ενδιάμεση απόφαση: Case 365/2006: Date 29-07-2013

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Μ. Αμπίζα, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 365/2006

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS

Εναγόντων

-και-

CORNELIUS DESMOND O’ DWYER
MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Και ως ετροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.3.2010.

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Εναγόντων

-και-

CORNELIUS DESMOND O’ DWYER
MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Αίτηση ημερομηνίας 25.7.2013.

Ημερομηνία: 29 Ιουλίου 2013.

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες-Αιτητές: κ. Ε. Φλουρέντζος με κ. Κλαϊδη.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(ex-tempore)

Έχω με προσοχή ακούσει την αγόρευση εκ μέρους των αιτητών και θεωρώ ότι είμαι σε θέση να εκδώσω την απόφαση του Δικαστηρίου ex-tempore.

Είχα την ευκαιρία, από προηγουμένως, να μελετήσω με μεγάλη προσοχή το περιεχόμενο τόσο της αίτησης όσο και της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει και υποστηρίζει μαζί με τα συνημμένα σε αυτήν τεκμήρια, όσο και το περιεχόμενο του φακέλου της παρούσας υπόθεσης, η οποία, όπως φαίνεται και από τα λεγόμενα των αιτητών, βρίσκεται σε στάδιο μετά από έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης με βάση την οποία επιδικάστηκε ένα ποσό υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγομένου 1, απορρίφθηκε η αγωγή εναντίον της εναγομένης 2 και επιδικάστηκε ένα μεγαλύτερο ποσό υπέρ του εναγομένου 1 και εναντίον των εναγόντων στην ανταπαίτηση που υπήρχε. Θα πρέπει να πω επίσης ότι έχω με προσοχή ακούσει και με ερωτήματα μου ξεκαθαρίσει τα ζητήματα που με απασχολούσαν ως προς τις θέσεις των αιτητών, ερωτήματα τα οποία ήμουν σε θέση να θέσω έχοντας εξετάσει όλα τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία από προηγουμένως. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο συνοπτικός μπορώ να είμαι στο πλαίσιο αυτού που θεωρώ ότι πρέπει να αποφασιστεί στην παρούσα διαδικασία.

Διαπιστώνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι στις 19.3.2013 και ενώ από τον Ιανουάριο του 2013 και συγκεκριμένα στις 24.1.2013 είχε καταχωρηθεί το υπό κρίση memo με αριθμό 64/13, στις 19.3.2013 λοιπόν, ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε μονομερώς προσωρινό διάταγμα αναστολής του υπό κρίση memo ενώ έτερο διάταγμα που ζητούσε την ακύρωση του αφέθηκε να εκδικαστεί μετά από ακρόαση της αίτησης. Αυτά σημειώνονται και με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.7.2013. Υπήρξε, στις 20.3.2013, καταχώριση διά κλήσεως αίτησης η οποία ζητά την ακύρωση του εν λόγω memo. Υπήρξε καταχώριση αίτησης από την πλευρά του εναγομένου για ακύρωση και παραμερισμό του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς. Φυσικά η αίτηση αυτή απεσύρθη ως εκ του αποτελέσματος της ακρόασης που έγινε όσον αφορά το προσωρινό διάταγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα αυτό το διάταγμα ημερομηνίας 19.3.2013 να ακυρωθεί και η αίτηση να απορριφθεί.

Στο στάδιο αυτό θα ασχοληθώ πρώτα με μια άλλη πτυχή της αίτησης, έστω θεωρώντας ότι υπάρχουν στοιχεία που δεν εμποδίζουν την καταχώριση αυτής της παρούσας αίτησης. Είναι δεδομένο νομολογιακά ότι η έκδοση μονομερώς ενός διατάγματος αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα και ότι θα πρέπει να εκδίδεται ένα διάταγμα μονομερώς με τεράστια φειδώ και μόνο όπου οι περιστάσεις το επιτρέπουν. Το ερώτημα εδώ που θα ετίθετο είναι: έχοντας το Δικαστήριο εξετάσει, κατόπιν ακρόασης, πανομοιότυπα αιτήματα, έχοντας ακούσει και τις δύο πλευρές, θα δικαιολογείτο στη βάση ουσιαστικά όμοιων γεγονότων να αποφάσιζε μονομερώς την έκδοση διατάγματος χωρίς να ακούσει την άλλη πλευρά, η οποία όταν ακούστηκε πέτυχε την ακύρωση του διατάγματος και την απόρριψη προηγούμενης αίτησης; Είμαι της άποψης ότι, κατά το ελάχιστο σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο θα όφειλε να θέσει τέτοιες οδηγίες ούτως ώστε ένα τέτοιο αίτημα να αποφασίζετο ακούγοντας και τις δύο πλευρές. Μου φαίνεται πολύ παράδοξο να υπήρχε μια κατάσταση πραγμάτων κατά την οποία το Δικαστήριο, έχοντας μια άλλη σύνθεση να είχε αποφασίσει το θέμα στις 10.7.2013, ακούγοντας και τις δύο πλευρές, και το ίδιο Δικαστήριο, έστω υπό άλλη σύνθεση, να προχωρούσε, σε πανομοιότυπη αίτηση και γεγονότα, να εξέδιδε μονομερώς ένα τέτοιο διάταγμα. Αυτά που αναφέρω τώρα δεν θα επηρέαζαν το στοιχείο του κατ΄ επείγοντος αφού τέτοιες οδηγίες θα μπορούσαν να δοθούν ώστε να κληθεί η άλλη πλευρά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ακουστεί ικανοποιώντας οποιεσδήποτε ανησυχίες όσον αφορά το θέμα του κατ΄ επείγοντος.

Αυτά όσον αφορά το θέμα της μονομερούς έκδοσης του διατάγματος. Όμως είμαι της άποψης ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εξαντλείται το θέμα με οδηγίες επίδοσης στην άλλη πλευρά. Και αυτό διότι, έχοντας ακούσει την επιχειρηματολογία ως προς τη συμπεριφορά, κατ΄ ισχυρισμόν πάντοτε συμπεριφορά του εναγομένου καθ΄ ου η αίτηση και το πώς αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει τον ίδιον σε διάβημα του προς το Δικαστήριο λόγω της δικής του στάσης, και αντιλαμβανόμενος πλήρως την επιχειρηματολογία αυτή, είμαι της άποψης ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο στην παρούσα περίπτωση, υπό το εξής σκεπτικό. Δεν μπορώ να αποφασίσω σε αυτό το στάδιο, χωρίς καν να ακούσω οποιαδήποτε από τις αιτήσεις παρακοής, ότι υφίσταται παρακοή από πλευράς του εναγομένου. Και συνεχίζοντας αυτό το εύρημα να εμποδίσω αυτόν από οποιαδήποτε άσκηση δικαιωμάτων που ενδεχομένως να είναι καθ΄ όλα νόμιμη χωρίς καν να τον ακούσω και με έναν τρόπο που ενδεχόμενα να αποτελεί κατάργηση του μέτρου που λαμβάνει. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα, είμαι εις θέσιν σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας να καταλήξω ότι θα πρέπει ένα διάταγμα όπως το ζητούμενο να εκδοθεί λόγω του ότι ο εναγόμενος είναι σε πλήρη αδιαφορία του μέρους της απόφασης που τον αφορά ενώ παράλληλα επιδιώκει την εφαρμογή ενός άλλου μέρους της απόφασης; Πιστεύω πως δεν είμαι σε τέτοια θέση με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία.

Από τα όσα ανέφερα ήδη, θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρο και το εύρημα μου ότι με το τι ζητείται με αυτήν την αίτηση ουσιαστικά είναι η κατάργηση της ισχύος του memo, έστω για προσωρινό διάστημα. Ένα τέτοιο διάταγμα όμως σημαίνει ότι μονομερώς καταργείται κάτι που ένας από τους διαδίκους ζήτησε να εφαρμόσει προς εκτέλεση της υπέρ του απόφασης. Εάν δε μια τέτοια κατάργηση θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, το οποίο θα ήταν δικαίωμα των εναγόντων σε περίπτωση που δεν υφίσταται memo έστω και προσωρινά, τότε είναι, πιστεύω, εύκολα αντιληπτό το πόσο δραστικό θα μπορούσε να ήταν ένα τέτοιο διάταγμα στην απουσία της άλλης πλευράς. Κάτι το οποίο θεωρώ ότι δεν θα μπορούσα να εκδώσω, ειδικά μάλιστα όταν το ίδιο διάταγμα είναι εκείνο, έστω και αν χρησιμοποιείται η λέξη αναστολή αντί ακύρωση, που ζητείται με την διά κλήσεως αίτηση η οποία είναι ορισμένη για να ακολουθήσει πορεία εκδίκασης.

Και έρχομαι σε ένα τελικό σημείο, αυτό το οποίο θεωρώ καταλυτικό για την παρούσα αίτηση. Και οι τρεις αιτήσεις, τόσο η αίτηση ημερομηνίας 20.3.2013 που εκκρεμεί προς εκδίκαση και είναι διά κλήσεως (είναι ορισμένη ας σημειωθεί αυτή η αίτηση στις 13.9.2013 για οδηγίες και με οδηγίες καταχώρισης ένστασης από την πλευρά του εναγομένου) όσο και η αίτηση ημερομηνίας 19.3.2013 που εκδικάστηκε και αποφασίστηκε από το Δικαστήριο, όσο και η παρούσα αίτηση, βασίζονται ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα. Όσον αφορά το θέμα της δυσφήμισης από πλευράς εναγομένου για τους ενάγοντες, ως αποτέλεσμα της δικής του παρακοής της απόφασης, τα γεγονότα ύπαρξης τέτοιας δυσφήμισης προϋπήρχαν κατά πολύ της αίτησης ημερομηνίας 19.3.2013 όσο και της αίτησης ημερομηνίας 20.3.2013 και δεν αποτέλεσαν λόγο που να εκδικαστεί έστω και ανκαι ήταν στη διάθεση των αιτητών, δεν προωθήθηκαν από τους αιτητές. Το ότι μια τέτοια συμπεριφορά αναφέρεται ότι συνεχίζει δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπήρξε από πολύ προηγουμένως αυτή η κατάσταση πραγμάτων η οποία δεν ετέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν υπεισέρχομαι στο θέμα του κατά πόσο είναι επιτρεπτό να καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο ένα memo επί όλης της περιουσίας ενός προσώπου, εξ αποφάσεως οφειλέτη, ώστε να καλύπτει ένα πολύ μικρότερο ποσό γιατί δεν εκδικάζω την ουσία της υπόθεσης σε αυτό το στάδιο. Θα περιοριστώ στο κατά πόσο η παρούσα αίτηση, με τα χαρακτηριστικά όπως τα έχω αναφέρει, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και ως τέτοια δεν θα πρέπει να ακουστεί.

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Loukos Trading Co Ltd κ.α. ν. Ρέϊνμποου Πλήτσιηγκ και Νταϊγκ Ko Λτδ (2000) 1B A.A.Δ. 1014, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:

«Έχει νομολογηθεί ότι τα Δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής διαδικασίας. Έχει επίσης, νομολογηθεί ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδιση της».

Γίνεται δε αναφορά σε αυθεντίες στις οποίες έγινε αναφορά και από τους αιτητές προς υποστήριξη επιχειρήματος ύπαρξης κατάχρησης από μέρους του εναγομένου. Να σημειωθεί ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης για τρίτη φορά, με την πρώτη φορά να είχε αποσυρθεί από τον αιτητή, τη δεύτερη φορά να απερρίφθη λόγω μη εμφανίσεως του κατά την ακρόαση και την τρίτη φορά να απορρίπτεται ως καταχρηστική με την αναφερόμενη απόφαση. Πόσο μάλλον υφίσταται κατάχρηση όταν με τα γεγονότα της παρούσας αίτησης προκύπτει ότι ανάλογο αίτημα, πανομοιότυπο αίτημα, έστω με τη διαφοροποίηση μιας λέξης, από ακύρωση σε αναστολή, που στην ουσία απολήγει στην ίδια κατάσταση πραγμάτων, τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου έχοντας εξεταστεί στην ουσία του και αποφασιστεί από το Δικαστήριο. Επαναλαμβάνω ασφαλώς αυτά που ανέφερα όσον αφορά τα πράγματα που θα μπορούσαν να είχαν τεθεί από τότε και ενδεχομένως να μην τέθηκαν, τα οποία και πάλιν οδηγούν σε κατάχρηση της διαδικασίας, αφού θα έπρεπε να είχαν τεθεί στην ώρα τους. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να λεχθεί κάτι περισσότερο.

Καταλήγω ότι το αίτημα, όπως τίθεται, και μετά από όλα όσα έχω αναφέρει και εξετάσει, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί καταχρηστικό από μέρους των αιτητών και θεωρώ ότι η ορθή απόφαση είναι όπως η παρούσα αίτηση, ως μονομερής αίτηση, απορριφθεί χωρίς έξοδα.

Αυτή θα ήταν και η κατάληξη της απόφασης μου και στη βάση του ότι ένα τέτοιο αίτημα τίθεται μονομερώς αντί διά κλήσεως αν δεν ήταν καταχρηστικό το αίτημα. Θα πρέπει να λεχθεί κάτι που επίσης φανερώνει ύπαρξη κατάχρησης, ότι τα όσα αναφέρονται εδώ θα απασχολήσουν στην ουσία τους το Δικαστήριο και για την εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 20.3.2013 η οποία θα απασχολήσει επί της ουσίας το Δικαστήριο ακούγοντας και τις δύο πλευρές.

Για σκοπούς πληρότητας θα προσθέσω και κάτι τελευταίο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι μέρος των διαπραγματεύσεων ή της στάσης οποιασδήποτε πλευράς στη βάση οποιασδήποτε συμφωνίας. Παραπέμπω στην αναφορά στην ένορκη δήλωση για τη στάση προτιθέμενων αγοραστών. Αν λάβουμε υπόψη ότι η αναστολή ενός memo δεν οδηγεί στην ακύρωση του, τότε αυτό θα σήμαινε ότι η κατάσταση πραγμάτων, είτε με την έκδοση του διατάγματος, είτε όχι, παραμένει η ίδια, με το να υφίσταται αυτό το memo. Συνεπώς, το αν ένας προτιθέμενος αγοραστής θα αποφάσιζε να τηρήσει μια στάση διαφορετική, με ένα memo σε αναστολή αλλά υπαρκτό, μέχρι την ακύρωση του, αυτό δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκδοση μιας απόφασης ως αυτή που ζητείται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

(Υπ.)…………..
Μ. Αμπίζας, Α.Ε.Δ.\

Source

Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

Appeal submission: Case 365/2006: 22-10-2012

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

Αριθ. 28-ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (Ο.35,r3)

Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου

Κατ’ έφεσιν εκ του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 365/2006

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS, εκ Παραλιμνίου

ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ/ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

-και-

  1. CORNELIUS DESMOND O’ DWYER, εξ Αγγλίας

  2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER, εξ Αγγλίας

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ/ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

ΚΑΙ ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/3/2010

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ.365/2006

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ, εκ Παραλιμνίου

ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ/ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

-και-

  1. CORNELIUS DESMOND O’ DWYER, εξ Αγγλίας

  2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER, εξ Αγγλίας

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ/ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

Έστω εις γνώσιν υμών ότι oι Εναγόμενοι δια της παρούσης εφεσιβάλλουν την απόφαση (ή διαταγή) την δοθείσαν εν την άνω αγωγή κατά την 11/9/2012, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται εις την παρούσα ειδοποίηση.

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις τους είναι εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής).

ή

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις τους είναι εναντίον του μέρους εκείνου της έν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής) δι’ού αποφασίζεται (ή διατάσσεται):

  1. Η απαίτηση των Εναγόντων σε σχέση με τις αποζημιώσεις, λόγω δυσφήμισης και διά της οποίας το Δικαστήριο απεφάσισε υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €60.000,00, πλέον νόμιμο τόκο, καθώς επίσης το μέρος της απόφασης που έκδοσε διάταγμα το Δικαστήριο με το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο 1 να χρησιμοποιεί την ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com και να διαφημίζει κείμενα που αφορούν τους Ενάγοντες, τον κον Μάριο Καραγιαννά και/ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα που έχουν σχέση με τους Ενάγοντες.

  1. Το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με την ανταπαίτηση των Εναγομένων και συγκεκριμένα με το ύψος των αποζημιώσεων που έχει δώσει το Δικαστήριο, αναφορικά με τις αποζημιώσεις που προέκυψαν από την διαφορά, μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Το Δικαστήριο επιδίκασε μόνο €28.500,00 αντί €119.698,00.

2 (α) Το μέρος της απόφαση στην ανταπαίτηση που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο η απαίτηση των Εναγομένων για:

i. €18.000,00, ως πραγματικά έξοδα,

ιι. €93.372,19, ως ενοίκια για το σπίτι τους στην Αγγλία,

  1. 2.526,90, ως δικηγορικά έξοδα,

  1. τιμωρητικές αποζημιώσεις

  1. αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη

3. Το μέρος της απόφασης που επιδικάζει έξοδα εναντίον του Εναγομένου 1 και δεν επιδικάζει έξοδα υπέρ της Εναγομένης 2, καθώς επίσης το μέρος της απόφασης του που αποφασίζει τον τρόπο που θα καταβληθούν τα έξοδα, ενόψει της ύπαρξης πιστοποιητικού νομικής αρωγής.

Διεύθυνση επιδόσεως: Το Δικηγορικό Γραφείο των κ.κ. Γεωργιάδης & Μυλωνάς, Γωνία Αγίου Παύλου & Κάδμου αρ.2, Wisdom Tower, 3ος όροφος, 1105 Λευκωσία, Τ.Κ.24144, 1701 Λευκωσία, Θυρίδα Δικαστηρίου 179.

(Υπογρ.) Γεωργιάδης & Μυλωνάς

Δικηγόροι Εναγομένων/Εφεσειόντων

Προς: Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ

Karayiannas Shopping Center

1ος όροφος, Γρ.1, Γρίβα Διγενή αρ.152

5281 Παραλίμνι, Τηλ.23743553

*Ενάγων ή Εναγόμενος, ως ή εκάστοτε περίπτωσις.

Διαγράψετε εάν δεν χρειάζεται.

Δηλώσατε τους όρους του μέρους εκείνου της αποφάσεως ή διαταγής δια τον οποίον γίνεται παράπονον.

Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεως του και τα αιτιολογικά τούτων είναι:

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

  1. Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί τον Νόμο:

Αιτιολογία

(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε και/ή παρερμήνευσε την ισχύουσα νομολογία που ετέθη ενώπιον του, αναφορικά με την απαίτηση για δυσφήμιση, καθώς και τις αρχές οι οποίες διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων λόγω δυσφήμισης και ιδιαίτερα, το Δικαστήριο παρέλειψε να ακολουθήσει την σύγχρονη τάση των Δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, να περιορίζει το δικαίωμα στην φήμη προς όφελος της ελευθερίας της έκφρασης.

(β) Το Δικαστήριο φαίνεται να αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα από τα όσα ανέφερε η μειοψηφία στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν. ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, αγνοώντας τα όσα αναφέρθηκαν από την πλειοψηφία και τα οποία είναι δεσμευτικά ως προηγούμενο (precedent) για τα Επαρχιακά Δικαστήρια.

(γ) Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς το μέγεθος της ζημιάς και το πόσο εκτεταμένη ήταν η δημοσιοποίηση των κειμένων στην ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com, στηριζόταν σε υποθέσεις και όχι σε πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

(δ) Το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 1 για περίπου ένα έτος μετά από την ισχυριζόμενη δυσφήμιση, δεν είχε αναρτημένα τα επίδικα κείμενα στο διαδίκτυο και ότι άλλοι παράγοντες τον ώθησαν μεταγενέστερα να ανεβάσει κείμενο, όπως η πώληση του σπιτιού του σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να εκδοθεί προηγούμενη απόφαση από το Δικαστήριο και χωρίς να αποσυρθεί το Συμβόλαιο του από το Κτηματολόγιο, καθώς επίσης το γεγονός ότι οι Ενάγοντες τον κτύπησαν δύο φορές, με αποτέλεσμα να εμπλακεί σε άλλες ατέρμονες διαδικαστικές διαδικασίες, που του προκάλεσαν πολλή ταλαιπωρία, έξοδα και ψυχική οδύνη.

(ε) Το Δικαστήριο κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η Υπεράσπιση του αληθούς δημοσιεύματος, ενόψει του ότι τα συμπεράσματα του δεν βασίζονταν στην μαρτυρία που είχε ενώπιον του και την ισχύουσα Νομολογία και η κατάληξη του βασίζεται σε υποθέσεις και όχι σε γεγονότα που είχε ενώπιον του. Επίσης το δικαστήριο κακώς δεν εξετάζει την υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος.

(στ) Το Δικαστήριο κακώς απέρριψε την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, αγνοώντας την πρόσφατη Νομολογία που είχε ενώπιον του. Το Δικαστήριο αγνόησε το ότι, ένας μέσος αναγνώστης της ιστοσελίδας θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι ο Εναγόμενος 1 εκφράζει την άποψη του βασιζόμενος στην εμπειρία που είχε με τους Ενάγοντες ως πελάτης. Το Δικαστήριο αγνόησε παντελώς την παραπομπή σε παρόμοιες υποθέσεις που αφορούν δημοσιεύσεις κειμένων μέσω ιστοσελίδας, γνωστές ως «gripe sites», όπου τα Δικαστήρια θεωρούν ότι τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές, έστω και υπερβολικά δεν αποτελούν δυσφήμιση, αλλά έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

(ζ) Το Δικαστήριο κατά τρόπο αντιφατικό από τη μια αποφάσισε ότι ήταν παράνομος ο τερματισμός του πωλητηρίου εγγράφου από τους Ενάγοντες και ότι πράγματι πωλήθηκε το σπίτι από αυτούς, ενώ οι ίδιοι προσπάθησαν επίμονα να ισχυριστούν ψευδώς στο Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται περί πώλησης, και από την άλλη απεφάσισε ότι οι αναφορές του Εναγομένου 1 στην ιστοσελίδα του www.lyingbuilder.com, αποτελούν δυσφήμιση, αγνοώντας μάλιστα όλη τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το δικαστήριο ότι οι Ενάγοντες είπαν αρκετά ψέματα.

(η) Το Δικαστήριο κακώς επιδίκασε το υπέρογκο ποσό των €60.000,00 εναντίον του Εναγόμενου 1, σε αντίθεση με τα χαμηλά ποσά που συνηθίζεται να δίνονται σε Κυπριακά Δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις. Το Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη ως προς την μεθοδολογία υπολογισμού των αποζημιώσεων για δυσφήμιση και/ή αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα.

(θ) Το δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη όταν επιδίκαζε αποζημειώσεις και τόκους υπέρ των Εναγόντων και έκανε τους υπολογισμούς του ως ο διάδικος να ήταν φυσικό πρόσωπο και όχι νομικό πρόσωπο, παραβλέποντας όλη την σχετική νομολογία επί του θέματος.

(ι) Το δικαστήριο έσφαλε νομικώς και/η διαδικαστικώς όταν στα πλαίσια της απόφασης του για την δυσφήμιση και/η για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για δυσφήμιση, έλαβε υπόψη του γεγονότα τα οποία δεν ήταν δικογραφημένα, ως προβλέπεται από την νομολογία, τους θεσμούς και την σύνηθη πρακτική στις περιπτώσεις αυτές και/ή δεν ήταν δικογραφημένα ορθά.

(κ) Το Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη του για σκοπούς υπολογισμού των αποζημιώσεων υπερ των εναγομένων την αγοραία αξία του ακινήτου τους στις 30/5/2007, όπου ήταν και ο χρόνος που αποφάσισαν οι Εναγόμενοι να εγκαταλείψουν την απαίτηση τους για ειδική εκτέλεση, κατά παράβαση τους ισχύουσας Νομολογίας, με αποτέλεσμα να τους αποδώσει μόνο €28.500,00 αποζημιώσεις.

(λ) Το Δικαστήριο κακώς δεν επιδίκασε τα πραγματικά έξοδα που ζήτησαν οι Εναγόμενοι, παρά του ότι είχε μαρτυρία ενώπιον του για τα ποσά, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη.

(μ) Το Δικαστήριο κακώς απέρριψε το αίτημα των Εναγομένων να τους δοθούν τα ενοίκια που πλήρωσαν για την διαμονή τους στην Αγγλία, λόγω τους πώλησης τους οικίας τους, παρόλο που το Δικαστήριο αναγνώριζε ότι είναι ποσό που δικαιούνται να πάρουν. Το Δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη, καθώς επίσης πλάνη περί των γεγονότων, όταν αποφάσισε ότι δεν μπορούν να πάρουν αποζημίωση για ενοίκια οι Εναγόμενοι, διότι δεν έπρεπε να πωλήσουν το σπίτι τους μετά που πήραν την επιστολή ημερ.9/3/2006. Το Δικαστήριο αγνοεί ότι οι Εναγόμενοι ξεκίνησαν την διαδικασία πώλησης του σπιτιού τους, όταν αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Κύπρο και δεσμεύτηκαν στην αγορά του επίδικου ακινήτου, η οποία ολοκληρώθηκε μετά την αποστολή εκείνης της επιστολής. Οι Εναγόμενοι δεν αποδέχθηκαν τον τερματισμό και διεκδικούσαν, εκτός από αποζημιώσεις, ειδική εκτέλεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, διότι ήταν αναγκαίο να πωλήσουν το σπίτι τους για να έχουν τα λεφτά για την εξόφληση του επίδικου ακινήτου, χωρίς να χρειάζεται να πάρουν δάνειο.

(ν) Το Δικαστήριο κακώς δεν έκδοσε απόφαση για τα πραγματικά έξοδα υπέρ των Εναγομένων, παρά του ότι υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του και παρόλο που τα ποσά περιγράφονταν στα δικόγραφα, με την δικαιολογία ότι στο αιτητικό της ανταπαίτησης δεν περιλήφθηκαν οποιαδήποτε έξοδα, εφόσον τέτοια θέση βρίσκεται αντίθετη με την ισχύουσα Νομολογία. Περαιτέρω το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ζημιές δεν είναι εξειδικευμένες και δεν συνδέονται με τις ανάγκες της υπόθεσης, αγνοώντας το ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί τα ποσά από τους Ενάγοντες στο στάδιο της αντεξέτασης, καθώς επίσης αναλύονται σε κατάσταση που παρέδωσε η Εναγόμενη 2. Περαιτέρω το δικαστήριο κακώς απέρριψε τα δικηγορικά έξοδα για το ποσό των €2.526,90 σε σχέση με την ετοιμασία το πωλητήριου εγγράφου.

Επίσης το δικαστήριο κακώς δεν έδωσε αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη, παρά του ότι τέτοιου είδους αποζημιώσεις δίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την νομολογία.

(ξ) Το Δικαστήριο κακώς επιδίκασε έξοδα εναντίον του Εναγομένου 1 σε σχέση με τη δυσφήμιση και/ή δεν εξάσκησε δικαστικά την διακριτική του ευχέρεια, παρά του ότι η γενεσιουργός αιτία της δικαστικής διαδικασίας ήταν η παράνομη συμπεριφορά των Εναγόντων να τερματίσουν την Συμφωνία, κατά παράβαση της Συμφωνίας πώλησης, κάτι για το οποίο το Δικαστήριο δικαίωσε τους Εναγόμενους. Το δικαστήριο κακώς δεν έδωσε έξοδα υπέρ τους Εναγομένης 2, παρά του ότι απορρίφθηκε η απαίτηση για λίβελλο εναντίον της.

Περαιτέρω το Δικαστήριο, παρέλειψε να λάβει υπόψη του την συμπεριφορά των Εναγόντων έναντι των Εναγομένων, την αυθαίρετη πώληση της οικίας τους σε άλλον και τον ξυλοδαρμό του Εναγομένου 1 δύο φορές, συμπεριφορές που προκάλεσαν τον Εναγόμενο 1 να δημοσιεύσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που είχε δημιουργήσει. Εν πάση περιπτώσει έστω και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο ορθά επιδίκασε έξοδα εναντίον του, κακώς δεν προβλέπεται στην απόφαση του ότι τα ποσά αυτά θα καταβληθούν από το κράτος, εφόσον έχει δοθεί νομική αρωγή στον Εναγόμενο 1.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή διακατέχετο από προκατάληψη εναντίον των Εναγομένων 1 και/ή 2 και/ή είχε προαποφασίσει για την αξιοπιστία τους και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρερμήνευσε τους διαδικαστικούς κανονισμούς και την Νομολογία.

Αιτιολογία

(α) Το Δικαστήριο φαίνεται να αντιμετωπίζει με προκατάληψη την αξιοπιστία και τον χαρακτήρα των Εναγομένων και/ή να είχε προαποφασίσει την αξιοπιστία τους ως μάρτυρες, ενόψει των όσων το Δικαστήριο ανέφερε στην υπόθεση αρ. 927/2007, όπου απέδωσε στον Εναγόμενο 1 στη σελ. 18, πιθανή εγκληματική ενέργεια, ενόψει του ότι μαγνητοφώνησε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τις κυκλοφόρησε στο διαδύκτιο και μάλιστα παρέπεμψε τα πρακτικά στην αστυνομία, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ποινική υπόθεση εναντίον του Εναγομένου 1.

(β) Συγκεκριμένα ο Πρωτόδικος Δικαστής Οικονόμου στην υπόθεση 927/2007, ανέφερε σε σχέση με τον Εναγόμενο 1 στην παρούσα υπόθεση, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

“….. η παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και ειδικά η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δημιουργεί απευθείας εκ του Συντάγματος αγώγιμο δικαίωμα. Παράλληλα δε, πρόκειται για ποινικό αδίκημα …..”

“…. Τίθεται γιατί θεωρώ σκόπιμο να κοινοποιηθεί η παρούσα στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για περαιτέρω, κατά την κρίση του, διερεύνηση ποινικής ευθύνης ……..” Δηλαδή εναντίον του Εναγομένου 1.

Η πιο πάνω Αγωγή ήταν Αγωγή μεταξύ των ιδίων μερών και συγκεκριμένα ήταν απαίτηση της Εταιρείας Καραγιαννά για δυσφήμιση εναντίον του Εναγομένου 1 και απορρίφθηκε λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, ενόψει του ότι διεκδικούσαν τις ίδιες θεραπείες δυσφήμισης με αυτές που διεκδικούσαν μέσω της 365/2006.

(γ) Η προκατάληψη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον χαρακτήρα και την αξιοπιστία των Εναγόμενων, διαφαίνεται και από τον τρόπο που προσπάθησε το Δικαστήριο να αιτιολογήσει τη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους, στην αρχή της απόφασης του, καθώς επίσης σε άλλα σημεία κατά τα οποία επυφυλασσόμαστε να υποδείξουμε στο Δικαστήριο στο στάδιο της Ακρόασης της Έφεσης.

(δ) Το Δικαστήριο κακώς είχε εκλάβει την ψυχική οδύνη και ταλαιπωρία των Εναγομένων και την προσπάθεια τους να βρουν το δίκαιο τους, ως ένδειξη για το ότι δεν λένε την αλήθεια στο Δικαστήριο, παραβλέποντας το ότι, όσα παρέθεσε ο Εναγόμενος 1, υποστηρίζονται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία και ότι στο στάδιο της αντεξέτασης, ήταν σταθερός, δεν είχε περιπέσει σε αντιφάσεις και δεν απέφευγε να απαντήσει ευθέως σε όλες τις ερωτήσεις που του υπέβαλλαν οι δικηγόροι των Εναγόντων.

(ε) Το Δικαστήριο κακώς θεώρησε τους μάρτυρες των Εναγόντων ως αξιόπιστους, παρά του ότι στο στάδιο της αντεξέτασης ως διαφαίνεται από τα πρακτικά περιέπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, δεν απαντούσαν και/ή απέφευγαν να απαντήσουν ευθέως στις ερωτήσεις που τους υποβάλλοντο. Περαιτέρω το Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη του τις δηλώσεις που έκαναν οι Ενάγοντες κατά την διάρκεια της μαρτυρίας τους και οι οποίες συγκρούονταν με άλλες δηλώσεις που προσπάθησαν να προωθήσουν για τα ίδια θέματα σε άλλες διαδικασίες, είτε μέσω προφορικής μαρτυρίας, ή γραπτών δηλώσεων, ή ενόρκων δηλώσεων, κάτι που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ως μαρτυρία.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

3. Η απόφαση και/ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένα και/ή επαρκώς αιτιολογημένα ως σαφώς ορίζει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Νομολογία.

Αιτιολογία

(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει ουσιαστικούς και/ή επαρκείς λόγους που το οδήγησαν στο να μην ακολουθήσει την νομολογία που παρέθεσαν οι Ενάγοντες μέσω της αγόρευσης τους. Ειδικότερα, κακώς δεν αιτιολόγησε και/ή παρέλειψε να εξηγήσει γιατί δεν έλαβε καθόλου υπόψη την νομολογία που αφορά την Δυσφήμιση και τις αποζημιώσεις, λόγω παράνομου τερματισμού του Πωλητήριου Εγγράφου και την νομολογία σε σχέση με τις αποζημιώσεις σε περίπτωση παράβαση συμφωνίας.

(β) Το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε καθόλου και/ή επαρκώς, γιατί δεν απέδωσε την δέουσα βαρύτητα στην μαρτυρία των Εναγόμενων.

(γ) Το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τα ευρήματα του, αναφορικά με τα γεγονότα και τα νομικά σημεία.

(Περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την ακρόαση της Έφεσης)

(Υπογρ.) Γεωργιάδης & Μυλωνάς

Δικηγόροι Εναγομένων/Εφεσειόντων

Καταχωρήθηκε την / /2012

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

Brit wins property dispute but must pay for defamation

A BRITISH homebuyer has said he will appeal a court order to pay compensation for an online campaign against a property developer whom the court has found guilty of the unlawful termination of a 2005 contract.

After years of battling his case, and finally having the court acknowledge that his developers had unlawfully terminated his contract, the Famagusta District Court has asked Conor O’Dwyer to pay compensation to Paralimni-based Karayannas Developers over his online campaign.

Although the court awarded O’Dwyer €141,000 in compensation, which comes to around €200,000 with interest, he has been asked to compensate the developers to the tune of some €60,000 – over €85,000 with interest – for defamation on the website lyingbuilder.com, set up in March 2006 against the backdrop of a growing dispute with the developers.

“I’m being penalised because I dared express my opinion about how I was treated by the developers,” O’Dwyer said.

The website documented O’Dwyer’s interaction with the developers by scanning documents, recording conversations and posting photographs of the disputed villa.

O’Dwyer’s lawyer, Yiannos Georgiades, has been instructed to appeal the court’s decision.

In the case of defamation, Georgiades said that European law precedents weighed heavily towards the protection of freedom of speech and people’s right to express their opinion, even against major corporations.

Georgiades said they will also appeal the court’s decision not to award damages for expenses (travelling to and from the UK), loss of rent (by selling a home in the UK to settle in Cyprus) and damages for distress caused by the developers.

The O’Dwyer family sold their house to move to Cyprus with their two small children, buying property on land belonging to the developers in 2005.

They felt their agreement with the developer was breached but negotiations to find a mutually agreed solution failed.

O’Dwyer had already paid over €100,000 in instalments as per his contract and claims the house was resold without his knowledge in May 2007. His contract had been unlawfully terminated and his money never returned.

Karayannas and his son have already been found guilty twice of assault on O’Dwyer in 2006 and 2008. Concerning the second assault, the state has appealed the court’s decision to give a 12-month suspended sentence for actual bodily harm on the grounds the offence should have related to the more serious grievous bodily harm.

O’Dwyer is also waiting on a civil suit against the developers in relation to the second assault that left him six days in hospital.

Also pending is a Supreme Court appeal to a court’s decision to clear Karayannas of any wrongdoing, in relation to a private criminal prosecution.

By: Poly Pantelides Published: Saturday 15th September 2012

To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News

γραπτές παρατηρήσεις με Γιάννος Γ Γεωργιάδη 365/2006

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelious Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΓΡΑΠΤΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 2

Εντιμότατε,

Προβαίνω στην παρούσα γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των θέσεων των πελατών μας, Εναγομένων 1 & 2 στην παρούσα αγωγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στα δικόγραφα και την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας κατά την ακρόαση της υπόθεσης και ένα συντομία έχουν ως ακολούθως:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο κος Cornelius Desmond O’Dwyer (Εναγόμενος 1) και η κα Michaella Margaret O’Dwyer (Εναγόμενη 2) από την Αγγλία, είναι παντρεμένοι και έχουν δύο μικρά παιδιά.

Περίπου τον Μάιο του 2005 απεφάσισαν να πωλήσουν το σπίτι τους στην Αγγλία και να μετακομίσουν στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή, όπως έκαναν πάρα πολλοί Άγγλοι, ιδιαίτερα πριν να επέλθει οικονομική ύφεση στο νησί. Ο στόχος τους ήταν να πάρουν ένα ανεξάρτητο σπίτι περίπου ΛΚ170.000,00 στις ελεύθερες περιοχές Αμμοχώστου, με κήπο και πισίνα σε μια οικιστική περιοχή. Ένας κτηματομεσίτης τους σύστησε την εταιρεία των Εναγόντων ως μία αξιόπιστη εταιρεία, στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν για να αγοράσουν το σπίτι που ζητούσαν. Αφού είδαν διάφορα σπίτια, τελικά επέλεξαν το επίδικο σπίτι, το οποίο, ως τους εξήγησαν και ως φαινόταν από τα σχέδια που τους παρουσίασαν, ήταν γωνιακό, στην δεξιά του πλευρά συνόρευε με δρόμο και στην απέναντι πλευρά του δρόμου θα υπήρχε μια ανάπτυξη από τους Ενάγοντες με ισόγειες κατοικίες, κατά τρόπο που να μην επηρεάζεται η ιδιωτική ζωή των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι ικανοποιήθηκαν με αυτή την επιλογή και έτσι προχώρησαν και υπέγραψαν σχετικό συμβόλαιο για την αγορά του ακινήτου, ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2005, Τεκμήριο 4 στην παρούσα αγωγή. Το εν λόγω συμβόλαιο υπογράφτηκε εκ μέρους των Εναγομένων από την δικηγόρο Μάριον Κάρτερ του δικηγορικού γραφείου Κάρτερ & Κλαΐδης και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν τμηματικά στους Ενάγοντες το συνολικό ποσό των ΛΚ66.000,00. Τα ποσά αυτά οι Εναγόμενοι τα πήραν από δάνειο μετά από υποθήκη που έβαλαν στο σπίτι τους στην Αγγλία, μέχρι αυτό να πουληθεί. Οι Εναγόμενοι δεν χρειάστηκε να υποθηκεύσουν το εν λόγω ακίνητο εδώ στην Κύπρο, εφόσον είχαν όλους τους πόρους που χρειαζόντουσαν για την αγορά του.

Δυστυχώς, ενόψει των αρνητικών εξελίξεων που έχουν προκύψει αναφορικά με αυτή την αγορά, οι Εναγόμενοι κατέληξαν να μην έχουν ούτε σπίτι, αλλά ούτε τα λεφτά τους πίσω. Επιπλέον σπατάλησαν τα λεφτά που είχαν πάρει από την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία, σε δικηγορικά έξοδα και άλλα έξοδα, ενόψει των πολλών διαδικασιών που ανοίχθηκαν εδώ στην Κύπρο.

Οι Εναγόμενοι ένιωθαν ασφαλείς να προβούν στην εν λόγω αγορά ενόψει του ότι, τόσο οι Ενάγοντες, όσον και οι τότε δικηγόροι τους, τους διαβεβαίωσαν και συμβούλεψαν ότι με την κατάθεση του συμβολαίου στο Κτηματολόγιο αυτοί θα είναι οι ιδιοκτήτες (δικαιούχοι) και ότι εάν θέλουν την επομένη μέρα μπορούν να το πουλήσουν. Οι σχέσεις των Εναγομένων με τους Ενάγοντες ήταν πολύ φιλικές προτού γίνει η πράξη και στις αρχές μετά τη υπογραφή του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι είχαν καλή επικοινωνία μαζί τους. Τους είχαν εξηγήσει από την αρχή τα σχέδια τους για μετακόμιση στην Κύπρο, την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία και ότι τα παιδιά τους θα πήγαιναν σχολείο εδώ στην Κύπρο.

Αναπτύχθηκε μια αλληλογραφία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων αναφορικά με το κτίσιμο του σπιτιού και των πληρωμών, η οποία αντικατοπτρίζεται σε όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους και στις επιστολές των δικηγόρων των. Η εν λόγω αλληλογραφία έχει καταχωρηθεί ενώπιον του δικαστηρίου και αποτελούν τεκμήρια της υπόθεσης.

Στις 20 Ιανουαρίου 2006 οι Εναγόμενοι πήραν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την Michelle Anglou, με φωτογραφίες του σπιτιού και αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κάποια λάθη στην κατασκευή στο εσωτερικού του σπιτιού. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν προβεί στις αλλαγές που ζήτησαν να γίνουν οι Εναγόμενοι στην οικία τους. Στις 30 Ιανουαρίου 2006 πήραν ηλεκτρονικό μήνυμα από την Μάριον Κάρτερ, που περιλάμβανε την απόδειξη για την πληρωμή για την ολοκλήρωση του σκελετού και πιστοποιητικό Πολιτικού Μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας. Οι Εναγόμενοι μετέφεραν άμεσα το ποσό των ΛΚ26.027.50 στους τότε δικηγόρους τους, τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό τους στις 2 Φεβρουαρίου 2006.

Ο Εναγόμενος 1 απεφάσισε να μεταβεί στην Κύπρο για να επιθεωρήσει το σπίτι και να συζητήσει με τους Ενάγοντες για τα λάθη που εντόπισε και έτσι στις 6 Φεβρουαρίου 2006 έφτασε στην Κύπρο και πήγε στο εργοτάξιο την ίδια μέρα. Με μεγάλη του έκπληξη αντιλήφθηκε ότι οι Ενάγοντες προχώρησαν με ανάπτυξη δίπλα από το σπίτι του, κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από ότι τους παρουσίασαν ότι θα γινόταν. Κατασκεύασαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο δίπλα από την οικία τους, εκεί που θα υπήρχε δρόμος ως φαίνεται, τόσο από το πρόχειρο σχέδιο που τους είχαν δώσει, όσο και από τα σχέδια που επισυνάπτονται στο συμβόλαιο. Η εν λόγω ανάπτυξη θα επηρέαζε την ιδιωτική τους ζωή στον κήπο τους, που ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια που τους οδήγησε να αγοράσουν εκείνο το συγκεκριμένο σπίτι και όχι κάποιο άλλο. Από αυτό το σημείο και μετά, είναι έκδηλο ότι ο Εναγόμενος 1 άρχισε να ανησυχεί για την αξιοπιστία των Εναγόντων, καθώς επίσης προειδοποιήθηκε από κάποιο άλλο Άγγλο να είναι προσεκτικός με τον Καραγιαννά. Αυτές οι ανησυχίες του Εναγομένου 1 τον οδήγησαν στο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και απεφάσισε να αρχίσει να ηχογραφεί τις συνομιλίες του μαζί τους.

Ο Εναγόμενος 1 αναστατωμένος έσπευσε να συναντήσει τους Ενάγοντες για να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν να τον δουν, διότι ήταν απασχολημένοι. Τον είδε η Michelle Anglou και του έδωσε ένα τοπογραφικό με την νέα ανάπτυξη, όπου διαφάνηκε ότι το καινούργιο τοπογραφικό δεν συμφωνούσε με το παράρτημα Β του συμβολαίου. Τελικά ο Μάριος Καραγιαννάς συνάντησε τον Εναγόμενο 1 την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2006 στο επίδικο σπίτι. Την ίδια μέρα η Michelle Anglou του τύπωσε και του έδωσε μια κατάσταση, όπου φαίνονταν οι πληρωμές που έγιναν και οι μελλοντικές πληρωμές (Τεκμήριο 46). Την επομένη στις 10 Φεβρουαρίου 2006 γύρω στις 9:00 το πρωί, συναντήθηκε και πάλι με τον Μάριο Καραγιαννά και την Michelle Anglou. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, ο Μάριος ήταν απότομος και το κλίμα δεν ήταν ευχάριστο. Ο Μάριος του είπε να πάει να συζητήσει το θέμα με την σύζυγο του και να του εισηγηθεί λύσεις για διευθέτηση του θέματος.

Ο Εναγόμενος 1 επέστρεψε στην Αγγλία την ίδια μέρα και ετοίμασε λεπτομερή επιστολή με εισηγήσεις προς επίλυση του θέματος, την οποία απέστειλε στις 13 Φεβρουαρίου 2006 (τεκμήριο 20). Οι Ενάγοντες δεν απάντησαν στην εν λόγω επιστολή των Εναγομένων με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε και απλά στις 14 Φεβρουαρίου 2006 ο Μάριος απάντησε ότι ο δικηγόρος τους θα απαντούσε στην εν λόγω επιστολή. Μετά από επίμονες προσπάθειες από τον Εναγόμενο 1 να πάρει απάντηση, την 1η Μαρτίου 2006, οι δικηγόροι των Εναγόντων τους απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα (τεκμήριο 24) με το οποίο τους έλεγε τα εξής:
“…We do not consider that our clients are in breach of contract in any way. Our clients have fulfilled their obligations in accordance with the contract terms and at this stage we can only advise that either comply with your obligations as per the contract or cancel the same”.

Είναι έκδηλο ότι οι Ενάγοντες μέσω του δικηγόρου τους έδιναν την επιλογή στους Εναγόμενους, να συνεχίσουν με την υλοποίηση της σύμβασης, η εάν δεν τους αρέσει, να την τερματίσουν. Δεν φαίνεται να προειδοποιούν τους Εναγόμενους για όποιες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους για οποιοδήποτε στάδιο, αλλά ούτε τους καλούν γραπτώς όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο παράγραφος 3.2, να καταβάλουν τυχόν καθυστερημένες δόσεις μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία της ειδοποίησης και ότι, εάν δεν το πράξουν, θα τερματίσουν το συμβόλαιο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύντομης απάντησης των Εναγόντων και της έλλειψης διάθεσης από μέρους τους για επίλυση του προβλήματος, ο Εναγόμενος 1 αναγκάστηκε, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένος, να προχωρήσει με την υλοποίηση της συμφωνίας και παράλληλα να δημιουργήσει ιστοσελίδα, στην οποία θα του δινόταν η ευκαιρία να παρουσιάσει την εμπειρία του και τα παράπονα του εναντίον των Εναγόντων. Την ιστοσελίδα τη δημιούργησε στις 4 Μαρτίου 2006 και έβαλε εκεί ένα μικρό κείμενο που περιέγραφε τα γεγονότα. Στις 6 Μαρτίου 2006 ήρθε στην Κύπρο και στις 7 Μαρτίου το 2006, πήγε το πρωί στο γραφείο των Εναγόντων αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε με την Michelle Anglou και της είπε ότι, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένοι δεν θα τερματίσουν το συμβόλαιο. Συνάντησε τους Ενάγοντες τελικά το απόγευμα της ίδιας μέρα και είπε και σε αυτούς ότι ήταν δυσαρεστημένοι, αλλά δεν θα τερμάτιζαν το συμβόλαιο και ότι θα παρουσιάσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που ετοίμασε με την ονομασία www.lyingbuilder.com. Την επομένη η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους Ενάγοντες επιταγή με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2006, για το ποσό των ΛΚ26.027,50 για την τοιχοποιία, λεφτά τα οποία είχε ήδη λάβει από τους Εναγόμενους από τις 2 Φεβρουαρίου 2006 και τα κρατούσε μέχρι να επιλυθούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων και τα οποία προσπαθούσαν να επιλύσουν μέσω συζήτησης και ανταλλαγής αλληλογραφίας. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να πάρουν το εν λόγω ποσό και έτσι η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους δικηγόρους των Εναγόντων στις 14 Μαρτίου 2006, επιστολή μαζί με την επιταγή, η οποία επιστράφηκε και μετά έγινε προσπάθεια επίδοσης της μέσω επιδότη ανεπιτυχώς. (βλέπε τεκμήρια 25 και 26).

Στις 9 Μαρτίου 2006 οι Μάριος Καραγιαννάς και ο πατέρας του Χριστόφορος Καραγιαννάς κτύπησαν τον Εναγόμενο 1 και του κατάστρεψαν την κάμερα του.
Την ίδια μέρα ο δικηγόρος των Εναγόντων απέστειλε επιστολή στους Εναγόμενους (τεκμήριο 9), σύμφωνα με την οποία τους ανακοινώνει ότι οι πελάτες του ακυρώνουν το συμβόλαιο και ότι, ακόμη και εάν διαφανεί ότι δεν νομιμοποιούνται να το ακυρώσουν, δεν επιθυμούν να τελειώσουν το σπίτι και να τους το παραδώσουν.

Στις 10 Μαρτίου 2006 ο Εναγόμενος 1 πήγε στο γραφείο του τότε δικηγόρου τους Ανδρέα Κλαΐδη για συμβουλές και στις 11 Μαρτίου 2006 επέστρεψε στην Αγγλία και αντικατέστησε το κείμενο που είχε ανεβάσει στην ιστοσελίδα του υπό μορφή ημερολογίου, με μια γενική δήλωση (τεκμήριο 67), η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 2007, όπου και επανέφερε το κείμενο που είχε αρχικά τοποθετήσει και μετέπειτα ενημέρωνε την ιστοσελίδα ανάλογα με τις εξελίξεις.

Στις 9 Ιουνίου 2006 καταχωρήθηκε η εν λόγω αγωγή, μέσω της οποίας οι Ενάγοντες ζητούν τον τερματισμό του συμβολαίου και αποζημιώσεις για παράβαση συμβολαίου, καθώς επίσης ζητούν αποζημιώσεις για δυσφήμιση για την περίοδο 7 Μαρτίου 2006 μέχρι την 15 Μαρτίου 2006. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση δια της οποίας ζητούν δήλωση ότι το συμβόλαιο δεν έχει τερματιστεί, ειδική εκτέλεση και αποζημιώσεις και διαζευκτικά αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Το 2007 οι Εναγόμενοι πληροφορήθηκαν με μεγάλη τους έκπληξη, ότι το σπίτι τους πουλήθηκε σε άλλο πρόσωπο τον Μάιο του 2007, στην Michelle McDonald.

Το 2008 όταν επισκέφθηκε το σπίτι του για να βγάλει φωτογραφίες για σκοπούς παρουσίασης τους ως τεκμήρια στην παρούσα υπόθεση, ο Εναγόμενος 1 κτυπήθηκε από τον Μάριο Καραγιαννά, τον πατέρα του Χριστόφορο Καραγιαννά και από άλλο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να παραμείνει 6 μέρες στο Νοσοκομείο. Για αυτό το αδίκημα καταδικάστηκαν σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή, για το οποίο εκκρεμεί Έφεση εναντίον της αναστολής. Αρκετά από τα δημοσιεύματα που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο περί τα μέσα του Φεβρουαρίου 2007, δεν είναι επίδικα και αφορούσαν τους ξυλοδαρμούς του, την πώληση του σπιτιού του σε τρίτο άτομο και την καθυστέρηση που προέκυπτε στις διαδικασίες σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων του.

Στο στάδιο της ακρόασης οι Εναγόμενοι δήλωσαν ότι ζητούν αποζημιώσεις και όχι ειδική εκτέλεση, ενόψει του ότι, μετά την επιστολή του δικηγόρου Γιώργου Πιττάτζιη εκ μέρους της Michelle McDonald, ημερομηνίας 30/5/2007, ότι αυτή αγόρασε το σπίτι καλή τη πίστη και δεν επιθυμούσε να φύγει από μέσα και ότι δεν είχαν βάση αγωγής εναντίον τους, έτσι εγκατέλειψαν την πρόθεση τους να διεκδικήσουν ειδική εκτέλεση από εκείνο το σημείο και μετά.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ενώπιον σας έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των Εναγόντων ο Μάριος Καραγιαννάς, ο Σάββας Κυριάκου ειδικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο Χριστόδουλος Χρίστου πολιτικός μηχανικός, ο Νέστωρας Νικηφόρου δικηγόρος, ο Μάριος Σάββας μεταφραστής, η Michelle Anglou πρώην υπάλληλος των Εναγόντων, ο Anthony Kay ιδιοκτήτης της εταιρείας Sold On Cyprus, ο Κωνσταντίνος Τσαγγαράς πρώην υπάλληλος της BuySell και η Βαρναβούλλα Καραγιαννά. Για τους Εναγόμενους έδωσαν μαρτυρία οι Εναγόμενοι 1 και 2 και ο κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης, ειδικός εκτίμησης ακινήτων.

Είναι εμφανές ότι οι Ενάγοντες δεν ήρθαν ενώπιον του δικαστηρίου για να πουν την αλήθεια και προσπάθησαν μέσω της μαρτυρίας τους να παραπλανήσουν το δικαστήριο και να δημιουργήσουν εντυπώσεις, δια μέσων υπερβολών και ψευδομαρτυρίας.

Οι Εναγόμενοι παρουσίασαν τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους με αποδεικτικά στοιχεία.
ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

Ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι νομιμοποιούνται να τερματίσουν την συμφωνία πώλησης λόγω παράβασης της συμφωνίας από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα επειδή παρέλειψαν να καταβάλουν δύο πληρωμές στους Ενάγοντες, αυτή της τοιχοποιίας και αυτή του επιχρίσματος, είναι τόσο έκδηλα ανυπόστατη, που θεωρώ ότι δεν είναι καν αναγκαίο να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να πίσω το Δικαστήριο προς αυτή την κατεύθυνση.

Απλά θεωρώ σκόπιμο να τονίσω ότι σε καμία περίπτωση, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι Ενάγοντες, δεν έστειλαν την προειδοποίηση που προβλέπει το Άρθρο 3.2, της σύμβασης.

Το αντίθετο, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 1η Μαρτίου, παρακίνησαν τους Εναγόμενους, είτε να προχωρήσουν με την αγορά του ακινήτου, ή να το τερματίσουν εάν ήθελαν οι Εναγόμενοι.

Υπάρχει σωρεία αποφάσεων που καταπιάνεται με το θέμα του τερματισμού πωλητηρίου εγγράφου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δύναται ένα μέρος να τερματίσει ένα συμβόλαιο. Ως φαίνεται από την νομολογία, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή κάποιου ποσού κατά παράβαση της σύμβασης, αυτό από μόνο του δεν νομιμοποιεί τον τερματισμό του συμβολαίου, αλλά χρειάζεται ο συμβαλλόμενος να καταστήσει πρώτα τον χρόνο πληρωμής ως ουσιώδη όρο της συμφωνίας. Σχετικές με αυτή την αρχή είναι οι πιο κάτω υποθέσεις:

Στην υπόθεση IRIS DEVELOPMENT LTD v. ΤΑΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ημερ. 25/9/2000, Πολιτική Έφεση αρ.10180, αναφέρονται τα εξής στην σελίδα 1510:
«Το άρθρο 55(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 προβλέπει ότι αν ένας από τους συμβαλλόμενους αναλάβει υποχρέωση να προβεί σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένου χρόνου και παραλείψει να πράξει τούτο, το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμα καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του άλλου μέρους αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στον Ινδικό Περί Συμβάσεως Νόμο και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η Έκδοση, στη σελ.386, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«… Courts of Equity have introduced a presumption, chiefly, if not wholly applied, in cases between vendors and purchases of land, that time is not of the essence of contract.»

Επίσης στην υπόθεση PARASKEVAS & OTHER v. LANTAS (1988) 1 CLR, 285, σελ.290-291, λέχθηκαν τα εξής:
«In his reasons for judgment the trial Judge explains that the time of payment of the installments was of the essence and, consequently, the failure of the purchasers to meet stipulations regulating the payment of the installments, entitled the vendor to terminate the contract. It is evident that in so holding the Judge misinterpreted the decision of the Supreme Court in Charalambous v. Vakana (1982) 1 CLR 310 (the Judgment of the Court was given by Stylianides, J.), and case cited therein, and failed to appreciate that equity has superseded the common law rule that contractual stipulations effecting payment are of the essence of the agreement. Now the rule is that time stipulations of the agreement unless they are so declared to be for reasons mutually in the contemplation of the contracting parties. The same principles govern the application of s.55 of the Indian Contract Act, 43 1 A.26 and Stickney v. Keeble and Another (1915) A. C. 386). In this case not only the parties did not make the time of payment of the purchase price of the essence of the agreement but, on the contrary, they made provision of the payment of interest, a fact in itself suggestive that time was not intended to be of the essence. Therefore, time was not initially of the essence of the contract as indeed counsel for the respondent candidly acknowledged. Was, then, the time of payment made of the essence by the subsequent notice of the vendor? »

(Βλέπε και Melaisi v. Georghiki Eteria (1979) I CLR 748, Stickney v. Keeble and another (1915) A.C. 386, Smith v. Hamilton (1950) 2 All E.R. 928 και Jamshed Khodaram Irani v. Burjorji Dhunjibhai (1915) 32 T.L.R. 156).
Στην Pollock & Mulla (ανωτέρω) αναφέρεται ότι, και όπου ο χρόνος δεν είναι ουσιώδεις, μπορεί να καταστεί τέτοιος, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σελ.389):
«Even in the case of sale of land, time can be made of the essence of the contract by giving a notice to the other side guilty of undue delay to perform the contact in the reasonable time. This can also be done in a contract the stipulation of time as the essence has been waived».

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση υπήρχε επιλογή στους πωλητές να καταστήσουν τον χρόνο καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις ως ουσιώδη όρο, βάσει του άρθρου 3.2 της Σύμβασης, όμως σε καμία περίπτωση δεν έπραξαν κάτι τέτοιο. Επίσης σε σχέση με την καταβολή της δόσης που αφορά το επίχρισμα, ούτε καν ενημερώθηκαν οι Εναγόμενοι ότι θα έπρεπε να την καταβάλουν και σε σχέση με τα λεφτά για την τοιχοποιία, φαίνεται ότι εκκρεμούσε λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει. Οι Ενάγοντες όφειλαν με γραπτή ειδοποίηση να καταστήσουν τον χρόνο πληρωμής αυτής της δόσης ως ουσιώδη, πάντοτε σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, προτού προχωρήσουν με τερματισμό.

Η επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9 Μαρτίου και η μεταγενέστερη πώληση του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, αποτελεί παράβαση του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Οι Εναγόμενοι μέσω της ανταπαίτησης τους διεκδικούν:
(α) αποζημιώσεις που προκύπτουν από την διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ήτοι €119.698,00
(β) την επιστροφή του ποσού των ΛΚ66.000,00 (€112.767,69), πλέον νόμιμο τόκο
(γ) €18.000,00 πραγματικά έξοδα, που αφορούν πτήσεις, διαμονή, διατροφή, ενοίκια αυτοκινήτων και άλλα, ως φαίνεται στον πίνακα που έχω ετοιμάσει και επισυνάπτεται στην Αγόρευση μου ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
(δ) GBP 75.483,00 (€93.372,19) δια ενοίκια για τη διαμονή τους στην Αγγλία
(δ) €2.562,90 ως δικηγορικά έξοδα για την ετοιμασία του συμβολαίου
(ε) τιμωρητικές αποζημιώσεις, έξοδα, νόμιμο τόκο και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ως εύλογη και δίκαιη το Δικαστήριο
(στ) δικηγορικά έξοδα και τόκους

Η αγοραία αξία του ακινήτου σύμφωνα με την νομολογία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία παράβασης, ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπου αποκρυσταλλώνεται ότι το αναίτιο μέρος σταμάτησε να επιμένει σε ειδική εκτέλεση.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις που δικαιούται το αναίτιο μέρος να λάβει μετά από παράβαση συμβολαίου, σχετικά είναι τα πιο κάτω:

Το περίγραμμα Chitty on Contracts 30th ed., Volume 1 – General Principles, paragraph 26-091, αναφέρει τα εξής:
«Full details of the damage recoverable for breaches of contracts relating to the sale of lease of land (including breaches of the covenants in a conveyance or lease) should be sought elsewhere. In respect of contracts made after September 27. 1989 the restrictive rule in Bain v Fothergill (which limited the vendor’s liability) no longer applies. Thus, a vendor who breaks his contract by failing to convey the land to the purchaser is liable to damages for the purchaser’s market value of the property at the fixed time for completion (or at a later time so long as it was reasonable for the purchaser to continue to seek performance, less the contract price. The purchaser may claim the loss of profit he intended to make from a particular use of the land (e.g. by converting a building into flats and offices) only if the vendor had actual or imputed knowledge of special circumstances showing that the purchaser intended to use the land in the way».

Στην υπόθεση MICHAEL SAAB v. THE HOLY MONASTERY OF AYIOS NEOPHYTOS, Civil Appeal No.6176, ημερ. 19/10/1986), σελ.500, αναφέρονται τα εξής:
«…Though normally damage are assessed out at the date of breach, where the party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, damage may be assessed as at a subsequent date – In this sense Principle of Wroth v. Tyler (1973) 1 All E.R. 897 not exceptional but in line with the common law rule for the assessment of damages. Interest – Recovery of, as an item of special damage in case of a breach of contract – Though a remote item of damage which is not ordinarily recoverable it may be recovered when it is specifically pleaded and it appears that loss of interest ought reasonably to have been within the contemplation of the parties at the time of execution of the contract».

Επίσης η υπόθεση SYMEON CHARALAMBOUS v. ANDROULLA VAKANA, Civil Appeal No.6180, ημερ.20/5/1982, σελ.312 αναφέρει τα εξής:
«… the contract price and the market value at the time the respondent sold the property to the third person; that as the purchase price in the contact broken between the parties was £1.950 and the respondent sold the land to another person on 25.11.1977 for £4.000 the appellant is entitled to £2.050 damages and to the amount of £80 his deposit; …»

Στην σελίδα 319 της ίδια υπόθεσης αναφέρεται:
«…The question as to the date at which damages should be assessed was considered in a number of cases in the past. The view expressed that the damages should be assessed as at the time of the breach.

In Horsler v. Zorr (1975) 1 All E.R. 584, at p.586, Megarry, J., as he then was, indicated that there is no inflexible rule that common law damages must be assessed at the date of the breach.

In Johnson and Another v. Agnew (1979) 1 All E.R. 883 (H.L.), Lord Wilberforce said this at page 896:
“The general principle for the assessment of damages is compensatory, i.e. that the innocent party is to be placed, so far as money can do so, in the same position as if the contact had been performed. Where the contract is one of sale, this principle normally leads to assessment of damages as at the date of the breach, a principle recognised and embodied in s.51 of the Sale of Goods Act 1893. But this is not an absolute rule; if to follow it would give rise to injustice, the court has power to fix such other date as may be appropriate in the circumstances.

In cases where a breach of a contract for sale has occurred, and the innocent party reasonably continues to try to have the contact completed, it would to me appear more logical and just rather than tie him to the date of the original breach, to assess damages as at the date when (otherwise than by his default) the contract is lost”.»

Eπίσης βλέπε ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Πολιτική Έφεση αρ.9150, ημερ.19/12/1997, BEARD v PORTER, Court of Appeal, dated 22/7/1947, (1948) 1 K.B. 321, ΔΑΦΝΟΣ ΔΡΥΑΝΗΣ & ΑΛΛΟΙ ν. ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ, Πολιτική Έφεση αρ.8923, ημερ.15/5/1998. Βλέπε επίσης JOHNSON AND ANOTHER RESPONDENTS v AGNEW APPELLANT, House of Lords, dated, 8/3/1979, (1979) 2 WLR 487, (1980) A.C. 367, επίσης βλέπε DIAMOND v CAMPBELL-JONES AND OTHERS, Chancery Division, dated 4/2/1960, (1957 D. No.482), (1961) Ch.22.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι Εναγόμενοι φαίνεται ότι διεκδικούσαν την εκτέλεση του συμβολαίου με την παράδοση του ακινήτου σε αυτούς, μέχρι τις 30/5/2007, όπου έμαθαν για την παράνομη πώληση του σπιτιού τους σε τρίτο πρόσωπο και μετά που πήραν επιστολή από τους δικηγόρους της νέας αγοράστριας που τους ενημέρωνε ότι δεν προτίθετο να εγκαταλείψει το σπίτι και ότι το αγόρασε καλή τη πίστει. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ισχύουσα Νομολογία, οι Εναγόμενοι δικαιούνται ως αποζημίωση την διαφορά μεταξύ της τιμής του ακινήτου, ως φαίνεται στην εκτίμηση που έκανε ο εκτιμητής κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης για την αξία του ακινήτου τον Μάιο του 2007 η εκτίμηση του οποίου παρέμεινε ανεντείλεκτη, δηλ. €398.200,00 και του ποσού των €278.502,00 (ΛΚ163.000,00), ήτοι το ποσό των €119.698,00.

Περαιτέρω δικαιούνται ως αποζημιώσεις που προκύπτουν φυσιολογικά κατά την φυσική ροή των πραγμάτων, κάτι που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά τον χρόνο της σύμβασης ότι θα προέκυπταν συνεπεία της σύμβασης, ως ακολούθως:
1. Ενοίκια 1000 στερλίνες μηνιαίως που καταβάλλουν οι Εναγόμενοι για την διαμονή τους στην Αγγλία, από τις 6/12/2006 που πώλησαν το σπίτι τους για την αγορά της επίδικης κατοικίας και τα οποία μέχρι σήμερα ανέρχονται στις περίπου €93.372,19
2. €2.562,90 δικηγορικά έξοδα που πλήρωσαν για ετοιμασία του συμβολαίου αγοράς
3. €18.000,00 πραγματικά έξοδα, ως διαφαίνεται από τις αποδείξεις που έχει καταχωρήσει η Εναγόμενη 2, σε σχέση με τα ταξίδια που αναγκάστηκαν να κάνουν στην Κύπρο.

Βλέπε επίσης το Άρθρο HALBURY’S LAW OF ENGLAND/DAMAGES (VOLUME 12 (1) (REISSUE))/5. MEASURE OF DAMAGES IN CONTRACT/(3) CONTRACT: PARTICULAR TRANSACTIONS/1059. SALE OF LAND όπου αναφέρονται τα εξής:
«When upon a contract for the sale of land the purchaser wrongfully refuses to complete, the measure of damage is, similarly, the loss incurred by the purchaser as the natural and direct result of the repudiation of the contract by vendor. These damages include the return of any deposit paid by the purchaser with interest together with expenses which he has incurred in investigating titles and other expenses within the contemplation of the parties, and where there is evidence that the value of the property at the date of repudiation was greater than the agreed purchase price, damages for loss of bargain.»

Βλέπε επίσης ΗΛΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν ΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ.6831, ημερ.11/5/1990, η οποία αναφέρει:
«… Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε παραβιάσει τους όρους της παραγράφου 7 κρίνεται εύλογο και επικυρώνεται. Οι αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών όρων καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 73(1) του Κεφ.149. περιλαμβάνει ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων ή που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της παράβασης. Οι πρόνοιες της παραγράφου αυτής του άρθρου 73 του Περί Συμβάσεων Νόμου εξετάστηκαν σε έκταση στην υπόθεση Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1. CLR 499, p.519 a.s.

Η αποκατάσταση στη θέση που θα βρισκόταν το αθώο μέρος αν δεν σημειωνόταν η διάρρηξη της σύμβασης αποτελεί τη συνισταμένη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Κατά κανόνα αυτό επιτυγχάνεται με την επιδίκαση εκείνων των αποζημιώσεων που κατά λογική πρόβλεψη κατά το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας.

Η δαπάνη για την επέκταση και διαμόρφωση του κτιρίου είχε καταβληθεί αποκλειστικά για το σκοπό δημιουργίας προϋποθέσεων λειτουργίας του κέντρου όπως οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας. Παρόλο που το δικαστήριο στη σύντομη απόφαση του δεν επεξηγεί τη βάση πάνω στην οποία καθορίστηκε η αποζημίωση, είναι πρόδηλο ότι έκρινε ότι η δαπάνη δεν είχε το αναμενόμενο όφελος και συνεπώς συνιστούσε ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας εκ μέρους του εφεσείοντα».
Βλέπε επίσης JEAN LOUIS STEUERMAN v DAMPCOURSING LTD, Case No. HT02 181, High Court of Justice Queens Bench Division Technology and Construction Court, ημερ.16/5/2002, (2002) EWHC 939 (TCC), 2002 WL 1039753, παράγραφος 60, η οποία αναφέρει τα εξής:
«60. As it turned out, the period of interruption for the reparation works was far longer than expected, due to the fault of the defendants.»

«…The cost of renting property in that area is high and no one has suggested that the sum agreed is excessive for the area. I find that the defendants are liable in the sum claimed.»

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη. Ως φαίνεται από την Αγγλική Νομολογία, τέτοιους είδους ζημιές δίνονται και σε εργοληπτικές υποθέσεις, νοουμένου ότι ο σκοπός της σύμβασης αφορούσε άνεση και απαλλαγή από ταλαιπωρία. Σχετικό είναι το Άρθρο Construction Law Journal, 1988, Damages for heartache: the award of general damages for inconvenience and distress in building cases, Kim Franklin, (αντίγραφο επισυνάπτεται), το οποίο αναφέρει:
«Traditionally the view was that on a breach of contract damage could not be given for mental distress but only for physical inconvenience such as *Const. L.J. 265 having to walk five miles home or live in an overcrowded house. That mould was broken, as were so may others, by Lord Denning M.R. in the well-known holiday case of Jarvis v. Swan Tours. He there said: “if the contracting party breaks his contract, damages can be given for the disappointment, the distress, the upset and frustration caused by the breach”».

Επίσης στην σελίδα 6 του ιδίου Άρθρου αναφέρει:
«The recent case of Hayes and Another v. Dodd and Another has established that damages for anguish and vexation will be awarded for breach of contract only if the object of the contract is comfort or pleasure or the relief of discomfort. Although such damages are therefore recoverable in building cases they are not recoverable if the object of the contract is simply the carrying out of a commercial transaction».

Περαιτέρω βλέπε Άρθρα Construction Law Journal, 1992, More heartache: a review for the award of general damages in building case, Kim Franklin και Construction Law Journal, 1992 και Commonwealth claims for inconvenience in building matters, Ian H. Barnett. (αντίγραφα επισυνάπτονται)
Έχοντας υπόψη την πιo πάνω Nομολογία πιστεύω ότι οι Εναγόμενοι δικαιούνται τα πιo κάτω ποσά:
1. ΛΚ66.000,00 ήτοι €112.767,69, πλέον τόκους,
2. €119.698,00 (€398.200,00 – €278.502,00) που είναι η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας τον Μάιο του 2007 και της αξίας πώλησης. (βλέπε σελ.8 της εκτίμησης του κου Χαράλαμπου Πετρίδη),
3. €18.000,00 έξοδα διακίνησης, διαμονής και φαγητού, για αναγκαία ταξίδια που έκαναν για την υπόθεση,
4. €93.372,19, ενοίκια για την διαμονή τους στην Αγγλία
5. €2.562,90 για έξοδα ετοιμασίας συμβολαίων
6. Δικηγορικά Έξοδα
7. Νόμιμους Τόκους.

ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ

Αναφορικά με την απαίτηση των Εναγόντων για δυσφήμιση, είναι η ταπεινή μου γνώμη ότι δεν έχουν αποδείξει την απαίτηση τους. Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το Δικαστήριο πιο κάτω στην Αγόρευση μου σε διαφωτιστική Νομολογία, καθώς επίσης στην στάση των Δικαστηρίων άλλων χωρών, αναφορικά με δημοσιεύματα που γίνονται δια μέσου ιστοσελίδων από απλούς καταναλωτές, με στόχο να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, μετά από συνδιαλλαγές που είχαν μαζί τους.

Στην παρούσα υπόθεση οι Ενάγοντες προς υποστήριξη της απαίτησης τους για δυσφήμιση, παρέδωσαν στο Δικαστήριο αντίγραφα της αρχικής ιστοσελίδας που ανέβασε στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, καθώς επίσης κάποια άλλα μεταγενέστερα δημοσιεύματα που δεν αφορούν την επίδικη διαφορά. Είναι εμφανές από μια ανάγνωση του κειμένου που ανάρτησε ο Εναγόμενος 1, ότι πρόκειται για εξιστόρηση γεγονότων τύπου ημερολογίου και παράθεση των εντυπώσεων και παραπόνων που είχε ο εναντίον των Εναγόντων και που είχε σχέση με την αγορά από αυτούς, του επίδικου ακινήτου. Διαφαίνεται ότι ο Εναγόμενος 1 πιστεύει ότι οι Ενάγοντες τον κορόιδεψαν και του είπαν ψέματα ότι το σπίτι που αγόραζε θα ήταν γωνιακό και ότι δεν θα γειτνίαζε με διώροφες κατοικίες και ότι με αυτό τον τρόπο τον ξεγέλασαν να αγοράσει το σπίτι. Προς υποστήριξη των θέσεων του παραθέτει έγγραφα που του δώσανε, βιντεογραφήσεις και τηλεφωνικές συνομιλίες. Αναμφίβολα οποιοσδήποτε εισέλθει και διαβάσει τα όσα έγραψε ο Εναγόμενος 1, θα καταλάβει ότι οι χαρακτηρισμοί του, αποτελούν την δική του γνώμη για τους Ενάγοντες, βασισμένη σε όσα είχε παραθέσει εκεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν κανένα μάρτυρα που να είχε διαβάσει ,εκτός από τους ίδιους, το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή από τις 7 Μαρτίου μέχρι 15 Μαρτίου 2006. Εξάλλου, όπως έχει διαφανεί από την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας, χρειάζονται αρκετές μέρες και έξοδα μέχρι να είναι εφικτός ο εντοπισμός μιας νεοσύστατης ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με την μέθοδο της έρευνας, από ένα χρήστη του διαδικτύου που δεν γνωρίζει το όνομα της ιστοσελίδας. Είναι η γνώμη μου ότι απέτυχαν οι Ενάγοντες να αποδείξουν ότι τα κείμενα που υπήρχαν στην ιστοσελίδα τους έχουν διαβαστεί από οποιονδήποτε κατά το επίδικο χρόνο, εκτός από τους ιδίους. Επίσης δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία δια της οποίας να φαίνεται ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κειμένου που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο, κατά ή περί τις 4 Μαρτίου 2006 και το οποίο κατέβασε στις ????????? Μαρτίου 2006 και το είχε κατεβασμένο μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου 2007. Ούτε παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να φαίνεται ότι υπήρξε κακοβουλία από μέρους του Εναγομένου 1.

Σύμφωνα με την νομοθεσία μας σε περίπτωση δημοσίευσης δυσφημιστικού σχολίου υπάρχουν οι πιο κάτω υπερασπίσεις:

Ειδικές υπερασπίσεις σε αγωγή για δυσφήμιση:

“19. Σε αγωγή για δυσφήμιση απoτελεί υπεράσπιση-

(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:

Νoείται ότι, όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημιστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21

(δ) ότι η δυσφήμιση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22.

(Περιπτώσεις κατά τις oπoίες η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι υπό επιφύλαξη πρovoμιoύχα)

21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:

Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή

(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα

(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση

(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.

(2) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-

(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές ή

(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ ή

(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.

(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.”

Ο Εναγόμενος 1 στην παρούσα υπόθεση λέει ότι, τα όσα έχει αναφέρει στην ιστοσελίδα του είναι αλήθεια, εφόσον κατά τον ίδιο, του είχαν υποσχεθεί ένα πράγμα και μετά του παρέδωσαν κάτι άλλο. Ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδει προκύπτει από τα όσα είχαν προκύψει από τις συζητήσεις που έκανε μεταξύ τους, τα έγγραφα που του παρέδωσαν και την αλλαγή που έκαναν στην ανάπτυξη της γης τους, η οποία δεν συνάδει με το αρχικό σχέδιο που του παρέδωσαν και το παράρτημα Β της σύμβασης ημερ.23/8/2005.

Αλλά και εάν ακόμα το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι οι Εναγόμενοι απέσυραν το βάρος της απόδειξης τους για την υπεράσπιση της αλήθειας (Justification), τότε αναμφίβολα τα όσα έχει πει ο Εναγόμενος 1 αποτελούν έντιμο σχολιασμό ή αποτελούν υπό επιφύλαξη προνομιούχα δημοσίευση.

Στην υπόθεση ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ ν. 1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ Κ.Α., Πολιτική Έφεση αρ.116/2008, ημερ.15/3/2011, αναφέρονται τα εξής:
«ο έντιμος σχολιασμός, από την άλλη, το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμου του εναγόμενου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο (“fair”) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από έναν έντιμο άνθρωπο. Συμπληρώνεται εδώ ότι λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolled-up plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου».

Στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ.343/2008, ημερ.20/3/2012, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, τα όσα έχει πει ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος δημόσια και μάλιστα από τηλεοπτικό σταθμό, αποτελούν έντιμο σχόλιο, παρόλο που η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεχτή.

Τα δυσφημιστικά λόγια που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος σε εκείνη την περίπτωση, δεν προσομοιάζουν σε βαθμό καθόλου με τα όσα περιέχονται στην ιστοσελίδα του Εναγομένου 1. Στην πιο πάνω υπόθεση ήταν πολύ πιο άσχημα και έντονα.

Συγκεκριμένα ο Εναγόμενος σε εκείνη την υπόθεση αναφέρει τα εξής εναντίον κάποιου γιατρού.
«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.

Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική..
Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος…

ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία… Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι…

…… η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρονου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία. Η έντιμη Δικαστής Παπαδοπούλου, στην σελ.13 της απόφασης αναφέρει τα εξής:
«Τόσο το Σύνταγμα μας όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβασις»), προστατεύουν φυσικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης – (Άρθρο 19 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης) – και το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου – (Άρθρο 2 της Σύμβασης). Και τα δύο πιο πάνω δικαιώματα, ως εκ της φύσεως τους, θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από όλους, και τα δικαστήρια, εξετάζοντας υποθέσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίαση τους. Λεπτομερής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων γίνεται, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, στην οποία αναφέρεται:- (σελ.871-872)

Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No.9815/82, Ser. A. vol. 103 (1986) 8 E.H.R.R. 407, at para.41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία».

Περαιτέρω αναφέρει:
«Στην υπόθεση Barford v. Denmark, App. No.11508/85, Ser. A. vol149 (1991) 13 E.H.R.R. 493, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) της Σύμβασης θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων».

Αυτό που ζητείται στις περιπτώσεις λίβελου, σύμφωνα με την Νομολογία, είναι να δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του λόγου, με τα ενδιαφέροντα ενός προσώπου στην προστασία της φήμης του.

Σε μια Αμερικανική υπόθεση του έννατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας, στην John M. Gardner v Tom Martino, οι Ενάγοντες πώλησαν ένα σκάφος σε κάποιο άτομο, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος και πήγε σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Tom Martino. Ο Tom Martino ακούγοντας τα παράπονα του αγοραστή, ανέφερε ότι οι ιδιοκτήτες του καταστήματος έλεγαν ψέματα όταν είπαν ότι έλεγξαν τη βάρκα μετά που έκαναν κάποιες επιδιορθώσεις. Το Δικαστήριο δικαίωσε τον Εναγόμενο, λέγοντας ότι, το τι είπε αποτελούσε γνώμη, παρόλο που δεν αποδείχτηκε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε ήταν αλήθεια.

Η απόφαση του πιο πάνω Περιφερειακού Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Εφετείο, βλέπε John M. Cardner v Tom Martino, Νο. 06-35437, D.C. Νο. CV-05-00769-BR/HU, σελ. 4837, και λέχθηκαν τα εξής:
«…[4] Because Martino’s “lying” statements were made in reliance on the facts outlined on air by Feroglia in the minutes preceding his commentary, like in Partington and unlike in Manufactured Home Communities, no reasonable listener could consider Martino’s comments to imply an assertion of
objective facts rather than an interpretation of the facts equally available to Martino and to the listener. See Partington, 56 F.3d at 1156. As we stated in Partington, when it is clear that the allegedly defamatory statement is “speculat[ion] on the basis of the limited facts available,” 56 F.3d at 1156, it represents a non-actionable personal interpretation of the facts. See id.; see also Haynes v. Alfred A. Knopf, Inc., 8 F.3d 1222, 1227 (7th Cir. 1993) (“[I]f it is plain that the speaker is expressing a subjective view, an interpretation, a theory, conjecture, or surmise, rather than claiming to be in possession of objectively verifiable facts, the statement is not actionable.”).

Επίσης στη σελ. 4838 αναφέρεται:
«…[6] We conclude that the Appellants have not presented substantial evidence to support a prima facie case that Martino’s reliance on Feroglia’s story was unreasonable or negligent. The declarations submitted by the Appellants show that Feroglia’s statements may have been false, but do not show that Martino was negligent or unreasonable in relying on Feroglia’s story, given the nature of talk shows, such as his. At most the declarations show only that Martino’s show did not contact Appellants before putting Feroglia’s call on the air, but such prior investigation is not required in the context of a radio show that takes live calls on the air. Additionally, Appellants were given the opportunity to call in to the program and explain their version of events but chose not to do so.

[7] We decline to apply a lesser standard than the “reasonable reliance” standard because it would be unreasonable to require a speaker to determine the actual truth or falsity of every fact the speaker relies on before stating his or her opinion. A lesser standard than the “reasonable reliance” standard, as proposed by Appellants, would chill speech and frustrate the purpose of the First Amendment.

Επίσης στη σελ. 4839, λέχθηκε:
«…[8] Martino’s “lying” statements were also not sufficiently factual to imply a false factual assertion. Rather, the statements were more like the accusation that Underwager was “perseverating” regarding his professional credentials — an accusation that is a “nonactionable rhetorical hyperbole, a vigorous epithet used by those who considered [the appellant’s] position extremely unreasonable.” Underwager, 69 F.3d at 367 (internal quotation marks omitted). Martino made at least two loose, hyperbolic statements during the broadcast, which were an obvious exaggeration (“Polaris sucks” and “Polaris Industries plus Mt. Hood Polaris equals sucks”), so that it would be understood that the contested statements were the type of obvious exaggeration generally employed on Martino’s program and held to be nonactionable in Underwager, 60 F.3d at 361, not false factual assertions.»

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Flux v Moldova Application No. 28702/03, (2010) 50 E.H.R.R.34, 20 Nevember 2007, απεφάσισε:

«…2. Freedom of expression: interference; “prescribed by law”; “protection of the reputation or rights of others”; “necessary in a democratic society”; proportionality; politician; issue of public interest (article 10)
H4 (a) The decisions of the domestic courts and the award of damages made against the applicant amounted to an interference with its right to freedom of expression under art.10(1).
The interference had had a legal basis in the relevant domestic law and the provisions in question were accessible and foreseeable; accordingly, it had been “prescribed by law” for the
purposes of art.10(2) . Further, the interference had served the legitimate aim of protecting the
reputation of S. [23]–[25]
H5 (b) The applicant had been held liable for being unable to prove the truth of several of the
statements contained in the article in question. The relevant paragraph of the article had
consisted of both statements of fact and value judgments. The domestic courts had found that
the entire paragraph was untrue, including the value judgments. While the existence of facts
could be demonstrated, it was not possible to prove the truth of a value judgment and a
requirement to that effect infringed freedom of opinion, which was a fundamental part of the right secured by art.10 . The applicant could not have been expected to prove the “truth” of its own opinions about the published facts, which the domestic courts had not held to be incorrect.
[28]–[29].
H11 (h) In summary, given the importance of the issues raised in the article in question, the fact that most of the article had not been considered to be untrue or abusive, that the applicant had faced particular difficulties in proving events which had occurred long before the proceedings were initiated, that any damage caused to S would have substantially diminished with the passage of time, that some of the statements for which the applicant had been held liable Page2 constituted value judgments not susceptible of proof and the high level of the award of damages made by the domestic courts, the interference had not corresponded to a pressing social need and thus had not been necessary in a democratic society. Accordingly, there had been a violation of art.10 . [35]».

Στην υπόθεση Branson v Bower [2001] E.M.L.R. 32, 24 May 2001, ο γνωστός επιχειρηματίας Richard Branson κίνησε αγωγή εναντίον μιας εφημερίδας, η οποία δημοσίευσε ένα Άρθρο που του απέδιδε ότι είχε ανέντιμα κίνητρα, όταν ανακοίνωσε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα στην εισαγωγή της απόφασης του Εφετείου, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«……The defendant in his defence denied the meanings alleged and pleaded defences of justification, fair comment and qualified privilege. On the trial of a preliminary issue the judge ruled that the words complained of were comment and not statements of fact. The claimant appealed…..»

Το Εφετείο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση και είπε τα εξής:
8 The judge, having set out the facts, recorded arguments on behalf of the respondent based upon the jurisprudence of the European Court of Human Rights in the context of Article 10 of the European Convention on Human Rights. He then said:
In this jurisdiction it happens that we have a civil law of defamation which is sophisticated and highly developed and includes a range of defences for the media. Furthermore it has been stated on a number of occasions, at the highest judicial level, that our law in this respect is consistent with the imperatives and safeguards of the European Convention. (See for example the remarks of Lord Goff in Attorney-General v. Guardian Newspapers (No. 2) [1990] 1 A.C. 109 at 283–284, and of Lord Keith in Derbyshire County Council v. Times Newspapers [1993] A.C. 534 at 551.) It is clearly my duty to apply English domestic law and, in doing so, to have regard to the principles of the Convention as explained and developed in Strasbourg.

It cannot be stated baldly, in my judgment, as a matter of English law, that a defendant can be exonerated from the need to prove the truth of factual defamatory statements if it is unreasonable or impossible to do so. It is well established, for example, that a person is regarded as having a good name, and defamatory words are presumed to be false unless and until a defendant takes on the burden of proving them to be true. That principle was reaffirmed as recently as March 1999 in the Court of Appeal in McDonald’s Corporation v. Steel [unreported]. Nevertheless the law of defamation recognises that it is unreasonable *804 to require a defendant to prove the truth of every defamatory statement, and provision is duly made. For example, we have the rule that a defendant only has to prove the libel to be substantially true. What has to be justified is the real “sting” of the libel. That principle has been supplemented by s.5 of the Defamation Act 1952.

If the allegations can truly be classified as comment rather than fact, then a defendant is not required to prove the words to be objectively true. He will have a complete defence if he can bring himself within the defence of fair comment. There may be difficulties, on any given set of facts, about whether the words are to be classified as comment or not, but the principle is clear. So, too, a journalist will not be required to prove words to be true if they were published pursuant to a legal, social or moral duty and the subject matter was of legitimate public interest. See e.g. Blackshaw v. Lord [1984] Q.B. 1and Reynolds v. Times Newspapers to which I have already referred.

It is by affording defences of this kind that English law gives effect to the general (and in itself uninformative) proposition that it is not always reasonable for a journalist, or other defendant in libel proceedings, to have to establish the objective truth of what he has said. I must be guided by these principles, rather than deciding subjectively whether, on the facts of this or any other case, it seems to me reasonable for a defendant to have to establish a defence of justification. It is necessary, after all, to remember that the European Convention itself values predictability and certainty so that citizens can know so far as possible, if necessary with legal advice, what the legal consequences of their conduct may be.

Furthermore exceptions to the right to freedom of expression as contemplated by Article 10(2) must be “prescribed by law”, whether it be judge-made common law or statutory provision. That is a further reminder that one has to apply domestic law, so far as one’s limitations permit, in a principled and rational manner. If one applies the English law of defamation properly, there should be no reason to think that the principles underlying the Convention are infringed. One area in which there might appear to be a divergence, relevant in the present case, between English jurisprudence and that of Strasbourg is that relating to how to treat a journalist’s attribution of motives. The traditional English view is exemplified in the words of Bowen L. J. in Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459 at 483 to the effect that: “The state of a man’s mind is as much a fact as the state of his digestion.”

This approach has in the past been reflected also in the law of fair comment. See, for example, Campbell v. Spottiswoode [1863] B. & S. 769 at 776 and the discussion in Gatley on Libel and Slander (9th ed.), at paragraphs 12.24 to 12.26. More recently, however, the courts have been readier to treat the attribution of motive, in some cases, as matters of inference or comment. Miss Page submits that they should, indeed, be even readier to do so in the light of Neilson & Johnsen v. Norway. In the end, however, as the court in Strasbourg recognised, any such classification must depend upon the words actually used and upon their context.

In any event, the boundary between fair comment and justification *805 sometimes becomes a little fuzzy when the court has to address defamatory words couched in the form of the author’s inferences of fact from the material set out or referred to in the body of an article. English law recognises in such cases that the validity of inferences can be a matter of opinion and thus susceptible to a defence of fair comment. Thus, if a journalist makes inferences as to someone’s motives, that may be treated as the expression of an opinion even though the inference drawn may be to the effect that there exists a certain state of affairs (including a state of mind): see Gatley (9th ed.), paragraph 12.10 and Kemsley v. Foot [1952] A.C. 345 at 356. I see no obvious inconsistency between these important principles of English law and what was said so recently in Neilson & Johnsen v. Norwayat paragraph 50. It was clear that the court in Strasbourg was addressing the wording of particular statements in their context, and that they were intended to convey the applicants’ own opinions. It was also said that they were thus akin to value judgments. I do not need to go so far as to draw any such analogy here. The first ruling I have to give is whether the words complained of should be classified now as comment or fact; or whether I should leave the issue to be resolved by the jury at trial as Miss Rogers submits is the appropriate course.

In my judgment, Mr Bower seems to have been expressing a series of opinions about the motives of the claimant, based on inferences from facts identified or referred to in his article. In order for fair comment to succeed, Mr Bower will need to prove the underlying facts from which the inference is drawn. He will need also at trial to pass the usual objective test that operates in the law of fair comment; that is to say, to show that the opinions are such that a reasonable person could hold them in the light of the facts proved at trial (or admitted). It will be for Sir Richard Branson, if he can, then to prove that Mr Bower was malicious in what he wrote.

Miss Page has pointed out that any reasonable reader will see straight away from the nature of the allegations, relating as they do to the claimant’s state of mind, that Mr Bower cannot have direct knowledge and that he must accordingly have been expressing his own views or inferences. There is here no uncertainty about that, such as to require the jury to express its own conclusion on the issue of fact or comment. I am bound to say that I agree with Miss Page’s submission about that.

Στην υπόθεση Steel & Morris v United Kingdom, [2005] E.M.L.R. 15, 15 February 2005, δύο άτομα που δεν ήταν δημοσιογράφοι, κυκλοφόρησαν δυσφημιστικό υλικό εναντίον των McDonalds. Το υλικό αυτό περιείχε πολύ σοβαρές κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ότι η Εταιρεία είναι ανήθικη, εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά κλπ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:
«..Η18 7. The defamation proceedings and their outcome amounted to an interference with the applicant’s rights to freedom of expression. The interference was prescribed by law. The issue was whether the interference was necessary in a democratic society.

Hertel v Switzerland (1999) E.H.R.R. 534 followed.
H19 8. Is necessary the proportionality of any interference, a distinction was drawn between statements of fact and value judgments. Facts might be demonstrated but the truth of value judgments was not susceptible of proof. Where a statement amounted to a value judgment, the proportionality of any interference might depend on whether there was a sufficient factual basis for the impugned statement, since even a value judgment without any factual basis might be excessive.
Feldek v Slovakia (2001-VIII) ECHR followed.

H20 9. Political expression, including expression on matters of public interest and concern, required a high lrvrl of protection under Art. 10. The leaflet contained very serious allegations on topic of general concern.

Thorgeirson v Ireland (1992) 14 E.H.R.R. 843 and Hertel v Switzerland (1999) 28 E.H.R.R. 534 followed.

H21 10. It was irrelevant that the applicants were the applicants were not lournalists. In a democratic society small and informal campaign groups had to be able to carry on their activities effectively. There was a strong public interest in enabling groups and individuals outside the mainstream to contribute to be public debate by disseminating information and ideas on matters of general public interest.

Περαιτέρω σας παραπέμπω σε ένα καινούριο κεφάλαιο, που εισήχθη πρόσφατα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, γνωστό ως “Gripe Site”, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο για όσους απλούς αδύναμους ανθρώπους ετοιμάζουν μια ιστοσελίδα για να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές. Φαίνεται ότι τα Δικαστήρια θεωρούν ότι, τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές μέσω αυτών των ιστοσελίδων, έστω και υπερβολικά, δεν αποτελούν δυσφήμιση εφόσον αποτελούν έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

Βλέπε:
1. Court Finds ‘Gripe Site’ Is Protected Free Speech, Not Defamation New York Law Journal/November 1, 2005
2. Rivera Technology Law – Internet Defamation Lawyer – Gripe Sites
3. Strategies for Blocking Internet “Gripe” Sites and Internet Complaint Sites
4. Court Protects Blogger Gripe Sites
5. 92-year-old’s website leaves oil giant Shell-shocked (The Guardian, Monday 26 October 2009)

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω Νομολογία και την τάση, τόσο των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και των Ευρωπαϊκών, αλλά και των Δικαστηρίων της Αγγλίας και Αμερικής όπου ισχύουν οι ίδιες αρχές με την Κύπρο και στηριζόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις συνθήκες και τον τρόπο που ανέβασε την ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της δυσφήμισης και η απαίτηση των Εναγόντων θα πρέπει να απορριφθεί.

Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το δικαστήριο σας στην πολύ χρήσιμη καθοδήγηση που έκανε ο δικαστής Diplock J αναφορικά με το κατά πόσο ένα σχόλιο είναι έντιμο, στην υπόθεση Silkin v. Beaverbrook Newspapers Ltd. and Another [1958] 1 WLR 743, Tab 5, at 749:
“Would a fair-minded man holding strong views, obstinate views, prejudiced views, have been capable of making this comment? If the answer to that is yes, then your verdict in this case should be a verdict for the defendants. … If you were to take the view that it was so strong a comment that no fair-minded man could honestly have made it, then the defence fails and you would have to consider the question of damages.”See also Halsbury’s Laws of England, Vol 28, 4th ed (Reissue:1997), para 145.

Επίσης σημαντικό είναι τα όσα έχε αναφέρει ο Lord Nicholls σε σχέση με το τι αποτελεί κακόβουλη σχόλιο στην υπόθεση tse wai chun paul v. ALBERT CHENG (2000) 3 HKCFAR 339 at p 360I to 361D:
“My conclusion on the authorities is that, for the most part, the relevant judicial statements are consistent with the views which I have expressed as a matter of principle. To summarise, in my view a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to injure, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence.»
Επίσης σημαντικά είναι όσα λέχθηκαν στην Merivale v Carson, Court of Appeal (1887) 20 QBD 275; 58 LT 332; 4 TLR 125, Lord Esher MRQ (the meaning of fair comment):
“ is the article in the opinion of the jury beyond that which any fair man, however prejudiced or however strong his opinion may be, would say of the work in question Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment on the work” “ mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit.”
“in some other case the alleged libel would not be beyond the limits of fair criticism, and it could be shown that the defendant was not really criticizing the work, but was writing with an indirect and dishonest intention to injure the plaintiffs, still the motive would not make the criticism a libel….” the mind of the writer would not be criticised.
Field J in his guidance to the jury gave a very wide limit: “if it is no more than fair, honest, independent, bold, even exaggerated, criticism, then your verdict will be for the defendant.

Είναι έκδηλο Εντιμότατε από τα γεγονότα ότι ο Εναγόμενος 1 δημοσίευσε τα όσα δημοσίευσε, διότι γνήσια πίστευε ότι οι Ενάγοντες τον ξεγέλασαν και τον αδίκησαν. Ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία του και με άλλους πιθανούς αγοραστές ακινήτων, καθώς επίσης να προσελκύσει δωρεάν συμπαράσταση και συμβουλές για το πρόβλημα του από άλλα άτομα. Ο στόχος του δεν ήταν κακόβουλος. Απλά χρησιμοποίησε την ονομασία lying builder και μετά παράθεσε τα γεγονότα παραθέτοντας έγγραφα στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, ότι τον ξεγέλασαν οι Ενάγοντες.

Είναι θεμιτό να δίνεται η ευκαιρία στους καταναλωτές να εκφράζουν τα παράπονα τους, διότι αυτό βοηθά και άλλους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί και αναμφίβολα αποβλέπει στο δημόσιον συμφέρον και προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης και της ελευθερίας του λόγου.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα δικαστήρια ανέχονται ακόμα και υπερβολές στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα εναντίον εταιρειών η προσώπων, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές και έμειναν δυσαρεστημένοι.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Συνοψίζοντας για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η απαίτηση των Εναγόντων.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2, πιστεύω ότι κατάφεραν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν τους όρους της Συμφωνίας και διεκδικούν αποζημιώσεις ως η απαίτηση τους, πλέον έξοδα, ως αναλύουμε πιο πάνω στην Αγόρευση μας.

Καταχωρήθηκε την 29 / 5 / 2012
Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος Εναγόμενων 1 και 2

 

Civil fraud: my lawyers submission: Case 365/2006

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΜΕΤΑΞΥ:

CHRISTOFOROS KARAYANNAS & SONS LTD, εκ Παραλιμνίου

Ενάγοντες

και

1. Cornelious Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaella Margaret O’Dwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜ. 24.3.2010

ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 365/06

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

και

1. Cornelius Desmond O’Dwyer, εξ Αγγλίας
2. Michaela Margaret ODwyer, εξ Αγγλίας

Εναγομένων

ΓΡΑΠΤΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 2

Εντιμότατε,

Προβαίνω στην παρούσα γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των θέσεων των πελατών μας, Εναγομένων 1 & 2 στην παρούσα αγωγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στα δικόγραφα και την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας κατά την ακρόαση της υπόθεσης και ένα συντομία έχουν ως ακολούθως:

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο κος Cornelius Desmond ODwyer (Εναγόμενος 1) και η κα Michaella Margaret ODwyer (Εναγόμενη 2) από την Αγγλία, είναι παντρεμένοι και έχουν δύο μικρά παιδιά.

Περίπου τον Μάιο του 2005 απεφάσισαν να πωλήσουν το σπίτι τους στην Αγγλία και να μετακομίσουν στην Κύπρο για μια καλύτερη ζωή, όπως έκαναν πάρα πολλοί Άγγλοι, ιδιαίτερα πριν να επέλθει οικονομική ύφεση στο νησί. Ο στόχος τους ήταν να πάρουν ένα ανεξάρτητο σπίτι περίπου ΛΚ170.000,00 στις ελεύθερες περιοχές Αμμοχώστου, με κήπο και πισίνα σε μια οικιστική περιοχή. Ένας κτηματομεσίτης τους σύστησε την εταιρεία των Εναγόντων ως μία αξιόπιστη εταιρεία, στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν για να αγοράσουν το σπίτι που ζητούσαν. Αφού είδαν διάφορα σπίτια, τελικά επέλεξαν το επίδικο σπίτι, το οποίο, ως τους εξήγησαν και ως φαινόταν από τα σχέδια που τους παρουσίασαν, ήταν γωνιακό, στην δεξιά του πλευρά συνόρευε με δρόμο και στην απέναντι πλευρά του δρόμου θα υπήρχε μια ανάπτυξη από τους Ενάγοντες με ισόγειες κατοικίες, κατά τρόπο που να μην επηρεάζεται η ιδιωτική ζωή των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι ικανοποιήθηκαν με αυτή την επιλογή και έτσι προχώρησαν και υπέγραψαν σχετικό συμβόλαιο για την αγορά του ακινήτου, ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2005, Τεκμήριο 4 στην παρούσα αγωγή. Το εν λόγω συμβόλαιο υπογράφτηκε εκ μέρους των Εναγομένων από την δικηγόρο Μάριον Κάρτερ του δικηγορικού γραφείου Κάρτερ & Κλαΐδης και κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Αμμοχώστου με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των Εναγομένων. Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν τμηματικά στους Ενάγοντες το συνολικό ποσό των ΛΚ66.000,00. Τα ποσά αυτά οι Εναγόμενοι τα πήραν από δάνειο μετά από υποθήκη που έβαλαν στο σπίτι τους στην Αγγλία, μέχρι αυτό να πουληθεί. Οι Εναγόμενοι δεν χρειάστηκε να υποθηκεύσουν το εν λόγω ακίνητο εδώ στην Κύπρο, εφόσον είχαν όλους τους πόρους που χρειαζόντουσαν για την αγορά του.

Δυστυχώς, ενόψει των αρνητικών εξελίξεων που έχουν προκύψει αναφορικά με αυτή την αγορά, οι Εναγόμενοι κατέληξαν να μην έχουν ούτε σπίτι, αλλά ούτε τα λεφτά τους πίσω. Επιπλέον σπατάλησαν τα λεφτά που είχαν πάρει από την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία, σε δικηγορικά έξοδα και άλλα έξοδα, ενόψει των πολλών διαδικασιών που ανοίχθηκαν εδώ στην Κύπρο.

Οι Εναγόμενοι ένιωθαν ασφαλείς να προβούν στην εν λόγω αγορά ενόψει του ότι, τόσο οι Ενάγοντες, όσον και οι τότε δικηγόροι τους, τους διαβεβαίωσαν και συμβούλεψαν ότι με την κατάθεση του συμβολαίου στο Κτηματολόγιο αυτοί θα είναι οι ιδιοκτήτες (δικαιούχοι) και ότι εάν θέλουν την επομένη μέρα μπορούν να το πουλήσουν. Οι σχέσεις των Εναγομένων με τους Ενάγοντες ήταν πολύ φιλικές προτού γίνει η πράξη και στις αρχές μετά τη υπογραφή του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι είχαν καλή επικοινωνία μαζί τους. Τους είχαν εξηγήσει από την αρχή τα σχέδια τους για μετακόμιση στην Κύπρο, την πώληση του σπιτιού τους στην Αγγλία και ότι τα παιδιά τους θα πήγαιναν σχολείο εδώ στην Κύπρο.

Αναπτύχθηκε μια αλληλογραφία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων αναφορικά με το κτίσιμο του σπιτιού και των πληρωμών, η οποία αντικατοπτρίζεται σε όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους και στις επιστολές των δικηγόρων των. Η εν λόγω αλληλογραφία έχει καταχωρηθεί ενώπιον του δικαστηρίου και αποτελούν τεκμήρια της υπόθεσης.

Στις 20 Ιανουαρίου 2006 οι Εναγόμενοι πήραν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την Michelle Anglou, με φωτογραφίες του σπιτιού και αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν κάποια λάθη στην κατασκευή στο εσωτερικού του σπιτιού. Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν προβεί στις αλλαγές που ζήτησαν να γίνουν οι Εναγόμενοι στην οικία τους. Στις 30 Ιανουαρίου 2006 πήραν ηλεκτρονικό μήνυμα από την Μάριον Κάρτερ, που περιλάμβανε την απόδειξη για την πληρωμή για την ολοκλήρωση του σκελετού και πιστοποιητικό Πολιτικού Μηχανικού για το στάδιο της τοιχοποιίας. Οι Εναγόμενοι μετέφεραν άμεσα το ποσό των ΛΚ26.027.50 στους τότε δικηγόρους τους, τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό τους στις 2 Φεβρουαρίου 2006.

Ο Εναγόμενος 1 απεφάσισε να μεταβεί στην Κύπρο για να επιθεωρήσει το σπίτι και να συζητήσει με τους Ενάγοντες για τα λάθη που εντόπισε και έτσι στις 6 Φεβρουαρίου 2006 έφτασε στην Κύπρο και πήγε στο εργοτάξιο την ίδια μέρα. Με μεγάλη του έκπληξη αντιλήφθηκε ότι οι Ενάγοντες προχώρησαν με ανάπτυξη δίπλα από το σπίτι του, κατά τρόπο πολύ διαφορετικό από ότι τους παρουσίασαν ότι θα γινόταν. Κατασκεύασαν τρεις διώροφες κατοικίες στο σημείο δίπλα από την οικία τους, εκεί που θα υπήρχε δρόμος ως φαίνεται, τόσο από το πρόχειρο σχέδιο που τους είχαν δώσει, όσο και από τα σχέδια που επισυνάπτονται στο συμβόλαιο. Η εν λόγω ανάπτυξη θα επηρέαζε την ιδιωτική τους ζωή στον κήπο τους, που ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια που τους οδήγησε να αγοράσουν εκείνο το συγκεκριμένο σπίτι και όχι κάποιο άλλο. Από αυτό το σημείο και μετά, είναι έκδηλο ότι ο Εναγόμενος 1 άρχισε να ανησυχεί για την αξιοπιστία των Εναγόντων, καθώς επίσης προειδοποιήθηκε από κάποιο άλλο Άγγλο να είναι προσεκτικός με τον Καραγιαννά. Αυτές οι ανησυχίες του Εναγομένου 1 τον οδήγησαν στο να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και απεφάσισε να αρχίσει να ηχογραφεί τις συνομιλίες του μαζί τους.

Ο Εναγόμενος 1 αναστατωμένος έσπευσε να συναντήσει τους Ενάγοντες για να ζητήσει εξηγήσεις, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν να τον δουν, διότι ήταν απασχολημένοι. Τον είδε η Michelle Anglou και του έδωσε ένα τοπογραφικό με την νέα ανάπτυξη, όπου διαφάνηκε ότι το καινούργιο τοπογραφικό δεν συμφωνούσε με το παράρτημα Β του συμβολαίου. Τελικά ο Μάριος Καραγιαννάς συνάντησε τον Εναγόμενο 1 την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2006 στο επίδικο σπίτι. Την ίδια μέρα η Michelle Anglou του τύπωσε και του έδωσε μια κατάσταση, όπου φαίνονταν οι πληρωμές που έγιναν και οι μελλοντικές πληρωμές (Τεκμήριο 46). Την επομένη στις 10 Φεβρουαρίου 2006 γύρω στις 9:00 το πρωί, συναντήθηκε και πάλι με τον Μάριο Καραγιαννά και την Michelle Anglou. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο 1, ο Μάριος ήταν απότομος και το κλίμα δεν ήταν ευχάριστο. Ο Μάριος του είπε να πάει να συζητήσει το θέμα με την σύζυγο του και να του εισηγηθεί λύσεις για διευθέτηση του θέματος.

Ο Εναγόμενος 1 επέστρεψε στην Αγγλία την ίδια μέρα και ετοίμασε λεπτομερή επιστολή με εισηγήσεις προς επίλυση του θέματος, την οποία απέστειλε στις 13 Φεβρουαρίου 2006 (τεκμήριο 20). Οι Ενάγοντες δεν απάντησαν στην εν λόγω επιστολή των Εναγομένων με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε και απλά στις 14 Φεβρουαρίου 2006 ο Μάριος απάντησε ότι ο δικηγόρος τους θα απαντούσε στην εν λόγω επιστολή. Μετά από επίμονες προσπάθειες από τον Εναγόμενο 1 να πάρει απάντηση, την 1η Μαρτίου 2006, οι δικηγόροι των Εναγόντων τους απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα (τεκμήριο 24) με το οποίο τους έλεγε τα εξής:

“…We do not consider that our clients are in breach of contract in any way. Our clients have fulfilled their obligations in accordance with the contract terms and at this stage we can only advise that either comply with your obligations as per the contract or cancel the same”.

Είναι έκδηλο ότι οι Ενάγοντες μέσω του δικηγόρου τους έδιναν την επιλογή στους Εναγόμενους, να συνεχίσουν με την υλοποίηση της σύμβασης, η εάν δεν τους αρέσει, να την τερματίσουν. Δεν φαίνεται να προειδοποιούν τους Εναγόμενους για όποιες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους για οποιοδήποτε στάδιο, αλλά ούτε τους καλούν γραπτώς όπως προβλέπεται στο συμβόλαιο παράγραφος 3.2, να καταβάλουν τυχόν καθυστερημένες δόσεις μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία της ειδοποίησης και ότι, εάν δεν το πράξουν, θα τερματίσουν το συμβόλαιο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύντομης απάντησης των Εναγόντων και της έλλειψης διάθεσης από μέρους τους για επίλυση του προβλήματος, ο Εναγόμενος 1 αναγκάστηκε, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένος, να προχωρήσει με την υλοποίηση της συμφωνίας και παράλληλα να δημιουργήσει ιστοσελίδα, στην οποία θα του δινόταν η ευκαιρία να παρουσιάσει την εμπειρία του και τα παράπονα του εναντίον των Εναγόντων. Την ιστοσελίδα τη δημιούργησε στις 4 Μαρτίου 2006 και έβαλε εκεί ένα μικρό κείμενο που περιέγραφε τα γεγονότα. Στις 6 Μαρτίου 2006 ήρθε στην Κύπρο και στις 7 Μαρτίου το 2006, πήγε το πρωί στο γραφείο των Εναγόντων αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησε με την Michelle Anglou και της είπε ότι, παρόλο που ήταν δυσαρεστημένοι δεν θα τερματίσουν το συμβόλαιο. Συνάντησε τους Ενάγοντες τελικά το απόγευμα της ίδιας μέρα και είπε και σε αυτούς ότι ήταν δυσαρεστημένοι, αλλά δεν θα τερμάτιζαν το συμβόλαιο και ότι θα παρουσιάσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που ετοίμασε με την ονομασία www.lyingbuilder.com. Την επομένη η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους Ενάγοντες επιταγή με ημερομηνία 8 Μαρτίου 2006, για το ποσό των ΛΚ26.027,50 για την τοιχοποιία, λεφτά τα οποία είχε ήδη λάβει από τους Εναγόμενους από τις 2 Φεβρουαρίου 2006 και τα κρατούσε μέχρι να επιλυθούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων και τα οποία προσπαθούσαν να επιλύσουν μέσω συζήτησης και ανταλλαγής αλληλογραφίας. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να πάρουν το εν λόγω ποσό και έτσι η Μάριον Κάρτερ παρέδωσε στους δικηγόρους των Εναγόντων στις 14 Μαρτίου 2006, επιστολή μαζί με την επιταγή, η οποία επιστράφηκε και μετά έγινε προσπάθεια επίδοσης της μέσω επιδότη ανεπιτυχώς. (βλέπε τεκμήρια 25 και 26).

Στις 9 Μαρτίου 2006 οι Μάριος Καραγιαννάς και ο πατέρας του Χριστόφορος Καραγιαννάς κτύπησαν τον Εναγόμενο 1 και του κατάστρεψαν την κάμερα του.

Την ίδια μέρα ο δικηγόρος των Εναγόντων απέστειλε επιστολή στους Εναγόμενους (τεκμήριο 9), σύμφωνα με την οποία τους ανακοινώνει ότι οι πελάτες του ακυρώνουν το συμβόλαιο και ότι, ακόμη και εάν διαφανεί ότι δεν νομιμοποιούνται να το ακυρώσουν, δεν επιθυμούν να τελειώσουν το σπίτι και να τους το παραδώσουν.

Στις 10 Μαρτίου 2006 ο Εναγόμενος 1 πήγε στο γραφείο του τότε δικηγόρου τους Ανδρέα Κλαΐδη για συμβουλές και στις 11 Μαρτίου 2006 επέστρεψε στην Αγγλία και αντικατέστησε το κείμενο που είχε ανεβάσει στην ιστοσελίδα του υπό μορφή ημερολογίου, με μια γενική δήλωση (τεκμήριο 67), η οποία παρέμεινε εκεί μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 2007, όπου και επανέφερε το κείμενο που είχε αρχικά τοποθετήσει και μετέπειτα ενημέρωνε την ιστοσελίδα ανάλογα με τις εξελίξεις.

Στις 9 Ιουνίου 2006 καταχωρήθηκε η εν λόγω αγωγή, μέσω της οποίας οι Ενάγοντες ζητούν τον τερματισμό του συμβολαίου και αποζημιώσεις για παράβαση συμβολαίου, καθώς επίσης ζητούν αποζημιώσεις για δυσφήμιση για την περίοδο 7 Μαρτίου 2006 μέχρι την 15 Μαρτίου 2006. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση δια της οποίας ζητούν δήλωση ότι το συμβόλαιο δεν έχει τερματιστεί, ειδική εκτέλεση και αποζημιώσεις και διαζευκτικά αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Το 2007 οι Εναγόμενοι πληροφορήθηκαν με μεγάλη τους έκπληξη, ότι το σπίτι τους πουλήθηκε σε άλλο πρόσωπο τον Μάιο του 2007, στην Michelle McDonald.

Το 2008 όταν επισκέφθηκε το σπίτι του για να βγάλει φωτογραφίες για σκοπούς παρουσίασης τους ως τεκμήρια στην παρούσα υπόθεση, ο Εναγόμενος 1 κτυπήθηκε από τον Μάριο Καραγιαννά, τον πατέρα του Χριστόφορο Καραγιαννά και από άλλο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να παραμείνει 6 μέρες στο Νοσοκομείο. Για αυτό το αδίκημα καταδικάστηκαν σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή, για το οποίο εκκρεμεί Έφεση εναντίον της αναστολής. Αρκετά από τα δημοσιεύματα που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο περί τα μέσα του Φεβρουαρίου 2007, δεν είναι επίδικα και αφορούσαν τους ξυλοδαρμούς του, την πώληση του σπιτιού του σε τρίτο άτομο και την καθυστέρηση που προέκυπτε στις διαδικασίες σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων του.

Στο στάδιο της ακρόασης οι Εναγόμενοι δήλωσαν ότι ζητούν αποζημιώσεις και όχι ειδική εκτέλεση, ενόψει του ότι, μετά την επιστολή του δικηγόρου Γιώργου Πιττάτζιη εκ μέρους της Michelle McDonald, ημερομηνίας 30/5/2007, ότι αυτή αγόρασε το σπίτι καλή τη πίστη και δεν επιθυμούσε να φύγει από μέσα και ότι δεν είχαν βάση αγωγής εναντίον τους, έτσι εγκατέλειψαν την πρόθεση τους να διεκδικήσουν ειδική εκτέλεση από εκείνο το σημείο και μετά.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ενώπιον σας έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των Εναγόντων ο Μάριος Καραγιαννάς, ο Σάββας Κυριάκου ειδικός ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο Χριστόδουλος Χρίστου πολιτικός μηχανικός, ο Νέστωρας Νικηφόρου δικηγόρος, ο Μάριος Σάββας μεταφραστής, η Michelle Anglou πρώην υπάλληλος των Εναγόντων, ο Anthony Kay ιδιοκτήτης της εταιρείας Sold On Cyprus, ο Κωνσταντίνος Τσαγγαράς πρώην υπάλληλος της BuySell και η Βαρναβούλλα Καραγιαννά. Για τους Εναγόμενους έδωσαν μαρτυρία οι Εναγόμενοι 1 και 2 και ο κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης, ειδικός εκτίμησης ακινήτων.

Είναι εμφανές ότι οι Ενάγοντες δεν ήρθαν ενώπιον του δικαστηρίου για να πουν την αλήθεια και προσπάθησαν μέσω της μαρτυρίας τους να παραπλανήσουν το δικαστήριο και να δημιουργήσουν εντυπώσεις, δια μέσων υπερβολών και ψευδομαρτυρίας.

Οι Εναγόμενοι παρουσίασαν τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους με αποδεικτικά στοιχεία.

ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

Ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι νομιμοποιούνται να τερματίσουν την συμφωνία πώλησης λόγω παράβασης της συμφωνίας από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα επειδή παρέλειψαν να καταβάλουν δύο πληρωμές στους Ενάγοντες, αυτή της τοιχοποιίας και αυτή του επιχρίσματος, είναι τόσο έκδηλα ανυπόστατη, που θεωρώ ότι δεν είναι καν αναγκαίο να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να πίσω το Δικαστήριο προς αυτή την κατεύθυνση.

Απλά θεωρώ σκόπιμο να τονίσω ότι σε καμία περίπτωση, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι Ενάγοντες, δεν έστειλαν την προειδοποίηση που προβλέπει το Άρθρο 3.2, της σύμβασης.

Το αντίθετο, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 1η Μαρτίου, παρακίνησαν τους Εναγόμενους, είτε να προχωρήσουν με την αγορά του ακινήτου, ή να το τερματίσουν εάν ήθελαν οι Εναγόμενοι.

Υπάρχει σωρεία αποφάσεων που καταπιάνεται με το θέμα του τερματισμού πωλητηρίου εγγράφου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δύναται ένα μέρος να τερματίσει ένα συμβόλαιο. Ως φαίνεται από την νομολογία, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή κάποιου ποσού κατά παράβαση της σύμβασης, αυτό από μόνο του δεν νομιμοποιεί τον τερματισμό του συμβολαίου, αλλά χρειάζεται ο συμβαλλόμενος να καταστήσει πρώτα τον χρόνο πληρωμής ως ουσιώδη όρο της συμφωνίας. Σχετικές με αυτή την αρχή είναι οι πιο κάτω υποθέσεις:

Στην υπόθεση IRIS DEVELOPMENT LTD v. ΤΑΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ημερ. 25/9/2000, Πολιτική Έφεση αρ.10180, αναφέρονται τα εξής στην σελίδα 1510:

«Το άρθρο 55(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 προβλέπει ότι αν ένας από τους συμβαλλόμενους αναλάβει υποχρέωση να προβεί σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένου χρόνου και παραλείψει να πράξει τούτο, το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμα καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του άλλου μέρους αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στον Ινδικό Περί Συμβάσεως Νόμο και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η Έκδοση, στη σελ.386, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«… Courts of Equity have introduced a presumption, chiefly, if not wholly applied, in cases between vendors and purchases of land, that time is not of the essence of contract.»

Επίσης στην υπόθεση PARASKEVAS & OTHER v. LANTAS (1988) 1 CLR, 285, σελ.290-291, λέχθηκαν τα εξής:

«In his reasons for judgment the trial Judge explains that the time of payment of the installments was of the essence and, consequently, the failure of the purchasers to meet stipulations regulating the payment of the installments, entitled the vendor to terminate the contract. It is evident that in so holding the Judge misinterpreted the decision of the Supreme Court in Charalambous v. Vakana (1982) 1 CLR 310 (the Judgment of the Court was given by Stylianides, J.), and case cited therein, and failed to appreciate that equity has superseded the common law rule that contractual stipulations effecting payment are of the essence of the agreement. Now the rule is that time stipulations of the agreement unless they are so declared to be for reasons mutually in the contemplation of the contracting parties. The same principles govern the application of s.55 of the Indian Contract Act, 43 1 A.26 and Stickney v. Keeble and Another (1915) A. C. 386). In this case not only the parties did not make the time of payment of the purchase price of the essence of the agreement but, on the contrary, they made provision of the payment of interest, a fact in itself suggestive that time was not intended to be of the essence. Therefore, time was not initially of the essence of the contract as indeed counsel for the respondent candidly acknowledged. Was, then, the time of payment made of the essence by the subsequent notice of the vendor? »

(Βλέπε και Melaisi v. Georghiki Eteria (1979) I CLR 748, Stickney v. Keeble and another (1915) A.C. 386, Smith v. Hamilton (1950) 2 All E.R. 928 και Jamshed Khodaram Irani v. Burjorji Dhunjibhai (1915) 32 T.L.R. 156).

Στην Pollock & Mulla (ανωτέρω) αναφέρεται ότι, και όπου ο χρόνος δεν είναι ουσιώδεις, μπορεί να καταστεί τέτοιος, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σελ.389):

«Even in the case of sale of land, time can be made of the essence of the contract by giving a notice to the other side guilty of undue delay to perform the contact in the reasonable time. This can also be done in a contract the stipulation of time as the essence has been waived».

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι, στην παρούσα υπόθεση υπήρχε επιλογή στους πωλητές να καταστήσουν τον χρόνο καταβολής οποιασδήποτε από τις δόσεις ως ουσιώδη όρο, βάσει του άρθρου 3.2 της Σύμβασης, όμως σε καμία περίπτωση δεν έπραξαν κάτι τέτοιο. Επίσης σε σχέση με την καταβολή της δόσης που αφορά το επίχρισμα, ούτε καν ενημερώθηκαν οι Εναγόμενοι ότι θα έπρεπε να την καταβάλουν και σε σχέση με τα λεφτά για την τοιχοποιία, φαίνεται ότι εκκρεμούσε λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει. Οι Ενάγοντες όφειλαν με γραπτή ειδοποίηση να καταστήσουν τον χρόνο πληρωμής αυτής της δόσης ως ουσιώδη, πάντοτε σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, προτού προχωρήσουν με τερματισμό.

Η επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9 Μαρτίου και η μεταγενέστερη πώληση του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο, αποτελεί παράβαση του συμβολαίου και οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

Οι Εναγόμενοι μέσω της ανταπαίτησης τους διεκδικούν:

(α) αποζημιώσεις που προκύπτουν από την διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ήτοι €119.698,00

(β) την επιστροφή του ποσού των ΛΚ66.000,00 (€112.767,69), πλέον νόμιμο τόκο

(γ) €18.000,00 πραγματικά έξοδα, που αφορούν πτήσεις, διαμονή, διατροφή, ενοίκια αυτοκινήτων και άλλα, ως φαίνεται στον πίνακα που έχω ετοιμάσει και επισυνάπτεται στην Αγόρευση μου ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

(δ) GBP 75.483,00 (€93.372,19) δια ενοίκια για τη διαμονή τους στην Αγγλία

(δ) €2.562,90 ως δικηγορικά έξοδα για την ετοιμασία του συμβολαίου

(ε) τιμωρητικές αποζημιώσεις, έξοδα, νόμιμο τόκο και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ως εύλογη και δίκαιη το Δικαστήριο

(στ) δικηγορικά έξοδα και τόκους

Η αγοραία αξία του ακινήτου σύμφωνα με την νομολογία υπολογίζεται κατά την ημερομηνία παράβασης, ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπου αποκρυσταλλώνεται ότι το αναίτιο μέρος σταμάτησε να επιμένει σε ειδική εκτέλεση.

Αναφορικά με τις αποζημιώσεις που δικαιούται το αναίτιο μέρος να λάβει μετά από παράβαση συμβολαίου, σχετικά είναι τα πιο κάτω:

Το περίγραμμα Chitty on Contracts 30th ed., Volume 1 – General Principles, paragraph 26-091, αναφέρει τα εξής:

«Full details of the damage recoverable for breaches of contracts relating to the sale of lease of land (including breaches of the covenants in a conveyance or lease) should be sought elsewhere. In respect of contracts made after September 27. 1989 the restrictive rule in Bain v Fothergill (which limited the vendor’s liability) no longer applies. Thus, a vendor who breaks his contract by failing to convey the land to the purchaser is liable to damages for the purchaser’s market value of the property at the fixed time for completion (or at a later time so long as it was reasonable for the purchaser to continue to seek performance, less the contract price. The purchaser may claim the loss of profit he intended to make from a particular use of the land (e.g. by converting a building into flats and offices) only if the vendor had actual or imputed knowledge of special circumstances showing that the purchaser intended to use the land in the way».

Στην υπόθεση MICHAEL SAAB v. THE HOLY MONASTERY OF AYIOS NEOPHYTOS, Civil Appeal No.6176, ημερ. 19/10/1986), σελ.500, αναφέρονται τα εξής:

«…Though normally damage are assessed out at the date of breach, where the party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, damage may be assessed as at a subsequent date – In this sense Principle of Wroth v. Tyler (1973) 1 All E.R. 897 not exceptional but in line with the common law rule for the assessment of damages. Interest – Recovery of, as an item of special damage in case of a breach of contract – Though a remote item of damage which is not ordinarily recoverable it may be recovered when it is specifically pleaded and it appears that loss of interest ought reasonably to have been within the contemplation of the parties at the time of execution of the contract».

Επίσης η υπόθεση SYMEON CHARALAMBOUS v. ANDROULLA VAKANA, Civil Appeal No.6180, ημερ.20/5/1982, σελ.312 αναφέρει τα εξής:

«… the contract price and the market value at the time the respondent sold the property to the third person; that as the purchase price in the contact broken between the parties was £1.950 and the respondent sold the land to another person on 25.11.1977 for £4.000 the appellant is entitled to £2.050 damages and to the amount of £80 his deposit; …»

Στην σελίδα 319 της ίδια υπόθεσης αναφέρεται:

«…The question as to the date at which damages should be assessed was considered in a number of cases in the past. The view expressed that the damages should be assessed as at the time of the breach.

In Horsler v. Zorr (1975) 1 All E.R. 584, at p.586, Megarry, J., as he then was, indicated that there is no inflexible rule that common law damages must be assessed at the date of the breach.

In Johnson and Another v. Agnew (1979) 1 All E.R. 883 (H.L.), Lord Wilberforce said this at page 896:

The general principle for the assessment of damages is compensatory, i.e. that the innocent party is to be placed, so far as money can do so, in the same position as if the contact had been performed. Where the contract is one of sale, this principle normally leads to assessment of damages as at the date of the breach, a principle recognised and embodied in s.51 of the Sale of Goods Act 1893. But this is not an absolute rule; if to follow it would give rise to injustice, the court has power to fix such other date as may be appropriate in the circumstances.

In cases where a breach of a contract for sale has occurred, and the innocent party reasonably continues to try to have the contact completed, it would to me appear more logical and just rather than tie him to the date of the original breach, to assess damages as at the date when (otherwise than by his default) the contract is lost”.»

Eπίσης βλέπε ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ ν ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Πολιτική Έφεση αρ.9150, ημερ.19/12/1997, BEARD v PORTER, Court of Appeal, dated 22/7/1947, (1948) 1 K.B. 321, ΔΑΦΝΟΣ ΔΡΥΑΝΗΣ & ΑΛΛΟΙ ν. ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ, Πολιτική Έφεση αρ.8923, ημερ.15/5/1998. Βλέπε επίσης JOHNSON AND ANOTHER RESPONDENTS v AGNEW APPELLANT, House of Lords, dated, 8/3/1979, (1979) 2 WLR 487, (1980) A.C. 367, επίσης βλέπε DIAMOND v CAMPBELL-JONES AND OTHERS, Chancery Division, dated 4/2/1960, (1957 D. No.482), (1961) Ch.22.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι Εναγόμενοι φαίνεται ότι διεκδικούσαν την εκτέλεση του συμβολαίου με την παράδοση του ακινήτου σε αυτούς, μέχρι τις 30/5/2007, όπου έμαθαν για την παράνομη πώληση του σπιτιού τους σε τρίτο πρόσωπο και μετά που πήραν επιστολή από τους δικηγόρους της νέας αγοράστριας που τους ενημέρωνε ότι δεν προτίθετο να εγκαταλείψει το σπίτι και ότι το αγόρασε καλή τη πίστει. Έχοντας υπόψη την πιο πάνω ισχύουσα Νομολογία, οι Εναγόμενοι δικαιούνται ως αποζημίωση την διαφορά μεταξύ της τιμής του ακινήτου, ως φαίνεται στην εκτίμηση που έκανε ο εκτιμητής κύριος Χαράλαμπος Πετρίδης για την αξία του ακινήτου τον Μάιο του 2007 η εκτίμηση του οποίου παρέμεινε ανεντείλεκτη, δηλ. €398.200,00 και του ποσού των €278.502,00 (ΛΚ163.000,00), ήτοι το ποσό των €119.698,00.

Περαιτέρω δικαιούνται ως αποζημιώσεις που προκύπτουν φυσιολογικά κατά την φυσική ροή των πραγμάτων, κάτι που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά τον χρόνο της σύμβασης ότι θα προέκυπταν συνεπεία της σύμβασης, ως ακολούθως:

  1. Ενοίκια 1000 στερλίνες μηνιαίως που καταβάλλουν οι Εναγόμενοι για την διαμονή τους στην Αγγλία, από τις 6/12/2006 που πώλησαν το σπίτι τους για την αγορά της επίδικης κατοικίας και τα οποία μέχρι σήμερα ανέρχονται στις περίπου €93.372,19

  2. 2.562,90 δικηγορικά έξοδα που πλήρωσαν για ετοιμασία του συμβολαίου αγοράς

  3. 18.000,00 πραγματικά έξοδα, ως διαφαίνεται από τις αποδείξεις που έχει καταχωρήσει η Εναγόμενη 2, σε σχέση με τα ταξίδια που αναγκάστηκαν να κάνουν στην Κύπρο.

Βλέπε επίσης το Άρθρο HALBURY’S LAW OF ENGLAND/DAMAGES (VOLUME 12 (1) (REISSUE))/5. MEASURE OF DAMAGES IN CONTRACT/(3) CONTRACT: PARTICULAR TRANSACTIONS/1059. SALE OF LAND όπου αναφέρονται τα εξής:

«When upon a contract for the sale of land the purchaser wrongfully refuses to complete, the measure of damage is, similarly, the loss incurred by the purchaser as the natural and direct result of the repudiation of the contract by vendor. These damages include the return of any deposit paid by the purchaser with interest together with expenses which he has incurred in investigating titles and other expenses within the contemplation of the parties, and where there is evidence that the value of the property at the date of repudiation was greater than the agreed purchase price, damages for loss of bargain.»

Βλέπε επίσης ΗΛΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ν ΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ.6831, ημερ.11/5/1990, η οποία αναφέρει:

«… Το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε παραβιάσει τους όρους της παραγράφου 7 κρίνεται εύλογο και επικυρώνεται. Οι αποζημιώσεις για παράβαση συμβατικών όρων καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 73(1) του Κεφ.149. περιλαμβάνει ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων ή που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης ότι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της παράβασης. Οι πρόνοιες της παραγράφου αυτής του άρθρου 73 του Περί Συμβάσεων Νόμου εξετάστηκαν σε έκταση στην υπόθεση Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1. CLR 499, p.519 a.s.

Η αποκατάσταση στη θέση που θα βρισκόταν το αθώο μέρος αν δεν σημειωνόταν η διάρρηξη της σύμβασης αποτελεί τη συνισταμένη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων. Κατά κανόνα αυτό επιτυγχάνεται με την επιδίκαση εκείνων των αποζημιώσεων που κατά λογική πρόβλεψη κατά το χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας.

Η δαπάνη για την επέκταση και διαμόρφωση του κτιρίου είχε καταβληθεί αποκλειστικά για το σκοπό δημιουργίας προϋποθέσεων λειτουργίας του κέντρου όπως οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας. Παρόλο που το δικαστήριο στη σύντομη απόφαση του δεν επεξηγεί τη βάση πάνω στην οποία καθορίστηκε η αποζημίωση, είναι πρόδηλο ότι έκρινε ότι η δαπάνη δεν είχε το αναμενόμενο όφελος και συνεπώς συνιστούσε ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας εκ μέρους του εφεσείοντα».

Βλέπε επίσης JEAN LOUIS STEUERMAN v DAMPCOURSING LTD, Case No. HT02 181, High Court of Justice Queens Bench Division Technology and Construction Court, ημερ.16/5/2002, (2002) EWHC 939 (TCC), 2002 WL 1039753, παράγραφος 60, η οποία αναφέρει τα εξής:

«60. As it turned out, the period of interruption for the reparation works was far longer than expected, due to the fault of the defendants.»

«…The cost of renting property in that area is high and no one has suggested that the sum agreed is excessive for the area. I find that the defendants are liable in the sum claimed.»

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι δικαιούνται αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη. Ως φαίνεται από την Αγγλική Νομολογία, τέτοιους είδους ζημιές δίνονται και σε εργοληπτικές υποθέσεις, νοουμένου ότι ο σκοπός της σύμβασης αφορούσε άνεση και απαλλαγή από ταλαιπωρία. Σχετικό είναι το Άρθρο Construction Law Journal, 1988, Damages for heartache: the award of general damages for inconvenience and distress in building cases, Kim Franklin, (αντίγραφο επισυνάπτεται), το οποίο αναφέρει:

«Traditionally the view was that on a breach of contract damage could not be given for mental distress but only for physical inconvenience such as *Const. L.J. 265 having to walk five miles home or live in an overcrowded house. That mould was broken, as were so may others, by Lord Denning M.R. in the well-known holiday case of Jarvis v. Swan Tours. He there said: “if the contracting party breaks his contract, damages can be given for the disappointment, the distress, the upset and frustration caused by the breach”».

Επίσης στην σελίδα 6 του ιδίου Άρθρου αναφέρει:

«The recent case of Hayes and Another v. Dodd and Another has established that damages for anguish and vexation will be awarded for breach of contract only if the object of the contract is comfort or pleasure or the relief of discomfort. Although such damages are therefore recoverable in building cases they are not recoverable if the object of the contract is simply the carrying out of a commercial transaction».

Περαιτέρω βλέπε Άρθρα Construction Law Journal, 1992, More heartache: a review for the award of general damages in building case, Kim Franklin και Construction Law Journal, 1992 και Commonwealth claims for inconvenience in building matters, Ian H. Barnett. (αντίγραφα επισυνάπτονται)

Έχοντας υπόψη την πιo πάνω Nομολογία πιστεύω ότι οι Εναγόμενοι δικαιούνται τα πιo κάτω ποσά:

  1. ΛΚ66.000,00 ήτοι €112.767,69, πλέον τόκους,

  2. 119.698,00 (€398.200,00 – €278.502,00) που είναι η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας τον Μάιο του 2007 και της αξίας πώλησης. (βλέπε σελ.8 της εκτίμησης του κου Χαράλαμπου Πετρίδη),

  3. 18.000,00 έξοδα διακίνησης, διαμονής και φαγητού, για αναγκαία ταξίδια που έκαναν για την υπόθεση,

  4. 93.372,19, ενοίκια για την διαμονή τους στην Αγγλία

  5. 2.562,90 για έξοδα ετοιμασίας συμβολαίων

  6. Δικηγορικά Έξοδα

  7. Νόμιμους Τόκους.

ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ

Αναφορικά με την απαίτηση των Εναγόντων για δυσφήμιση, είναι η ταπεινή μου γνώμη ότι δεν έχουν αποδείξει την απαίτηση τους. Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το Δικαστήριο πιο κάτω στην Αγόρευση μου σε διαφωτιστική Νομολογία, καθώς επίσης στην στάση των Δικαστηρίων άλλων χωρών, αναφορικά με δημοσιεύματα που γίνονται δια μέσου ιστοσελίδων από απλούς καταναλωτές, με στόχο να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, μετά από συνδιαλλαγές που είχαν μαζί τους.

Στην παρούσα υπόθεση οι Ενάγοντες προς υποστήριξη της απαίτησης τους για δυσφήμιση, παρέδωσαν στο Δικαστήριο αντίγραφα της αρχικής ιστοσελίδας που ανέβασε στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, καθώς επίσης κάποια άλλα μεταγενέστερα δημοσιεύματα που δεν αφορούν την επίδικη διαφορά. Είναι εμφανές από μια ανάγνωση του κειμένου που ανάρτησε ο Εναγόμενος 1, ότι πρόκειται για εξιστόρηση γεγονότων τύπου ημερολογίου και παράθεση των εντυπώσεων και παραπόνων που είχε ο εναντίον των Εναγόντων και που είχε σχέση με την αγορά από αυτούς, του επίδικου ακινήτου. Διαφαίνεται ότι ο Εναγόμενος 1 πιστεύει ότι οι Ενάγοντες τον κορόιδεψαν και του είπαν ψέματα ότι το σπίτι που αγόραζε θα ήταν γωνιακό και ότι δεν θα γειτνίαζε με διώροφες κατοικίες και ότι με αυτό τον τρόπο τον ξεγέλασαν να αγοράσει το σπίτι. Προς υποστήριξη των θέσεων του παραθέτει έγγραφα που του δώσανε, βιντεογραφήσεις και τηλεφωνικές συνομιλίες. Αναμφίβολα οποιοσδήποτε εισέλθει και διαβάσει τα όσα έγραψε ο Εναγόμενος 1, θα καταλάβει ότι οι χαρακτηρισμοί του, αποτελούν την δική του γνώμη για τους Ενάγοντες, βασισμένη σε όσα είχε παραθέσει εκεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν κανένα μάρτυρα που να είχε διαβάσει ,εκτός από τους ίδιους, το περιεχόμενο της ιστοσελίδας αυτής κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή από τις 7 Μαρτίου μέχρι 15 Μαρτίου 2006. Εξάλλου, όπως έχει διαφανεί από την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον σας, χρειάζονται αρκετές μέρες και έξοδα μέχρι να είναι εφικτός ο εντοπισμός μιας νεοσύστατης ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με την μέθοδο της έρευνας, από ένα χρήστη του διαδικτύου που δεν γνωρίζει το όνομα της ιστοσελίδας. Είναι η γνώμη μου ότι απέτυχαν οι Ενάγοντες να αποδείξουν ότι τα κείμενα που υπήρχαν στην ιστοσελίδα τους έχουν διαβαστεί από οποιονδήποτε κατά το επίδικο χρόνο, εκτός από τους ιδίους. Επίσης δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία δια της οποίας να φαίνεται ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου κειμένου που ανέβασε ο Εναγόμενος 1 στο διαδίκτυο, κατά ή περί τις 4 Μαρτίου 2006 και το οποίο κατέβασε στις ????????? Μαρτίου 2006 και το είχε κατεβασμένο μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου 2007. Ούτε παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να φαίνεται ότι υπήρξε κακοβουλία από μέρους του Εναγομένου 1.

Σύμφωνα με την νομοθεσία μας σε περίπτωση δημοσίευσης δυσφημιστικού σχολίου υπάρχουν οι πιο κάτω υπερασπίσεις:

Ειδικές υπερασπίσεις σε αγωγή για δυσφήμιση:

19. Σε αγωγή για δυσφήμιση απoτελεί υπεράσπιση-

(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:

Νoείται ότι, όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημιστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημιστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21

(δ) ότι η δυσφήμιση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22.

(Περιπτώσεις κατά τις oπoίες η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι υπό επιφύλαξη πρovoμιoύχα)

21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:

Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή

(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα

(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση

(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.

(2) Η δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-

(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές ή

(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ ή

(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.

(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημιστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας.”

Ο Εναγόμενος 1 στην παρούσα υπόθεση λέει ότι, τα όσα έχει αναφέρει στην ιστοσελίδα του είναι αλήθεια, εφόσον κατά τον ίδιο, του είχαν υποσχεθεί ένα πράγμα και μετά του παρέδωσαν κάτι άλλο. Ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδει προκύπτει από τα όσα είχαν προκύψει από τις συζητήσεις που έκανε μεταξύ τους, τα έγγραφα που του παρέδωσαν και την αλλαγή που έκαναν στην ανάπτυξη της γης τους, η οποία δεν συνάδει με το αρχικό σχέδιο που του παρέδωσαν και το παράρτημα Β της σύμβασης ημερ.23/8/2005.

Αλλά και εάν ακόμα το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι οι Εναγόμενοι απέσυραν το βάρος της απόδειξης τους για την υπεράσπιση της αλήθειας (Justification), τότε αναμφίβολα τα όσα έχει πει ο Εναγόμενος 1 αποτελούν έντιμο σχολιασμό ή αποτελούν υπό επιφύλαξη προνομιούχα δημοσίευση.

Στην υπόθεση ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ ν. 1. ΕΚΔΟΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ ΔΙΑ ΛΤΔ Κ.Α., Πολιτική Έφεση αρ.116/2008, ημερ.15/3/2011, αναφέρονται τα εξής:

«ο έντιμος σχολιασμός, από την άλλη, το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμου του εναγόμενου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο (“fair”) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από έναν έντιμο άνθρωπο. Συμπληρώνεται εδώ ότι λόγω της δυσκολίας που ενυπάρχει πολλές φορές στο διαχωρισμό γεγονότος και σχολίου και της ανάμειξης των δύο στο αυτό δημοσίευμα, δημιουργήθηκε και το λεγόμενο «rolledup plea» που στην ουσία αποτελεί υπεράσπιση για τον έντιμο και εύλογο σχολιασμό και όχι για την αλήθεια του κειμένου».

Στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ.343/2008, ημερ.20/3/2012, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, τα όσα έχει πει ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος δημόσια και μάλιστα από τηλεοπτικό σταθμό, αποτελούν έντιμο σχόλιο, παρόλο που η υπεράσπιση της αλήθειας δεν έγινε αποδεχτή.

Τα δυσφημιστικά λόγια που χρησιμοποιεί ο Εναγόμενος σε εκείνη την περίπτωση, δεν προσομοιάζουν σε βαθμό καθόλου με τα όσα περιέχονται στην ιστοσελίδα του Εναγομένου 1. Στην πιο πάνω υπόθεση ήταν πολύ πιο άσχημα και έντονα.

Συγκεκριμένα ο Εναγόμενος σε εκείνη την υπόθεση αναφέρει τα εξής εναντίον κάποιου γιατρού.

«Αυτό το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για πρόκληση εντυπώσεων. Στο στήσιμο του σεναρίου και στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος για να καταδικαστούν αθώοι και για ν’ απαλλαγούν εσαεί πιθανοί ένοχοι, ενεπλάκησαν πολλά άτομα.

Το πέτυχαν με τη δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων και τη συγγραφή ενός σεναρίου για φοιτητές προς εντυπωσιασμό και όχι για ειδικούς γιατρούς με χρόνια πείρα και καθημερινή εμπλοκή στη μάχιμη ιατρική..

Σεναριογράφος, ο πραγματογνώμονας, ο οποίος απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία, εγκεφαλικός θάνατος και αναισθησιολογικός θάνατος…

ο σεναριογράφος πραγματογνώμονας απέφυγε, όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθεί και να διερευνήσει την έννοια της λέξης ανοξία… Κάποιοι που ήταν στο ναό του χειρουργείου ξέρουν καλύτερα από τους άλλους τι συνέβηκε και οι δύο γιατροί που καταδικάστηκαν είναι αθώοι…

…… η όλη διαδικασία της έρευνας στην υπόθεση του χαμού του 14χρονου Γιώργου δυστυχώς στόχευε στην απόκρυψη των πραγματικών τουλάχιστον ή των πιθανών πραγματικών αιτιών του θανάτου, με κύριο στόχο την συγκάλυψη τυχόν ευθυνών.»

Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πλειοψηφία. Η έντιμη Δικαστής Παπαδοπούλου, στην σελ.13 της απόφασης αναφέρει τα εξής:

«Τόσο το Σύνταγμα μας όσο και η Ευρωπαϊκή Σύμβασις διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβασις»), προστατεύουν φυσικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης – (Άρθρο 19 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης) – και το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας και της φήμης του ανθρώπου – (Άρθρο 2 της Σύμβασης). Και τα δύο πιο πάνω δικαιώματα, ως εκ της φύσεως τους, θα πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού από όλους, και τα δικαστήρια, εξετάζοντας υποθέσεις όπως η παρούσα, θα πρέπει να εξισορροπούν τα δύο αυτά δικαιώματα, ώστε να μην υπάρχει παραβίαση τους. Λεπτομερής ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα της εξισορρόπησης των δύο αυτών δικαιωμάτων γίνεται, με αναφορά σε νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Εκδ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856, στην οποία αναφέρεται:- (σελ.871-872)

Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No.9815/82, Ser. A. vol. 103 (1986) 8 E.H.R.R. 407, at para.41 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων. Η ελευθερία αυτή, με εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν. Αυτό απαιτεί ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία».

Περαιτέρω αναφέρει:

«Στην υπόθεση Barford v. Denmark, App. No.11508/85, Ser. A. vol149 (1991) 13 E.H.R.R. 493, το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της αναλογικότητας δε σημαίνει ισότητα μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ότι οι στόχοι του Άρθρου 10(2) της Σύμβασης θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με την αξία της ανοικτής συζήτησης θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των πιο πάνω συμφερόντων, δεν πρέπει να παραγνωρίζει τη μεγάλη σημασία της μη αποθάρρυνσης του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων».

Αυτό που ζητείται στις περιπτώσεις λίβελου, σύμφωνα με την Νομολογία, είναι να δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας του λόγου, με τα ενδιαφέροντα ενός προσώπου στην προστασία της φήμης του.

Σε μια Αμερικανική υπόθεση του έννατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας, στην John M. Gardner v Tom Martino, οι Ενάγοντες πώλησαν ένα σκάφος σε κάποιο άτομο, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος και πήγε σε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Tom Martino. Ο Tom Martino ακούγοντας τα παράπονα του αγοραστή, ανέφερε ότι οι ιδιοκτήτες του καταστήματος έλεγαν ψέματα όταν είπαν ότι έλεγξαν τη βάρκα μετά που έκαναν κάποιες επιδιορθώσεις. Το Δικαστήριο δικαίωσε τον Εναγόμενο, λέγοντας ότι, το τι είπε αποτελούσε γνώμη, παρόλο που δεν αποδείχτηκε ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε ήταν αλήθεια.

Η απόφαση του πιο πάνω Περιφερειακού Δικαστηρίου υιοθετήθηκε από το Εφετείο, βλέπε John M. Cardner v Tom Martino, Νο. 06-35437, D.C. Νο. CV-05-00769-BR/HU, σελ. 4837, και λέχθηκαν τα εξής:

«…[4] Because Martino’s “lying” statements were made in reliance on the facts outlined on air by Feroglia in the minutes preceding his commentary, like in Partington and unlike in Manufactured Home Communities, no reasonable listener could consider Martino’s comments to imply an assertion of

objective facts rather than an interpretation of the facts equally available to Martino and to the listener. See Partington, 56 F.3d at 1156. As we stated in Partington, when it is clear that the allegedly defamatory statement is “speculat[ion] on the basis of the limited facts available,” 56 F.3d at 1156, it represents a non-actionable personal interpretation of the facts. See id.; see also Haynes v. Alfred A. Knopf, Inc., 8 F.3d 1222, 1227 (7th Cir. 1993) (“[I]f it is plain that the speaker is expressing a subjective view, an interpretation, a theory, conjecture, or surmise, rather than claiming to be in possession of objectively verifiable facts, the statement is not actionable.”).

Επίσης στη σελ. 4838 αναφέρεται:

«…[6] We conclude that the Appellants have not presented substantial evidence to support a prima facie case that Martino’s reliance on Feroglia’s story was unreasonable or negligent. The declarations submitted by the Appellants show that Feroglia’s statements may have been false, but do not show that Martino was negligent or unreasonable in relying on Feroglia’s story, given the nature of talk shows, such as his. At most the declarations show only that Martino’s show did not contact Appellants before putting Feroglia’s call on the air, but such prior investigation is not required in the context of a radio show that takes live calls on the air. Additionally, Appellants were given the opportunity to call in to the program and explain their version of events but chose not to do so.

[7] We decline to apply a lesser standard than the “reasonable reliance” standard because it would be unreasonable to require a speaker to determine the actual truth or falsity of every fact the speaker relies on before stating his or her opinion. A lesser standard than the “reasonable reliance” standard, as proposed by Appellants, would chill speech and frustrate the purpose of the First Amendment.

Επίσης στη σελ. 4839, λέχθηκε:

«…[8] Martino’s “lying” statements were also not sufficiently factual to imply a false factual assertion. Rather, the statements were more like the accusation that Underwager was “perseverating” regarding his professional credentials — an accusation that is a “nonactionable rhetorical hyperbole, a vigorous epithet used by those who considered [the appellant’s] position extremely unreasonable.” Underwager, 69 F.3d at 367 (internal quotation marks omitted). Martino made at least two loose, hyperbolic statements during the broadcast, which were an obvious exaggeration (“Polaris sucks” and “Polaris Industries plus Mt. Hood Polaris equals sucks”), so that it would be understood that the contested statements were the type of obvious exaggeration generally employed on Martino’s program and held to be nonactionable in Underwager, 60 F.3d at 361, not false factual assertions.»

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Flux v Moldova Application No. 28702/03, (2010) 50 E.H.R.R.34, 20 Nevember 2007, απεφάσισε:

«…2. Freedom of expression: interference; “prescribed by law”; “protection of the reputation or rights of others”; “necessary in a democratic society”; proportionality; politician; issue of public interest (article 10)

H4 (a) The decisions of the domestic courts and the award of damages made against the applicant amounted to an interference with its right to freedom of expression under art.10(1).

The interference had had a legal basis in the relevant domestic law and the provisions in question were accessible and foreseeable; accordingly, it had been “prescribed by law” for the purposes of art.10(2) . Further, the interference had served the legitimate aim of protecting the reputation of S. [23]–[25]

H5 (b) The applicant had been held liable for being unable to prove the truth of several of the statements contained in the article in question. The relevant paragraph of the article had consisted of both statements of fact and value judgments. The domestic courts had found that the entire paragraph was untrue, including the value judgments. While the existence of facts could be demonstrated, it was not possible to prove the truth of a value judgment and a requirement to that effect infringed freedom of opinion, which was a fundamental part of the right secured by art.10 . The applicant could not have been expected to prove the “truth” of its own opinions about the published facts, which the domestic courts had not held to be incorrect.

[28]–[29].

H11 (h) In summary, given the importance of the issues raised in the article in question, the fact that most of the article had not been considered to be untrue or abusive, that the applicant had faced particular difficulties in proving events which had occurred long before the proceedings were initiated, that any damage caused to S would have substantially diminished with the passage of time, that some of the statements for which the applicant had been held liable Page2 constituted value judgments not susceptible of proof and the high level of the award of damages made by the domestic courts, the interference had not corresponded to a pressing social need and thus had not been necessary in a democratic society. Accordingly, there had been a violation of art.10 . [35]».

Στην υπόθεση Branson v Bower [2001] E.M.L.R. 32, 24 May 2001, ο γνωστός επιχειρηματίας Richard Branson κίνησε αγωγή εναντίον μιας εφημερίδας, η οποία δημοσίευσε ένα Άρθρο που του απέδιδε ότι είχε ανέντιμα κίνητρα, όταν ανακοίνωσε ένα διαγωνισμό για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα στην εισαγωγή της απόφασης του Εφετείου, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«……The defendant in his defence denied the meanings alleged and pleaded defences of justification, fair comment and qualified privilege. On the trial of a preliminary issue the judge ruled that the words complained of were comment and not statements of fact. The claimant appealed…..»

Το Εφετείο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση και είπε τα εξής:

8 The judge, having set out the facts, recorded arguments on behalf of the respondent based upon the jurisprudence of the European Court of Human Rights in the context of Article 10 of the European Convention on Human Rights. He then said:

In this jurisdiction it happens that we have a civil law of defamation which is sophisticated and highly developed and includes a range of defences for the media. Furthermore it has been stated on a number of occasions, at the highest judicial level, that our law in this respect is consistent with the imperatives and safeguards of the European Convention. (See for example the remarks of Lord Goff in Attorney-General v. Guardian Newspapers (No. 2) [1990] 1 A.C. 109 at 283–284, and of Lord Keith in Derbyshire County Council v. Times Newspapers [1993] A.C. 534 at 551.) It is clearly my duty to apply English domestic law and, in doing so, to have regard to the principles of the Convention as explained and developed in Strasbourg.

It cannot be stated baldly, in my judgment, as a matter of English law, that a defendant can be exonerated from the need to prove the truth of factual defamatory statements if it is unreasonable or impossible to do so. It is well established, for example, that a person is regarded as having a good name, and defamatory words are presumed to be false unless and until a defendant takes on the burden of proving them to be true. That principle was reaffirmed as recently as March 1999 in the Court of Appeal in McDonald’s Corporation v. Steel [unreported]. Nevertheless the law of defamation recognises that it is unreasonable *804 to require a defendant to prove the truth of every defamatory statement, and provision is duly made. For example, we have the rule that a defendant only has to prove the libel to be substantially true. What has to be justified is the real “sting” of the libel. That principle has been supplemented by s.5 of the Defamation Act 1952.

If the allegations can truly be classified as comment rather than fact, then a defendant is not required to prove the words to be objectively true. He will have a complete defence if he can bring himself within the defence of fair comment. There may be difficulties, on any given set of facts, about whether the words are to be classified as comment or not, but the principle is clear. So, too, a journalist will not be required to prove words to be true if they were published pursuant to a legal, social or moral duty and the subject matter was of legitimate public interest. See e.g. Blackshaw v. Lord [1984] Q.B. 1and Reynolds v. Times Newspapers to which I have already referred.

It is by affording defences of this kind that English law gives effect to the general (and in itself uninformative) proposition that it is not always reasonable for a journalist, or other defendant in libel proceedings, to have to establish the objective truth of what he has said. I must be guided by these principles, rather than deciding subjectively whether, on the facts of this or any other case, it seems to me reasonable for a defendant to have to establish a defence of justification. It is necessary, after all, to remember that the European Convention itself values predictability and certainty so that citizens can know so far as possible, if necessary with legal advice, what the legal consequences of their conduct may be.

Furthermore exceptions to the right to freedom of expression as contemplated by Article 10(2) must be “prescribed by law”, whether it be judge-made common law or statutory provision. That is a further reminder that one has to apply domestic law, so far as one’s limitations permit, in a principled and rational manner. If one applies the English law of defamation properly, there should be no reason to think that the principles underlying the Convention are infringed. One area in which there might appear to be a divergence, relevant in the present case, between English jurisprudence and that of Strasbourg is that relating to how to treat a journalist’s attribution of motives. The traditional English view is exemplified in the words of Bowen L. J. in Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459 at 483 to the effect that: “The state of a man’s mind is as much a fact as the state of his digestion.”

This approach has in the past been reflected also in the law of fair comment. See, for example, Campbell v. Spottiswoode [1863] B. & S. 769 at 776 and the discussion in Gatley on Libel and Slander (9th ed.), at paragraphs 12.24 to 12.26. More recently, however, the courts have been readier to treat the attribution of motive, in some cases, as matters of inference or comment. Miss Page submits that they should, indeed, be even readier to do so in the light of Neilson & Johnsen v. Norway. In the end, however, as the court in Strasbourg recognised, any such classification must depend upon the words actually used and upon their context.

In any event, the boundary between fair comment and justification *805 sometimes becomes a little fuzzy when the court has to address defamatory words couched in the form of the author’s inferences of fact from the material set out or referred to in the body of an article. English law recognises in such cases that the validity of inferences can be a matter of opinion and thus susceptible to a defence of fair comment. Thus, if a journalist makes inferences as to someone’s motives, that may be treated as the expression of an opinion even though the inference drawn may be to the effect that there exists a certain state of affairs (including a state of mind): see Gatley (9th ed.), paragraph 12.10 and Kemsley v. Foot [1952] A.C. 345 at 356. I see no obvious inconsistency between these important principles of English law and what was said so recently in Neilson & Johnsen v. Norwayat paragraph 50. It was clear that the court in Strasbourg was addressing the wording of particular statements in their context, and that they were intended to convey the applicants’ own opinions. It was also said that they were thus akin to value judgments. I do not need to go so far as to draw any such analogy here. The first ruling I have to give is whether the words complained of should be classified now as comment or fact; or whether I should leave the issue to be resolved by the jury at trial as Miss Rogers submits is the appropriate course.

In my judgment, Mr Bower seems to have been expressing a series of opinions about the motives of the claimant, based on inferences from facts identified or referred to in his article. In order for fair comment to succeed, Mr Bower will need to prove the underlying facts from which the inference is drawn. He will need also at trial to pass the usual objective test that operates in the law of fair comment; that is to say, to show that the opinions are such that a reasonable person could hold them in the light of the facts proved at trial (or admitted). It will be for Sir Richard Branson, if he can, then to prove that Mr Bower was malicious in what he wrote.

Miss Page has pointed out that any reasonable reader will see straight away from the nature of the allegations, relating as they do to the claimant’s state of mind, that Mr Bower cannot have direct knowledge and that he must accordingly have been expressing his own views or inferences. There is here no uncertainty about that, such as to require the jury to express its own conclusion on the issue of fact or comment. I am bound to say that I agree with Miss Page’s submission about that.

Στην υπόθεση Steel & Morris v United Kingdom, [2005] E.M.L.R. 15, 15 February 2005, δύο άτομα που δεν ήταν δημοσιογράφοι, κυκλοφόρησαν δυσφημιστικό υλικό εναντίον των McDonalds. Το υλικό αυτό περιείχε πολύ σοβαρές κατηγορίες, όπως για παράδειγμα ότι η Εταιρεία είναι ανήθικη, εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά κλπ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:

«..Η18 7. The defamation proceedings and their outcome amounted to an interference with the applicant’s rights to freedom of expression. The interference was prescribed by law. The issue was whether the interference was necessary in a democratic society.

Hertel v Switzerland (1999) E.H.R.R. 534 followed.

H19 8. Is necessary the proportionality of any interference, a distinction was drawn between statements of fact and value judgments. Facts might be demonstrated but the truth of value judgments was not susceptible of proof. Where a statement amounted to a value judgment, the proportionality of any interference might depend on whether there was a sufficient factual basis for the impugned statement, since even a value judgment without any factual basis might be excessive.

Feldek v Slovakia (2001-VIII) ECHR followed.

H20 9. Political expression, including expression on matters of public interest and concern, required a high lrvrl of protection under Art. 10. The leaflet contained very serious allegations on topic of general concern.

Thorgeirson v Ireland (1992) 14 E.H.R.R. 843 and Hertel v Switzerland (1999) 28 E.H.R.R. 534 followed.

H21 10. It was irrelevant that the applicants were the applicants were not lournalists. In a democratic society small and informal campaign groups had to be able to carry on their activities effectively. There was a strong public interest in enabling groups and individuals outside the mainstream to contribute to be public debate by disseminating information and ideas on matters of general public interest.

Περαιτέρω σας παραπέμπω σε ένα καινούριο κεφάλαιο, που εισήχθη πρόσφατα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, γνωστό ως “Gripe Site”, το οποίο αποτελεί ένα εργαλείο για όσους απλούς αδύναμους ανθρώπους ετοιμάζουν μια ιστοσελίδα για να εκφράσουν τα παράπονα τους εναντίον μεγάλων εταιρειών, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές. Φαίνεται ότι τα Δικαστήρια θεωρούν ότι, τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές μέσω αυτών των ιστοσελίδων, έστω και υπερβολικά, δεν αποτελούν δυσφήμιση εφόσον αποτελούν έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

Βλέπε:

  1. Court Finds ‘Gripe Site’ Is Protected Free Speech, Not Defamation New York Law Journal/November 1, 2005

  2. Rivera Technology Law – Internet Defamation Lawyer – Gripe Sites

  3. Strategies for Blocking Internet “Gripe” Sites and Internet Complaint Sites

  4. Court Protects Blogger Gripe Sites

  5. 92-year-old’s website leaves oil giant Shell-shocked (The Guardian, Monday 26 October 2009)

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω Νομολογία και την τάση, τόσο των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και των Ευρωπαϊκών, αλλά και των Δικαστηρίων της Αγγλίας και Αμερικής όπου ισχύουν οι ίδιες αρχές με την Κύπρο και στηριζόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις συνθήκες και τον τρόπο που ανέβασε την ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο ο Εναγόμενος 1, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της δυσφήμισης και η απαίτηση των Εναγόντων θα πρέπει να απορριφθεί.

Θεωρώ σκόπιμο να παραπέμψω το δικαστήριο σας στην πολύ χρήσιμη καθοδήγηση που έκανε ο δικαστής Diplock J αναφορικά με το κατά πόσο ένα σχόλιο είναι έντιμο, στην υπόθεση Silkin v. Beaverbrook Newspapers Ltd. and Another [1958] 1 WLR 743, Tab 5, at 749:

Would a fair-minded man holding strong views, obstinate views, prejudiced views, have been capable of making this comment? If the answer to that is yes, then your verdict in this case should be a verdict for the defendants. … If you were to take the view that it was so strong a comment that no fair-minded man could honestly have made it, then the defence fails and you would have to consider the question of damages.”See also Halsbury’s Laws of England, Vol 28, 4th ed (Reissue:1997), para 145.

Επίσης σημαντικό είναι τα όσα έχε αναφέρει ο Lord Nicholls σε σχέση με το τι αποτελεί κακόβουλη σχόλιο στην υπόθεση tse wai chun paul v. ALBERT CHENG (2000) 3 HKCFAR 339 at p 360I to 361D:

My conclusion on the authorities is that, for the most part, the relevant judicial statements are consistent with the views which I have expressed as a matter of principle. To summarise, in my view a comment which falls within the objective limits of the defence of fair comment can lose its immunity only by proof that the defendant did not genuinely hold the view he expressed. Honesty of belief is the touchstone. Actuation by spite, animosity, intent to injure, intent to arouse controversy or other motivation, whatever it may be, even if it is the dominant or sole motive, does not of itself defeat the defence.»

Επίσης σημαντικά είναι όσα λέχθηκαν στην Merivale v Carson, Court of Appeal (1887) 20 QBD 275; 58 LT 332; 4 TLR 125, Lord Esher MRQ (the meaning of fair comment):

is the article in the opinion of the jury beyond that which any fair man, however prejudiced or however strong his opinion may be, would say of the work in question Every latitude must be given to opinion and to prejudice, and then an ordinary set of men with ordinary judgment must say whether any fair man would have made such a comment on the work” “ mere exaggeration, or even gross exaggeration, would not make the comment unfair. However wrong the opinion expressed may be in point of truth, or however prejudiced the writer, it may still be within the prescribed limit.”

in some other case the alleged libel would not be beyond the limits of fair criticism, and it could be shown that the defendant was not really criticizing the work, but was writing with an indirect and dishonest intention to injure the plaintiffs, still the motive would not make the criticism a libel….” the mind of the writer would not be criticised.

Field J in his guidance to the jury gave a very wide limit: “if it is no more than fair, honest, independent, bold, even exaggerated, criticism, then your verdict will be for the defendant.

Είναι έκδηλο Εντιμότατε από τα γεγονότα ότι ο Εναγόμενος 1 δημοσίευσε τα όσα δημοσίευσε, διότι γνήσια πίστευε ότι οι Ενάγοντες τον ξεγέλασαν και τον αδίκησαν. Ήθελε να μοιραστεί την εμπειρία του και με άλλους πιθανούς αγοραστές ακινήτων, καθώς επίσης να προσελκύσει δωρεάν συμπαράσταση και συμβουλές για το πρόβλημα του από άλλα άτομα. Ο στόχος του δεν ήταν κακόβουλος. Απλά χρησιμοποίησε την ονομασία lying builder και μετά παράθεσε τα γεγονότα παραθέτοντας έγγραφα στα οποία βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματα του, ότι τον ξεγέλασαν οι Ενάγοντες.

Είναι θεμιτό να δίνεται η ευκαιρία στους καταναλωτές να εκφράζουν τα παράπονα τους, διότι αυτό βοηθά και άλλους καταναλωτές να είναι προσεκτικοί και αναμφίβολα αποβλέπει στο δημόσιον συμφέρον και προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης και της ελευθερίας του λόγου.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα δικαστήρια ανέχονται ακόμα και υπερβολές στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα εναντίον εταιρειών η προσώπων, με τους οποίους είχαν εμπορικές συναλλαγές και έμειναν δυσαρεστημένοι.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συνοψίζοντας για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η απαίτηση των Εναγόντων.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση των Εναγόμενων 1 και 2, πιστεύω ότι κατάφεραν να αποδείξουν στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν τους όρους της Συμφωνίας και διεκδικούν αποζημιώσεις ως η απαίτηση τους, πλέον έξοδα, ως αναλύουμε πιο πάνω στην Αγόρευση μας.

Καταχωρήθηκε την 29 / 5 / 2012

Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος Εναγόμενων 1 και 2

O’Dwyer aid marks a Cyprus legal first

BRITISH home buyer Conor O’Dwyer has been granted legal aid to continue his long-running civil case against the Paralimni-based property developer Christoforos Karayiannas & Son Ltd over a disputed property.

In a short hearing yesterday morning, Judge Tefkros Economou at Famagusta District Court said the aid was necessary, pointing to EU directive 2002/8/EC which deals with cross border disputes within the EU.

Supreme Court Judge Tefkros Economou. Τεύκρος Οικονόμου.
Supreme Court Judge Tefkros Economou. Τεύκρος Οικονόμου.

The EU directive was passed into Cyprus law in 2005 and has only ever been used in human rights and criminal cases, making O’Dwyer’s claim in a civil action a legal first.

O’Dwyer has been embroiled in an expensive and lengthy legal action with Paralimni based Karayiannas Developers, with several concurrent cases running in court.

The aid will help with his fees in case in which O’Dwyer claims unlawful termination of his contract of sale by Karayiannas (Case 365/2006). The aid will also pay for a court interpreter, accommodation costs and travel expenses between his home in Britain and court dates in Cyprus.

“Conor has been drained financially due to all the cases pending in the courts in Cyprus for all these years,” lawyer Yiannos Georgiaides, acting for O’Dwyer, told the Cyprus Mail yesterday.

“It came to the, point where he could not afford his legal fees; therefore he would not have had proper access to justice. He would have been in a very difficult position.”

Wrangling

O’Dwyer’s lawyers applied for aid after years of legal wrangling over a disputed villa in Frenaros, which began when O’Dwyer claimed he purchased a house that was then resold by Karayiannas Developers without his knowledge.

The dispute has taken a series of twists and turns, including O’Dwyer staging demonstrations outside the Cyprus High Commission in London, sleeping at the gates of the Presidential Palace in Nicosia and publishing his entire story online and on the video site YouTube.

He claims the spat resulted in him losing the house and £100,000 he had paid for the property.

The developers dismissed the accusations and accused O’Dwyer of attempting to extort a more expensive house from them – a charge that O’Dwyer flatly denies.

The case has been closely followed by expatriate communities on the island, where as many as 30,000 Britons are now thought to own property.

“If Conor was not granted this legal aid, this would be equal to the refusal of his right to justice,” Georgiaides added.

Last year the developer, his son and an associate were convicted of assault and actual body harm of O’Dwyer after he was beaten up outside the disputed house in early 2007.

O’Dwyer spent a week in Larnaca General Hospital after the attack and said the incident blighted his family life.

By: Nathan Morley
Published: Friday 23rd December 2011

Interim Decision: Case 356/2006: Date 20-04-2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 365/06

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS LTD

Εναγόντων

Και

1. CORNELIUS DESMOND O’DWYER
2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Αίτηση για διαγραφή ημερ. 10/1/2011

Ημερομηνία: 20 Απριλίου, 2011

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτητές/Εναγόμενους 1 και 2: κ. Τ. Μυλωνάς.
Για Καθ΄ ων η Αίτηση/Ενάγοντες: κ.κ. Α. Κλαϊδης και Βασιλακκάς.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με την παρούσα Αίτηση οι Εναγόμενοι/Αιτητές ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:

(Α) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 12/1/09 διαγραφεί στο σύνολό του και/ή θεωρηθεί ως μη καταχωρηθέν διά το λόγο ότι καταχωρήθηκε παράτυπα και/ή κατά παράβαση των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και/ή χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

(Β) Όπως τα αποσπάσματα της παρά. (8) της Τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, η οποία έχει τροποποιηθεί κατ΄ επανάληψη σύμφωνα με τα διατάγματα ημερομηνίας 24/3/10 και 16/6/10 τα οποία δεν είναι γραμμένα σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά στην αγγλική διαγραφούν διότι παραβιάζουν τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο.

(Γ) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10, το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 4/10/10, διαγραφεί δια το λόγο ότι καταχωρήθηκε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου και οι ισχυρισμοί που περιέχονται σε αυτό τροποποιούν την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές και/ή τροποποιήσεις που υπέστη η αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση δεν έχουν καμμία σχέση με τις αλλαγές που υπέστη η αρχική Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 24/1/07.

(Δ) Διαζευκτικά προς το αιτητικό (Γ) της παρούσας Αίτησης όπως τα αποσπάσματα της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10, τα οποία βρίσκονται σε σύγκρουση και/ή προσθέτουν νέους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαίτησης όπως έχει τροποποιηθεί, διαγραφούν. Συγκεκριμένα να διαγραφούν από την παρά. (8) υποπαράγραφος (4) τα εξής αποσπάσματα:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά και επιπροσθέτως οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.
Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης».

ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ

Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Βασιλικής Μιχαηλίδου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των Εναγομένων, στην οποία αναφέρονται, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα ακόλουθα:

· Στην παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε η αρχική Έκθεση Απαίτησης από τους Ενάγοντες στις 10/11/06, ακολούθως Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 24/1/07 και τέλος Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 8/2/07.
· Στις 24/3/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων έπειτα από σχετική αίτηση που καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες. Στις 22/4/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης και στις 30/4/10 η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Περαιτέρω, στις 16/6/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και την 1/7/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Στις 17/9/10 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτηση και στις 4/10/10 καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
· Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε και όπως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα στην παρά. (8) υπάρχουν αποσπάσματα που είναι γραμμένα στα αγγλικά και πρέπει να διαγραφούν καθώς αυτό αντιβαίνει το Άρθρο 3 (4) του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι επίσημες γλώσσες διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η ελληνική και η τουρκική.
· Αναφορικά με τα σημεία (Α) και (Γ) δηλώνεται ότι η Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 12/1/09 και η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10 που καταχωρήθηκε στις 4/10/10 είναι ουσιωδώς διαφορετικές από την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δεν έχουν καμμιά σχέση με τις αλλαγές που παρουσιάζουν τα δύο πιο πάνω δικόγραφα των Εναγόντων.
· Σχετικά με το σημείο (Δ) της Αίτησης, δηλώνεται ότι τα εν λόγω αποσπάσματα αποτελούν νέους ισχυρισμούς, ήτοι νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της σύμβασης οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού της σύμβασης που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης και ως εκ τούτου τροποποιούν την ΄Εκθεση Απαίτησης. Η τροποποίηση των δικογράφων επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, η προσθήκη των ως άνω αναφερομένων αποσπασμάτων της παρα(8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 αποτελεί κατάχρηση και περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, παραβίαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι αντίθετη με τη νομολογία και παραβιάζει το εκδοθέν στις 16/6/10 διάταγμα τροποποίησης αφού είναι άσχετα μ΄ αυτό.

ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ

Στην Αίτηση κατεχωρήθη ένσταση η οποία βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στην πρακτική, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.

Ως συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης εξειδικεύονται οι εξής:

Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
Δεν πληρούνται οι όροι που θέτει ο Νόμος και η Νομολογία για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Η αίτηση είναι γενική και αόριστη.
Η καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας.
Οι Αιτητές εμποδίζονται στην καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο.
Υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της Αίτησης.

Η ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Μάριου Καραγιαννά. ενός εκ των Διευθυντών των Εναγόντων. Σ΄ αυτή αναφέρει, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα εξής:

Μετά την καταχώριση της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 8/2/07 οι Εναγόμενοι με αίτηση τους ημερομηνίας 21/9/07 πέτυχαν, δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/1/08, την τροποποίηση της παραγράφου 35 της Ανταπαίτησης τους και καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στις 8/10/08.
Οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση στις 12/1/09 προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των Εναγόντων που περιέχονται στο δικόγραφο τους ημερομηνίας 8/10/08.
Στις 15/12/09 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης τους και εκδόθηκε σχετικό Διάταγμα Δικαστηρίου στις 24/3/10.
Στις 30/4/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Πριν προβούν οι Ενάγοντες σε καταχώριση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση την 1/7/10 καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/6/10.
Στις 17/9/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 όπου οι Εναγόμενοι προέβησαν σε επαναδιατύπωση και/ή αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο του δικογράφου τους προσθέτοντας μάλιστα και νέους ισχυρισμούς απαντώντας στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10. Στις 4/10/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση ημερομηνίας 17/9/10. Αυτό, ως συμβουλεύουν οι δικηγόροι του τον ενόρκως δηλούντα, του έδιδε το δικαίωμα να απαντήσει στους νέους αυτούς ισχυρισμούς και/ή να επαναδιατυπώσει και εκείνος με τη σειρά του τους ισχυρισμούς του ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ξεκάθαρα τις θέσεις των δύο πλευρών για να μπορεί να προβεί σε πλήρη και δίκαιη επίλυση όλων των επίδικων θεμάτων.
Κανένα νέο ισχυρισμό δεν προβάλλουν οι Ενάγοντες στην Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που να έρχονται σε αντίθεση με την Έκθεση Απαίτησης και/ή να αποτελούν νέα βάση αγωγής καθώς ο ισχυρισμός τους ότι πέραν της παράλειψης πληρωμής, όπως προνοούσε το πωλητήριο, είχαν δικαίωμα να τερματίσουν οι Ενάγοντες την μεταξύ τους σύμβαση και λόγω της συμπεριφοράς των Εναγομένων, ήτοι τον λίβελλο και/ή δυσφημιστικά δημοσιεύματα εκ μέρους των Εναγομένων και/ή κακόβουλες ειδήσεις και/ή εκδικητική και εκβιαστική συμπεριφορά των Εναγομένων που περιέχεται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων ειδικά στις παραγράφους 10-24.
Λόγω και της φύσης της αγωγής στο μέτρο που αφορά στον λίβελλο είναι πάγια Νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων ότι τα δημοσιεύματα θα πρέπει να περιλαμβάνονται αυτούσια στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης. Όλα τα δημοσιεύματα έγιναν και δημοσιεύθηκαν στην αγγλική γλώσσα που είναι και η μητρική γλώσσα των Εναγομένων.
Περαιτέρω, είναι ορατός ο κίνδυνος κατά τη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική να έχει χαθεί το ακριβές νόημα των δημοσιευμάτων και να δημιουργηθεί κατάφορη αδικία εναντίον των Εναγόντων.
Σύμφωνα δε με το περί Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο αλλά και σύμφωνα με την Νομολογία είναι στη Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδέχεται ως μαρτυρία έγγραφα συντεταγμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα, ενώ όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει τη μετάφραση εγγράφων ή μέρος εγγράφου σε μια από τις Επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα πλαίσια της επιείκειας τα δημοσιεύματα είναι σε μια γλώσσα κατανοητή στους διαδίκους και ιδιαίτερα στους Εναγόμενους.
Η αίτηση των Εναγομένων σε αυτό το στάδιο δε μπορεί να πετύχει για τον λόγο ότι υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης ιδιαίτερα όσον αφορά στην διαγραφή της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 12/1/09.
Περαιτέρω η παρούσα υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση τόσο μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 χωρίς οι Εναγόμενοι να προβάλουν οποιαδήποτε επιφύλαξη σε σχέση με τα δικόγραφα όσο και μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 όπου και πάλι ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση σε ημερομηνία μεταγενέστερη της επίδοσης του τροποποιημένου δικογράφου χωρίς και πάλι να αναφέρουν οτιδήποτε στο Δικαστήριο, θέτοντας τους εαυτούς τους στη διάθεση του Δικαστηρίου για ακρόαση με βάση τα δικόγραφα ως είχαν και τα οποία είχε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, μετά την καταχώρηση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 οι Εναγόμενοι και οι Ενάγοντες είχαν συνάντηση στα γραφεία των δικηγόρων τους στην Λευκωσία, δια σκοπούς διευθέτησης της σχετικής αγωγής. Όλες οι συζητήσεις γίνονταν στη βάση των δικογράφων ως είχαν τροποποιηθεί μέχρι και την ημερομηνία εκείνη.
Οι Εναγόμενοι προβαίνουν σε ελλειπή και παραπλανητική παράθεση των πραγματικών γεγονότων και/ή την πραγματική πορεία και/’ή τροποποιήσεις των δικογράφων και δεν παρουσιάζουν τα αληθή γεγονότα και παραπλανούν το Δικαστήριο παραλείποντας να αναφέρουν ενδιάμεσες τροποποιήσεις που έγιναν και από τις δύο πλευρές παρουσιάζοντας μια άλλη διαφορετική εικόνα από αυτή που πραγματικά ισχύει και πως οι Ενάγοντες κατέληξαν στην καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.
Τα εν λόγω αποσπάσματα ουδόλως αποτελούν νέους ισχυρισμούς αλλά ως έχει ήδη αναφερθεί αποτελούν ισχυρισμούς προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των εναγομένων αλλά και διευκρινίσεις και/ή λεπτομέρειες σε σχέση με τους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης τους. Περαιτέρω ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται και ως τυγχάνει νομικής συμβουλής ότι η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης τους ημερομηνίας 1/7/10 βάσει του Διατάγματος των δικαστηρίων 16/6/10 περιέχει όλες και μόνο τις τροποποιήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο εν λόγω διάταγμα. Η Τροποποιημένη τους Απάντηση αποτελεί ένα άλλο δικόγραφο που δεν αφορά σε αυτό το ισχυριζόμενο διάταγμα και πιστεύει ότι καμία δέσμευση δεν επιβάλλει στους Ενάγοντες το εκδοθέν διάταγμα τη στιγμή μάλιστα που μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι εναγόμενοι καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης φέροντας νέους ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Εξουσία διαγραφής παραχωρείται από τη Δ.19 θ.26[1] η οποία δίδει το δικαίωμα διαγραφής οποιουδήποτε θέματος σε οποιαδήποτε οπισθογράφηση ή δικόγραφο το οποίο μπορεί να είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες ή το οποίο τείνει να επηρεάσει ή ενοχλήσει ή καθυστερήσει τη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.

Ενόψει της ομοιότητας των προνοιών Δ.19 θ.26 με αυτές της Order 19 r.27 των παλαιών Αγγλικών Κανονισμών καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την αγγλική νομολογία επί του θέματος. Στην Ετήσια Πρακτική του 1958 (Annual Practice) στη σελ. 477 αναφέρεται ότι η διατύπωση του κανόνα είναι ευρεία αλλά η εφαρμογή του περιορίστηκε σε κάποια έκταση με τις αποφάσεις που δόθηκαν σχετικά μ’ αυτόν. Η γενική εφαρμογή του κανόνα καθορίζεται με την απόφαση του Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v. Roberts 38 Ch.D. 270 όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και ότι αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός. Από την άλλη όμως ο κανόνας αυτός υπόκειται στον περιορισμό ότι τα μέρη δεν πρέπει να παραβιάζουν τους κανόνες ετοιμασίας των δικογράφων και αν κάποιος διάδικος εισάγει δικόγραφο που είναι αχρείαστο και τείνει να επηρεάσει δυσμενώς και να καθυστερήσει την εκδίκαση τότε το δικόγραφο αυτό είναι πέραν των δικαιωμάτων του διαδίκου.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει ισχυρισμούς in limine είναι αναμφίβολα δραστική και δεν πρέπει να ασκείται παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα χρήσιμο όπλο προς αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, αχρήστων ή ενοχλητικών θεμάτων που είναι αντίθετα με την ορθή παρουσίαση των δικογράφων και των κανόνων αυτών όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.4[2] με βάση την οποία μόνο τα ουσιώδη γεγονότα πρέπει να δικογραφούνται τα οποία είναι και σχετικά με τα επίδικα θέματα.

Όσον αφορά ειδικότερα την έννοια του αχρείαστου δικογράφου σε σχόλιο του Annual Practice του 1959 στη σελ. 477 αναφέρεται ότι το γεγονός και μόνο ότι το δικόγραφο του αντιδίκου περιέχει κάποια αχρείαστα θέματα δεν είναι ικανοποιητικός λόγος για αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό. Κάποια δήλωση δεν διαγράφεται απλώς και μόνο επειδή είναι αχρείαστη εφόσον κατά τα άλλα είναι αβλαβής. Έτσι αν ουσιώδη γεγονότα διατυπώνονται με αχρείαστη μακρηγορία ή με αχρείαστη λεπτομέρεια το δικόγραφο δεν θα διαγραφεί. Αν όμως εντελώς επουσιώδη θέματα καταγράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο αιτητής να πρέπει να απαντήσει σε αυτά και με αυτό τον τρόπο εγείρονται άσχετα θέματα τα οποία θα καταλήξουν στην πρόκληση εξόδων, ταλαιπωρίας και καθυστέρησης, τότε αυτά θα διαγραφούν γιατί θα επηρεάσουν τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.

Σχετικά με το πότε ένα δικόγραφο προκαλεί αμηχανία, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Bullen & Leake, Precedent of Pleadings 12η έκδοση σελ. 147:

“Accordingly a pleading is embarrassing which is ambiguous or unintelligible or which states immaterial matter and so raises irrelevant issues which may involve expense, trouble and delay and thus will prejudice the fair trial of the action, and so is a pleading which contains unnecessary or irrelevant allegations.”

Όπως λέχθηκε από τον Cotton L.J. στην υπόθεση Philips v. P. 4 Q.B 139:-

“In my opinion it is absolutely essential that the pleading not to be embarrassing to the defendants should state those facts which will put the defendants on the guard and tell them what they have to meet when the case comes on for trial.”

Γενικά σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άχρηστα θέματα είναι εκείνα τα οποία θεωρούνται ανήθικα ή υποβιβαστικά ή γίνονται με στόχο τον επηρεασμό της άλλης πλευράς, αλλά αν είναι σχετικά τότε δεν είναι κατ΄ ανάγκη και σκανδαλώδη, ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός απλώς και μόνο διότι είναι αχρείαστος, εκτός και αν είναι εμφανώς άσχετος.

Παρόλο ότι η Δ.19,θ.26 ρητά προνοεί ότι το διάταγμα διαγραφής μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις η Αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση (promptly) και κατά κανόνα αμέσως μετά την επίδοση του ενοχλητικού (offending) δικογράφου[3].

Να αναφερθώ, τέλος, στη Δ.27,θ.3 σύμφωνα με την οποία όταν η βάση της αγωγής ή υπεράσπισης που αποκαλύπτεται με τα δικόγραφα δεν έχει βάση συζήτησης, ή στην περίπτωση που φαίνεται ότι είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την απαίτηση ή την υπεράσπιση. Επισημαίνω ότι η διαγραφή δικογράφου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνο εφόσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο, ενώ η εξέτασή του γίνεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό του και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτό. Η επιλογή των προνοιών της Διάταξης αυτής είναι κατάλληλη μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες είναι απλές, προφανείς και ξεκάθαρες.

Η νομολογιακή αντιμετώπιση τόσο της Δ.19,θ.26 όσο και της Δ.27,θ.3 – που αφορά τη διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου – είναι ότι η άσκηση της σχετικής εξουσίας του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με προσοχή και φειδώ[4].

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Κρίνω σκόπιμο για τους σκοπούς των ζητημάτων που έχουν εγερθεί στα πλαίσια της αίτησης να αναφερθώ συνοπτικά στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης και τα δικόγραφα που έχουν καταχωρηθεί από την αρχή μέχρι σήμερα μετά τη μεσολάβηση αιτημάτων τροποποίησης και έκδοσης σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο για σκοπούς πληρέστερης παρουσίασης των γεγονότων.

ü Στις 9/6/2006 κατεχωρήθη γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενώ η Έκθεση Απαίτησης κατεχωρήθη στις 10/11/2006. Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από μέρους των Εναγομένων κατεχωρήθη στις 22/1/2007, ενώ στις 8/2/2007 ακολούθησε η καταχώρηση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση.
ü Στις 21/9/2007 μεσολάβησε καταχώρηση αίτησης από τους Εναγόμενους για παραχώρηση άδειας για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και για διάταγμα τροποποίησης της Ανταπαίτησης. Στις 16/1/2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα που επέτρεπε την παράταση χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης των Εναγομένων και τροποποίηση της Ανταπαίτησης.
ü Στις 3/4/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και παράταση του χρόνου για καταχώρηση της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης συμφώνως προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 15/5/2008 κατεχωρήθη συμπληρωματική Υπεράσπιση αφού προηγήθηκε έκδοση διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/4/2008. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 15/5/2008, κατεχωρήθη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα τροποποίησης ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 25/9/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 12/1/2009 καταχωρήθηκε Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Ενάγοντες.
ü Στις 15/12/2009 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν αίτηση τροποποίησης του τίτλου της αγωγής και τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία ορίστηκε στις 16/1/2010. Στις 25/1/2010 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ως η σχετική αίτηση.
ü Ακολούθησε νέα αίτηση από τους Ενάγοντες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε 24/3/2010, ημερομηνία κατά την οποία εξεδόθη το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης.
ü Στις 22/4/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Στις 30/4/2010 κατεχωρήθη τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση συμφώνως του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010. Την ίδια ημερομηνία κατεχωρήθη από τους Εναγόμενους τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Την 1/6/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε στις 16/6/2010 και η οποία εγκρίθηκε χωρίς ένσταση και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα τροποποίησης. Ακολούθησε η καταχώρηση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης την 1/7/2010.
ü Οι Εναγόμενοι κατεχώρησαν στις 17/9/2010 τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/6/2010 και τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα.
ü Οι Ενάγοντες κατεχώρησαν στις 4/10/2010 Απάντηση στην τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/2010.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΓΕΡΘΕΝΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

Προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που ηγέρθησαν στην υπό κρίση Αίτηση και που αφορούν τις επιζητούμενες θεραπείες.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Β) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Β) στην υπό κρίση Αίτηση ήταν η θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι το γεγονός ότι στην παρά.(8) της Έκθεσης Απαίτησης συμπεριλαμβάνεται κείμενο στην αγγλική γλώσσα έχει ως συνέπεια να παραβιάζεται ο περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος του 1988 (Ν.67/88) και ότι, ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να διαγραφεί.

Το εγερθέν ζήτημα δίδει την αφορμή να πούμε δύο λόγια για ό,τι προηγήθηκε της θέσπισης του Νόμου 67/88.

Το Άρθρο 3 (1) του Συντάγματος καθιερώνει την Ελληνική και την Τουρκική ως τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Επειδή, όμως, οι Νόμοι που είχαν εγκριθεί πριν από το 1960 ήταν στην Αγγλική, το Άρθρο 189 του Συντάγματος παρέτεινε την εφαρμογή των Αγγλικών Νόμων (που διατηρήθηκαν σε ισχύ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος) για μια περίοδο 5 χρόνων από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος για να υπάρξει έτσι έμμεσα μια χρονική περίοδος μέσα στην οποία θα μπορούσαν να μεταφραστούν οι Αγγλικοί Νόμοι στην Ελληνική γλώσσα. Το Άρθρο 189 (B) του Συντάγματος αποτελεί μια δυνητική πρόνοια η οποία για τη μεταβατική περίοδο των πέντε ετών καθιστούσε παραδεκτή και τη χρήση της Αγγλικής ως γλώσσα στην οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί η διαδικασία στα Δικαστήρια. Επειδή, όμως, η μετάφραση των Νόμων δεν κατέστη δυνατή μέσα σ΄ αυτή τη μεταβατική περίοδο ψηφίστηκε ο περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμος του 1965 (Ν.51/65) σύμφωνα με τον οποίο μέχρις ότου θα μεταφράζονταν οι Νόμοι με διαδικασία που καθόριζε ο ίδιος ο Νόμος, οι Αγγλικοί Νόμοι θα εξακολουθούσαν να ισχύουν, όπως και προηγουμένως και οι διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων θα εξακολουθούσαν να διεξάγονται σε οποιαδήποτε μέχρι τότε «εν χρήσει εν τοις δικαστηρίοις γλώσσαν». Δηλαδή, οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να διεξάγονται στην Αγγλική, Ελληνική και/ή Τουρκική γλώσσα.

Τα πράγματα παρέμειναν χωρίς μεταβολή μέχρι το 1988. Το 1988 ο νομοθέτης έκρινε πως δεν ήταν πια επιθυμητό να συνεχιστεί η κατάσταση που δημιούργησε ο Νόμος 51/65. Με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν.67/88), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, καταργήθηκε ο προσωρινός Νόμος του 1965 και τερματίσθηκε η μεταβατική περίοδος και, ως αποτέλεσμα, ενεργοποιήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις που καθιστούσαν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας τις μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί να διεξάγεται η δικαστική διαδικασία. Έτσι, η χρησιμοποίηση της Αγγλικής γλώσσας αποκλείσθηκε από τις 27/5/88 με τη ψήφιση του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 67/88. Με άλλα λόγια, με το Νόμο 67/88 αποκλείσθηκε η χρήση οποιασδήποτε άλλης από τις επίσημες γλώσσες στην επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου.

Έχοντας, επομένως, ξεκαθαρίσει το πεδίο εφαρμογής του Νόμου 67/88 και το αποτέλεσμα που είχε η θέσπιση του προχωρώ να θέσω το νομικό πλαίσιο που ισχύει σ΄ ό,τι αφορά τους κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου που αφορά η υπό εξέταση περίπτωση.

Με βάση τη Δ.2,θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε αγωγές για λίβελο η οπισθογράφηση το κλητήριο ένταλμα πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες για να αναγνωριστούν οι δημοσιεύσεις επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή για λίβελο.

Είναι νομολογημένο ότι σε αγωγές λιβέλου οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει να περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Η βασική αυτή αρχή που αναφέρεται στον τρόπο δικογράφησης της απαίτησης σε υποθέσεις λιβέλου έχει τονιστεί στην αγγλική υπόθεση British Data Management plc v. Boxer Commercial Removals plc and another (1996) 3 All E.R. 707[5]. Στην εν λόγω υπόθεση στις σελίδες 713 – 714 υιοθετήθηκε η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (8th edn, 1981):

“”In a libel the words used are the material facts,” and must therefore be set out in the statement of claim; it is not enough to describe their substance, purport or effect [see Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 at 127, 129]. “The law requires the very words of the libel to be set out in the declaration in order that the court may judge whether they constitute a ground of action” [see Wright v. Clements (1829) 3 B & Ald 503 at 506, 509, 106 ER 746 at 747, 748 per Abbott CJ and Holroyd J] “whether they are a libel or not” [see Capital and Counties Bank v. George Henty & Sons (1882) 7 App Cas 741 at 772, [1881 – 5] All ER Rep 86 at 99]. “In libel you must declare upon the words; it is not sufficient to state their substance” [see Fitzsimons v. Duncan & Kemp & Co [1908] 2 IR 483 at 499 per Palles CB]. “A plaintiff is not entitled to bring a libel action on a letter which he has never seen and of whose contents he is unaware. He must in his pleadings set out the words with reasonable certainty . The court will require him to give particulars so as to ensure that he has a proper case to put before the court and is not merely fishing for one” [see Collins v. Jones [1955] 2 All ER 145 at 146, [1955] 1 QB 564 at 571 – 572 per Denning LJ].”

Στην πιο πάνω αγγλική υπόθεση τονίστηκε ότι σε υποθέσεις λιβέλου οι λέξεις που στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν τα ουσιώδη γεγονότα και επιβάλλεται η παράθεσή τους στο δικόγραφο του ενάγοντα ούτως ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η κατηγορία εναντίον του και να μπορεί να την αντιμετωπίσει[6]. Το ίδιο ισχύει και για το Δικαστήριο για να μπορεί, δηλαδή, το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι[7]. Παραθέτω στο σημείο αυτό σχετική περικοπή που έγινε στην πιο πάνω απόφαση όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την παλαιά υπόθεση Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 στη σελίδα 128:

“As to the libel the claim is in most general terms . heretofore, both in slander and libel, it was usual to set out the words according to a rule, not merely technical but founded on the substantial reason, stated by judges of authority to be that the defendant is entitled to know the precise charge against him and cannot shape his case until he knows. In libel and slander everything may turn on the form of words . In libel and slander the very words complained of are the facts on which the action is grounded. It is not the fact of the defendant having used defamatory expressions, but the fact of his having used those defamatory expressions alleged, which is the fact on which the case depends. (Lord Coleridge CJ’ s emphasis)”

Oπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Bullen and Leake, 12η έκδοση, σελ.545[8]:

«Pleading. The words complained of must be set out in the statement of Claim as in ordinary actions of defamation (see Gutsole v. Mathers (1836) 1 M. W.495)»

Όπως προκύπτει από τη νομολογία αν ο Ενάγων κινεί αγωγή σε σχέση με δυσφημιστικά αποσπάσματα που περιλαμβάνονται σε ένα άρθρο ή σε μια επιστολή, δεν πρέπει να παραθέσει στην Έκθεση Απαίτησης ολόκληρο το άρθρο ή το κείμενο της επιστολής. Είναι αρκετό να παραθέσει τα δυσφημιστικά αποσπάσματα μόνο νοουμένου ότι το νόημα τους είναι καθαρό και ξέχωρο. Παρόλο που η δυσφημιστική δήλωση πρέπει να παρατίθεται στην Απαίτηση λέξη προς λέξη εκεί όπου συνιστά μέρος μακρύτερου κειμένου είναι αρκετό να παρατεθεί μόνο το δυσφημιστικό μέρος, νοουμένου ότι το υπόλοιπο δεν θα άλλαζε το νόημα.

Παραθέτω στο σημείο αυτό την ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s “Precedents of Pleadings”, 12η έκδοση, σελ.626[9] όπου σκιαγραφούνται οι βασικές αρχές δικογράφησης σε υποθέσεις λιβέλου:

«Τhe libel must be set out verbatim in the Statement of Claim; it is not enough to set out its substance or effect as “the precise words of the document are themselves material” (see Ord. 18, r.7(2); Collins v. Jones [1955] 1 Q.B. 564). The book, newspaper or other document from which the words are taken should be identified by date or description. Where the defamatory matter is part of a longer passage, the defamatory parts only need be set out, provided the remainder of the passage would not vary the meaning of the defamatory matter (Sydenham v. Man (1617) Cro. Jac.407). Where the defamatory matter arises out of a long article or “feature” in a newspaper, the plaintiff must set forth in his Statement of Claim the particular passages referring to him of which he complains and the respects in which such passages are alleged to be defamatory (DDSA Pharmaceuticals Ltd. v. Times Newspapers Ltd. [1973] 1 Q.B. 21, C.A.»; (δικές μου υπογραμμίσεις)

Έχοντας λοιπόν σκιαγραφήσει τους βασικούς κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω και το τι ισχύει από πλευράς δικογράφησης, στην περίπτωση όπου ο λίβελλος – το δυσφημιστικό δημοσίευμα – έγινε σε ξένη γλώσσα, όπως είναι και η περίπτωση που εξετάζουμε.

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PRECEDENTS OF PLEADINGS, Τόμος 1, 16η έκδοση, (2008) στην παρά. 29-23 κάτω από τον τίτλο «Pleading in foreign language»:

«Libel and slander: If the slander or libel is in a foreign language, it must be set out in the original (Zenobio v. Axtell (1795) C.T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C.8 P. 766), and then be translated into English. The particulars of claim should plead that the persons to whom it was published understood the foreign language concerned (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (N.S.) 597). The claimant, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words at trial, unless the English translation is admitted in the defence.»[10]

Μάλιστα, στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571, παρά. 29-67 παρατίθεται παράδειγμα/πρότυπο δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα/πρότυπο στην παρά. (3) αυτού αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στη ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα Αγγλικά («literal translation»).

Περαιτέρω, στο Σύγγραμμα GATLEY ON LIBEL AND SLANDER, 7η έκδοση στη σελίδα 411, παρά. 987 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

«If the libel or slander is in a foreign language, it must be set out in the same language and followed by a literal translation: it is not enough to set out a translation without setting out the original or vice verca.»

Στο ίδιο Σύγγραμμα στη σελίδα 491 παρά. 1207 αναφέρεται ότι ο Ενάγων στην περίπτωση όπου το λιβελογράφημα είναι σε ξένη γλώσσα θα πρέπει να αποδείξει τις συγκεκριμένες λέξεις που δημοσιεύθηκαν και, επίσης, θα πρέπει να αποδείξει, μέσω διερμηνέα ο οποίος θα καταθέσει ως μάρτυρας, ότι η μετάφραση η οποία δόθηκε στην Έκθεση Απαίτησης είναι σωστή, εκτός αν κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό.

Παραθέτω τη σχετική περικοπή:

«1207. Proof by interpreter. Where the words complained of are in a foreign language the plaintiff must prove the actual words published. He must also prove by an interpreter sworn as a witness that the translation given in the statement of claim is correct, unless this fact has been admitted. …………………………»

Παρομοίως στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PERCEDENTS OF PLEADINGS, 12η έκδοση, στη σελ. 633 καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά:

«Pleading. If the libel be in a foreign language, it should be set out in the original (Zenobia v. Axtell (1795) 6 T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C. & P. 766), and should be translated into English; and the Statement of Claim should aver that the persons to whom it was published understood the foreign language in which it was published (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (n.s.) 597). The plaintiff, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words in English.»

Στο πιο πάνω Σύγγραμμα στην ίδια σελίδα δίδεται παράδειγμα δικογράφου με το οποίο ζητούνται αποζημιώσεις για λίβελο που έγινε σε ξένη γλώσσα και με βάση αυτό το παράδειγμα/πρότυπο διαπιστώνεται ότι θα πρέπει να δικογραφείται ο ισχυριζόμενος λίβελος αυτολεξεί στη γλώσσα που έγινε και στη συνέχεια να ακολουθεί στο ίδιο δικόγραφο η παράθεση της μετάφρασης στη γλώσσα που χρησιμοποιείται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Έχοντας λοιπόν αναφερθεί στα πιο πάνω καταλήγω ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες έχουν εφαρμόσει τους ορθούς κανόνες δικογράφησης εφόσον έχουν παραθέσει αυτολεξεί (verbatim) το κείμενο του κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στη γλώσσα που έγινε, ήτοι την αγγλική, και στη συνέχεια έχουν παραθέσει τη μετάφραση του εν λόγω κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στην Ελληνική γλώσσα. Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν θα ήταν αρκετό να παρέθεταν μόνο τη μετάφραση του εν λόγω κειμένου στην Ελληνική χωρίς την παράθεση του κειμένου αυτού αυτούσιου στη γλώσσα που έγινε, δηλαδή, στην Αγγλική ούτε, όμως, θα ήταν αρκετό να παρατίθετο το εν λόγω κείμενο στην Αγγλική χωρίς να δίδεται και η μετάφραση του στην Ελληνική.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της Αίτησης

Εξετάζοντας τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) στην υπό κρίση Αίτηση και στην οποία γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο απόσπασμα από την παρά.8 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες προωθήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της Αίτησης.

Ο κος Μυλωνάς, εκ μέρους των Εναγομένων/Αιτητών, υποστήριξε ότι τα αποσπάσματα του δικογράφου για τα οποία επιζητείται η διαγραφή συνιστούν νέους ισχυρισμούς και συγκεκριμένα νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της Συμφωνίας που συνήψαν οι διάδικοι οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων και, ως εκ τούτου, τροποποιούν την Έκθεση Απαίτησης χωρίς να έχει εξασφαλιστεί, προηγουμένως, άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει τέτοια τροποποίηση και ταυτόχρονα, στερούνται οι Εναγόμενοι, μ΄ αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα να απαντήσουν σ΄ αυτούς τους καινούργιους ισχυρισμούς.

Από την άλλη ο κος Βασιλακκάς εκ μέρους των Εναγόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση, υποστήριξε ότι η παρά. (8) στον πιο πάνω αναφερόμενο δικόγραφο απαντά πλήρως στους ισχυρισμούς που έθεσαν οι Εναγόμενοι στην Υπεράσπιση που καταχώρησαν στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Επίσης υποστήριξε ότι η Απάντηση αποτελεί νέο δικόγραφο που δεν έχει σχέση με το διάταγμα τροποποίησης που εξεδόθη σε σχέση με την Έκθεση Απαίτησης και ότι ουδεμία δέσμευση υπήρχε από το εν λόγω διάταγμα καθ΄ ην στιγμή μάλιστα μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι Εναγόμενοι είχαν καταχωρήσει Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης προβάλλοντας ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

Για να γίνει το όλο ζήτημα καλύτερα αντιληπτό θα πρέπει, πιστεύω, να αναφερθούμε συγκεκριμένα στα δικόγραφα και ό,τι προηγήθηκε της καταχώρησης της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.

Στις 24/3/10 εξεδόθη διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 22/4/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα. Για τους σκοπούς εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος μας ενδιαφέρει η παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης η οποία αποτελούσε μια νέα παράγραφο προς αντικατάσταση της υφιστάμενης παρά.(22). Η νέα παρά.(22) είχε ως εξής:

«22. Άνευ βλάβης των ως άνω, οι Εναγόμενοι κατά παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και/ή Συμφωνητικό Έγγραφο και/ή Contract of Sale και/ή συμφωνίας πωλήσεως ημερ. 23/08/2005 παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν και/ή καθυστερούν και/ή οφείλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου), ήτοι τις πληρωμές εν σχέση με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων και/ή brickwork και εν σχέση με την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των σουβάδων και/ή επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας.

Ως εκ των άνω οι Ενάγοντες επανειλημμένως ειδοποίησαν τους Εναγόμενους και/ή τους αντιπροσώπους αυτών και/ή δικηγόρους των, όπως καταβάλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου).

(ι) Ήτο ρητός όρος και/ή εξυπακουόμενος όρος της ως άνω γραπτής συμφωνίας και/ή Πωλητηρίου Εγγράφου, ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούν και/ή παρέλειπαν την πληρωμή οιουδήποτε υπόλοιπου ποσού, τότε οι Ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα όπως τερματίσουν την ως άνω συμφωνία και να λάβουν κατοχή του ως άνω ακίνητου και επίσης αξίωση αποζημιώσεων.»

Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης καταχώρησαν οι Εναγόμενοι στις 30/4/10 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην οποία, καθόσον αφορά την παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, απαντούσαν στην παρά.(20) της Υπεράσπισης τους ως εξής:

«20. Οι Εναγόμενοι αρνούνται την παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι απέστειλαν δεόντως τη συμφωνηθείσα 4η δόση (αναφορικά με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων στην δικηγόρο τους, αυτή όμως δεν καταβλήθηκε στους Ενάγοντες άμεσα λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει μεταξύ των διαδίκων και/ή των διαπραγματεύσεων που εκκρεμούσαν. Οι Εναγόμενοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους Ενάγοντες για τις παραβάσεις που διαπίστωσαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και/ή αμέλησαν να αποκαταστήσουν τις παραβάσεις που διέπραξαν σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά και/ή τοπογραφικά σχέδια της κατοικίας τους και μη έχοντας άλλη επιλογή οι Ενάγοντες έδωσαν οδηγίες στην δικηγόρο τους να προχωρήσει με την πληρωμή της 4ης δόσης, αφού προηγουμένως οι Ενάγοντες ρητώς και/ή σιωπηρώς και/ή έμμεσα συγκατατέθηκαν υπό τις περιστάσεις όπως ο χρόνος πληρωμής της 4ης δόσης παραταθεί εκκρεμούσης της διαπραγμάτευσης και/ή συζήτησης των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων.

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν και την 5η δόση που αφορούσε την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας, πλην όμως δεν τους δόθηκε η ευκαιρία εξαιτίας του παράνομου τερματισμού της συμφωνίας από τους Εναγομένους και την πώληση της επίδικης κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο.

Επιπρόσθετα οι Εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 22 (i) της ΄Εκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ο όρος 3.2 της επίδικης συμφωνίας πώλησης προνοούσε ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούσαν οποιαδήποτε από τις συμφωνηθείσες δόσεις πέραν των 15 ημερών οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν την συμφωνία με γραπτή ειδοποίηση 15 ημερών και εάν οι Εναγόμενοι δεν κατέβαλαν την καθυστερημένη δόση τότε οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Πλήρεις λεπτομέρειες του εν λόγου όρου θα δοθούν κατά τη δικάσιμο.»

Την 1/6/10 μεσολάβησε νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 16/6/10 εξεδόθη σχετικό διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης. Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης παρέμεινε άθικτη η παρά.(22) που παρατέθηκε ανωτέρω γιατί η τροποποίηση αφορούσε μόνο την παρά.(27) της Έκθεσης Απαίτησης.

Ακολούθησε καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης στις 17/9/10 στην οποία επαναλαμβάνετο, μεταξύ άλλων, και η παρά.(20) που παρατέθηκε ανωτέρω.

Οι Ενάγοντες στις 4/10/10 καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση όπου στην παρά.(8) της Απάντησης τους η οποία απαντούσε, μεταξύ άλλων, και στην παρά.(20) της Υπεράσπισης συμπεριέλαβαν και το απόσπασμα για το οποίο οι Εναγόμενοι επιζητούν διάταγμα διαγραφής με βάση τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της παρούσας Αίτησης. Το παραθέτουμε:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά επιπροσθέτως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους Ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.

Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους Ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης»

Εκείνο που πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε είναι ότι οι Ενάγοντες εξασφαλίζοντας σχετικό διάταγμα τροποποίησης από το Δικαστήριο τροποποίησαν την παρά. (22) της Έκθεσης Απαίτησης τους ούτως ώστε να ισχυριστούν παράβαση της συμφωνίας από μέρους των Εναγομένων η οποία συνίστατο στη μη πληρωμή του ποσού των ΛΚ52.000 και ότι στην επίδικη συμφωνία, σε περίπτωση που υπήρχε παράλειψη πληρωμής από τους Εναγόμενους οι Ενάγοντες είχαν δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Αυτός ήταν ο ισχυρισμός των Εναγόντων που επετράπη μέσω διατάγματος τροποποίησης να εισαχθεί στο δικόγραφο των Εναγόντων.

Στην Απάντηση που καταχώρησαν στις 4/10/10 επικαλούνται στην παρά.(8) περαιτέρω λόγους που, κατά τον ισχυρισμό τους, δικαιολογούσαν τον άμεσο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Αυτοί οι λόγοι ήταν η συμπεριφορά των Εναγομένων με τα δυσφημιστικά σχόλια και ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και τις παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες των Εναγομένων προβάλλοντας, περαιτέρω, τον ισχυρισμό ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν τη μεταξύ τους συμφωνία.

Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πιο πάνω ισχυρισμών της Απάντησης των Εναγόντων ότι αυτοί δεν συνιστούν απάντηση στα όσα αναφέρονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης των Εναγομένων αλλά αποτελούν νέους ισχυρισμούς επιπρόσθετους σ΄ αυτούς που είχαν συμπεριλάβει στην παρά.(22) μετά την επιτραπείσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Ούτε μπορεί κανείς να πείσει λέγοντας ότι αυτοί οι ισχυρισμοί στην Απάντηση που συμπεριλαμβάνονται στην παρά. (8) της Απάντησης ήταν επακόλουθο ή συνακόλουθο (consequential) των όσων περιέχονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης.

Η αγγλική νομολογία έχει εξετάσει παρόμοιο με το ζήτημα που εγείρεται πιο πάνω και συγκεκριμένα έχει εξετασθεί το νομικό ζήτημα κατά πόσο όταν δίδεται άδεια στον Ενάγοντα να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησής του, ο Εναγόμενος είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιήσει την Υπεράσπιση του όπως αυτός επιθυμεί. Διευκρινίζω ότι το θέμα που μας απασχολεί στην παρούσα Αίτηση είναι κατά πόσο εκεί όπου έχει μεσολαβήσει η έκδοση διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει η δυνατότητα από πλευράς Ενάγοντα στην Απάντησή του στην Υπεράσπιση που καταχωρείται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης να προσθέσει ισχυρισμούς οι οποίοι είναι επιπρόσθετοι αυτών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησής του και που δεν είναι επακόλουθο των όσων περιέχονται στην Υπεράσπιση που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Η έρευνα του Δικαστηρίου δεν έχει αποκαλύψει νομολογία που να καλύπτει επ΄ ακριβώς την υπό εξέταση περίπτωση, όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, υπάρχει αγγλική νομολογία σχετικά με παρεμφερή ζητήματα. Συγκεκριμένα η νομολογία στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εξέτασε το συγκεκριμένο ζήτημα αναφορικά με τη δυνατότητα που παρέχεται στον Εναγόμενο να τροποποιήσει την Υπεράσπισή του που καταχωρεί μετά που μεσολάβησε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα.

Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε κάποιες υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο Σύγγραμμα Bullen & Leake´s Precedents of Pleading, 11η έκδοση, 1959 (στη σελίδα 64)[11], όπου τονίζεται ότι στην περίπτωση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, τέτοια τροποποίηση δεν δίνει στον Εναγόμενο οποιοδήποτε περαιτέρω χρόνο για να καταχωρήσει την Υπεράσπισή του ή δικαίωμα να τροποποιήσει την Υπεράσπιση που έχει ήδη καταχωρήσει στην απουσία ειδικών όρων στο διάταγμα τροποποίησης. Συνεπώς, συνεχίζει το σχετικό απόσπασμα στο πιο πάνω Σύγγραμμα, όταν υποβάλλεται αίτηση για άδεια τροποποίησης θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια από το αντίδικο μέρος για επιβολή όρου στο διάταγμα που να δίνει τέτοια άδεια για τροποποίηση του δικού του δικογράφου, αν έχει ήδη καταχωρηθεί, η οποία τροποποίηση καθίσταται αναγκαία ένεκα της τροποποίησης του δικογράφου του αντιδίκου.

Στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. 891 όπου επισημαίνεται πως στην πράξη οι αυστηρές υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα του Bullen & Leake σπάνια ακολουθούνται και είναι σύνηθες και ορθά θεωρείται πως άδεια για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης περιλαμβάνει, χωρίς ρητή αναφορά, και άδεια για κατ΄ ακολουθία τροποποίηση της Υπεράσπισης. Στην υπόθεση Squire (πιο πάνω) αποφασίστηκε πως σε τέτοιες περιπτώσεις η άδεια για τροποποίηση της Υπεράσπισης περιορίζεται στις τροποποιήσεις εκείνες που είναι το επακόλουθο (consequential) των τροποποιήσεων της Έκθεσης Απαίτησης. Δηλαδή επιτρέπονται τροποποιήσεις στην Υπεράσπιση ενός Εναγόμενου οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνακόλουθες των τροποποιήσεων που επέφερε ο Ενάγων στο δικό του δικόγραφο αλλά δεν επιτρέπεται ριζική διαφοροποίηση της Υπεράσπισης και προσθήκη νέων ισχυρισμών και νέων υπερασπίσεων. Με πιο απλά λόγια ο περιορισμός έχει την έννοια πως δεν επιτρέπονται τροποποιήσεις της Υπεράσπισης που σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης οι οποίοι δεν επηρεάζονται από την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

Είναι άκρως διαφωτιστικό το ακόλουθο απόσπασμα της αγγλικής υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση ότι οποτεδήποτε επιτρέπεται τροποποίηση από το Δικαστήριο της Έκθεσης Απαίτησης παραχωρείται στον ενάγοντα «carte blanche» να εισάξει οποιαδήποτε τροποποίηση επιθυμεί στην Υπεράσπισή του. Το παραθέτω:

«We turn first to the wider submission. It extends to this: that whatever the amendment allowed by the court to the statement of claim, however slight, the defendant is given carte blanche to introduce any amendment that he chooses, even when, if the defendant had independently applied to make the amendment, he would not have been allowed it, or would only have been allowed it on perhaps stringent terms as to costs including (for example) the payment of all costs up to the date of amendment. We are not prepared to accept that submission.»

Ακόμη θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω σχετικό απόσπασμα στην ίδια απόφαση όπου παρατίθεται και σχολιάζεται το επιχείρημα ότι όταν καταχωρείται τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης αυτό θεωρείται σαν καινούριο δικόγραφο και έτσι ο Εναγόμενος δεν θα έπρεπε να ελέγχεται από το Δικαστήριο σε σχέση με το πώς θα συντάξει το δικό του δικόγραφο και ότι θα πρέπει να είναι ελεύθερος να το συντάξει εκ νέου απαντώντας στην Έκθεση Απαίτησης όπως καταχωρήθηκε στην καινούρια της μορφή. Τέτοιο επιχείρημα, βεβαίως, απορρίφθηκε στην πιο πάνω απόφαση. Η σχετική περικοπή έχει ως εξής:

«For the defendants it was argued that when the amended statement of claim is delivered it is a new and different pleading as a whole, and that the defendant should not be supervised or dictated to by the court in deciding how to plead to this new pleading – how to defend himself. He would be at liberty to plead anew and quite generally. It is not to the amendment that he pleads but to the whole statement of claim in its new form. The defendant, when amendments to the statement of claim are allowed by the court, is not then required to table his proposed amendments for consideration by the court; in practice he simply amends in due time and delivers his amended defence. If his ability to amend is in any way restricted it must result in great inconvenience and proliferation of proceedings, as leading to applications (such as the present) requiring close analysis and decision whether the defendant has overstepped the limits, followed possibly (if he is found to have done so) by a further substantive application by the defendant for leave to amend further to the extent of the excess. ……… ………….»

Στην υπόθεση λοιπόν Squire (πιο πάνω) η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν να αποδεχτεί τα επιχειρήματα του Ενάγοντα καθιερώνοντας την αρχή ότι υπάρχει δυνατότητα τροποποίησης ισχυρισμών που όχι μόνο επηρεάζονται άμεσα αλλά και έμμεσα ή παρεμφερώς από την επελθούσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης[12]. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω αγγλική απόφαση όπου ο Λόρδος Russell στη σελίδα 897 είπε τα εξής:

«In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..»

Η πιο πάνω προσέγγιση έτυχε επιδοκιμασίας στην δική μας απόφαση στην υπόθεση Williams and Glyn´s Bank plc κ.α. ν. Του Πλοίου «ΜΑΡΙΑ» (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 309[13]. Τονίστηκε συναφώς εκεί ότι το δικαίωμα ενός εναγομένου να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις στην αρχική του Υπεράσπιση συνεπεία της τροποποίησης που έγινε στην Έκθεση Απαίτησης περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται και είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν[14]. Ακόμη ότι αν επιθυμεί ένας εναγόμενος να κάνει περισσότερες τροποποιήσεις από το ό,τι είναι απαραίτητο θα πρέπει να κάνει σχετική αίτηση. Σε περίπτωση δε που ο εναγόμενος στην τροποποιημένη Υπεράσπισή του ξεφεύγει από τα «επιτρεπτά» πλαίσια ο ενάγοντας βλέποντας αυτή την εκτροπή θα πρέπει να κάνει αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση. Αντίθετη προσέγγιση θα πρόσδιδε έρεισμα σε διάδικους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις, που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές, ή τουλάχιστο χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Έχοντας, λοιπόν, αναφερθεί σε όλα τα πιο πάνω, έχω την άποψη ότι κατά παρόμοιο τρόπο θα πρέπει να προσεγγιστεί και το υπό εξέταση ζήτημα που αφορά συγκεκριμένο απόσπασμα της Απάντησης των Εναγόντων. Θεωρώ ότι ένας διάδικος δεν είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιεί τα δικόγραφά του όπως αυτός επιθυμεί και ούτε θα πρέπει, μετά που έχει μεσολαβήσει μια τροποποίηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση που τροποποιήθηκε η Έκθεση Απαίτησης, στην Απάντηση που καταχωρεί ο Ενάγοντας στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης να εισάγει ο Ενάγοντας επιπρόσθετους και νέους ισχυρισμούς πέραν των όσων ισχυρισμών του δόθηκε η άδεια να εισάξει στην Έκθεση Απαίτησής του και οι οποίοι ισχυρισμοί δεν είναι το αποτέλεσμα του περιεχομένου της Υπεράσπισης που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Με άλλα λόγια, επιτρέπονται μόνο τροποποιήσεις ή διαφοροποιήσεις σε ένα δικόγραφο που είναι συνακόλουθες (consequential) τροποποιήσεων του δικογράφου του αντιδίκου, δηλαδή τέτοιες που να σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο του αντιδίκου. Εάν ένας διάδικος μπορούσε οποτεδήποτε, ελεύθερα και απεριόριστα, να εισάγει στο δικόγραφό του, σε οποιοδήποτε στάδιο, λόγω του ότι προηγήθηκε κάποια τροποποίηση, νέους και επιπρόσθετους ισχυρισμούς, αυτό θα οδηγούσε σε εκτροπή και θα έδιδε τη δυνατότητα σε διαδίκους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές ή τουλάχιστον χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Ειδικότερα δε, στην υπό εξέταση περίπτωση πρέπει να επισημάνουμε ότι προηγήθηκε αίτηση της πλευράς των Εναγόντων για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησής τους ούτως ώστε να μπορέσουν να εισάξουν σε αυτήν συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Η άδεια που παραχωρήθηκε από το Δικαστήριο που ενέκρινε τη σχετική αίτηση τροποποίησης αφορούσε την εισαγωγή συγκεκριμένων και μόνο ισχυρισμών. Η συμπερίληψη στη συνέχεια στην Απάντηση των Εναγόντων ισχυρισμών επιπρόσθετων αυτών που τους δόθηκε η άδεια να εισάξουν στην Έκθεση Απαίτησής τους, πιστεύω, ότι ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια και ως τέτοια συνιστά εκτροπή η οποία, συνεπακόλουθα, υπόκειται σε διαγραφή.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή του αποσπάσματος στην παρά. (8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που εξειδικεύεται στην παράγραφο (Δ) της παρούσας Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Α) το μόνο που αναφέρεται προς υποστήριξή της είναι ότι η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή που καταχωρήθηκε στις 8/2/2007 και ότι οι αλλαγές που υπάρχουν δεν έχουν καμία σχέση με τις αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Για το ζήτημα αυτό θα ήθελα πρώτον να επισημάνω ότι πέραν των πιο πάνω γενικών αναφορών που καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση και επαναλήφθηκαν στα πλαίσια της αγόρευσης του κ. Μυλωνά δεν έχουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο συγκεκριμενοποιηθεί και εξειδικευθεί οι διαφορές που, κατά την εισήγηση των Αιτητών/Εναγομένων, παρουσιάζονται μεταξύ των δικογράφων σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις που μεσολάβησαν ούτως ώστε αυτές να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά συγκεκριμένο τρόπο. Έπειτα, η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 έχει ήδη ξεπερασθεί με μεταγενέστερο δικόγραφο από πλευράς των Εναγόντων ημερομηνίας 4/10/2010 και δεν είχε, σ΄ οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο, επιδιωχθεί από πλευράς των Εναγομένων η διαγραφή του δικογράφου ημερομηνίας 12/1/2009.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση της επιζητούμενης θεραπείας υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Γ) της Αίτησης

Όσον αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Γ), ενόψει και της γενικότητας που τη χαρακτηρίζει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, όταν αναφερθήκαμε στη θεραπεία υπό στοιχείο (Α), αλλά και της κατάληξης του Δικαστηρίου στη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ), η οποία μάλιστα επιζητείται διαζευκτικά της θεραπείας υπό στοιχείο (Γ), θεωρώ ότι αυτή δεν δικαιολογείται να εγκριθεί.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Υπό το φως όλων όσων έχω πιο πάνω προσπαθήσει να εξηγήσω η παρούσα Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.

Συγκεκριμένα, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος (Δ) της Αίτησης, ενώ σε σχέση με τις υπόλοιπες παραγράφους η Αίτηση απορρίπτεται.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας των Αιτητών/Εναγομένων στην παρούσα Αίτηση, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται κατά το ήμισυ αυτών εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση/Εναγόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν δε, μετά το πέρας της αγωγής.

(Υπ.) …………………..
Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, ΑΕΔ

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής
[1] “The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.”
[2] “Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ………….”
[3] Δέστε Att. Gen. of Duchy of Lancaster v. London and North Western Ry (1892) 3 Ch. 274 και Wenlock v. Moloney (1965) 1 WLR 1238.
[4] Δέστε Mavromoustaki v. Yeroudis (1965) 1 C.L.R. 176,184.
[5] Δέστε, επίσης, Best v. Charter Medical of England Limited and another (2001) EWCA Civ.1588.
[6] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “In a libel the words used are the `material facts` and the words used here may not have amounted to any such charge”.
[7] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “It would be very inconvenient if a plaintiff might allege that, according to his construction, a certain letter was a libel, without giving the court an opportunity of judging whether it was so or not.”
[8] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.584, παρά.30-06.
[9] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.551, παρά. 29-14, 29-15, 29-16 και 29-17.

[10] Μάλιστα στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571 παρά. 29-G7 παρατίθεται παράδειγμα δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα στην παρά. (3) αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στην ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα αγγλικά («literal translation»).
[11] «Where the statement of claim is amended under an order giving leave to amend, such amendment does not, in the absence of special terms in the order, give the defendant any additional time for pleading his defence or entitle him to amend a defence already delivered. Accordingly, where an application is made for leave to amend, care should be taken by the opposite party to have it imposed as a term of the order, if any, giving such leave that any alteration or amendment of his own pleadings (if any) already delivered which may be necessitated by the amendment of the opponent’s pleading may be made by him, otherwise a summons for leave to make such amendment or alterations may be necessary.»
[12] Πολύ διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο μέρος της υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου συνοψίζεται το σκεπτικό της απόφασης. Το παραθέτω:
«Held – (i) When after the close of pleadings a plaintiff had been given leave to amend his statement of claim, it did not follow that the defendant had power without leave to make any amendment he chose to the defence; in such circumstances the defendant was only entitled to amend the defence without special leave by introducing consequential amendments ..»
[13] «Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο πλοίο προέβηκε στην τροποποίηση χωρίς άδεια. Η τροποποίηση η οποία έγινε στην Υπεράσπιση έγινε σαν συνέπεια αίτησης των εναγόντων για τροποποίηση της Αναφοράς, την οποία αποδέχθηκε το εναγόμενο πλοίο στις 18.9.86. Η τροποποίηση έγινε για να αντικατασταθεί η ενάγουσα Τράπεζα Williams and Glyn´s Bank plc με την Royal Bank of Scotland plc, στην οποία μεταβιβάστηκαν δια νόμου όλα τα δικαιώματα. Η θέση των εναγόντων είναι ότι ενώ αναγνωρίζουν στο εναγόμενο πλοίο το δικαίωμα να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις, στην αρχική του Υπεράσπιση, συνεπεία της δικής τους τροποποίησης, αναφέρουν ότι αυτό το δικαίωμα περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται ή είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν. Υποστήριξη στη θέση αυτή βρίσκουν στα λόγια του Λόρδου Russell στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. σελ. 891, στη σελίδα 897, όπου είπε:
“In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..”
Συμφωνώ ότι πράγματι το εναγόμενο πλοίο στην τροποποιημένη Υπεράσπιση του ξέφυγε από τα «επιτρεπτά» πλαίσια. Εάν επιθυμούσε να έκανε περισσότερες τροποποιήσεις από ότι ήταν απαραίτητο, θα έπρεπε να είχε κάνει σχετική αίτηση. Όμως το θέμα είναι τι έπρεπε να έκαναν οι ενάγοντες βλέποντας αυτή την εκτροπή. Σίγουρα θα έπρεπε να έκαναν αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση.»
[14] Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Williams & Glyn´s Bank plc (πιο πάνω) στις σελίδες 336 – 337:
«.. η τροποποίηση γίνεται με βάση αρχική διαταγή που αφορά άλλο δικόγραφο, στην οποία θεωρείται ότι ενσωματώνεται και συνυπάρχει η συμφυής ή εξυπακουόμενη δικαστική εξουσιοδότηση στην άλλη πλευρά να τροποποιήσει και αυτή τα δικόγραφα τα οποία ήδη καταχώρισε σε απάντηση των νέων ισχυρισμών και μόνο. Αυτή η «εξουσιοδότηση» που θεωρείται ότι υπάρχει σε κάθε τέτοιο διάταγμα, έστω και εάν ουσιαστικά στην πρακτική ποτέ δεν αναφέρεται, δεν είναι προκαθορισμένη ρητά, αλλά είναι τελικά θέμα γεγονότων εάν κάποιος την υπερέβη ή όχι και σε ποιο βαθμό.»
Source

My false arrest in Cyprus: 18-02-2011

Τ Η Λ Ε Ο Μ Ο Ι Ο Τ Υ Π Ο
ΗΜΕΡ.: 18 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΟ: ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & ΜΥΛΩΝΑΣ

ΦΑΞ: 22778444

ΠΡΟΣ: ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΛΗΡΙΔΗ
Προσοχή κα Πολίνα Ευθυβούλου

ΦΑΞ: 22665080

ΑΡ. ΣΕΛΙΔΩΝ: (Συμπεριλαμβανομένης και αυτής) 3

Αγαπητέ συνάδελφε,

ΘΕΜΑ: CORNELIUS O’DWYER

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και περαιτέρω τηλεφωνικής μας επικοινωνίας σε ενημερώνω και γραπτώς τα πιο κάτω:

Μετά λύπης μου αναγκάζομε να καταγγείλω ένα περιστατικό που δεν τιμά την χώρα μας, σε σχέση με τον πελάτη μου κον Conrelius O’Dwyer και την συμπεριφορά των αστυνομικών με αρ.963, 2961, 5270 και 273 καθώς επίσης και άλλων αστυνομικών που συμμετείχαν στο πιο πάνω περιστατικό, τα στοιχεία των οποίων δεν έχω τώρα στην κατοχή μου.

Ο πελάτης μου μετά την απόφαση σας να αναστείλετε την ποινική δίωξη εναντίον του στην υπόθεση του Δικαστηρίου Παραλιμνίου με αριθμό 793/2010, έμεινε απόλυτος ικανοποιημένος με την Κυπριακή Δημοκρατία και αποφάσισε να επικεντρώσει τις διαμαρτυρίες του εναντίον της Εταιρείας από την οποία αγόρασε το σπίτι του και αυτών που καταδικάστηκαν για τον ξυλοδαρμό του, δηλαδή τους κ.κ. Μάριο και Χριστόφορο Καραγιαννά.

Χτες διεξάχθηκε ειρηνική διαμαρτυρία έξω από το γραφείο της Εταιρείας Καραγιαννάς, μετά που ενημερώθηκε σχετικά το Αρχηγείο Αστυνομίας και ο Αστυνομικός Διευθυντής της περιοχής και το θέμα καλύφθηκε από τον γνωστό σταθμό ITV. (Επισυνάπτω σχετική επιστολή που έχει σταλεί στο Αρχηγείο). Κατά την διάρκεια της διαμαρτυρίας μια ομάδα αστυνομικών προσήλθε στον χώρο και προσπάθησε να μετακινήσει τον πελάτη μου, χωρίς επιτυχία.

Η συμπεριφορά των αστυνομικών σύμφωνα με τους παρευρισκομένους, δεν ήταν πρέπουσα και όλα είχαν βιντεογραφηθεί από τον εν λόγω σταθμό.

Σημειώστε ότι ο πελάτης μου απλά στεκόταν με την σύζυγο του με ένα πανό που έγγραφε πάνω “Karayiannas are criminals”, τίποτα άλλο δεν έκανε.

Οι αστυνομικοί του είπαν ότι διαπράττει αδίκημα χωρίς να τον ενημερώσουν για ποιο αδίκημα μιλούν. Αυτός τους ανέφερε ότι οι Καραγιαννάδες είναι πράγματι εγκληματίες επειδή καταδικάστηκαν από το Δικαστήριο για τον ξυλοδαρμό του, αλλά οι αστυνομικοί επέμεναν ότι οι Καραγιαννάδες δεν είχαν καταδικαστεί.

Σήμερα όταν πήγε στο Δικαστήριο Παραλιμνίου με την σύζυγο του, για να ανασταλεί η υπόθεση με αρ.793/2010 μαζεύτηκαν αρκετοί αστυνομικοί, οι οποίοι τον απόκλεισαν από το να φύγει από τον χώρο του Δικαστηρίου, δεν τον παρουσίασαν ένταλμα σύλληψης και όταν προσπάθησε να βγει από το κτήριο, ενώ μου μιλούσε στο τηλέφωνο, άρχισαν να του φωνάζουν, να τον σπρώχνουν και τον έβαλαν στο κελί, χωρίς να τον πληροφορήσουν για λόγους που του στέρησαν την ελευθερία του.

Όταν μίλησα με τον αστυνομικό 963 πριν τον οδηγήσαν στο κελί, μου είπε ότι δεν είχαν εκείνη την ώρα ένταλμα σύλληψης, αλλά τον κρατούν μέχρι να εκδώσουν το ένταλμα.

Είναι λυπηρό ένας ξένος που ήρθε στην χώρα μας για να επενδύσει και του οποίου κατακράτησαν τα λεφτά χωρίς να του δώσουν το σπίτι που αγόρασε, τον κτύπησαν δύο φορές να δέχεται τέτοιου είδους αντιμετώπιση από τους αστυνομικούς της περιοχής στο Παραλίμνι.

Σημείωστε ότι όταν έκανε ανάλογη διαμαρτυρία 2 φορές έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, η συμπεριφορά των αστυνομικών ήταν άψογη, κάτι που αναγνώρισε ο πελάτης μου και είχε και σχετική δήλωση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος & Νομικός Σύμβουλος

Κοινοποίηση:
1. Αρχηγείο Αστυνομίας, Φαξ 22808598, Λευκωσία
2. Βρεττανική Ύπατη Αρμοστεία, Φαξ 22861125, Λευκωσία

Yiannos Georgiades of Georgiades & Associates
my Lawyer Yiannos Georgiades of Georgiades & Associates

State drops criminal case against Conor O’Dwyer

ATTORNEY General, Petros Clerides, has decided to stay criminal proceedings against Conor O’Dwyer. In a three line letter to Yiannos G. Georgiades, Conor O’Dwyer’s lawyer, Clerides said simply:

“I refer to the above case (793/2010) and inform you that I have decided to suspend the prosecution against your client Cornelius Desmond O’Dwyer.”

The case against Conor O’Dwyer was filed by the Paralimni Police Chief last October and was in connection with him uploading material to the Internet relating to his dispute with property developer Christoforos Karayiannas & Son Ltd. The case raised significant issues concerning freedom of speech online in Cyprus.

Conor and his wife Michaela are currently in Cyprus filming with a crew from the national ITV network for their prime-time series “Homes From Hell” due to be transmitted later this year.

By: Nigel Howarth Published: Monday 14th February 2011
To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News