Second Assault: Case 197/2008: Date 12-02-2013

Cyprus Mail front page 16 January 2008

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Στ. Λουκίδου – Βασιλείου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIOUS DESMOND O’ DWYER

ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Και

1.ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ από Λιοπέτρι
2.ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ από Φρέναρος
3.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣ από Λάρνακα

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

Αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία: 12.2.13

Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κα Σ. Γεωργίου (για να ακούσει απόφαση για κ. Γεωγιάδη)
Για την Εναγόμενη: κ. Βασιλακκάς

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την αγωγή του ο Ενάγων αιτείται γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες και ζημίες που έχει υποστεί από την επίθεση που δέχθηκε από τους εναγόμενους στις 14.1.08.

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και πριν ολοκληρωθεί η ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, ο οποίος καταθέτει ως πρώτος μάρτυρας, καταχώρισε την παρούσα Αίτηση επιζητώντας τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως με την προσθήκη της ακόλουθης πρότασης ως μέρος των ισχυρισμών της παραγράφου 4 της έκθεσης απαίτησης:
«Ο Ενάγων εξαιτίας του ξυλοδαρμού υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές, συναισθηματική φόρτιση και/ή κατάπτωση, υπέρμετρο άγχος, αϋπνίες, αισθήματα δυσφορίας και διατάραξης της ψυχικής ισορροπίας. Εξαιτίας αυτών των συνεπειών, αναγκάστηκε να λάβει ιατρική και/ή ψυχιατρική βοήθεια και/ή υποστήριξη παράλληλα με την χορήγηση ειδικών φαρμάκων προς αντιμετώπιση των προβλημάτων.»

Ο ενάγοντας ζητά περαιτέρω την αντικατάσταση των λεπτομερειών των ειδικών ζημιών που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης του.

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκο δήλωση της κ. Ντόριας Βαρωσιώτου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του ενάγοντα.

Η μη επακριβής εξειδίκευση των ειδικών ζημιών αποδίδεται στο γεγονός ότι ο ενάγοντας ενεπλάκη ως διάδικος σε πολλές υποθέσεις με τους ίδιους διαδίκους ή και τα ίδια γεγονότα . Ο ενάγοντας ασχολείτο με όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις, είχε στη κατοχή του αριθμό εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων με αποτέλεσμα την μη έγκαιρη εξεύρεση και ταξινόμηση των στοιχείων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Επιπρόσθετα πηγαινοερχόταν και/ή παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Κύπρο για την παρακολούθηση των ακροαματικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά ανέφικτο να εντοπίζει έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στην οικία του στην Αγγλία και ή γενικότερα να βρει χρόνο να ασχοληθεί με την αναζήτηση και ή εντοπισμό των εν λόγω εγγράφων τα οποία εντόπισε κατά την προετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας υπόθεσης. Εισηγείται περαιτέρω ότι θα πρέπει να του επιτραπεί να αποκαλύψει τα εν λόγω έγγραφα με συμπληρωματική ένορκη αποκάλυψη εγγράφων αίτημα όμως που δεν θα απασχολήσει το δικαστήριο στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας αίτησης.

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι οι λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς. Πέραν τούτου έχει διαπιστωθεί ότι εκ παραδρομής και/η αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που έχει υποστεί ο ενάγοντας λόγω του ξυλοδαρμού που ισχυρίζεται ότι έχει δεχτεί. Μόλις διαπιστώθηκαν οι πιο πάνω αναφερόμενες παραλείψεις ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση.

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση των εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία προβάλλονται διάφοροι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης και υποστηρίζεται με την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Άδας Φλουρέντζου.

Εισηγούνται μεταξύ άλλων ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί ο Αιτητής παραλείπει να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση στην αιτούμενη τροποποίηση. Προβάλλουν περαιτέρω ότι δεν αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο οι ισχυρισμοί των οποίων επιδιώκεται η εισαγωγή με την τροποποίηση δεν συμπεριληφθήκαν από την αρχή στην Έκθεση Απαίτησης και θεωρούν ότι η αίτηση του ενάγοντα καταχωρήθηκε κακόπιστα.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων επιχειρηματολόγησαν υπέρ της θέσης του διάδικου που ο καθένας εκπροσωπεί και παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η τροποποίηση δικογράφων διέπεται από τη Δ.25, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την τροποποίηση δικογράφων έχουν εκτεθεί και αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην απόφαση της υπόθεσης Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation, (1989) 1E A.Α.Δ. 33, συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα ως ακολούθως:

«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση . Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave ν. Case, 28 Ch.D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»

Προκύπτει από την νομολογία ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την θεμελιακή αρχή πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. (Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Περικτιόνη Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά,(1992) 1 Α.Α.Δ 704).

Αναφορικά με τη φύση των ισχυρισμών που μπορούν να εισαχθούν με την αιτούμενη τροποποίηση δικογράφου σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση SΑΒΑ & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents, (1994) 1 A.Α.Δ. 426, στην οποία λέχθηκε ότι η διαπίστωση πως επιδιώκεται νέα βάση αγωγής δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε απόρριψη της αίτησης τροποποίησης.

Όπως προκύπτει από την νομολογία, κυρίαρχος παράγοντας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Πολλοί παράγοντες επενεργούν στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Ο πρώτος είναι ότι είναι επιθυμητό, όλες οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες αναφέρονται στα επίδικα θέματα, να επιλύονται διεξοδικά στην ίδια διαδικασία. Ο βέβαιος προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, καθώς και η διατύπωση των εκατέρωθεν θέσεων και η απόδειξή τους μέσα σε σταθερό πλαίσιο, είναι άλλος σημαντικός παράγοντας ο οποίος υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Βλέπε απόφαση της υπόθεσης Kallice Holding Co. Ltd n. TR Metals (Overseas) Ltd, (1996) 1A A.A.D 162).

Αναφορικά με το χρόνο υποβολής αίτησης για τροποποίηση δικογράφου, χρήσιμη είναι η αναφορά στην απόφαση της υπόθεσης Astor Manufacturing & Exporting Co.κ.α. ν. A.& G. Leventis κ.α., (1993) 1 Α.Α.Δ.726, όπου λέχθηκε ότι ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Για το ίδιο θέμα, αυτό δηλαδή που αφορά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (1999) 1Α Α.Α.Δ 44 και SABA & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents, (ανωτέρω).

Στην απόφαση της υπόθεσης Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω) το Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η μακρά εκκρεμότητα μιας αγωγής δεν μπορεί να επενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα στην έγκριση αιτήματος τροποποίησης δικογράφου, αλλά αποτελεί παράγοντα, ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση της διαδικασίας και ότι η έννοια της καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος προϋποθέτει τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και για να συνιστά κώλυμα θα πρέπει να μην είναι καλόπιστη.

Στην απόφαση της υπόθεσης SΑΒΑ & Co. (Τ.Μ.P.) v. Τ.Μ.P. Agents, (ανωτέρω) το Εφετείο αναφέρθηκε στην ανάγκη παροχής εξήγησης όταν παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης τροποποίησης. Όπως λέχθηκε, η σημασία του θέματος της δικαιολόγησης της καθυστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Μια καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης δεν θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.

Σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης υποβολής αίτησης για τροποποίηση, σημειώνω ότι ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από το χρονικό σημείο που ο Αιτητής διαπίστωσε την ανάγκη για τροποποίηση σε συνάρτηση με τον χρόνο που τελικά προώθησε την σχετική αίτηση για τον σκοπό αυτό.(Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω)).

Η σύγχρονη τάση σε αιτήσεις τροποποίησης παρατηρείται να είναι φιλελεύθερη. Σχετική απόφαση που δείχνει την τάση φιλελευθεροποίησης των τροποποιήσεων δικογράφων είναι η απόφαση στην υπόθεση Δόμνα Νικόλα Χριστοδούλου ν. Αθηναϊδος Ιωάννου Χριστοδούλου κ.α., (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, όπου χαρακτηριστικά λέχθηκε ότι αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. (Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Ιωάννης Νικολάου ν. Ζωής Μιλτιάδους κ.α., (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005).

Η γενικότητα όμως, με την οποία είχε αποδοθεί η πιο πάνω αρχή, διευκρινίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου, (1995) 1 Α.Α.Δ.560, ότι εξακολουθεί να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Γνώμονας για την άσκηση αυτής της διακρατικής εξουσίας του Δικαστηρίου, είναι το σύνολο των περιστατικών και όχι μόνο το επανορθώσιμο των συνεπειών της τροποποίησης ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη του παράγοντες με ποικίλλουσα βαρύτητα, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Βασιλειάδης v. Πετρολίνα 1994 (1) Α.Α.Δ. 14.

Με βάση τις πιο πάνω νομολογημένες αρχές θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης.

Εκείνο που ουσιαστικά προβάλλεται με την ένσταση του καθ’ου η αίτηση είναι ότι υπάρχει καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης η οποία δεν δικαιολογείται από τον αιτητή.

Την δυνατότητα τροποποίησης το Ανώτατο Δικαστήριο την έθεσε στην υπόθεση Χριστοδούλου πιο πάνω.

Στην πιο πάνω υπόθεση το αίτημα για τροποποίηση έγινε από την ενάγουσα μετά που ακούστηκαν εφτά μάρτυρες και μετά από επιτόπια έρευνα υπαλλήλου του κτηματολογίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι οι εφεσίβλητοι θα εζημιούντο δυσμενώς αν η τροποποίηση επιτρεπόταν και η αδικία που θα τους εγίνετο δεν μπορούσε να αποζημιωθεί με έξοδα ή άλλως πως αφού μεταξύ άλλων θα απαιτείτο νέα επιτόπια έρευνα και διότι η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε πολύ πριν την υποβολή αίτησης. Η ενάγουσα εφεσίβαλε την απόφαση και το Ανώτατο Δικαστήριο δεχόμενο την έφεση μεταξύ άλλων ανάφερε τα ακόλουθα στη σελίδα 938:
«Στην υπόθεση Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε αυτό που ο Λόρδος Denning M.R.είπε στην υπόθεση Associated Leisure Ltd, and Others v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754, στην οποία ανέφερε τα πιο κάτω:
´I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money. That principle applies here.’

Περαιτέρω στην υπόθεση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (πιο πάνω) λέχθηκε σε σχέση με την καθυστέρηση ότι η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό με την γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.

Στη παρούσα περίπτωση, δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρίστηκε τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης και παράλληλα δεν παραβλέπω την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή για διεξαγωγή της δίκης σε εύλογο χρόνο. Ταυτόχρονα όμως σημειώνεται ότι στην έκθεση απαίτησης περιλαμβάνονται λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων ειδικών ζημιών του ενάγοντα. Εκείνο που ουσιαστικά ζητά με την αιτούμενη τροποποίηση είναι η περαιτέρω εξειδίκευση τους είτε με την προσθήκη περαιτέρω ζημιών είτε με την επακριβή παράθεση της αξίας συγκεκριμένων αντικειμένων που σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να είναι χαμηλότερη από την αξία που δηλώνεται στη υφιστάμενη έκθεση απαίτησης του. Ο ενάγοντας έδωσε την εξήγηση για την οποία δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς τις ειδικές ζημιές που είχε υποστεί και τούτο οφείλεται όπως ισχυρίστηκε στην δυσκολία εντοπισμού των διαφόρων εγγράφων που σχετίζονται με αυτές. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι οι ειδικές ζημιές δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς καθώς και ότι εκ παραδρομής και ή αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την επίθεση
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε πριν την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του ενάγοντα που καταθέτει ως ο πρώτος μάρτυρας και αμέσως μόλις έγιναν αντιληπτές οι αναφερόμενες παραλείψεις, καθώς και τη νομολογία, σε σχέση με την καθυστέρηση και ειδικότερα ότι δεν μπορεί να στερείται από διάδικο το δικαίωμα να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα που εγείρει, ακόμα και αν δεν αιτιολογηθεί πλήρως η καθυστέρηση, θεωρώ ότι στον παράγοντα καθυστέρηση δεν πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα. Σχετική είναι η απόφαση Ιωάννης Νικολάου v. Ζωής Μιλτιάδους (πιο πάνω) όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«Έχουμε εξετάσει με προσοχή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως, ενώ η νομολογία και η νομική θέση εκφράζονται ορθά, εντούτοις δεν εφαρμόζονται ανάλογα στα γεγονότα της υπόθεσης. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρωτόδικος Δικαστής ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η καθυστέρηση για την υποβολή της αίτησης, δίδοντας υπερβολική βαρύτητα στον παράγοντα αυτό. Αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν όψει της νομολογίας, κρίνουμε πως όπου δεν προκαλείται ζημιά ακόμη και η μη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση δεν μπορεί να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει. Το ουσιωδέστερο είναι, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, να δοθεί η ευκαιρία στους διαδίκους να κριθούν όλες οι πραγματικές διαφορές μεταξύ τους.»

Περαιτέρω θεωρώ ότι στο στάδιο που ζητείται η τροποποίηση δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των εναγομένων οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα να αντεξετάσουν τον εναγόμενο επί των ισχυρισμών που επιχειρεί να εισάγει με την τροποποίηση καθώς και να αντικρούσουν τους εν λόγω ισχυρισμούς με την μαρτύρια που θα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση των εναγομένων ότι με την αιτούμενη τροποποίηση καταπατούνται τα δικαιώματα τους για δίκαιη δίκη. Στην απόφαση Περικτιόνη Χρίστου v. Ανδρέας Αζάς και άλλος (πιο πάνω) τονίστηκε ότι η τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή πολλαπλότητας νομικών διαδικασιών. Στην υπόθεση Geto v. M/V Vladimir Vaslyayev (αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 714 αποφασίσθηκε ότι το κυρίαρχο στοιχείο που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τις πραγματικές τους διαφορές.

Ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρουν με την ένσταση τους οι εναγόμενοι είναι ότι η αίτηση του ενάγοντα γίνεται κακόπιστα. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εντοπίζονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση στοιχεία που να υποστηρίζουν την ύπαρξη κακοπιστίας. Η θέση των εναγομένων ότι ο ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αίτηση σε μια προσπάθεια να διορθώσει τις παραλείψεις που του υποδείχθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας με την υποβολή ενστάσεων σε αίτημα του να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι η αιτούμενη τροποποίηση γίνεται κακόπιστα. Δεν έχω πεισθεί με τα όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι στην ένσταση τους ότι υπάρχει κακοπιστία εκ μέρους του εναγόμενου στην καταχώριση της αιτούμενης τροποποίησης, έτσι ώστε, το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση. Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση Κώστας Παφίτης &Υιοί ΛΤΔ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση 204/2009 ημερομηνίας 24.4.2012 η αμέλεια ή το λάθος με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Εξάλλου όπως προκύπτει και από την υπόθεση Mahattou v. Viceroy Ltd (1979) 1 C.L.R. 542 η βασική αποστολή των δικαστηρίων είναι να κρίνουν τα δικαιώματα των διαδίκων και όχι να τους τιμωρούν αποφασίζοντας εναντίον των δικαιωμάτων τους λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν. Από τη στιγμή λοιπόν που διαπιστώνεται ότι η λανθασμένη δικογράφηση δεν θα οδηγήσει σε δικαστική κρίση των πραγματικών ζητημάτων και της πραγματικής διαφοράς των μερών, υπάρχει αντίστοιχο δικαίωμα διόρθωσης, νοουμένου πάντοτε ότι δεν προκαλείται αδικία ή βλάβη στην άλλη πλευρά. Έχω ήδη εξηγήσει πως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι θα προκληθεί αδικία ή βλάβη στους εναγόμενους με την τροποποίηση την οποία αιτείται ο ενάγοντας.

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης ως η παράγραφος Α Ι ΙΙ και ΙΙΙ της αίτησης. Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί και παραδοθεί στην άλλη εντός τριών ημερών από σήμερα. Υπεράσπιση στην τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί εντός πέντε ημερών από τη παράδοση της τροποποιημένης υπεράσπισης.

Τα έξοδα της αίτησης όσο και αυτά που θα σπαταληθούν λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της δίκης.

(Υπ.) ………………..
Στ. Λουκίδου-Βασιλείου, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
Source