταν κενό γράμμα το Συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο Δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά.  Από την επισκόπηση της Νομολογίας διαφαίνεται μια σταθερή τάση φειδωλής χρήσης της εξουσίας για απόρριψη αγωγής που όπως η παρούσα, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα».

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

Η Έκθεση Απαίτησης αποκαλύπτει ως βάση αγωγής την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της συμφωνίας τους με τους ενάγοντες, βάσει της οποίας οι τελευταίοι εκτελούσαν ξυλουργικές εργασίες σε οικοδομές που έκτιζαν οι εναγόμενοι.  Το ποσό των €37.493,44 που αξιούται είναι, όπως προβάλλεται, οφειλόμενο υπόλοιπο από τις εν λόγω εργασίες, στη βάση τιμολογίων και/ή κατάστασης λογαριασμού.

Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές και την νομολογία κρίνω ότι το δικόγραφο των Εναγόντων και αιτία αγωγής αποκαλύπτει και είναι δομημένο σύμφωνα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Δεν περιέχει αχρείαστα θέματα ούτε και επουσιώδη ώστε οι εναγόμενοι να πρέπει να απαντήσουν σ΄ αυτά και με αυτό τον τρόπο να εγείρονται άσχετα θέματα προ εκδίκαση με αποτέλεσμα να προκληθεί ταλαιπωρία και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθώς και έξοδα.  Όπως καθορίζεται με την απόφαση Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v.Roberts 38, Ch. D.  270, το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός.

Είναι παραδεκτό από τους Ενάγοντες ότι εναντίον των εναγομένων καταχώρησαν και την αγωγή αρ648/11 επίσης στο Ε.Δ.  Αμμοχώστου με την οποία αξιούν την πληρωμή του ποσού των €73.381,13. Η  προαναφερόμενη  αγωγή έχει ως βάση και πάλι την κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της μεταξύ των συμφωνίας. Όπως καταγράφεται στην υποστηρίζουσα την ένσταση στην παρούσα αγωγή  Ένορκη Δήλωση και όπως επεξηγήθηκε και από τον συνήγορο των εναγόντων κατά τις αγορεύσεις, οι ενάγοντες αξιούν συνολικά από τους εναγόμενους ποσά πέραν των €100.000=, για υπηρεσίες που τους πρόσφεραν κατά την περίοδο 2007 μέχρι και τα μέσα του 2011, σύμφωνα με τα απλήρωτα τιμολόγια που έχουν στην κατοχή τους.  Διαχώρισαν τα τιμολόγια  σε δύο ομάδες και θεώρησαν ορθό να καταχωρήσουν δύο αγωγές αντί μίας έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρουσιάσουν καλύτερα την υπόθεση τους.  Από την μαρτυρία που προσκόμισαν οι ενάγοντες, διαφαίνεται ότι οι δύο αγωγές αφορούν διαφορετικές αξιώσεις βασιζόμενες επί διαφορετικών γεγονότων και υπηρεσιών της ίδιας μεν φύσης (ξυλουργικές εργασίες) που παρασχέθηκαν και στις δύο περιπτώσεις κατά την ίδια χρονική περίοδο.    Εν κατακλείδι τα επίδικα θέματα των δύο αγωγών είναι διαφορετικά.

Για όλους αυτούς τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το αίτημα διαγραφής της Έκθεσης Απαίτησης δεν κρίνεται σαν δικαιολογημένο.

Ένα τελευταίο σχόλιο στην εισήγηση του κ.  Αρτέμη ότι η υποστηρίζουσα την Αίτηση Ένορκη Δήλωση είναι αντικανονική.

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι τα γεγονότα που θεμελιώνουν κάθε ενδιάμεση αίτηση πρέπει, αν δεν προκύπτουν από την δικογραφία της υπόθεσης, να αποκαλύπτονται στις ενόρκους δηλώσεις που την συνοδεύουν [Loui Vuitton v.  Δέρμοσακ Λτδ κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 1453].  Τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν να συμπληρώνονται από μαρτυρία που προσκομίζει ο αντίδικος για υποστήριξη της ένστασης του [Affif Yiamout κ.α.  vSchiffahrts Ges Elbe M. B. H. & Co (1994) 1 ΑΑΔ 191, 193].  Αλλά ούτε και γεγονότα που αναφέρονται σε άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις μπορούν να συμπληρώσουν το κενό στη μαρτυρία.  Σχετική είναι η υπόθεση Demstar Limited v. Zim IsraelNavigation Co. Ltd κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 597, 603].

Ενόψει όμως της κατάληξης μου ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, το θέμα που ήγειρε ο κ.  Αρτέμης αποκτά πλέον ακαδημαϊκό ενδιαφέρον και δεν θα το εξετάσω.

Δια ταύτα η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εναγομένων – αιτητών και υπέρ των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση.  Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.:)…………………………………………

Στ.  Τσιβιτανίδου-Κίζη, Ε.Δ.

Source

Criminal Fraud: Case 19/2011: Date 23-10-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 19/2011 και 20/2011)

23 Οκτωβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/2011)

CORNELIUS DESMOND O’DWYER

Εφεσείων,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE McDONALD,

Εφεσιβλήτων.

________________________

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2011)

MICHAELLA MARGARET O’DWYER,

Εφεσείουσα,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE Mc DONALD,

Εφεσιβλήτων

________________________

Γιάννος Γεωργιάδης, με Ντόρια Βαρωσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11 και την Εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/11.
Αντρέας Κλαΐδης, με Στέλιο Βασιλακκά, για Φλουρέντζου, για τους Εφεσίβλητους.

________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι – κατηγορούμενοι, στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 1912/2009, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, μετά από ακροαματική διαδικασία, αθωώθηκαν και απηλλάγησαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. Οι κατηγορίες αφορούσαν δόλια συναλλαγή σε ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλο. Συγκεκριμένα, κατηγορούνταν: Οι εφεσίβλητοι 1 ότι, ενώ γνώριζαν ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των εφεσειόντων, δικαιούχων δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 23/8/2005, κατατεθειμένου στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, πώλησαν ή διέθεσαν προς χρήση μία κατοικία στο κτηριακό συγκρότημα «΄Αγιος Σέργιος», στο Φρέναρος, (η «κατοικία»), οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ότι συμμετείχαν στην εν λόγω συναλλαγή και η εφεσίβλητη 4 ότι αποδέχτηκε την κατοικία, ενώ γνώριζε, ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε η συγκατάθεση των εφεσειόντων. Αποτελούσε κοινό έδαφος πρωτοδίκως ότι:-

«α) η Κατηγορουμένη αρ. 1 είναι εταιρεία, δεόντως συσταθείσα στην Κύπρο συμφώνως του Νόμου και ότι οι Κατηγορούμενοι αρ. 2 και αρ. 3 ήσαν διευθυντές της κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο και συνεχίζουν να είναι μέχρι και σήμερα.

β) οι Παραπονούμενοι (είναι μεταξύ τους σύζυγοι) συνεβλήθησαν γραπτώς με την Κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία στις 23.8.2005, για την αγορά μιας υπό ανέγερση οικίας (αποτελούσε μέρος συγκροτήματος κατοικιών που ήταν γνωστό ως ‘Agios Sergios Complex’ και είχε τον αριθμό 30) η οποία θα ανεγείρετο σε ιδιόκτητη γη της τελευταίας (εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της γης ήταν η κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία), στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου.

γ) οι Παραπονούμενοι κατέθεσαν στις 8.9.2005 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου το προαναφερόμενο Πωλητήριο ΄Εγγραφο.»

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η κατοικία αγοράστηκε, για να μετακινηθεί η οικογένειά τους και η επιχείρησή τους από την Αγγλία στην Κύπρο. Η συμφωνία έγινε με τον εφεσίβλητο 3, η δε κατοικία, που θα ανεγειρόταν σε γωνιακό οικόπεδο, αγοράστηκε αντί του ποσού των ΛΚ163.000,00. Η υπογραφείσα συμφωνία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και οι ίδιοι, μέχρι τις 2/2/2006, κατέβαλαν το ποσό των ΛΚ91.056,00. Ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11, (ο «εφεσείων»), το Φεβρουάριο του 2006, όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο, διαπίστωσε και υπέδειξε στον εφεσίβλητο 3 λάθη στην οικοδομή, με σοβαρότερο το ότι, ταυτόχρονα με την κατασκευή της οικίας που αυτοί αγόρασαν, οι εφεσίβλητοι 1 έκτιζαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο που θα έπρεπε να είναι ο γειτνιάζων με την οικία τους δρόμος. Επειδή αυτό επηρέαζε την απομόνωση της κατοικίας τους, εξέθεσε στον εφεσίβλητο 3 τα προβλήματα με τηλεομοιότυπο, χωρίς, όμως, να πάρει οποιαδήποτε απάντηση. Ακολούθως, επειδή είχε καταγράψει σε «οπτικοακουστική» κασέτα όλες τις συνομιλίες που ο ίδιος είχε με τους εφεσίβλητους 2 και 3, τις ανήρτησε στο διαδίκτυο, μετά, όμως, από παραστάσεις των τελευταίων τις απέσυρε. Τον Ιούνιο του 2006, οι εφεσίβλητοι 1 – 3 αρνήθηκαν να δεχτούν οποιαδήποτε περαιτέρω πληρωμή και κατέθεσαν αγωγή στο δικαστήριο για τερματισμό του συμβολαίου. Το 2007, όταν πληροφορήθηκε από τηλεφωνήματα και e-mails στην ιστοσελίδα του ότι το σπίτι του πωλήθηκε, πληροφόρησε, με επιστολή του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την εφεσίβλητη 4 για την ύπαρξη του δικού του συμβολαίου. Αργότερα, την ειδοποίησε, με επιστολή του δικηγόρου του, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός, να εγκαταλείψει την οικία του.

Θέση των εφεσειόντων ήταν ότι αυτοί, από τη στιγμή που το συμβόλαιό τους κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της κατοικίας, δεν παρέβησαν τους όρους του συμβολαίου τους, ο δε τερματισμός του από τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 είναι παράνομος και έγινε ώστε οι τελευταίοι να πωλήσουν την κατοικία σε ψηλότερη τιμή.

Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 επέλεξαν να μην καταθέσουν, ούτε να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση. Κάλεσαν ένα μάρτυρα, τον κ. Γ. Πιττάτζη, ο οποίος προηγουμένως ενεργούσε ως δικηγόρος τους και ο οποίος ανέφερε ότι, στις 9/3/2006, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1, απέστειλε στους εφεσείοντες επιστολή, με την οποία τους πληροφορούσε ότι αυτοί τερμάτιζαν τη μεταξύ τους συμφωνία αγοράς της κατοικίας, για λόγους που αφορούσαν τους εφεσείοντες. Την ίδια επιστολή τους απέστειλε και στις 10/4/2006, με κοινοποίησή της προς τους δικηγόρους τους. Αντεξεταζόμενος, δήλωσε ότι ο ίδιος δε γνώριζε πότε η εφεσίβλητη 4 αγόρασε την κατοικία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία[1] σε σχέση με την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής, σε ποινικές υποθέσεις, όπως αυτή αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και αφού προσδιόρισε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, και σε περίπτωση ακόμη που γινόταν δεκτή η θέση τους ότι οι ίδιοι είχαν καταστεί «δυνητικά ιδιοκτήτες» της κατοικίας και ήταν τα πρόσωπα που είχαν νόμιμη εξουσία να παρέχουν, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 303Α(2) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, (το «Κεφ. 154»), συγκατάθεση για οποιαδήποτε συναλλαγή σε σχέση με αυτή, δεν απέδειξαν ότι η συναλλαγή των εφεσιβλήτων 1 με την εφεσίβλητη 4 έγινε με σκοπό την καταδολίευσή τους, ελλείψει μαρτυρίας για το χρόνο που αυτή έγινε. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, η εν λόγω συναλλαγή έγινε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας με τους εφεσείοντες.

Καθοδηγούμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861, όπου αναφέρεται ότι πρόθεση εξαπάτησης από μέρους του παρασπονδούντος πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της παράστασης και όχι εκ των υστέρων, κατέληξε ότι, στην περίπτωση των εφεσιβλήτων, δεν υπήρχε μαρτυρία για τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί κατέστησαν ιδιοκτήτες της επίδικης κατοικίας. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι λανθασμένα αυτό κατέληξε ότι από τη μαρτυρία που το ίδιο είχε ενώπιόν του δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης. Η ενώπιόν του μαρτυρία, υποστηρίζουν, αποδείκνυε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν, ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να συναλλάττονται για την κατοικία. Το Τεκμήριο 8, υπό την τίτλο “Legal Undertakings to sell and purchase”, καταδεικνύει το χρόνο της συναλλαγής με την εφεσίβλητη 4. Με τους λόγους έφεσης 3 και 4, διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του εφεσείοντα, όπως και την επιλογή των εφεσιβλήτων να μην καταθέσουν και να δώσουν εξήγηση κατά πόσο αυτοί γνώριζαν ή όχι ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να πωλήσουν την κατοικία.

Θα εξετάσουμε πρώτα την εισήγηση των εφεσειόντων ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας τους και της μη απόδειξης του συστατικού στοιχείου των αδικημάτων σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης, αφού η κατάληξή μας σ’ αυτό καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι σε πλεονεκτική θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τον οποίο είδε να καταθέτει, έδωσε πειστικούς λόγους. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, κατά την αντεξέτασή του, αυτός δεν απαντούσε σε οποιαδήποτε ερώτηση σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις από το συμβόλαιο.

΄Εχουμε και εμείς μελετήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της και δε διαπιστώνουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί να επέμβουμε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην καταθέσουν δεν μπορεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να προσμετρήσει σε βάρος τους, αλλά ούτε και να επιδράσει και να καταστήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αξιόπιστη ή τον τρόπο αξιολόγησής της εσφαλμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέβλεψε την επιλογή αυτή των εφεσιβλήτων, ακολουθώντας, όμως, την αρχή της νομολογίας ότι είναι δικαίωμα κατηγορουμένου να μην καταθέσει και ότι το βάρος απόδειξης κάθε συστατικού στοιχείου των κατηγοριών βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή, δεν την προσμέτρησε σε βάρος τους. ΄Οπως ορθά κατέληξε, με τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του, δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης, δηλαδή ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με σκοπό την καταδολίευση των εφεσειόντων. Το Κατηγορητήριο είχε ως βάση του το ΄Αρθρο 303Α (2)(α), (β) και (3) του Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει τα εξής:-

«(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου –

(α) Πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή

(β) διαφημίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή

……………………………………………………………………………………………………

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ενεργεί με σκοπό καταδολίευσης εάν προβεί σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έχει νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης.»

Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα σε σχέση με το εν λόγω συστατικό στοιχείο, για τους καθ’ όλα εύλογους και πειστικούς λόγους που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν άφηνε άλλη επιλογή από την απαλλαγή και αθώωσή των εφεσιβλήτων από τις κατηγορίες. Το Τεκμήριο 8, στο οποίο ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε για να υποστηρίξει το λανθασμένο της κρίσης σε σχέση με το χρόνο πώλησης της κατοικίας στην εφεσίβλητη 4, κάθε άλλο παρά μαρτυρία για το χρόνο που αυτή έγινε αποτελεί. Με αυτό, δηλωνόταν ότι η κατοικία είχε πωληθεί σε τρίτο – (στους εφεσείοντες) – η δε εφεσίβλητη 4 αναλάμβανε, υπό όρους, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, να την αγοράσει. Οι εφεσίβλητοι δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη της συμφωνίας με τους εφεσείοντες, ήταν, όμως, η θέση τους ότι αυτή τερματίστηκε από τους ίδιους, λόγω παράβασης όρων της από τον εφεσείοντα και καταχώρισαν σχετική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τερματισμό της. Το ποιος ήταν υπεύθυνος για τον τερματισμό της συμφωνίας δεν μπορούσε να κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό θα αποφασιστεί στα πλαίσια της αγωγής.

Η κατάληξή μας ως προς την ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση του λόγου έφεσης 1.

Η παρούσα έφεση, η οποία, ουσιαστικά, στρέφεται εναντίον της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχει και μια άλλη διάσταση. Καθώς προκύπτει, καταχωρήθηκε μετά από άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, στη βάση των εξουσιών που του παρέχει το ΄Αρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. ΄Εχοντας υπόψη ότι έφεση, από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εναντίον αθωωτικής απόφασης χωρεί μόνον επί νομικών θεμάτων, μας απασχόλησε κατά πόσο θα επανανοίγαμε την υπόθεση, για να ακούσουμε τους δικηγόρους, αφού το όλο ζήτημα δεν έχει εγερθεί από τους εφεσίβλητους. Θεωρήσαμε, όμως, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δε θα εξυπηρετείτο οποιοσδήποτε σκοπός pop over to this website.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

Α. Πασχαλίδης, Δ.

Δ. Μιχαηλίδου Δ.

[1] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363· Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71
Source

Kosmo-Plast v. Karayiannas & Son Developers: Case 738/2012

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 738/12

Μεταξύ:

KOSMO PLAST COMPANY, εκ Πάφου

Ενάγουσας

και

CHR. KARAYIANNAS and SON DEVELOPERS LTD, εκ Παραλιμνίου

Εναγομένων

Αίτηση ημερομηνίας 6.2.2013 για Παραμερισμό Απόφασης

Ημερομηνία: 7 Οκτωβρίου, 2013
Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους – Αιτητές: κ. Α. Κλαίδη (Για να ακούσει απόφαση η κα Ερατώ Ορθοδόξου)
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ών η αίτηση: κ. Σταύρος Σταυρινίδης (Για να ακούσει απόφαση η κα Χαρά Αλεξάνδρου).

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο εκδόθηκε στις 7.12.2012 ερήμην των εναγομένων, απόφαση εναντίον τους για €4.672.40 πλέον τόκους και έξοδα, ως υπόλοιπο λογαριασμού.

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς, οι εναγόμενοι κατόπιν συμφωνίας τους με τους ενάγοντες αγόρασαν από τους τελευταίους διάφορα εμπορεύματα (πλαστικά προϊόντα) κατά την περίοδο 2004 – 2010. Οι Ενάγοντες διατηρούσαν χρεοπιστωτικό λογαριασμό στον οποίο χρεώνονταν «τα ισόποσα των συναλλαγών» και επιστώνοντο οι πληρωμές των εναγομένων έναντι του υπολοίπου. Κατά ή περί την 23.7.2012, ο εν λόγω χρεοπιστωτικός λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος των εναγομένων για το ποσό των €4.672.40.

Από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε στις 3.8.2012 και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 21.8.2012. Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση επίδοσης, το Κλητήριο Ένταλμα επεδόθη στον Χριστόφορο Καραγιαννά, διευθυντή των εναγομένων. Στις 19.10.2012, οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για απόφαση, δυνάμει της Διαταγής Δ17, λόγω μη καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης. Στις 7.12.12 προχώρησαν σε απόδειξη της απαίτησης τους και το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω.

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι εναγόμενοι – αιτητές αιτούνται την ακύρωση και/ή τον παραμερισμό της απόφασης.

Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ. 59, Κ1 – 35 Δ.40. Κ 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, Δ. 44 Κ 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, Δ. 48 Κ 1, 2, 3, 8 και 9, επί των άρθρων 31, 32 και 47 του Περί Δικαστηρίων Νόμων Ν14/60 και επί των άρθρων 4, 5, 6 και 9, Δ.17, Θ. 10, Δ. 26, Θ. 14, Δ.33, Θ.5, Θ. 1, 2,3 και 9, και Δ. 57, Θ. 2, άρθρο 30 (3) του Συντάγματος, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 47 και επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

Υποστηρίζεται από τις Ένορκες δηλώσεις των Μάριου Χριστόφορου Καραγιαννά και της κας Γεωργίας Χριστοδούλου.

Ο Μάριος Χριστοφόρου Καραγιαννάς, εκτελεστικός πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εναγομένων, στην ένορκη του δήλωση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «κατά τον ουσιώδη χρόνο επίδοσης της αγωγής», επισκέφθηκε το γραφείο των δικηγόρων του (Temple Court Chambers A.Κλαϊδη) στη Λάρνακα και τους έδωσε ρητές οδηγίες να καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης και Υπεράσπιση στην αγωγή. Όπως τον πληροφόρησαν αργότερα καταχωρήθηκε Εμφάνιση και Υπεράσπιση στις 9.1.2013 και 16.1.2013 αντίστοιχα. Σε μεταγενέστερο χρόνο παρέλαβε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος, επιστολή ημερομηνίας 21.1.2013, με την οποία πληροφορείτο την ύπαρξη εντάλματος κατάσχεσης της κινητής περιουσίας των εναγομένων για το ποσό των €4,672.40 πλέον τόκους και έξοδα. Όταν ζήτησε από τους δικηγόρους του να διερευνήσουν το θέμα, έμαθε ότι οι τελευταίοι παρέλειψαν, λόγω αβλεψίας, να καταχωρήσουν έγκαιρα τα «απαιτούμενα έγγραφα» εξαιτίας της μετακόμισης του γραφείου τους από την Λάρνακα στην Λευκωσία.

Είναι η θέση του, κατόπιν νομικής συμβουλής που έτυχε, ότι εν προκειμένω ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για ακύρωση απόφασης, δεδομένου του ότι οι εναγόμενοι προσέφυγαν αμέσως στο Δικαστήριο και επεξηγήθηκαν λεπτομερώς οι λόγοι για την εκπρόθεσμη καταχώρηση των «απαιτουμένων δικογράφων». Τονίζει ότι οι εναγόμενοι δεν φέρουν καμιά ευθύνη, καθότι οι ίδιοι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία για την υπόθεση και ότι θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν και να παρουσιάσουν την υπόθεση τους (το δικαίωμα ακρόασης κατοχυρώνεται από το άρθρο 30(1) του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) προτού εκδοθεί απόφαση.

Ως προς την ουσία, λέγει ότι οι εναγόμενοι έχουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς των εναγόντων και αρνείται την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών για την αγορά εμπορευμάτων και/ή πλαστικών προϊόντων και κατ΄ επέκταση την ύπαρξη συμφωνίας με ρητούς και/ή εξυπακουόμενους όρους για εξόφληση εκδοθέντων τιμολογίων εντός 30 ημερών από της έκδοσης τους. Είναι η θέση του ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε έλαβαν την επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 30/5/2012, με την οποία εζητείτο η εξόφληση του κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενου ποσού. Τέλος αναφέρει ότι οι εναγόμενοι δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες και ότι η αγωγή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

Η Γεωργία Χριστοδούλου, αναφέρει ότι είναι γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο Temple Court Chambers – Α. Κλαίδη, δικηγόρων των εναγομένων και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωση. Γνωρίζει τα γεγονότα από τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της υπόθεσης, τον οποίο έχει στην κατοχή της. Κατά ή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, 2012 έγινε μετακόμιση των Κεντρικών τους γραφείων από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Το γραφείο τους δεν γνώριζε την έκδοση απόφασης και καταχώρησε υπεράσπιση στην αγωγή στις 16.12013. Στις 23.12013 ενημερώθηκαν ότι στις 12.12.12 εκδόθηκε απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης Εμφάνισης. Την ίδια ημέρα (23.1.2013) ενημέρωσε τόσο γραπτώς όσο και τηλεφωνικώς τους εναγομένους περί τούτου. Αποδίδει την εκ μέρους τους παράλειψη καταχώρησης εμφάνισης κατά τον προσήκοντα χρόνο, σε αβλεψία.

Οι Ενάγοντες – καθ΄ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση η οποία στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ17, θ.10, Δ.26. θ.14 και 15, Δ.33, θ 1 -5, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1, 2, 4 και 9, Δ.49, Δ.50, Δ.64, στις αρχές της επιείκειας και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Ως λόγοι ένστασης προβάλλονται οι εξής:

1. Η εκδοθείσα απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί καθ΄ ότι εκδόθηκε νομότυπα και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραμερισμού της.
2. Οι Εναγομένοι – Αιτητές επέδειξαν συμπεριφορά ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας.
3. Οι Εναγόμενοι – Αιτητές καθυστέρησαν αδικαιολόγητα στην καταχώρηση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αίτησης και δεν προβαίνουν σε οποιαδήποτε βάσιμη αιτιολόγηση για την καθυστέρηση τους στην καταχώρηση της παρούσας.
4. Η Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών αποσκοπεί αποκλειστικά στην πρόκληση καθυστέρησης για την αποφυγή λήψης μέτρων εκτέλεσης εναντίον τους από τους Ενάγοντες, εκμηδενισμό των πιθανοτήτων είσπραξης των επιδικασθέντων ποσών και καθυστέρηση στην εκτέλεση του εντάλματος εκτέλεσης κινητής περιουσίας το οποίο εκδόθηκε την 16/01/2013.
5. Οι Εναγόμενοι – Αιτητές δεν προβάλλουν στις Ένορκες Δηλώσεις που συνοδεύουν την παρούσα οποιαδήποτε ή και επαρκή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση παρά μόνο γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.
6. Η υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών επιδιώκει να καταστρατηγήσει την αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων με ουσιαστικό αποτέλεσμα η Ενάγουσα να εμποδίζεται από του απολαύσει τους καρπούς της νίκης της μετά την έκδοση της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου.
7. Η υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση των Εναγομένων – Αιτητών είναι παράτυπη και άκυρη καθότι δεν αναφέρεται η διεύθυνση επίδοσης εντός των δημοτικών ορίων της πόλης στο οποίο βρίσκεται στο πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Σάββα Ανδρέου. Ο Σάββας Ανδρέου, διευθυντής πωλήσεων των εναγόντων – καθ΄ ων η Αίτηση, αναφέρει ότι είναι ένας εκ των διευθυντών οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των χρεωστών της εταιρείας. Τα όσα λέγει στην ένορκη του δήλωση τα γνωρίζει προσωπικά και είναι όλα αληθή. Αρνείται την θέση και τους ισχυρισμούς των εναγομένων – αιτητών, και λέγει ότι τα όσα αναφέρονται στις Ένορκες Δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση «κάθε άλλο, παρά συνιστούν οποιαδήποτε ή επαρκή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση». Επιβεβαιώνει ότι οι ενάγοντες έχουν καλή βάση αγωγής. Αφού κάμνει αναφορά στο ιστορικό της καταχώρησης της αγωγής, της έκδοσης απόφασης και των μέτρων εκτέλεσης που ακολούθησαν, προσθέτει ότι προ της λήψης δικαστικών μέτρων, ο δικηγόρος τους απέστειλε στους εναγομένους διπλοσυστημένη επιστολή με ημερομηνία 30.5.2012, με την οποία ζητείτο η καταβολή του οφειλόμενου ποσού των €4,672.40 πλέον των τόκων. Παρόλο που η επιστολή παρελήφθη από τους εναγόμενους στις 11.6.2012, οι τελευταίοι δεν ανταποκρίθηκαν. Είναι τέλος η θέση του ότι όλοι οι ισχυρισμοί των εναγομένων – αιτητών είναι εξ΄ ολοκλήρου αστήρικτοι, αποτελούν εικασίες και πιθανολογήσεις και έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την καθυστέρηση και την εκτροπή από τα θέσμια, ώστε οι εναγόμενοι να αποφύγουν οποιεσδήποτε συνέπειες που προκύπτουν από την εκδοθείσα απόφαση.

Στις αγορεύσεις που ακολούθησαν οι δικηγόροι των εναγομένων – αιτητών αφού αναφέρθηκαν στην ισχύουσα επί του θέματος νομολογία, ισχυρίστηκαν ότι με την μαρτυρία που προσκόμισαν οι εναγόμενοι στο Δικαστήριο ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις που τίθενται επί του θέματος από τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Απεκάλυψαν ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην υπόθεση και έδωσαν ικανοποιητικό λόγο για την παράλειψη τους να καταχωρήσουν Εμφάνιση στην αγωγή. Πέραν τούτου οι εναγόμενοι προσέφυγαν αμέσως στο Δικαστήριο μετά την γνωστοποίηση της έκδοσης της απόφασης.

Αντίθετα, ο συνήγορος των εναγόντων καθ΄ ων – η Αίτηση, αφού αναφέρθηκε και αυτός στην σχετική νομολογία και στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να παραμεριστεί μια δικαστική απόφαση, απέρριψε την θέση και την εκδοχή των εναγομένων και κάλεσε το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να απορρίψει την αίτηση. Δεν θα πρέπει κατέληξε, οι ενάγοντες να στερηθούν των ευεργετημάτων που τους παρέχει η απόφαση που νομότυπα εξασφάλισαν προς όφελος τους.

Οι αρχές στις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να βασιστεί στην εξέταση αίτησης για παραμερισμό απόφασης έχουν επανειλημμένα τεθεί από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προτού αναφερθώ σ΄ αυτές παραθέτω το κείμενο της Δ.17 θ.10 η οποία αποτελεί νομική βάση της παρούσας αίτησης.

“Where judgement is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order is shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgement upon such terms as may be just”.

Όπως τόνισα και πιο πάνω οι αρχές που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη για τον παραμερισμό εκδοθείσας ερήμην απόφασης, έχουν καθοριστεί με ακρίβεια από την νομολογία.

Κλασσική απόφαση είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 η οποία υιοθετήθηκε από την δική μας νομολογία και ιδιαίτερα από την υπόθεση Ioannis Kotsapas and Sons Ltd v. Titan Constructions and Engineering Company (1961) CLR 317. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Kotsapas (ανωτέρω) ο αγγλικός θεσμός είναι ουσιαστικά ο ίδιος με τον αντίστοιχο Κυπριακό και επομένως καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τις αγγλικές αυθεντίες.

Στην αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam (ανωτέρω) τονίστηκε ότι πρωταρχικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας και εάν το Δικαστήριο πειστεί ότι ικανοποιείται το κριτήριο αυτό, τότε το Δικαστήριο δεν θα επιθυμεί να αφήσει μια τέτοια απόφαση χωρίς να την παραμερίσει εάν δικαιολογημένα ο εναγόμενος δεν έλαβε τα μέτρα που όφειλε σύμφωνα με τους θεσμούς.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941, στις σελίδες 946 – 947 ο πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης παρόλο που μπορεί να επενεργήσουν και άλλοι παράγοντες μικρότερης όμως σημασίας, [Δέστε επίσης Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, σελ. 31:

«….Το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος ικανοποιεί το δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που μετρούν στην κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες την ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.»

Κατά συνέπεια είναι ξεκάθαρο ότι ο αιτητής έχει το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο πως έχει επί της ουσίας της υπόθεσης, εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Δεν απαιτείται, ωστόσο, απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση. Αρκεί να εγείρει ο εναγομένος ότι έχει καλή υπεράσπιση, γεγονός που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Στην υπόθεση Μαρία Λευκίδου ν. Άριστος Καναουρίδης, Π.Ε. 10015, ημερομηνίας 26.4.1999 ο τότε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Κωνσταντινίδης τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Το δικαστήριο ερευνά τα ενώπιον του στοιχεία για να διαγνώσει μόνο εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο. Στο στάδιο αυτό, δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης».

Το έργο του Δικαστηρίου σε αιτήσεις για παραμερισμό απόφασης δεν είναι να κάμει ευρήματα ως προς τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του ή ως προς την εμπλοκή τους σε σχέση με τα δικαιώματα των διαδίκων αλλά το πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία (merits) ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Η αποκάλυψη τέτοιων θετικών στοιχείων αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στο θέμα του επανανοίγματος της υπόθεσης όπου το Δικαστήριο πρέπει να προσπαθήσει να σταθμίσει δύο παράγοντες που είναι θεμελιώδεις για την απονομή της δικαιοσύνης. Την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης ενός διαδίκου από την μία και την ανάγκη διασφάλισης της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων από την άλλη [Βλ. Phylactou and Others v. Michael (1982) 1 CLR 2004.]

To Δικαστήριο πρέπει να διασφαλίζει την ταχεία εκδίκαση των δικαστικών υποθέσεων και την ανάγκη προάσπισης του τελεσιδίκου των αποφάσεων (finality of judgements). Δεν πρέπει όμως το Δικαστήριο να είναι γρήγορο στο να στερήσει ένα διάδικο του δικαιώματος του να ακουστεί στην υπόθεση του εφόσον αποκαλύψει θετικά στοιχεία, αλλά μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση αν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια που να πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Όταν η διαγωγή του διαδίκου που υποβάλλει αίτηση για παραμερισμό απόφασης είναι ασυγχώρητη, προσβλητική στο βαθμό της εμφανούς καταφρόνησης για τη δικαστική διαδικασία ή τα δικαιώματα του αντιδίκου του, το Δικαστήριο μπορεί κατά την διακριτική του ευχέρεια να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση. Για τον λόγο αυτό λαμβάνεται επίσης υπόψη από το Δικαστήριο ως μια επιπρόσθετη παράμετρος ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης.

Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Eros Travel and Tours Ltd v. D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd, Πολιτική Έφεση 9695, ημερομηνίας 25.6.1997, Π. Μωυσέως ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση 9762, ημερομηνίας 17.7.1997, Milouca Motor Trading Ltd v. Χρ. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941.

Όπως έχω προαναφέρει το βασικότερο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη στην εξέταση αίτησης όπως η παρούσα, είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής Υπεράσπισης. Έτσι το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον οι εναγόμενοι – αιτητές έχουν καταφέρει να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο με τα όσα παραθέτουν στις Ένορκες Δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση, ότι έχουν καλή Υπεράσπιση.

Ποια είναι η θέση τους ως προς την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως Υπεράσπισης; Οι εναγόμενοι προβάλλουν μία γενική άρνηση. Αρνούνται ότι συμφώνησαν να αγοράζουν εμπορεύματα (πλαστικά προϊόντα) από τους ενάγοντες, αρνούνται ότι παρέλαβαν τέτοια εμπορεύματα, αρνούνται ότι παρέλαβαν την επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 30.5.2012 με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν την εξόφληση του κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενου ποσού και τέλος αρνούνται ότι οφείλουν το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες.

Οι Εναγόμενοι πέραν της άρνησης της οφειλής, δεν προβάλλουν κανένα άλλο στοιχείο, ώστε να πείσουν το δικαστήριο ότι έχουν συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό περιεχόμενο της έννοιας «αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης», δεν μπορεί να εξαντλείται στην απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Εξυπακούεται ένα πιο ευρύ πλαίσιο. Ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία μέσα από τα οποία να διαφαίνεται, με επαρκή λεπτομέρεια, η ύπαρξη γνήσιας, εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Έτσι που η παράθεση της θέσης του (αιτητή) με συνακόλουθη σύνδεση της με υποστηρικτικό υλικό να δίνει στην εκδοχή του επαρκή βαρύτητα, ούτως ώστε να αποσείσει το βάρος που έχει σε αίτηση αυτής της μορφής.

Ο λεκτικός μόνο ισχυρισμός των εναγομένων ως προς την ύπαρξη καλής Υπεράσπισης τον οποίο θα χαρακτήριζα γενικό, ασαφή και αόριστο, παρέμεινε μετέωρος και ατεκμηρίωτος. Η απλή άρνηση είναι ένας γενικός και αόριστος ισχυρισμός που δεν βοηθά την υπόθεση τους. Πέραν της άρνησης δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε θέση ή εκδοχή διαφορετική από εκείνη των εναγόντων. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων έτσι όπως προβλήθηκαν, δεν παρουσιάζουν υπεράσπιση ως προς την ουσία της υπόθεσης και ως εκ τούτου έχουν καταστήσει τρωτή την θέση τους με μοιραία αποτελέσματα ως προς την αίτηση τους.

Παρόλο που η τύχη της αίτησης έχει κριθεί θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση και των δύο άλλων παραμέτρων που επικουρικά λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης τέτοιας υφής όπως η παρούσα. Της επιμέλειας την οποία επέδειξαν οι εναγόμενοι και της ταχύτητας με την οποία έδρασαν μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον τους.

Ως προς την δεύτερη παράμετρο, θεωρώ ότι οι εναγόμενοι δεν αργοπόρησαν στην καταχώρηση της αίτησης τους αλλά έδρασαν μέσα σε εύλογο χρόνο. Ο χρόνος που διέρρευσε από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης είναι κάτι λιγότερο από δύο (2) μήνες.

Ως προς την πρώτη παράμετρο, είναι η θέση των εναγομένων ότι οι ίδιοι δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αδιαφορία, εφόσον με την επίδοση σ΄ αυτούς του Κλητηρίου της Αγωγής έδωσαν οδηγίες στους δικηγόρους τους να τους υπερασπιστούν στην αγωγή. Διατείνονται ότι η μη καταχώρηση Εμφάνισης οφειλόταν αποκλειστικά σε σφάλμα των δικηγόρων τους.

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι δεν είναι ορθό κάθε φορά που ο δικηγόρος κάνει λάθος στο χειρισμό της υπόθεσης να το επικαλείται ο διάδικος ως δικαιολογία και να παραμερίζεται η απόφαση. Έχει λεχθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση των προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Αυτό θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από την συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται ή απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της (Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 (B) AAΔ 698, σελ. 704 – 705.

Πέρα από τους δικηγόρους τους και οι ίδιοι οι εναγόμενοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη της υπόθεσης τους. Έδωσαν το κλητήριο της Αγωγής στους δικηγόρους και έκτοτε δεν επικοινώνησαν μαζί τους, ούτε και έκαμαν οτιδήποτε για να πληροφορηθούν σε ποιο στάδιο βρισκόταν η υπόθεση. Εκδήλωσαν ενδιαφέρον μόνο όταν αντιμετώπισαν τις συνέπειες των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης. Εν προκειμένω κρίνω ότι η πλευρά των εναγομένων δεν επέδειξε την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις επιμέλεια στον χειρισμό της υπόθεσης τους.

Ένα τελευταίο σχόλιο στο επιχείρημα των εναγομένων ότι το δικαίωμα τους «να ακουστούν», κατ΄ επιταγή του άρθρου 30 του Συντάγματος, είναι συνυφασμένο με «το δικαίωμα ακρόασης της υπόθεσης».

Είναι βαθιά εμπεδωμένο στο σύστημα της δικαιοσύνης ότι «ουδείς δικάζεται χωρίς να έχει ακουστεί». Αυτό αποδίδεται με το λατινικό αξίωμα “audi alteram partem”.

Το άρθρο 30.3(α) του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του. Στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (1992) 1ΑΑΔ 43, κρίθηκε ότι το άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος συσχετίζεται με το ζήτημα της κανονικής επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος. Θεωρήθηκε ότι η καλή επίδοση «συνδέεται αναπόφευκτα με την δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπισθεί».

Στην προκειμένη περίπτωση το Κλητήριο της αγωγής επιδόθηκε κανονικά και νομότυπα στους εναγομένους. Γνώριζαν τους λόγους για τους οποίους καλούντο στο Δικαστήριο. Και είχαν την δυνατότητα να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους. Το συνταγματικό τους δικαίωμα να ακουστούν στην υπόθεση δεν παραβιάστηκε. Η θέση των εναγομένων υποστηριζόμενη από το πραγματικό υπόβαθρο που ετέθη, δεν βρίσκει έρεισμα στον Νόμο.

Βάσει των όσων έχουν λεχθεί μέχρι τώρα, κρίνω ότι οι εναγόμενοι – αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος που είχαν, να αποδείξουν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής Υπεράσπισης, του βασικότερου κριτηρίου που λαμβάνεται υπόψη στην εξέταση αιτήσεων όπως η παρούσα.

Για όλους αυτούς τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η αίτηση των εναγόμενων θα πρέπει να απορριφθεί με έξοδα σε βάρος τους.

Δια ταύτα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εναγομένων – αιτητών και υπέρ των εναγόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.) …………………………………………..

Στ. Τσιβιτανίδου – Κίζη, Ε.Δ.
Source