ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 393/2011)
30 Ιανουαρίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KLAEDES ANDREW TONY PANTELI,
Αιτητής
– ΚΑΙ –
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
Α. Κλαΐδη (κα), για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ημερ. 19.1.2011, με την οποία επεβλήθη στον αιτητή η καταβολή του ποσού των €24.610 ως Βεβαίωση Φόρου για την περίοδο 1.6.2007-31.3.2009.
Κατά τις θέσεις που προωθήθηκαν στην προσφυγή και τις αγορεύσεις, ο αιτητής ενεγράφη ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αμμοχώστου από 26.3.1997 μέχρι δε το 1999 ήταν δικηγόρος-υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο του Κύπρου Ανδρέου στη Λάρνακα. Από το 2000 μέχρι το 2001 διετέλεσε δικηγόρος-υπάλληλος στο γραφείο του Ευάγγελου Σαμμούτα στη Λάρνακα. Από τα τέλη του 2001 δημιούργησε δικό του δικηγορικό γραφείο μέχρι και σήμερα, αλλά για τα έτη 2006 μέχρι τον Ιούνιο του 2007, το δικηγορικό γραφείο που διατηρείτο με την επωνυμία Klydes-Carter Solicitors δεν διεκπεραίωνε εργασίες με το προσωπικό όνομα του αιτητή. Επομένως, όταν οι καθ΄ ων κατά το 2006 επισκέφθηκαν το γραφείο προς έλεγχο, αυτοί εξέτασαν αρχεία και βιβλία που δεν σχετίζονταν μόνο με το πρόσωπο του αιτητή βεβαιώνοντας στη συνέχεια φόρο αδικαιολόγητα και παράνομα.
Η θέση περαιτέρω, όπως αναπτύσσεται στην αγόρευση, εστιάζεται στο δεδομένο ότι η επιβολή του Φ.Π.Α. ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Η εγγραφή που ο Έφορος Φ.Π.Α. επέβαλε από την 1.1.1998 με την αναδρομική εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. είναι λανθασμένη και βασισμένη σε στοιχεία τα οποία δεν ήταν ικανά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ημερήσια εισοδήματα του δικηγορικού γραφείου ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την εγγραφή. Περαιτέρω, η ενέργεια των καθ΄ ων στη βάση ανεπαρκών και αυθαίρετων δεδομένων έγινε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας διότι δεν χρησιμοποιήθηκε η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις μεθοδολογία εφόσον η έρευνα δεν ήταν καλόπιστη και η απόφαση για την καταβολή Φ.Π.Α., βασίσθηκε σε υλικό άσχετο με το δικηγορικό γραφείο και του αιτητή προσωπικά.
Οι καθ΄ ων αντίθετα θεωρούν ορθή και εύλογη την προσβαλλόμενη πράξη στη βάση των εξής δεδομένων: Ότι η εκ μέρους του αιτητή υποβολή της αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α. έγινε την 1.6.2007, αλλά υπάρχει παραδοχή ότι ενεργούσε ως δικηγόρος και σε προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα ότι από το 2001 λειτουργούσε γραφείο προσωπικά. Έστω και κάτω από την επωνυμία Klydes Carter Solicitors, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου από τους αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α., ότι τα εισοδήματα ήσαν υπό την ιδιότητα υπαλλήλου δικηγόρου σε άλλο γραφείο ή εισοδήματα προερχόμενα από τον συνεταιρισμό. Ούτε και παρουσιάστηκαν στοιχεία ή δεδομένα κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου και των επαφών των λειτουργών του Φ.Π.Α. με τον αιτητή που να στηρίζουν τους ισχυρισμούς που εκ των υστέρων προβάλλονται μέσω της προσφυγής και της αγόρευσης.
Είναι η θέση των καθ΄ ων περαιτέρω ότι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τον Έφορο Φ.Π.Α. ήταν λογικά και συναρτώμενα προς τα στοιχεία που βρέθηκαν στα αρχεία του δικηγορικού γραφείου. Αντί να υποβληθεί εκ μέρους του γραφείου αυτοβούλως και έγκαιρα η διαδικασία συμμόρφωσης και εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., ο αιτητής ανέμενε τον εντοπισμό του από τις φορολογικές αρχές του Κράτους. Δεν τηρούνταν βιβλία, αρχεία και στοιχεία κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας, ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν συμφωνούσαν οι δηλωμένες εκροές και ο φόρος εκροών όπως δηλώθηκαν στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1.6.2007-30.9.2007, με τις εκροές και το φόρο εκροών των τιμολογίων που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο. Όπου οι φορολογικές δηλώσεις κρίνονται από τον Έφορο ως ελλιπείς ή περιέχουσες σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την κρίση του. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την υποχρέωση του δικηγορικού γραφείου να υποβληθούν ορθές φορολογικές δηλώσεις, οι καθ΄ ων εύλογα και ενεργώντας μέσα στα πλαίσια του σχετικού άρθρου 49, βεβαίωσαν τον οφειλόμενο φόρο χωρίς να είχαν ταυτόχρονα οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση για διεξαγωγή έρευνας που μπορούσε ή όχι να φέρει στην επιφάνεια περαιτέρω αποδεικτικό υλικό.
Σύμφωνα με πλούσια επί του θέματος νομολογία, το Τμήμα Φ.Π.Α. δικαιούται να προβεί σε καθορισμό του οφειλόμενου φόρου από μια επιχείρηση όταν δεν δίδονται επαρκείς εξηγήσεις ή όπου η τήρηση των αναγκαίων βιβλίων δεν είναι πλήρης ή ορθή ή διαπιστώνονται ελλείψεις στα λογιστικά βιβλία. Αυτό επιτρέπεται από το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, το οποίο και ρητά μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη πράξη. Όπως αναφέρθηκε στην P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 266, ο Έφορος Φ.Π.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί την καλύτερη δυνατή κρίση του υπό το φως των δεδομένων που έχει στη διάθεση του και να χρησιμοποιήσει τη μεθοδολογία που είναι αναγκαία για να εξαγάγει το οφειλόμενο φόρο. Λέχθηκαν τα εξής, τα οποία ισχύουν και στην υπό κρίση περίπτωση:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, στην έλλειψη δε στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο επιχειρηματίας να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις (δέστε Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211, Σουβλάκια Γύρος «Κρητικός» Λτδ ν site web. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21.) Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου στην περίπτωση του Φ.Π.Α., ο δε Έφορος διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση, περίοδο (δέστε F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 77».
Η πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει σε σχέση με την παρούσα προσφυγή είναι ότι προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης, η αναγκαστική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. από 1.1.1998, η οποία πράξη είναι αυτοτελώς διοικητική πράξη και, ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, αποτελεί αντικείμενο άλλης προσφυγής, της υπ΄ αρ. 225/2011, η οποία εκκρεμεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η κα Καρακάννα κατά τις διευκρινίσεις υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι έγινε προσπάθεια εκ μέρους των καθ΄ ων να συνενωθεί η παρούσα προσφυγή με τις υπ΄ αρ. προσφυγές 225/2011, 226/2011 και 394/2011, όλες των οποίων ασκήθηκαν από τον αιτητή, πλην όμως αντιμετώπισαν την ένσταση της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα να αποσυρθεί η αίτηση για συνεκδίκαση στις 6.3.2013. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το μόνο ζήτημα που μπορεί να εξεταστεί είναι η ορθότητα της εδώ προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 19.1.2011, (Παράρτημα 3 στην ένσταση), η οποία και αναφέρεται αποκλειστικά στη βεβαίωση φόρου για την περίοδο 1.6.2007 μέχρι 31.3.2009.
Η βάση αυτής της απόφασης σχετίζεται με την μη τήρηση βιβλίων, αρχείων και στοιχείων ως προνοείται από τον Κανονισμό 22 της Κ.Δ.Π. 314/2001, εφόσον δεν παρουσιάσθηκε στον Έφορο Φ.Π.Α. οποιοσδήποτε από τους λογαριασμούς Φ.Π.Α. εισροών και εκροών, ούτε και οποιαδήποτε άλλα βιβλία ή αρχεία. Οι δηλωμένες εκροές και αντίστοιχα ο δηλωμένος φόρος εκροών για την περίοδο 1.6.2007-30.9.2007 δεν συμφωνούσαν με τα ποσά που προέκυπταν από τα προσκομισθέντα τιμολόγια. Περαιτέρω, ότι εκδόθηκαν τιμολόγια στο όνομα του αιτητή από το 2004 στα οποία φαίνεται κανονική χρέωση του ποσού του Φ.Π.Α., χωρίς όμως ταυτόχρονα την έγκαιρη εγγραφή της δικηγορικής δραστηριότητας στο Μητρώο Φ.Π.Α. Και, τέλος, ότι από το αρχείο υποθέσεων που τηρούσε το δικηγορικό γραφείο και από τις τραπεζικές καταστάσεις διαπιστώθηκε ότι ο κύκλος εργασιών ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το έτος 1992, χωρίς όμως να υπήρξε εγγραφή στο Φ.Π.Α.
Τα όλα δεδομένα της επιχείρησης, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη, οδήγησαν τους καθ΄ ων στο συμπέρασμα ότι έγινε «.. εσκεμμένη απόκρυψη του Φ.Π.Α. που οφείλετε προς την Υπηρεσία Φ.Π.Α.». Στη βάση των παραλείψεων και αδυναμιών που παρουσίαζε το σύστημα τήρησης του δικηγορικού γραφείου έγινε εξωλογιστικός προσδιορισμός των εισπράξεων στην εξής βάση: Για τα έτη 1998-2005 και το έτος 2007, λήφθηκε ο κατάλογος των υποθέσεων με καταμέτρηση του αριθμού που διεκπεραιώθηκε κατ΄ έτος. Στη συνέχεια υπολογίστηκε μια μέση τιμή χρέωσης για κάθε υπόθεση διαφορετική ανά έτος, πολλαπλασιάζοντας την τιμή χρέωσης επί τον αριθμό των υποθέσεων ώστε να υπολογιστούν οι ετήσιες εισπράξεις. Στη βάση αυτή υπολογίστηκε ο οφειλόμενος φόρος εκροών στο ποσό των €22.372,73 με λεπτομέρειες να καταγράφονται στο Παράρτημα 1 της προσβαλλόμενης πράξης, με επιπλέον ποσό πρόσθετου φόρου σε ποσοστό 10%, δηλαδή, €2.237,27, ενώ στο σύνολο του ποσού των €24.610, που είναι το ποσό για το οποίο επιδιώκεται η ακύρωση, επιβλήθηκε τόκος 9% για τα έτη μέχρι το 2006 και 8% για τα επόμενα έτη.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής δεν είναι η αυτεπάγγελτη εκ μέρους του Εφόρου εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α., ενέργεια που είναι δυνατή, εν πάση περιπτώσει, με βάση τη νομολογία στη βάση δέουσας έρευνας και την υποχρέωση του υποκείμενου σε φορολογία να εγγραφεί στο Μητρώο, (Δημοκρατία ν. Δεκράνι Τουριστικές Επιχειρήσεις Λτδ (2002) 3 Α.Α.Δ. 415 και Δημοκρατία ν. Νικοδήμου (2002) 3 Α.Α.Δ. 504). Η αναδρομική εγγραφή λόγω παράλειψης εγγραφής είναι επιτρεπτή στη βάση των άρθρων 13 και 14 του Νόμου αρ. 246/1990, (Peters v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 249).
Υπό αναθεώρηση εδώ είναι το ύψος του επιβληθέντος φόρου. Το βάρος για να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η επιβολή της φορολογίας ήταν λανθασμένη, το φέρει ο αιτητής, (Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47). Αυτό το βάρος συναρτάται και προς την ταυτόχρονη υποχρέωση του φορολογούμενου να τηρεί βιβλία και αρχεία και να προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Στην έλλειψη τέτοιων στοιχείων και αποδείξεων, επιτρέπεται στον Έφορο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 509).
Είναι επίσης αναγνωρισμένη διαχρονικά η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή έλεγχο της επιβληθείσας φορολογίας εφόσον το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας, επεμβαίνει δε μόνο όταν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339 και Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287). Η κρίση του Εφόρου παραμένει επί των τεχνικών θεμάτων της φορολογικής εξέτασης και επιβολής του φόρου, ανέλεγκτος, (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345), και εφόσον η κρίση αυτή δεν εκφεύγει των ορίων του λογικά εφικτού, αυτή δεν ανατρέπεται, (Λ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106 και Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Α.Ε. αρ. 54/2010, ημερ. 4.12.2014).
Τα όσα θέματα εγείρει εδώ ο αιτητής δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση του Εφόρου, ο οποίος βεβαίωσε το φόρο με την προσβαλλόμενη πράξη με πλήρη και επαρκή αιτιολογία. Έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω ο αριθμός των φορολογικών παραλείψεων του αιτητή όπως προσδιορίζονται στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 19.1.2011. Η αναλυτική κατάσταση του Παραρτήματος Ι, ανά φορολογική περίοδο δείχνει τις αναμενόμενες εισπράξεις για κάθε περίοδο, τον ανάλογο συντελεστή Φ.Π.Α. και τον φόρο εκροών επί των αναμενόμενων εισπράξεων. Παρέχεται επίσης ο δηλωμένος φόρος εκροών για κάθε περίοδο και εν τέλει ο οφειλόμενος φόρος εκροών. Η κρίση αυτή του Εφόρου έγινε στη βάση του ελέγχου των εγγράφων και δεδομένων που οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. βρήκαν ή είχαν στη διάθεση τους, με πλήρη στοιχεία να περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση.
Πέραν των επί μέρους δεδομένων που καταγράφονται αναλυτικά στις σελίδες 000009-000050, οι αρχικές εξηγήσεις που καταγράφονται στις σελίδες 000003-000005, αναφέρονται στην αξιοπιστία των βιβλίων και αρχείων που κρατούσε ο αιτητής, εισηγήσεις για βεβαίωση του φόρου και άλλες ενέργειες, τη φορολογική βεβαίωση και την ταμειακή βεβαίωση. Διαπιστώθηκε ότι τα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης δεν ήταν αξιόπιστα και επομένως παρέστη ανάγκη για εξωλογιστικό προσδιορισμό των πωλήσεων. Στη συνέχεια εξηγείται ο τρόπος υπολογισμού των εισπράξεων κατ΄ έτος και κατά υπόθεση. Με μέση τιμή χρέωσης καθ΄ υπολογισμό υπολογίστηκε το εισπραχθέν ποσό και τέλος ο οφειλόμενος φόρος.
Η φορολογική περίοδος για την οποία επεβλήθη ο φόρος είναι η 1.6.2006-31.3.2007. Τα όσα επομένως λέγει ο αιτητής αναφορικά με το ότι είχε γραφείο ως δικηγόρος το 1997 και όχι προγενέστερα και επομένως λανθασμένα γίνεται αναφορά στο σημείο (δ) της προσβαλλόμενης πράξης ότι από το αρχείο υποθέσεων είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε κύκλος εργασιών που ξεπερνούσε το όριο εγγραφής από το 1992, δεν είναι σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση. Το (δ) ως άνω, παρέχει απλώς ένα ιστορικό δεδομένο ως προς την ημερομηνία που ο αιτητής όφειλε να εγγραφεί στο Φ.Π.Α. και δεν το έπραξε. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης προσφυγής. Αφορά στην αναδρομική εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο Φ.Π.Α. και δεν σχετίζεται με την παρούσα. Περαιτέρω, τα αναφερόμενα κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στις διαπιστώσεις των λειτουργών του Φ.Π.Α., αναφορικά με εισπράξεις το 1992, 1994, 1996, κλπ., απαντώνται με την εξής απλή επισήμανση και ταυτόχρονα υπενθύμιση. Ότι στον αιτητή επεβλήθη φόρος για συγκεκριμένη περίοδο 1.6.2006-31.3.2007, όπως ορθά εντοπίζει και επαναλαμβάνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση.
Γενικά, όλες τις αιτιάσεις που προβάλλονται με την αγόρευση του αιτητή, απαντώνται με το επιχείρημα ότι οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. ενήργησαν στη βάση των δεδομένων, στοιχείων, καθώς και όσων βιβλίων και αρχείων βρήκαν και τις εξηγήσεις που παρέθεσε ο ίδιος ο αιτητής. Στις εκ των υστέρων θέσεις ότι πολλές από τις εισπράξεις αφορούσαν συνεταιρισμό, ή, εργασία ως υπάλληλος ή για άλλους, η εύλογη απάντηση των καθ΄ ων είναι, και αυτό χωρίς αντίκρουση, ότι ουδέποτε ο αιτητής προέβαλε τέτοιους ισχυρισμούς κατά τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου. Το ότι υπήρξε εν πάση περιπτώσει επαρκής και ορθός έλεγχος των δεδομένων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό με τη Λαϊκή Τράπεζα, και αφορούσαν κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, χρήματα εισπραχθέντα υπό μορφή καταπιστεύματος για την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας ξένων επενδυτών στην Κύπρο, δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε θεωρήθηκαν ως εισπράξεις και πωλήσεις του αιτητή, έστω και αν ο λογαριασμός ήταν απλώς στο όνομα του αιτητή.
Το ίδιο αφορά και τις εισπράξεις από πιστωτικές κάρτες, τα στοιχεία των οποίων με βάση δεδομένα από τη JCC για προηγούμενα έτη, επιβεβαίωναν τον τρόπο υπολογισμού για την επίδικη φορολογική περίοδο. Η συνήγορος των καθ΄ ων παραθέτει επιμελώς στις σελ. 6-7 της αγόρευσης της τα ορθά ποσά από εισπράξεις μέσω πιστωτικής κάρτας επί των οποίων ενήργησε ο Έφορος Φ.Π.Α. Και ορθά περαιτέρω αναφέρεται ότι η εταιρεία Andrew Klydes LLC συστήθηκε μόλις στις 10.11.2008, (Παράρτημα 2 στην αγόρευση των καθ΄ ων), και κατά συνέπεια οι ισχυρισμοί ότι οι εισπράξεις με πιστωτική κάρτα για προηγούμενα της πιο πάνω ημερομηνίας έτη, αφορούσαν την πιο πάνω εταιρεία, παρέμειναν μετέωροι.
Οι καθ΄ ων ενήργησαν ορθά, δίκαια και εύλογα. Στο Παράρτημα 1 της αγόρευσης τους παρουσιάζεται περαιτέρω επεξήγηση και για τον συνεταιρισμό Carter Marion Joyce & Klaedes Andrew Tony Panteli, ο οποίος χρησιμοποιείτο κάποτε για έκδοση τιμολογίων από τον ίδιο τον αιτητή και ο οποίος συνεταιρισμός λειτούργησε για μικρή μόνο περίοδο από 2.4.2007 μέχρι 31.5.2007.
Η κα Κλαΐδη παρέπεμψε στην υπόθεση Pegasos Birds Ltd v. Commissioner of HM Custom and Excise (2004) EWCA Civ 1015, (Court of Appeal), ως προς τις βεβαιώσεις φόρου κάτω από το Value Added Tax Act 1994, “to best of their judgment” που χρησιμοποιείται από τους φοροθέτες. Η φράση απαντάται στο s.73(1) του 1994 Act. Μετά από σφαιρική ανάλυση του θέματος και με αναφορά στις προηγούμενες υποθέσεις Rahman v. Customs and Excise Commissioners (1998) STC 826 και Rahman (No. 2) (2003) STC 150, καθώς και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές στο Tribunal, ότι το πρωταρχικό του καθήκον είναι να καθορίσει το ορθό ποσό φόρου σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα, και με το βάρος να κείται στο φορολογούμενο. Ότι εάν ο φορολογούμενος επιδιώκει να αμφισβητήσει τη φορολογία από τους Commissioners ενώπιον του Tribunal στη βάση του “best of their judgment ground”, οι λόγοι πρέπει να καταγραφούν με σαφήνεια και πληρότητα πριν την έναρξη της ακρόασης. Ότι ισχυρισμοί περί ανεντιμότητα ή άλλη ατασθαλία εναντίον του Commissioner και των λειτουργών του πρέπει να τίθενται με καθαρότητα και λεπτομερέστατα. Το “best of judgment rule” σημαίνει την εύλογη, δίκαιη και έντιμη εκτίμηση των ενώπιον του φοροθέτη δεδομένων. Το πρόβλημα συνήθως έγκειται στη διαπίστωση του ποσού του φόρου και όχι στο κριτήριο που ασκείται. Η απόφαση αυτή δεν βοηθά τον αιτητή. Αντίθετα, υποστηρίζει το εύλογο της κρίσης των καθ΄ ων. Εκεί επιβεβαιώθηκε η απόφαση του Commissioner ως έχουσα εφαρμόσει το ορθό κριτήριο και ακυρώθηκε η κρίση του Tribunal που ακύρωσε τη φορολογία για το λόγο ότι εφάρμοσε αντικειμενικό κριτήριο, με αναφορά στα στοιχεία υπό φορολόγηση.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζει στην ουσία το ίδιο κριτήριο όσον αφορά την εκτίμηση των γεγονότων και της φορολογίας που επιβάλλεται στην απουσία στοιχείων ή στην παροχή ελλιπών στοιχείων από τον φορολογούμενο, (Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376, Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας – πιο πάνω – και Exantas Marine Enterprises Ltd v. Έφορου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, υπόθ. αρ. 1162/2012, ημερ. 28.11.2014).
Καμιά από τις αιτιάσεις του αιτητή δεν μπορεί να ανατρέψει την εύλογη κρίση των καθ΄ ων, οι οποίοι ενήργησαν με δέουσα έρευνα και εξέδωσαν την επίδικη απόφαση με εύλογη και επαρκή αιτιολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.