Appeal for second assault case

Αριθ. 28-ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (Ο.35,r3)

ΚΛΙΜΑΚΑ: €50.000 – €100.000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Κατ’ έφεσιν εκ του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (συνδεριάζον στην Λάρνακα) στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIUS DESMOND ODWYER

Ενάγοντα / Εφεσείοντα

-και-

  1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΛΙΟΠΕΤΡΙ

  2. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΦΡΕΝΑΡΟΣ

  3. ΜΑΡΙΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣ, ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ

Εναγομένων / Εφεσίβλητων

Έστω εις γνώσιν υμών ότι o Ενάγοντας δια της παρούσης εφεσιβάλλει την απόφαση την δοθείσαν εν την άνω αγωγή κατά την 18/12/2014 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται εις την παρούσα ειδοποίηση.

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω αποφάσεως.

ή

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον του μέρους εκείνου της έν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής) δι’ού αποφασίζεται (ή διατάσσεται): (α) το ύψος και το είδος των αποζημιώσεων; (β) την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμονών γιατρών και του Ενάγοντα/Εφεσείοντα(β) την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών του Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Διεύθυνση επιδόσεως: Το Δικηγορικό Γραφείο των κ.κ. Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Γωνία Αγίου Παύλου & Κάδμου αρ.2, WisdomTower, 3ος όροφος, 1511 Λευκωσία, Τ.Κ.24144, 1701 Λευκωσία, Θυρίδα Δικαστηρίου 179.

Φ/δι το Δικηγορικό Γραφείο του κου Αναστάσιου Ζ. Μυλωνά, Λόρδου Βύρωνος αρ.64, 1ος όροφος, 6023 Λάρνακα, Θυρίδα Δικαστηρίου 69.

Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Προς: κον ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Συνοικισμός Λιοπετρίου αρ.16Α
Λιοπέτρι – Αμμόχωστος

Κον ΜΑΡΙΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Οδός Οδυσσέα Ελύτη αρ.7
Φρέναρος

Κον ΜΑΡΙΟ ΤΤΙΓΓΗ
Οδός Μόρφου αρ.28
Περβόλια – Λάρνακα

*Ενάγων ή Εναγόμενος, ως ή εκάστοτε περίπτωσις.

Διαγράψετε εάν δεν χρειάζεται. Δηλώσατε τους όρους του μέρους εκείνου της αποφάσεως ή διαταγής δια τον οποίον γίνεται παράπονον.

Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεως του και τα αιτιολογικά τούτων είναι (α):

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή παρερμήνευσε την επιστημονική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και/ή κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα και/ή τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της και/ή απέρριψε εσφαλμένα την ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία σχετίζεται με το ύψος των αποζημιώσεων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Δια το σύνολο της απόφασης, εμφαίνεται πως το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή παρέβλεψε και/ή παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προβαίνοντας σε εικασίες και/ή πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα τα οποία δεν πηγάζουν και/ή δεν στηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία, επιδικάζοντας με αυτόν τον τρόπο χαμηλά ποσά αποζημιώσεων, θέτοντας τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους σε ευνοϊκότερη θέση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε ολοκληρωτικά και/ή στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και/ή εσφαλμένα επιλεκτικά απέρριψε μέρος και/ή ολόκληρη τη μαρτυρία τους και/ή κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται από ιατρικά και/ή επιστημονικά εργαλεία και/ή έστω από άλλη αντίθετη ιατρική γνωμοδότηση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι η μαρτυρία τους παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε, παραλείποντας να λάβει υπόψη ότι η πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων δεν προσκόμισε άλλη ιατρική μαρτυρία η οποία να αντικρούει και/ή να καταρρίπτει τα όσα κατέθεσαν οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά συμπεράσματα τα οποία δεν αιτιολογούνται από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του. Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενώ από τη μια αποδέκτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του Νικόλα Νικολάου, ΜΕ5, και ενώ αποδέκτηκε πως τα ευρήματα του στηρίζονται σε κλινικές και άλλες ιατρικές εξετάσεις, εντούτοις απέρριψε την κατάληξη του ΜΕ5, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με την αιτιολογία πως πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο δεν υποστηρίζεται από ιατρικές εξετάσεις και επιστημονικά τεκμήρια. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εν λόγω γιατρού περί κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άλλη αντικρουστική μαρτυρία, και ως εκ τούτου εσφαλμένα δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε και/ή απέρριψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, o oποίος ήταν ο μοναδικός ψυχίατρος ο οποίος προσήλθε και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος εξέτασε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, χορηγώντας του την κατάλληλη θεραπεία. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε πως ο Ενάγων/Εφεσείων συνεπεία της επίθεσης, παρουσιάζει μόνο συμπτώματα συναισθηματικής διαταραχής, άγχους και αναστάτωσης, απορρίπτοντας το εύρημα του εν λόγω ψυχίατρου, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από συμπτώματα κατάθλιψης και πως είχε εκφράσει στο παρελθόν τάσεις αυτοκτονίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την ιατρική έκθεση, Τεκμ.53, δια της οποίας περιγράφεται η πάθηση “Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions”, την οποία εξήγησε ο εν λόγω γιατρός δια της προφορικής του μαρτυρίας, ήτοι πως πρόκειται για μια αντίδραση στα διάφορα γεγονότα της ζωής που χαρακτηρίζεται από τη διακύμανση συναισθηματικής διαταραχής, δυσκολία προσαρμογής, την έντονη καταθλιπτική διάθεση, άγχος, αϋπνία, έντονη διαταραχή του ύπνου, απώλεια βάρους, απώλεια της ενεργητικότητας, απώλεια όρεξης, σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή παρέλειψε και/ή εσφαλμένα απέρριψε πως λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης ο Ενάγων/Εφεσείων λαμβάνει φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές αγωγές και/ή αντικαταθλιπτικά χάπια. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εσφαλμένης αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα επεδίκασε μειωμένο ποσό αποζημιώσεων και δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με τις αποζημιώσεις για σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο, εν απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας η οποία να αμφισβητεί τη διαδικασία εξέτασης και ευρημάτων του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, εσφαλμένα έκρινε πως ο ΜΕ6 παρέλειψε να παραθέσει στοιχεία από τα οποία να εξακριβώνεται κατά πόσο ακολούθησε κάποια διαδικασία που βασίζεται σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να καταλήξει σε αξιόπιστες μεθόδους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε και/ή δεν υιοθέτησε στην ολότητα της τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, με την αιτιολογία πως ο μάρτυρας «απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί».Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή συγκεκριμένα πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων. Ως απόρροια της εσφαλμένης αυτής αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς έκρινε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχολογικά και/ή ψυχιατρικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλοται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί. Ως εκ τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις σε σχέση με τα όσα προβλήματα κατέθεσε ο εν λόγω γιατρός.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη κατάληξη του ΜΕ6, ήτοι πως τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται στο μεγαλύτρο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί, με την αιτιολογία πως αυτή είναι γενική και/ή αόριστη και/ή πως στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια, ήτοι μόνο στα όσα του έχει αναφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων. Ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης ιατρικής άποψης και/ή εναλλακτικής ιατρικής εξέτασης, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τα ιατρικά κριτήρια στα οποία στηρίκτηκε ο ΜΕ6 για τη διεξαγωγή των ευρημάτων του.

  1. Περαιτέρω, το Σεβαστό Δικαστήριο φαίνεται πως παρερμήνευσε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του από τον ΜΕ6, αφού εσφαλμένα θεώρησε πως η κατάληξη του εν λόγω γιατρού, ότι τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται ως επί των πλείστων στην επίθεση, συγκρούεται και/ή δεν συνάδει με τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος ανέφερε πως ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφειλόταν σε συνδυασμό παραγόντων. Ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται στην επίθεση και στην παράβαση συμφωνίας σε σχέση με την αγοραπωλησία του σπιτιού και κατέληξε πως με βάση τις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται περισσότερο στην επίθεση παρά στην παράβαση της συμφωνίας, αφού βασιζόμενος στις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως η επίθεση ήταν πιο επίπονη εμπειρία για τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, o οποίος ήταν ο μόνος εμπειρογνώμονας υπό την ιδιότητα του ως Consultant AudioVestibular Physician, (με εξειδίκευση στην ωτορινολαρυγγολογία), ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε αντίθετη ιατρική μαρτυρία, η οποία να είναι ικανή να καταρρίψει τα όσα κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα και/ή λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας του εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν επεδίκασε ζημιές για την πρόκληση του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV).

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, αναφέροντας πως τα συμπεράσματα του ήταν αυθαίρετα και/ή στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης με αποτελέσμα να μην επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα. Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όταν θεώρησε πως τα όσα έχουν λεχθεί από το μάρτυρα σε σχέση με τα συμπτώματα ίλιγγου τέθηκαν με γενικότητα και/ή χωρίς να υποστηριχθούν από συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού ο εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως το σύνδρομο Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης) από το οποίο υποφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων, μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο δύο αιτιών, είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή. Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο εν λόγω γιατρός τόνισε επανειλλημένως πως μοναδική αιτία ύπαρξης της εν λόγω πάθησης στη περίπτωση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα είναι ο τραυματισμός στο κεφάλι μετά τον ξυλοδαρμό που υπέστη το τότε χρονικό διάστημα, αποκλείοντας με βεβαιότητα το προχωρημένο της ηλικίας, αφού ως εξήγησε ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν μόλις 39 ετών, γεγονός που αυτομάτως απέκλειε τον παράγοντα – ηλικία, αφού δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των ασθενών με προχωρημένη ηλικία.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όσο αφορά τη δοθείσα μαρτυρία, όταν κατέληξε πως, ο Dr. Υeoh, ΜΕ7, απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση αναφορικά με το κατά πόσο ένας σοβαρός τραυματισμός θα έπρεπε να φανεί κατά την εξέταση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στον αξονικό τομογράφο, αφού o εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως η πάθηση ΒPPV, δεν εμφαίνεται μέσω αξονικής ή ακτινογραφικής τομογραφίας και/ή εξήγησε το εύρημα του βασίζεται στην εξέταση της μανούβρας για να διεξάγει τα συμπεράσματα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς αξιολόγησε αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο ο ΜΕ7, Dr. Υeoh, ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το σύνδρομο ίλγγου θέσης (BPPV). Αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «ισχυρίστηκε με απλουστευμένο τρόπο και χωρίς την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση που αναμένεται από ένα εμπειρογνώμονα, πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το συγκρκιμένο σύνδρομο ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγοντας». Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο, Dr. Yeoh, ΜΕ7, εξήγησε τόσο επιστημονικά και/ή θεωρητικά όσο και παραστατικά την διαγνωστική εξέταση στην οποία υπεβλήθη ο Ενάγων/Εφεσείων, με τρόπο ώστε να αντιληφθούμε τη διαγνωστική μέθοδο που χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο γιατρός ζητά από τον ασθενή να βρίσκεται σε όρθια θέση, έχοντας τα 2 χέρια κολλημένα στο κορμί, ενωμένα τα πόδια και κλειστά τα μάτια, ενώ στη συνέχεια ζητά από τον ασθενή να σταθεί με ενωμένα τα πόδια και τα χέρια υψωμένα μπροστά από το στήθος κάνοντας επί τόπου βηματισμό, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο ασθενής ισορροπεί ή κατά πόσο γέρνει προς τη μια πλευρά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα είχαν λεχθεί από τον Dr. Yeoh, ΜΕ7 και/ή εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω μάρτυρας περιέπεσε σε αντίφαση, αφού σε ένα σημείο της μαρτυρίας τους ανέφερε πως το συγκεκριμένο σύμπτωμα εμφανίζεται μετά από σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι και όχι μικροτραυματισμός, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης δήλωσε πως θα παρέμενε στην ίδια γνωμάτευση έστω και αν ο Ενάγων/Εφεσίων δεν είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό. Εν πάση όμως περιπτώσει, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα προσκολλήθηκε σε λεπτομέρειες, αφού ούτως ή αλλως η μαρτυρία ενός μάρτυρα αξιολογείται μέσα από το σύνολο της και όχι μεμονωμένα και/ή αποσμασματικά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ως διαπιστώνεται μέσα από τη μαρτυρία o ME7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη ότι τα όσα αναφέρθηκαν από τον ΜΕ7 επιβεβαιώνονται και/ή ενισχύονται από τον Νευρολόγο Paul Hart, ο οποίος εξέτασε για πρώτη φορά τον Ενάγοντα/Εφεσίοντα και/ή τον παρέπεμψε στον ΜΕ7 για περαιτέρω εξέταση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το Τεκμ.52, επιστολή του Νευρολόγου Paul Hart, δια της οποίας επιβεβαιώνεται η πάθηση Concussive Vestibulopathy, η οποία αφορά τον τραυματισμό του εσωτερικού αυτιού.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται πως έστρεψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία στα οποία δεν έπρεπε να είχε δώσει καμία βαρύτητα και/ή τα οποία δεν διαφοροποιούσαν τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρέμεινε εσφαλμένα προσκολημμένο σε κατ’ ισχυρισμό λέξεις που χρησιμοποίησε ο ΜΕ7, καταλήγοντας εσφαλμένα πως κάποια πράγματα τα οποία ανέφερε δεν συνάδουν με τα γεγονότα ως τα παρουσίασε ο Ενάγων/Eφεσείων, αξιολογώντας αρνητικά τη μαρτυρία του. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ7 ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων «κλωτσήθηκε» στο κεφάλι ενώ ο Ενάγων/Εφεσείων κατέθεσε πως «πατήθηκε» το κέφαλι του. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός πως τα όσα ανέφερνε ο μάρτυρας μεταφράζονταν και/ή καταγράφονταν στην ελληνική γλώσσα, επομένως δεν θα έπρεπε να είχε στρέψει τη προσοχή του σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες, οι οποίες εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο για το επίδικο θέμα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα και/ή προσκολλήθηκε σε ασήμαντες λεπτομέρειες και/ή στοιχεία, διεξάγοντας εσφαλμένα το συμπέρασμα πως η μαρτυρία του ΜΕ7 στηριζόταν σε αντιφάσεις. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η βεβαιότητα με την οποία προσπάθησε ο ΜΕ7 να στηρίξει το εύρημα του πως τα συμπτώματα ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγων/Εφεσείων οφείλονται στην επίθεση που δέκτηκε, βρίσκονται σε αντίθεση με το Τεκμ.51 που παρουσίασε, στο οποίο αναγράφεται πως «είναι σχεδόν σίγουρο» πως το σύνδρομο οφείλεται στην επίθεση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολικό σε σχέση με τον τρόπο που παρουσίαζε τα γεγονότα, αναφέροντας πως προσπαθούσε να παρουσιάσει τους τραυματισμούς του και τη σωματική του βλάβη σοβαρότερη από ότι ήταν στη πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας πως «η μαρτυρία του για το ζήτημα αυτό όχι μόνο χαρακτηρίζεται από υπερβολή αλλά ούτε υποστηρίζεται απόλυτα από την ιατρική μαρτυρία». Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη συναισθηματική φόρτιση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αγνοώντας και/ή παραβλέποντας αφενώς πως δεν επρόκειτο για ειδήμων μάρτυρα ο οποίος θα κατέθετε αναφορικά με τις σωματικές βλάβες τις οποίες έχει υποστεί, αφού αυτό είναι έργο των εμπειρογνωμόνων γιατρών και αφετέρου, πως τα όσα κατέθεσε σε σχέση με το ζήτημα αυτό επιβεβαιώθηκαν και/ή διευκρινίστικαν από τους εμπειρογνώμονες γιατρούς που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εβρισκόμενο σε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρερμηνεύοντας τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του και/ή δίδοντας υπέρμετρη σημασία σε μη ουδιώδη σημεία, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολική. Παραδειγματικά, αναφέρουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν υπερβολικός επειδή ανέφερε πως «μετά που έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο για κάποιο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσε δεκανίκια, κάτι που δεν συνάδει με την μαρτυρία των θεραπόντων γιατρών του οι οποίοι δεν ανέφεραν ότι ο Ενάγοντας μετά που έλαβε εξιτήριο δεν ήταν σε θέση να περπατίσει κανονικά».Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού δια της κατατεθείσας μαρτυρίας ενώπιον του και/ή των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του και/ή δια της μαρτυρίας του ΜΕ5, υποστηρίζεται και/ή αναφέρεται πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να περπατήσει κανονικά.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Ενάγων/Εφεσείων ενώ προσπαθούσε να πείσει κατά τη κυρίως εξέταση πως τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει οφείλονται αποκλειστικά στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί τη συγκεκριμένη ημέρα από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, στην αντεξέταση, ανέφερε ότι ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων. Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται παρέλειψε να λάβει υπόψη πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν θα μπορούσε ποτέ να αξιολογηθεί ως ειδήμων σε σχέση με τα αίτια ύπαρξης των ψυχιατρικών του προβλημάτων και πως ο μόνος ειδήμων μάρτυρας που κατέθεσε σε σχέση με την ψυχολογική του κατάσταση και τα αίτια, ήταν ο Dr. Drever, του οποίου η μαρτυρία έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή στο σύνολο της.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενεδιέτριψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία και/ή παρεμφερή και/ή άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, σε σχέση με την αγορά της κατοικίας του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και σε σχέση με τη δυσφήμιση, ζητήματα τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο και/ή εκδικάστηκαν σε άλλη υπόθεση ήτοι την 365/08 και τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εν τη προκειμένη περίπτωση επιγραμματικά και μόνο για σκοπούς συνοχής. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως ενώ το επίδικο θέμα ήταν το ύψος των αποζημιώσεων, το Σεβαστό Δικαστήριο έδωσε έμφαση και/ή επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων, κατά την κυρίως εξέταση του δεν ανέφερε πως ήρθε σε επαφή με τη νέα αγοράστρια της κατοικίας και πως αυτά τα ανέφερε μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης, γεγονός το οποίο ουδώλως σχετίζεται και/ή αφορά στα επίδικα θέματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο, ανέφερε και σχολίασε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων απαντώντας σε σχετικές υποβολές που του τέθηκαν από το συνήγορο της υπεράσπισης, παραδέκτηκε πως πριν ακόμη δεχτεί τις δύο αναρτήσεις ανάρτησε συγκεκριμένη ιστοσελίδα που έλαβε κατά τη διάρκεια συναντήσεων που είχε με τους Εναγόμενους 1 και 2, χωρίς τη συγκατάθεση τους. Με το ίδιο σκεπτικό, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε συμπεράσματα και/ή καταλήξεις απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αναφέροντας πως δεν πείθεται πως μοναδικός σκοπός της επίσκεψης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στην κατοικία, ήταν η λήψη μετρήσεων που θα χρησιμοποιούσε ως μαρτυρία για την υπόθεση της παράβασης συμφωνίας που εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, με την αιτιολογία πως δεν είχε την εμπειρογνωμοσύνη να λάβει μετρήσεις οι οποίες θα γίνονταν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Το Σεβαστό Δικαστήριο, δρώντας εκτός των εξουσιών του, σχολίασε και απέρριψε τα όσα ανέφερε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τον εξευτελισμό, την απελπισία, την στενοχώρια που ένιωσε μετά την επίθεση που δέκτηκε επειδή ως ο ίδιος ανέφερε πήγε να δει το σπίτι του.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, προβαίνοντας σε ευρήματα όχι μόνο εξ αντικειμένου ανυπόστατα και αυθαίρετα, αλλά από το κείμενο της απόφασης φαίνεται πως παρερμήνευσε τη μαρτυρία και/ή καθοδηγήθηκε από λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία δεν υποστηρίζεται από τη πραγματική δοθείσα μαρτυρία.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαλμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και/ή εβρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και/ή αξιολογώντας τη μαρτυρία με λανθασμένο τρόπο, εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, εσφαλμένα έκρινε πως η όλη συμπεριφορά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ήταν προκλητική.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του μαρτυρία εσφαλμένα δεν επεδίκασε όλες τις πραγματικές ζημιές του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως εσφαλμένα έκρινε πως δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου πως ως ο ίδιος ο Ενάγων/Εφεσείων εξήγησε κατά τη μαρτυρία του από το συνολικό ποσό των 180,99 Στερλινών που αναφέρεται στο Τεκμήριο 47(α), διεκδικεί μόνο το πρώτο ποσό των 95,00 Στερλινών (covertcamerakit), ενόψει του ότι το Τ.47(α) περιλαμβάνει και άλλα εξαρτήματα τα οποία δεν απωλέσθησαν ή καταστράφηκαν από το περιστατικό. Διέλαθε επίσης της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απόδειξη πληρωμής φέρει ημερομηνία 12/06/07 και εκδόθηκε επ’ ονόματι του Ενάγοντα, με την αναγραφή «πληρωμένο» στη κατάσταση πληρωμής (paymentstatus: paid). Η αγορά έγινε από την ιστοσελίδα dogcamsport.Το τεκμήριο 47(β) αποτελεί απόδειξη πληρωμής ημερ. 03/01/2008, όπου αναφέρεται η τιμή αγοράς της κάρτας μνήμης και δύο δίσκων της βιντεοκάμερας, που ανέρχεται στο ποσό των 315,00Στερλινών και ως εμφαίνεται πληρώθηκε με visa. Περαιτέρω, διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απώλεια των πιο πάνω επιμαρτυρείται από την ποινική απόφαση Τεκμήριο39, από την κατάθεση του Αστ. 3488 Μάριου Χρίστουτεκ. 19, από την κατάθεση του Αστ. 1192, Στ. Ανδρέουτεκ.. 34 και από την κατάθεση του Αστ. 860 Στ. Θεοδούλου τεκ. 28. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την επιδίκαση ιατρικών εξόδων ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε έξοδα σε σχέση με τα έξοδα επιδιόρθωσης του αυτοκινήτου μετά τη σύγκρουση του αυτοκινήτου που ενοικίαζε από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το Τεκμήριο 48, που αποτελεί απόδειξη εισπράξεως ημερ. 26/01/08, λίγες ημέρες μετά το επίδικο συμβάν καθώς επίσης και το Τεκμήριο 19, στο οποίο εμφαίνεται πως το εν λόγω αυτοκίνητο είναι το αυτοκίνητο που κτύπησαν οι Εναγόμενοι/Εφεσίβλητοι. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα για την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου, με την αιτιολογία πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν απέδειξε πως η σύγκρουση οφειλόταν στους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, αφού το γεγονός αυτό είναι παραδεκτό και/ή δεν αμφισβητήθηκε.Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της συνδεόμενης με την παρούσα υπόθεση, ποινικής υπόθεσης 4155/08, προβάλλοντας ως αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων που δεν επεξηγήθηκε, αφού έγινε ρητή αναφορά πως πρόκειται για έξοδα αεροπορικά, μετακίνησης,και διαμονής για τις ημερομηνίες διεξαγωγής των ακροαματικών διαδικασιών στην ποινική υπόθεση.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του, ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με την ισχύουσα Νομοθεσία και τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά και/ή δεν ακολούθησε τις καθιερωμένες αρχές σε σχέση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, παραλείποντας να καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα παρέμειναν αναντίλεκτα και/ή αδιαμφισβήτητα, αφού αφενός δεν έγινε κατορθωτό να πληγεί η αξιοπιστία τους μέσω της αντεξέτασης και αφετέρου δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τη πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, που να θέτει σε αμφισβήτηση και/ή να αντικρούει τα όσα εμπεριστατωμένα και καθόλα τεκμηριωμένα παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή παραγνώρισε πως οι εμπειρογνώμονες της πλευράς των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων απέτυχαν να παρουσιάσουν με επιστημονικά κριτήρια πως θα έπραττε κατά την γνώμη τους ο μέσος συνετός γιατρός και/ή απέτυχαν να παρουσιάσουν εμπεριστατωμένα πως τα όσα ισχυρίζονται υποστηρίζονται από μια άλλη σχολή ιατρών, με τρόπο που το Δικαστήριο έπρεπε να καθοδηγηθεί μόνο με βάση την ιατρική γνώμη των εμπειρογνωμόνων της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή εσφαλμένα δεν ακολούθησε τα όσα αναφύονται από την καθοδηγητική υπόθεση The Jones v. Dunkel Inference [2004] NSWCA 123, στην οποία τέθηκε πως όταν η Υπεράσπιση δεν προσκομίζει μάρτυρες προς αμφισβήτηση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Εναγόντων, τότε αυτό ενδυναμώνει τη θέση των τελευταίων και το Δικαστήριο δύναται με περισσότερη σιγουριά και/ή βεβαιότητα να αποδεχτεί τις θέσεις των Εναγόντων ως αληθείς και/ή πειστικές.

  1. Tο Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε όλα όσα τέθηκαν από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, από τη στιγμή που ήταν η μοναδική ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή εν απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας από την πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων η οποία να αντικρούει τα όσα κατέθεσαν, και ιδιαιτερα ενόψει της έλλειψης ικανοποιητικής εξήγησης αναφορικά με τον λόγο που δεν προσήλθαν ουσιαστικοί μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες προς υποστήριξη των ισχυρισμών των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις νομικές αρχές που αφορούν την αποδοχή μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με τη Νομολογία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα υιοθέτησε και/ή διεξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα αναφορικά με ιατρικά ζητήματα, τα οποία δεν υποστηρίκτηκαν από καμία απολύτως ιατρική γνώμη και/ή βιβλιογραφία, ενώ από την άλλη λανθασμένα δεν αποδέκτηκε τις θέσεις των εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, οι οποίες ήταν απολύτως τεκμηριωμένες. Επομένως εκ των πραγμάτων το Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει πως η πλευρά των Εναγομένων/Εφεισβλήτων δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με το κατάλληλο επιστημονικό υλικό προς απόδειξη των ισχυρισμών τους.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το επίπεδο απόδειξης, αφού με βάση τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του και δεδομένου πως η μόνη ιατρική μαρτυρία που είχε ενώπιον του ήταν αυτή των γιατρών που κατέθεσαν για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε καταλήξει πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οι ζημιές που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων από την επίθεση ήταν αυτές που περιέγραψαν οι εν λόγω γιατροί, η μαρτυρία των οποίων παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να ακολουθήσει την καθοδηγητική υπόθεση Morrison v. Barton 1994 SLT 657, στην οποία παρόλο που τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ήταν πως ο Ενάγων δεν είχε αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του πόνου και του επίδικου συμβάντος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, είχαν αποδειχθεί τα πιο πάνω μέσω της ιατρικής μαρτυρίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, κατά παράβαση των εξουσιών που του παρέχονται από το Νόμο, προέβη σε πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα και/ή καταλήξεις, που δεν αντικατοπτρίζονται στις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόμενων/Εφεσιβλήτων και/ή δεν ανταποκρίνονται στην δοθείσα μαρτυρία και/ή στα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θέτοντας σε ευνοϊκότερη θέση τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη σχετική επί του θέματος νομολογία, δια της οποίας αιτιολογείται υπό το φως των περιστάσεων, υψηλότερο ποσό γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τις καθόλα διαφωτιστικές μαρτυρίες που τέθηκαν ενώπιον του σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ίλλιγγου θέσης και ψυχιατρικών/ψυχολογικών προβλημάτων, λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ΜΕ7, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση πολύ χαμηλού ποσού αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία και/ή τις πάγιες αρχές της ισχύουσας νομολογίας οι οποίες συμφωνούν με τα όσα ανέφερε ο ΜΕ6, Ian Drever, ήτοι πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή ψυχιατρικά προβλήματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων και σε ποιο ποσοστό.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε την ισχύουσα νομολογία τόσο την κυπριακή όσο και την αγγλική που τέθηκε αναλυτικά ενώπιον του σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις που αφορούν παρόμοια τραύματα με αυτά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα αναφορικά με την κρανιοεγκεφαλική κάκωση, σύνδρομο Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions και Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV), που θα αιτιολογούσαν πολύ υψηλότερα ποσά αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα υπό τις περιστάσεις τη νομολογία αναφορικά με την απόδειξη των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών. Συγκεκριμένα, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, καθώς και με τα ιατρικά έξοδα ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της ποινικής υπόθεσης 4155/08, με την αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων τα οποία δεν επεξηγήθηκαν. Με τον ίδιο τρόπο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τις ειδικές ζημιες για την επισκευή του ενοικιαζόμενου αυτοκινήτου του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και των ενδυμάτων του.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία 01/01/2010 και όχι από την ημερομηνία της επίθεσης ήτοι 14/01/08, θεωρώντας πως προκλήθηκε αναιτιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή να επιμετρήσει τις ιδιαιτερότητες της παρούσης υπόθεσης, οι οποίες τυχόν να προκάλεσαν οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διεξαγωγή της διαδικασίας, και που προέρχονται κυρίως από το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων πρόκειται για διάδικο διασυνοριακών διαφορών που τυγχάνει νομικής αρωγής. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων, διαδικαστικά κωλύματα λόγω της έλευσης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα από την Αγγλία για σκοπούς προσαγωγής της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, τη διαμεσολάβηση της εκδίκασης της αίτησης για νομική αρωγή, και τη διευθέτηση προσαγωγής μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, τα οποία δικαιολογούσαν την επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος.

  1. Για σκοπούς επιδίκασης νόμιμου τόκου, το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε το γεγονός πως η εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν εξαρτάτο αποκλειστικά και μόνο από τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αφού η οποιασδήποτε προκληθείσα καθυστέρηση ήταν συνεπεία της νομικής αρωγής και της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως για σκοπούς αποκρυστάλλωσης των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων, κατέστη αναγκαία η προσκόμιση της κατάλληλης μαρτυρίας μέσω των θεράποντων ιατρών του, οι οποίοι βρίσκονται στην Αγγλία. Ενόψει του ότι ο Ενάγων/Εφεσείων είναι διάδικος με νομική αρωγή για διασυνοριακές διαφορές και ενόψει του ότι όλα τα έξοδα τα οποία βαραίνουν την πλευρά του, επιβαρύνουν ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία, το Σεβαστό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα μας, όπως δοθεί η μαρτυρία των εν λόγω γιατρών, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης προς αποφυγή μεγαλύτερων εξόδων εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή δεν έλαβε υπόψη, πως ως εμφαίνεται από τον ογκώδη φάκελο της υπόθεσης καθώς επίσης και ως επιμαρτυρείται από τα πρακτικά του Πρωτοκολλητείου, ο συντονισμός και η επικοινωνία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με το Royal Court of Justice του Λονδίνου για προγραμματισμό και διευθέτηση της εικονοτηλεδιάσκεψης, ήταν έργο χρονοβόρο και δύσκολο και/ή η οποιαδήποτε καθυστέρηση προκλήθηκε δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πως ως απόρροια των πιο πάνω διαδικαστικών κωλυμάτων, αιτήματα αναβολής ή αυτεπάγγελτες αναβολές ήταν καθόλα δικαιολογημένες και κατ’ ουδένα λόγο δεν θα μπορούσαν να επενεργήσουν εναντίον του Ενάγοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παραγνώρισε τα πιο πάνω διαδικαστικα κωλύματα αλλά τουναντίον παρέλειψε να επιμετρήσει θετικά πως η πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσειοντα, ήταν καθόλα βοηθητική αφού ενεπλάκη ενεργά, επίμονα και πέραν των υποχρεώσεων της, για την ετοιμασία και αποστολή όλων των σχετικών εγγράφων προς τις αρμόδιες αρχές της Αγγλίας καθώς επίσης και μέσω των τηλεφωνικών και άλλων παρεμβολών για επίσπευση της όλης διαδικασίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, επιδικάζοντας νόμιμο τόκο από την 01/01/2010, έμμεσα έθεσε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος είναι διάδικος με νομική αρωγή, σε μειονεκτική και/ή δυσμενέστερη θέση έναντι των διαδίκων με την οικονομική δυνατότητα, οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να καταβάλουν τα σχετικά έξοδα για την προσαγωγή αναγκαίας και/ή ουσιώδους μαρτυρίας από το εξωτερικό προς απόδειξη της υπόθεσης τους, χωρίς όλα τα πιο πάνω διαδικαστικά και τυπικής φύσεως κωλύματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε πως η μη επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία του επίδικου συμβάντος, ουσιαστικά λαμβάνει τη μορφή τιμωρίας έναντι στο διάδικο που τυγχάνει νομικής αρωγής και που αντιμετωπίζει διαδικαστικά κωλύματα, παραβλέποντας το δικαίωμα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το Άρθρου 30 του Συντάγματος, τον Περί Νομικής Αρωγής Νόμου 165 (Ι)/2002.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφασή του και/ή τα ευρήματά του.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέκτηκε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ολόκληρης της μαρτυρίας του ΜΕ7, από τη στιγμή που η άλλη πλευρά απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία δια της οποίας να αντικρούει τα όσα έθεσαν οι προαναφερόμενοι μάρτυρες και/ή έστω να αμφισβητήσουν τη διαγνωστική μέθοδο την οποία ακολούθησαν.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο υιοθέτησε τις θέσεις των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, από τη στιγμή που δεν εφοδίασαν το Δικαστήριο με την κατάλληλη ιατρική μαρτυρία και τα κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία δια των οποίων να υποστηρίζονταν οι θέσεις τους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ5, Νικόλαου Νικολάου, σε σχέση με το εύρημα του για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη πως η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε με ποια κριτήρια και/ή τους λόγους για τους οποίους ενώ αποδέκτηκε τα υπόλοιπα ευρήματα του εν λόγω γιατρού, απέρριψε το εύρημα για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να εξηγήσει δεόντως γιατί έκρινε πως ο ΜΕ6, Ian Drever, απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα/Eφεσείοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε πως διεξήγαγε το συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και πως κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 κατέληξε «αβίαστα» στο συμπέρασμα πως το σύνδρομο ίλλιγγου παρουσιάστηκε ένεκα του τραυματισμού από την επίθεση.

  1. . Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως γιατί δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ7, Dr.Yeoh, αναφορικά με τις δύο μόνες αιτίες εμφάνισης του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης), είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή προέβη σε εσφαλμένη αιτιολόγηση ως προς την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων.

(Περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την ακρόαση της Εφέσεως)

(Υπογρ.) Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Καταχωρήθηκε την / / 2015

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

(α) Έκαστος λόγος και τα αιτιολογικά τούτου δέον να εκτίθενται κεχωρισμένως και πλήρως.

Limassol court was ‘too lenient’ due to defendants’ social standing

By Angelos Anastasiou

THREE court cases involving individual instances of negligent driving, which left two women dead and an underage girl paralysed, appear to have been tried with suspicious lenience due to the defendants’ social standing, state TV reported on Thursday.

According to the CyBC, head of Limassol traffic police Michalis Katsounotos has sent a letter to chief of police Zacharias Chrysostomou inquiring about the three cases, which involve accidents that took place in 2011 and 2012.

In each case, public prosecutors charged the drivers but the sentences handed down by the court were suspiciously merciful – for the two accidents resulting in the victims’ death the accused were fined with €3,000 and their driving licences were temporarily revoked, and they received five penalty points, while the driver in the third instance was not punished.

Katsounotos’ letter noted that all three cases were tried by the same judge, and two defendants used the same lawyer, raising the question of whether there might have been foul play.

According to the rulings, in each case the court accepted the fact that victims’ families had been paid substantial sums from insurance companies as a mitigating factor.

As well, the letter poses the question of whether the three defendants were tried on the basis of their social standing, as they are considered to be well-known individuals in Limassol.

The Limassol traffic chief claimed that his department was not informed of the rulings as per due process, and noted that public prosecutors failed to appeal the rulings.

Sources have confirmed that the first case involved former Commerce Minister from 1988 to 1993 Takis Nemitsas, who in 2012 had run over an underage Russian girl after running a red light, leaving the girl paralysed.

Nemitsas, who was represented in court by Andreas Charalambous, pleaded guilty to the charges, but District Court judge Toula Papapetrou did not impose a sentence.

The second case related to a fatal accident, in which 28-year-old lawyer Oliver Anastasis Neophytou, who had been driving under the influence of alcohol, drove into an immigrant woman who had been walking on the pavement.

Neophytou, also represented by Charalambous in court, faced four charges – manslaughter, driving while intoxicated, reckless driving, and not keeping his hands free while driving.

He was fined €3,000, suffered a six-month revocation of his driving licence, and was penalised with six penalty points for the first charge, while the rest were mysteriously withdrawn.

The third case concerned a fatal accident in which an elderly woman was killed.

Insurance agent Phedonas Michael was fined €3,000, had his licence revoked for one year and was penalised with five penalty points.

The leaked letter caused the furious reaction of deputy Attorney General Rikkos Erotokritou, as he considered that fingers were being unjustly pointed at the state’s Legal Services.

“Do not include the Legal Services in your questions,” he abruptly told the state radio’s anchor yesterday morning, after she asked whether the service had been at fault. “You are wrong.”

Erotokritou added that public prosecutors are not technically part of the state’s Legal Services, falling under the police’s organisational chart instead.

“However, as part of their work in the courtroom they have a duty to inform us,” he said.

The deputy AG said neither he nor his boss had been aware of the letter’s contents, until they encountered the story in the media.

“When we get the letter, Legal Services will offer its position and will ask for the prosecutors’ views in writing,” he said.

“We can’t wake up to news stories that the Legal Services are being accused by the Limassol traffic chief, when he failed to contact us in advance, as he should have,” Erotokritou said.

Katsounotos declined comment to the Cyprus Mail and referred all questions to police spokesman Andreas Angelides.

Speaking on state TV yesterday, Angelides rejected Erotokritou’s claim that public prosecutors are part of the police’s remit.

“Public prosecutors are accountable to the Legal Services,” he said. “They are public prosecutors, they don’t investigate anything.”

However, he did concede that the Legal Services had not yet been informed of the issue as the letter was leaked before it officially got to its intended recipient.

“Very recently, we had noted some traffic cases that were tried, and due to the sentences that were handed down, Limassol traffic police prepared a letter that was supposed to accompany the trial files to the Legal Services,” he said. “But of course, the issue was made public before the letter and the files were delivered.”

Yesterday afternoon, the AG’s office issued a statement by which it demanded a written report of the facts by noon Monday.

“Concerning the news report in relation to an allegedly poor execution, or deliberate violation, of duty by public prosecutors in the handling of three fatal criminal traffic cases before the Limassol District Court, the Attorney General has instructed the head of the Public Prosecutors’ office to prepare a full report of the facts and present it to the Attorney General’s office by noon on Monday, October 6,” Attorney General Kostas Clerides announced.

“Once the above-mentioned fact report has been received and studied, any further measures warranted will be determined,” he added.

Source: Cyprus Mail

Criminal Fraud: Case 19/2011: Date 23-10-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 19/2011 και 20/2011)

23 Οκτωβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/2011)

CORNELIUS DESMOND O’DWYER

Εφεσείων,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE McDONALD,

Εφεσιβλήτων.

________________________

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/2011)

MICHAELLA MARGARET O’DWYER,

Εφεσείουσα,

ν.
1. CRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS LTD,
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,
4. MICHELLE Mc DONALD,

Εφεσιβλήτων

________________________

Γιάννος Γεωργιάδης, με Ντόρια Βαρωσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11 και την Εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 20/11.
Αντρέας Κλαΐδης, με Στέλιο Βασιλακκά, για Φλουρέντζου, για τους Εφεσίβλητους.

________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι – κατηγορούμενοι, στα πλαίσια της Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 1912/2009, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, μετά από ακροαματική διαδικασία, αθωώθηκαν και απηλλάγησαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. Οι κατηγορίες αφορούσαν δόλια συναλλαγή σε ακίνητη περιουσία που ανήκε σε άλλο. Συγκεκριμένα, κατηγορούνταν: Οι εφεσίβλητοι 1 ότι, ενώ γνώριζαν ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των εφεσειόντων, δικαιούχων δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 23/8/2005, κατατεθειμένου στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου, πώλησαν ή διέθεσαν προς χρήση μία κατοικία στο κτηριακό συγκρότημα «΄Αγιος Σέργιος», στο Φρέναρος, (η «κατοικία»), οι εφεσίβλητοι 2 και 3 ότι συμμετείχαν στην εν λόγω συναλλαγή και η εφεσίβλητη 4 ότι αποδέχτηκε την κατοικία, ενώ γνώριζε, ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε η συγκατάθεση των εφεσειόντων. Αποτελούσε κοινό έδαφος πρωτοδίκως ότι:-

«α) η Κατηγορουμένη αρ. 1 είναι εταιρεία, δεόντως συσταθείσα στην Κύπρο συμφώνως του Νόμου και ότι οι Κατηγορούμενοι αρ. 2 και αρ. 3 ήσαν διευθυντές της κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο και συνεχίζουν να είναι μέχρι και σήμερα.

β) οι Παραπονούμενοι (είναι μεταξύ τους σύζυγοι) συνεβλήθησαν γραπτώς με την Κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία στις 23.8.2005, για την αγορά μιας υπό ανέγερση οικίας (αποτελούσε μέρος συγκροτήματος κατοικιών που ήταν γνωστό ως ‘Agios Sergios Complex’ και είχε τον αριθμό 30) η οποία θα ανεγείρετο σε ιδιόκτητη γη της τελευταίας (εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της γης ήταν η κατηγορουμένη αρ. 1 εταιρεία), στο χωριό Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου.

γ) οι Παραπονούμενοι κατέθεσαν στις 8.9.2005 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου το προαναφερόμενο Πωλητήριο ΄Εγγραφο.»

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η κατοικία αγοράστηκε, για να μετακινηθεί η οικογένειά τους και η επιχείρησή τους από την Αγγλία στην Κύπρο. Η συμφωνία έγινε με τον εφεσίβλητο 3, η δε κατοικία, που θα ανεγειρόταν σε γωνιακό οικόπεδο, αγοράστηκε αντί του ποσού των ΛΚ163.000,00. Η υπογραφείσα συμφωνία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο και οι ίδιοι, μέχρι τις 2/2/2006, κατέβαλαν το ποσό των ΛΚ91.056,00. Ο εφεσείων στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 19/11, (ο «εφεσείων»), το Φεβρουάριο του 2006, όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο, διαπίστωσε και υπέδειξε στον εφεσίβλητο 3 λάθη στην οικοδομή, με σοβαρότερο το ότι, ταυτόχρονα με την κατασκευή της οικίας που αυτοί αγόρασαν, οι εφεσίβλητοι 1 έκτιζαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο που θα έπρεπε να είναι ο γειτνιάζων με την οικία τους δρόμος. Επειδή αυτό επηρέαζε την απομόνωση της κατοικίας τους, εξέθεσε στον εφεσίβλητο 3 τα προβλήματα με τηλεομοιότυπο, χωρίς, όμως, να πάρει οποιαδήποτε απάντηση. Ακολούθως, επειδή είχε καταγράψει σε «οπτικοακουστική» κασέτα όλες τις συνομιλίες που ο ίδιος είχε με τους εφεσίβλητους 2 και 3, τις ανήρτησε στο διαδίκτυο, μετά, όμως, από παραστάσεις των τελευταίων τις απέσυρε. Τον Ιούνιο του 2006, οι εφεσίβλητοι 1 – 3 αρνήθηκαν να δεχτούν οποιαδήποτε περαιτέρω πληρωμή και κατέθεσαν αγωγή στο δικαστήριο για τερματισμό του συμβολαίου. Το 2007, όταν πληροφορήθηκε από τηλεφωνήματα και e-mails στην ιστοσελίδα του ότι το σπίτι του πωλήθηκε, πληροφόρησε, με επιστολή του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την εφεσίβλητη 4 για την ύπαρξη του δικού του συμβολαίου. Αργότερα, την ειδοποίησε, με επιστολή του δικηγόρου του, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός, να εγκαταλείψει την οικία του.

Θέση των εφεσειόντων ήταν ότι αυτοί, από τη στιγμή που το συμβόλαιό τους κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της κατοικίας, δεν παρέβησαν τους όρους του συμβολαίου τους, ο δε τερματισμός του από τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 είναι παράνομος και έγινε ώστε οι τελευταίοι να πωλήσουν την κατοικία σε ψηλότερη τιμή.

Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 επέλεξαν να μην καταθέσουν, ούτε να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση. Κάλεσαν ένα μάρτυρα, τον κ. Γ. Πιττάτζη, ο οποίος προηγουμένως ενεργούσε ως δικηγόρος τους και ο οποίος ανέφερε ότι, στις 9/3/2006, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1, απέστειλε στους εφεσείοντες επιστολή, με την οποία τους πληροφορούσε ότι αυτοί τερμάτιζαν τη μεταξύ τους συμφωνία αγοράς της κατοικίας, για λόγους που αφορούσαν τους εφεσείοντες. Την ίδια επιστολή τους απέστειλε και στις 10/4/2006, με κοινοποίησή της προς τους δικηγόρους τους. Αντεξεταζόμενος, δήλωσε ότι ο ίδιος δε γνώριζε πότε η εφεσίβλητη 4 αγόρασε την κατοικία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία[1] σε σχέση με την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής, σε ποινικές υποθέσεις, όπως αυτή αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος και αφού προσδιόρισε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών που οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, και σε περίπτωση ακόμη που γινόταν δεκτή η θέση τους ότι οι ίδιοι είχαν καταστεί «δυνητικά ιδιοκτήτες» της κατοικίας και ήταν τα πρόσωπα που είχαν νόμιμη εξουσία να παρέχουν, στα πλαίσια του ΄Αρθρου 303Α(2) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, (το «Κεφ. 154»), συγκατάθεση για οποιαδήποτε συναλλαγή σε σχέση με αυτή, δεν απέδειξαν ότι η συναλλαγή των εφεσιβλήτων 1 με την εφεσίβλητη 4 έγινε με σκοπό την καταδολίευσή τους, ελλείψει μαρτυρίας για το χρόνο που αυτή έγινε. Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, η εν λόγω συναλλαγή έγινε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας με τους εφεσείοντες.

Καθοδηγούμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861, όπου αναφέρεται ότι πρόθεση εξαπάτησης από μέρους του παρασπονδούντος πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της παράστασης και όχι εκ των υστέρων, κατέληξε ότι, στην περίπτωση των εφεσιβλήτων, δεν υπήρχε μαρτυρία για τέτοια πρόθεση κατά το χρόνο της κατάθεσης της συμφωνίας στο Κτηματολόγιο.

Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί κατέστησαν ιδιοκτήτες της επίδικης κατοικίας. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι λανθασμένα αυτό κατέληξε ότι από τη μαρτυρία που το ίδιο είχε ενώπιόν του δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης. Η ενώπιόν του μαρτυρία, υποστηρίζουν, αποδείκνυε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν, ή έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να συναλλάττονται για την κατοικία. Το Τεκμήριο 8, υπό την τίτλο “Legal Undertakings to sell and purchase”, καταδεικνύει το χρόνο της συναλλαγής με την εφεσίβλητη 4. Με τους λόγους έφεσης 3 και 4, διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του εφεσείοντα, όπως και την επιλογή των εφεσιβλήτων να μην καταθέσουν και να δώσουν εξήγηση κατά πόσο αυτοί γνώριζαν ή όχι ότι δεν είχαν τη συγκατάθεσή τους να πωλήσουν την κατοικία.

Θα εξετάσουμε πρώτα την εισήγηση των εφεσειόντων ως προς την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας τους και της μη απόδειξης του συστατικού στοιχείου των αδικημάτων σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης, αφού η κατάληξή μας σ’ αυτό καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, είναι σε πλεονεκτική θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εάν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή εάν δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τον οποίο είδε να καταθέτει, έδωσε πειστικούς λόγους. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι, κατά την αντεξέτασή του, αυτός δεν απαντούσε σε οποιαδήποτε ερώτηση σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις από το συμβόλαιο.

΄Εχουμε και εμείς μελετήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της και δε διαπιστώνουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί να επέμβουμε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην καταθέσουν δεν μπορεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να προσμετρήσει σε βάρος τους, αλλά ούτε και να επιδράσει και να καταστήσει τη μαρτυρία του εφεσείοντα αξιόπιστη ή τον τρόπο αξιολόγησής της εσφαλμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέβλεψε την επιλογή αυτή των εφεσιβλήτων, ακολουθώντας, όμως, την αρχή της νομολογίας ότι είναι δικαίωμα κατηγορουμένου να μην καταθέσει και ότι το βάρος απόδειξης κάθε συστατικού στοιχείου των κατηγοριών βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή, δεν την προσμέτρησε σε βάρος τους. ΄Οπως ορθά κατέληξε, με τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του, δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της καταδολίευσης, δηλαδή ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε με σκοπό την καταδολίευση των εφεσειόντων. Το Κατηγορητήριο είχε ως βάση του το ΄Αρθρο 303Α (2)(α), (β) και (3) του Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει τα εξής:-

«(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου –

(α) Πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή

(β) διαφημίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή

……………………………………………………………………………………………………

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ενεργεί με σκοπό καταδολίευσης εάν προβεί σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έχει νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης.»

Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα σε σχέση με το εν λόγω συστατικό στοιχείο, για τους καθ’ όλα εύλογους και πειστικούς λόγους που διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν άφηνε άλλη επιλογή από την απαλλαγή και αθώωσή των εφεσιβλήτων από τις κατηγορίες. Το Τεκμήριο 8, στο οποίο ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε για να υποστηρίξει το λανθασμένο της κρίσης σε σχέση με το χρόνο πώλησης της κατοικίας στην εφεσίβλητη 4, κάθε άλλο παρά μαρτυρία για το χρόνο που αυτή έγινε αποτελεί. Με αυτό, δηλωνόταν ότι η κατοικία είχε πωληθεί σε τρίτο – (στους εφεσείοντες) – η δε εφεσίβλητη 4 αναλάμβανε, υπό όρους, μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, να την αγοράσει. Οι εφεσίβλητοι δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη της συμφωνίας με τους εφεσείοντες, ήταν, όμως, η θέση τους ότι αυτή τερματίστηκε από τους ίδιους, λόγω παράβασης όρων της από τον εφεσείοντα και καταχώρισαν σχετική αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τερματισμό της. Το ποιος ήταν υπεύθυνος για τον τερματισμό της συμφωνίας δεν μπορούσε να κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό θα αποφασιστεί στα πλαίσια της αγωγής.

Η κατάληξή μας ως προς την ορθότητα της πιο πάνω διαπίστωσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση του λόγου έφεσης 1.

Η παρούσα έφεση, η οποία, ουσιαστικά, στρέφεται εναντίον της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έχει και μια άλλη διάσταση. Καθώς προκύπτει, καταχωρήθηκε μετά από άδεια του Γενικού Εισαγγελέα, στη βάση των εξουσιών που του παρέχει το ΄Αρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. ΄Εχοντας υπόψη ότι έφεση, από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, εναντίον αθωωτικής απόφασης χωρεί μόνον επί νομικών θεμάτων, μας απασχόλησε κατά πόσο θα επανανοίγαμε την υπόθεση, για να ακούσουμε τους δικηγόρους, αφού το όλο ζήτημα δεν έχει εγερθεί από τους εφεσίβλητους. Θεωρήσαμε, όμως, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δε θα εξυπηρετείτο οποιοσδήποτε σκοπός pop over to this website.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

Α. Πασχαλίδης, Δ.

Δ. Μιχαηλίδου Δ.

[1] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363· Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71
Source

Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

Letter to the office of the Attorney General

Polina Efthivoulou
Counsel of the Republic
Law Office of the Republic of Cyprus
1403 Nicosia
Cyprus
+357 22889242
pefthivoulou@law.gov.cy

19th May 2011

Dear Ms Efthivoulou,

Double Selling Fraud. Section 303a Criminal Code

Thank you for the meeting on the 21st January 2011 where we discussed, amongst other issues, the double selling fraud by my developer of our property. During our meeting you advised me that you were going to raise the issue again with the Attorney General. I am writing to you today for the results of that meeting and for final clarification on criminal law concerning fraudulent dealings in immovable property belonging to another.

Criminal Code section 303A.

(1) Any person who, with intent to defraud, deals in immovable property belonging to another is guilty of a felony and is liable to imprisonment for seven years.

(2) For the purposes of the present section a person shall be deemed to be dealing in immovable property where

(a) [that person] Sells to another, or rents to another, or mortgages to another or encumbers in any way, or makes available for use by another immovable property, or

(b) advertises or otherwise promotes the sale or renting out or mortgaging or charging in any way to another of immovable property or the use thereof by another, or

(c) concludes an agreement for the sale to another, or the renting out to another, or the mortgaging to another, or the charging in any way to the benefit of another, or the use by another of immovable property, or

(d) accepts the immovable property which is the object of the dealing as this is defined in the present subsection.

Competition and Consumer Protection Service

I am copying this letter to Christos Solomonides Director of the Competition and Consumer Protection Service (“the CCP Service”) so as to encourage inter agency co-operation to protect consumers interest. The CCP Service is the competent government authority responsible for the enforcement of the consumer protection laws aiming at safeguarding consumer interests. It deals with subject matters such as unfair commercial practices, unfair terms in consumer contracts, misleading and comparative advertising, etc.

I understand that when the competent authority becomes aware of any infringement of Directive 2005/29/EC and the Cyprus Law 103 (I) /2007 which transposes it, it must, as soon as possible, take all the necessary enforcement measures to bring about the prohibition or cessation of the infringement committed by any supplier of goods or provider of services. It’s powers are far reaching including to apply to the Court for the issuing of a prohibitory or mandatory order, including an interim order, or to impose an administrative fine with regard to transgressions of consumer protection legislation.

This is to say that they will take court action on our behalf if this is required.

Private Criminal Prosecution

As you know our contract is still at the Land Registry deposited for specific performance and our money is in the developers bank since 2005. Before completion of the property in 2006 the developer sold the same property to another at a higher price who still occupy the house. You may recall that this was first brought to your attention late 2007 and in November 2008 you replied that the file had been studied and that it had been ascertained that no criminal offence has been committed. My family was left with little choice but to pay for a private criminal prosecution.

At the private criminal prosecution we presented evidence satisfying all of the essential facts including our contract in the Land Registry, our house unlawfully occupied and legal precedent that a contract in the Land Registry secures ones right as beneficial owner. The accused gave no evidence choosing to remain silent as is their right, but in a shocking conclusion (see Cyprus Mail attached by email) the judge without hearing a rebuttal seemingly went against her own Prima Facie decision, sided with the developer and occupant and acquitted them of all charges in January 2011. I have attached (By email only) my lawyer’s final submission and the judges ruling.

I believe any fair and reasonable jurisdiction would see the selling of the same property twice as a criminal fraud. It is grossly unfair for the buyer to be put on the very long and protracted journey towards remedy in the civil courts which is both costly and time-consuming while in contrast the developer enjoys your money to further his own business. Despite being filed in 2006 our civil case is not due for hearing till the end of this year. It will be argued that this is in breach of article 30 of the constitution. The Republic cares little that my family lives in rented accommodation with our lives in limbo.

In my complaint to the newly formed CCP Service I am requesting an inquiry and hope that they not only champion our appeal but reimburse our legal costs for the private criminal prosecution. We satisfied the Prima Facie requirements of the case proven by the judges interim decision. Clearly then the state should have proceeded with this prosecution in the public interest.

I don’t believe the above-mentioned Law is legally defective but cannot understand the Republics reluctance to implement it in our case. If our case doesn’t satisfy the elements for prosecution then what possible scenario would? I hope the law was not introduced to protect Greek property from Turkish occupation only.

False Advertising

When buying property in Cyprus I like everyone else believed that our contract in the Land Registry secured our rights and protected our interests and that only by mutual agreement or a court order could our rights be removed. Had we have known differently we would have not bought in Cyprus.

In addressing the title deeds issue in July 2009 Mr Neoclis Sylikiotis, Minister of the Interior stated:-

It must also become clear that the ownership status of a buyer-owner of immovable property in Cyprus is definitely secured and cannot be challenged, as long as the buyer-owner has submitted the buying-contract to the Department of Lands and Surveys.”

This rhetoric is repeated by every estate agent, lawyer and developer in the property industry all of whom believe and promote that once your contract is in the Land Registry your rights are secured. Here are two examples:-

By having the purchase contract deposited at the L.R.O. The buyer not only secures his interest in the property but he also prevents the owner of land/vendor from transferring the property to a third party without his knowledge.”

From the brochure of the Pittadjis Law Firm of Paralimni.
The Lawyers who sold our house to another without our knowledge.

From the minute your contract of sale is registered at the land registry department the property is officially yours and you can sell your property the next minute.”

From our developers promotional material.

Requests for action

I put many questions to you in January which instead of answering you were going to put before the Attorney General. I respectfully seek clarification on the following for my family and for the public interest.

Firstly, our private criminal prosecution is set for judicial review at the Supreme Court. I understand that this may take a while. Can you please confirm what action the Attorney General has taken to expedite this process in light of the serious effect on my family, the property industry and its reputation abroad.

Secondly, as the law stands today, how many times can a property developer sell the same house before it becomes a criminal offence? And how much money can the developer keep from each buyer? In our case the same house was sold twice and the developer kept all our money paid (some 50% of the house price).

Finally, could you please let me know what lessons have been learnt and what provisions have been put in place to see this does not happen again?

I understand that under Article 29 of the Cyprus Constitution I should be due a response from you within 30 days. I thank you for your attention and eagerly await your response.

Yours Sincerely

Cornelius O’Dwyer

3

CC:-

Mr Petros Clerides
Attorney General of the Republic
Law Office of the Republic of Cyprus
1403 Nicosia
Cyprus
Τel.: +35722889115, Fax.: +35722665080
att.gen@law.gov.cy

My Legal Representation in Cyprus
Yiannos G. Georgiades
GEORGIADES & MYLONAS
2, Ayios Pavlos & Kadmos Street
Wisdom Tower, 3rd Floor
1105 Nicosia, P.O.Box 24144, 1701 Nicosia
Tel: +357 22819292 Fax: +357 22778444
yiannos.georgiades@gmadvocates.com

Mr Christos Solomonides
Director of the Competition
and Consumer Protection Service
Ministry of Commerce, Industry and Tourism of Cyprus
CY-1421 Nicosia, CYPRUS
Tel: +357 22867100 Fax: +357 22375120
conservice@mcit.gov.cy

Mr Neoklis Sylikiotis
Minister of Interior
Dimostheni Severi ave
1453 Nicosia
Tel: +357 22867600 Fax: +357 22676709
dktorides@moi.gov.cy
minister@moi.gov.cy

Mr Christos Christophides
Director of the President’s Office and Deputy Government Spokesman
TEL: +357 22867431, +357 22867408
FAX: +357 22304300, +357 22660173
christophides.chr@presidency.gov.cy

Mr Matthew Kidd – High Commissioner:
Ms Zoe Woodward – Property Officer
British High Commission
Alexander Pallis Street (PO Box 21978)
1587 Nicosia
Cyprus
Matthew.Kidd@fco.gov.uk
Zoe.Woodward@fco.gov.uk

Viviane Reding
Vice President, Commissioner for Justice
DG Justice
European Commission
Brussels B-1049
Belgium
FAX : +32 2 299.92.01
viviane.reding@ec.europa.eu

Denis O’Hare.
Cyprus Property Action Group.
denis.ohare@cyprus-property-action-group.net

4