ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 19/2011
(ΣΧ. ΜΕ 20/2011)
ΜΕΤΑΞΥ
CORNELIUS DESMOND O’DWYER
Εφεσείοντα
KAI
1. CHRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
4. MICHELLE McDONALD
Εφεσιβλήτων
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2011
(ΣΧ. ΜΕ 19/2011)
ΜΕΤΑΞΥ
MICHAELLA MARGARET O’DWYER
Εφεσείουσας
KAI
1. CHRISTOFOROS KARAYIANNAS & SONS
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
4. MICHELLE MC DONALD
Εφεσιβλήτων
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ
Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εμφαίνονται από το φάκελο του Δικαστήριο και συνοπτικά έχουν ως εξής:
Η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι οι Εφεσίβλητοι 1, 2, 3 και 4 είναι ένοχοι για το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλον, κατά παράβαση του ‘Αρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η θέση των Κατηγορουμένων εν ολίγοις είναι ότι, το Άρθρο 303 Α του Ποινικού Κώδικα σκοπό έχει να προστατεύσει μόνο τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη της γης και τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του και, εάν ακόμα θεωρηθεί ότι προστατεύονται και άλλα πρόσωπα, όπως οι καταπιστευματοδόχοι, δεν πρέπει να γίνει δεκτή η θέση του Εφεσείοντα ότι έχει καταστεί νόμιμος δικαιούχος από την στιγμή κατάθεσης του Αγοραπωλητηρίου Εγγράφου στο Κτηματολόγιο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, την απόφαση του οποίου δια της παρούσας εφεσιβάλλουμε, έκρινε ότι ο Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της υπόθεσης και συνεπώς οι Εφεσίβλητοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν απ’ όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Στο σημείο αυτό, κρίνεται σχετικό να σημειωθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, αποφάσισε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του δικηγόρου των Κατηγορουμένων, ότι απουσίαζαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Συνοπτικά οι θέσεις του δικηγόρου των Κατηγορουμένων ήταν ότι, έχει τερματιστεί μονομερώς η Συμφωνία πώλησης του ακινήτου και ότι ο κύριος και η κυρία O’Dwyer, παρόλο που κατέθεσαν στο Κτηματολόγιο την Συμφωνία αγοράς του ακινήτου, δεν κατέστησαν οι ιδιοκτήτες του ακινήτου, κάτι που δεν συνάδει με την ισχύουσα Νομολογία.
ΙΙ) ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Αποτελεί θέση των Εφεσείοντων ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη και λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, ήτοι ότι οι Εφεσείοντες κατέστη ιδιοκτήτες της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας και/ή μη δίνοντας τη δέουσα βαρύτητα τόσο στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του όσο και στη νομολογία και επιχειρηματολογία που παρέθεσαν οι Εφεσείοντες δια της γραπτής τους αγόρευσης, αποφάσισε λανθασμένα ότι, «Το γεγονός ότι κατέθεσαν το Αγοραπωλητήτιο Έγγραφο (Τεκμήριο 1) στο Κτηματολόγιο δεν σημαίνει ότι αυτόματα και στο διηνεκές έχουν καταστεί οι «ιδιοκτήτες» (όπως οι ίδιοι το εννοούν) της κατοικίας».
Το εύρημα αυτό του Σεβαστού Δικαστηρίου, συγκρούεται με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διέπει το θέμα αυτό και η οποία ορίζει ότι με την εγγραφή του συμβολαίου στα κτηματολογικά αρχεία, ο αγοραστής καθίσταται ιδιοκτήτης της γης κατά το δίκαιο της επιείκειας.
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση 1. Αντρίκκος Νίκου Χρίστου 2. Ελένη Αντρίκκου ν. Γιώργου Γεωργίου 1 Α.Α.Δ. (1999), σελ. 940 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σχετικά με τη νομική θέση του προσώπων που εγγράφουν πωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου στο Κτηματολόγιο:
“Εφόσον οι εφεσείοντες απέκτησαν, με την εγγραφή του συμβολαίου στα κτηματολογικά αρχεία, δικαίωμα ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, κατέστησαν οι ιδιοκτήτες της γης, κατά το δίκαιο της επιείκειας, και ο πωλητής εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχος (constructive trustee) των δικαιωμάτων τους, τηρουμένων των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων βάσει της σύμβασης. Η αρχή αυτή απεικονίζεται ως εξής στο σύγγραμμα “Snell’s Equity”, p. 195:-
“As soon as specifically enforceable contract for the sale of land is made, the purchaser becomes the owner of the land in equity, and the vendor becomes a constructive trustee of the land for the purchaser, subject in each case to their respective rights and duties under the contract.
Στην Κύπρο, όπως έχουμε εξηγήσει, δικαίωμα ειδικής εκτέλεσης κτάται μόνο με την εγγραφή της σύμβασης πώλησης βάσει του ΚΕΦ.232. Καθίσταται πρόδηλο ότι οι εφεσείοντες απέκτησαν όχι μόνο κατοχή του διαμερίσματος αλλά και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του.”
(υπογραμμίσεις δικές μας).
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστήριου Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1Β Α.Α.Δ. 881, όπου στην σελίδα 891, αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Το διαμέρισμα είχε πωληθεί σε τρίτους, οι οποίοι είχαν εγγράψει τη σύμβαση, βάσει του ΚΕΦ. 232, παρεμβάλλοντας κώλυμα στη διάθεση του διαμερίσματος από τον εφεσίβλητο στους εφεσείοντες ή σε οποιαδήποτε άλλο.”
Οι Εφεσείοντες, για σκοπούς απόδειξης των ισχυρισμών τους ότι ήταν οι δικαιούχοι ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, κάλεσαν ως μάρτυρα ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου τον κ. Πετεινάρη, λειτουργό του Κτηματολογίου, ο οποίος κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ανεξάρτητος με την υπόθεση μάρτυρας και τη μαρτυρία του οποίου το Δικαστήριο αποδέχθηκε στο σύνολο της. Ο κ. Πετεινάρης κατέθεσε ότι οι Εφεσείοντες καταχώρησαν το πωλητήριο έγγραφο της επίδικης οικίας (Τεκμήριο 1) στο Κτηματολόγιο και ανέφερε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι, με την καταχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο «κατοχυρώνεται ο αγοραστής να μην μπορεί να το πωλήσει ξανά ο πωλητής».
Περαιτέρω, ο κ. Πετεινάρης ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι, για να μπορέσει να γίνει αποδεκτό ένα πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο, το οποίο αφορά πώληση ακινήτου σε δεύτερο αγοραστή, είναι απαραίτητη η συγκατάθεση του πρώτου αγοραστή. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Σημαντικό στοιχείο απόδειξης των ως άνω αναφερομένων, είναι επίσης το περιεχόμενο της ιστοσελίδας της ίδιας της Εφεσίβλητης 1 Εταιρείας (Τεκμήριο 10), όπου γίνεται αναφορά σχετικά με το θέμα της καταχώρησης του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο και τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, και το οποίο παραθέτω κάτωθι αυτολεξί:
“10) How long after delivery can I expect to receive my title deeds?
Title Deeds generally take a minimum of two to four years depending on the property purchase. This does not mean that you cannot sell your property at any time before that. From the minute your contract of sale is registered at the land registry department the property is officially yours and you can sell your property the next minute.”
Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι οι Εφεσείοντες απέδειξαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι το πωλητήριο έγγραφο αναφορικά με την επίδικη οικία καταχωρήθηκε δεόντως στο Κτηματολόγιο και, συνεπώς, αυτό τους κατέστησε τους νόμιμους ιδιοκτήτες, κατά το δίκαιο της επιείκειας, της εν λόγω οικίας.
Επομένως, λανθασμένα κατά την ταπεινή μας θέση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείτο η συγκατάθεση του Εφεσείοντα προτού οι Εφεσίβλητοι να προβούν στην επίδικη συναλλαγή, ήτοι την πώληση της εν θέματι οικίας στην Εφεσίβλητη 4, εφόσον αυτό αντίκειται στην πάγια και καλά θεμελιωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή όχι επαρκώς αιτιολογημένα αποφάσισε ότι «η παρούσα διαδικασία δεν είναι η κατάλληλη για να αποφασίσει το Δικαστήριο εάν οι παραπονούμενοι είναι «δυνητικά ιδιοκτήτες» του ακινήτου (σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας) ή όχι» και ότι «η καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης είναι πρόωρη» (σελ. 20).
Ως εξηγείται και ανωτέρω, είναι η θέση μας ότι, το εάν οι Εφεσείοντες είναι ή όχι ο δικαιούχοι ιδιοκτήτες του ακινήτου μπορεί να καθοριστεί με την απόδειξη κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου εγγράφου εις το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, γεγονός που αυτόματα τους καθιστά με βάση τη νομολογία, ιδιοκτήτες του ακινήτου σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας. Η κατάθεση αυτή στην προκειμένη περίπτωση έχει αποδειχθεί εφόσον η μαρτυρία του Κτηματολογικού Λειτουργού, κ. Πετεινάρη ο οποίος το επιβεβαίωσε δια της μαρτυρίας του, έχει γίνει αποδεχτή από το Δικαστήριο.
Επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μη αποδεχόμενο την θέση των Εφεσειόντων ότι έχουν καταστεί δυνητικά ιδιοκτήτες της εν θέματι οικίας, δεν έλαβε υπόψη του σε ικανοποιητικό βαθμό μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του η οποία αποδείκνυε αναμφισβήτητα τη θέση αυτή.
Τέλος, με την εν λόγω απόφαση το Πρωτόδικο Δικαστήριο συγκρούεται με προγενέστερη απόφαση του αναφορικά με το εκ πρώτης όψεως ζήτημα, όπου αποφάσισε ότι συνυπάρχουν όλα τα στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Είναι περαιτέρω θέση των Εφεσειόντων ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του δεν αποδείκνυε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, ήτοι τον σκοπό της καταδολίευσης.
Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη και/ή εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και δια της οποίας αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση του δικαιούχου ιδιοκτήτη της επίδικης κατοικίας.
Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τον χρόνο του σκοπού καταδολίευσης, κρίνοντας ότι ο σκοπός της καταδολίευσης των κατηγορούμενων έπρεπε να υφίσταται κατά το χρόνο κατάθεσης του Συμβολαίου στο Κτηματολόγιο από τους παραπονούμενους.
Αποτελεί ταπεινή μας πεποίθηση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του για το χρόνο που έγινε η εν λόγω «συναλλαγή». Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν έδωσε καθόλου και/ή τη δέουσα βαρύτητα στο Τεκμήριο 8, στην ύπαρξη του οποίου δεν γίνεται καμία αναφορά στην απόφαση του, το οποίο φέρει τον τίτλο “Legal Undertakings to sell and purchase” και αποτελεί σύμβαση μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 Εταιρείας και της Εφεσίβλητης 4. Το Τεκμήριο 8 αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σχετικά:
“B. Whereas the 1st Party has sold the above stated property to a third pαrty …
4. Whereas the 2nd Party hereby undertakes to purchase the aforesaid property from the 1st Party within thirty days, commencing form the date of cancellation and withdrawal of the contract of sale of the third party, which is presently registered at the land registry department in relation to the property as more particularly stated herein.
11. It is agreed between the Parties that in the event that the contract of sale of the Third Party is not removed and or cancelled from the register of the land registry department by the 30th of December 2010 the following options may be exercised by the 2nd Party…”.
Είναι η θέση μας ότι, τα πιο πάνω αποδεικνύουν τόσο την ύπαρξη γνώσης από τους Εφεσίβλητους περί την πώληση του εν λόγω ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο όσο και την υποχρέωση ακύρωσης του σχετικού πωλητηρίου εγγράφου προγενέστερα της πώλησης του εν θέματι ακινήτου εκ νέου σε άλλο πρόσωπο.
Επιπλέον, αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελεί και η ύπαρξη επιστολών προς την Εφεσίβλητη 4 δια τις οποίες οι Εφεσείοντες, τόσο προσωπικά όσο και διά μέσω των δικηγόρων τους, της γνωστοποιούσε ότι αυτοί είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της επίδικης οικίας. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες απέστειλαν την ηλεκτρονική επιστολή ημερομηνίας 19.3.2007 (Τεκμήριο 5) και κατόπιν τούτου την επιστολή ημερομηνίας 17.5.2007 δια μέσω των τότε δικηγόρων τους, Αντώνης Ανδρέου & Σια, (Τεκμήριο 6) η οποία επιδόθηκε προσωπικά στην Κατηγορουμένη 4 στις 19.5.2007, το περιεχόμενο των οποίων είναι αυτόδηλο.
Ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, εξ όσων αναφέρονται πιο πάνω και με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι, οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή εύλογα υπό τις περιστάσεις θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι δεν μπορούσαν να συναλλάτονται με το επίδικο ακίνητο, ήτοι να καταρτίσουν την πιο πάνω αναφερόμενη συμφωνία (Τεκμήριο 8) αναφορικά με το εν θέματι ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσειόντων καθότι είχε καταχωρηθεί δεόντως εις το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο το πωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1).
Περαιτέρω, ο σκοπός της καταδολίευσης αποδεικνύεται και δια του Τεκμηρίου 14 το οποίο προσκόμισε ο κ. Πιττάτζιης, ο οποίος κατέθεσε ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου ως μάρτυρας της υπεράσπισης, και το οποίο έγγραφο αποτελεί επιστολή ημερομηνίας 10/4/06 και αναφέρει στους Εφεσείοντες, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«…Even for any reason in the end of the day it is decided that they had no legal ground to cancel it due to your behavior they do not want you in their property and they hereby notify you that they are not willing to complete the house and deliver it to you.»…
Πέραν του πιο πάνω αποσπάσματος, είναι η θέση μας ότι προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου του Τεκμηρίου 14 ότι, οι Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 δεν είχαν σκοπό να παραδώσουν την επίδικη οικία στους Εφεσείοντες, και ότι παράνομα το πώλησαν και/ή το έδωσαν προς χρήση στην Εφεσίβλητη 4, η οποία και γνώριζε ότι η οικία ανήκε στους Εφεσείοντες.
Ενώ λοιπόν οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και ή όφειλαν υπό τις περιστάσεις να γνωρίζουν ότι, οι Εφεσείοντες είχαν καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο και ότι μόνο το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει το νόμιμο ή όχι του τερματισμού του πωλητηρίου συμβολαίου και συνακόλουθα τη δέσμευση του από αυτό, αυτοί προχώρησαν κατά παράβαση του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα σε συναλλαγή επί του επίδικου ακινήτου, χωρίς τη συγκατάθεση των Εφεσειόντων, οι οποίοι είχαν καταθέσει το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο, ακριβώς για τον σκοπό εξασφάλισης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους επί του ακινήτου και για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων όπως αυτών στις οποίες περιέπεσαν. Είναι ξεκάθαρο ότι η Εφεσίβλητη 4 δεν θα μπορούσε να αγοράσει ή να χρησιμοποιήσει το ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεση των νόμιμων ιδιοκτητών, οι οποίοι είναι οι Εφεσείοντες.
Περαιτέρω, αναφορικά με τη φύση της μαρτυρίας που είναι ικανή να αποδείξει την ένοχη γνώση (mens rea) ενός Κατηγορουμένου για ένα επίδικο θέμα, σχετική είναι η υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους v Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22 όπου αποφασίστηκε το εξής:
“Ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο ότι η ένοχη γνώση είναι κάτι που συνήθως συμπεραίνεται από τα γεγονότα. Οι «κρυφοί» λογαριασμοί, όπως χαρακτηρίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, έδειχναν την ένοχη γνώση του εφεσείοντα και των λοιπών συγκατηγορουμένων του”.
Σε άλλο σημείο της ίδιας υπόθεσης το Δικαστήριο τόνισε τα εξής:
“Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και καταλήγουμε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσείων όταν εξέδιδε το σχετικό πιστοποιητικό στο οποίο βασίστηκε η αίτηση Α716/00, το έπραττε γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ψευδές, είναι ορθή. Η παρατήρηση του Κακουργιοδικείου ότι η γνώση δεν είναι κάτι που μπορεί να αποδεικνύεται πάντοτε με άμεση μαρτυρία αλλά εξυπακούεται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης υποστηρίζεται από τη νομολογία και συγγράμματα στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο (βλ. Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295 και Archbold Criminal Pleadings Evidence and Practice 36η έκδοση, σελ. 364, παραγρ. 10-10).
Συνεχίζοντας το Δικαστήριο ανέφερε:
“Στην υπόθεση Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, 219 λέχθηκε ότι «η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης δεν είναι κάτι που συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης”.
Κατά την ταπεινή μας άποψη το βάρος της μαρτυρίας που έχει προσκομιστει από τους Εφεσείοντες ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τέτοιο, που αποδεικνύει ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν είχαν την συγκατάθεση των Εφεσειόντων για να συναλλάσσονται για την ακίνητη περιουσία των Εφεσειόντων, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψιν ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήψαν οποιαδήποτε ικανά στοιχεία ώστε να την αντικρούσουν, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η ένοχη γνώση των Εφεσίβλητων έχει αποδειχθεί. Τα επί μέρους γεγονότα και περιστατικά όπως τα ανέδειξε και απέδειξε η Κατηγορούσα Αρχή με την μαρτυρία της, είναι ικανά, ορώμενα εις την ολότητα τους, να οδηγήσουν κάθε Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν υπό τις περιστάσεις ότι, όταν συναλλάσσονταν με το ακίνητο των Εφεσειόντων, δεν είχαν την συγκατάθεση τους να πράξουν κάτι τέτοιο. Συνεπώς στην παρούσα υπόθεση, εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλα αυτά τα γεγονότα ή τις περιστάσεις, βάσει των οποίων οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν είχαν την συγκατάθεση των Εφεσειόντων για να συναλλάσσονται με την ακίνητη τους περιουσία, σε συσχετισμό με το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήψαν οποιαδήποτε μαρτυρία για να αντικρούσουν την απόδειξη των εναντίον τους αυτών ενοχοποιητικών γεγονότων και περιστατικών, τότε το συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας τον σκοπό καταδολίευσης των Εφεσίβλητων.
Συνεπώς, είναι η θέση μας την οποία ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και/ή ερμήνευσε λανθασμένα την παράγραφο 3 του Άρθρου 303 Α του Ποινικού Κώδικα, όπου παρατίθεται και/ή επεξηγείται η έννοια του «σκοπού της καταδολίευσης».
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Είναι περαιτέρω η θέση μας ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της ένορκης μαρτυρίας του Εφεσείοντα 1.
Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο μάρτυρας «προσήλθε στο εδώλιο μόνο για να πει τη δική του εκδοχή και θέση και όχι για να διαφωτίσει το Δικαστήριο επί όλων των πτυχών και πλευρών της υπόθεσης» (σελ. 19).
Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου και/ή σε ικανοποιητικό βαθμό την αξιοπιστία του Εφεσείοντα 1, δίνοντας λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι σε κάποιες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση ο μάρτυρας αρνήθηκε να απαντήσει και/ή απάντησε ότι αυτές αφορούσαν νομικό θέμα που θα απαντούσε ο δικηγόρος του στη συνέχεια.
Είναι η θέση μας ότι το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα έκρινε ότι ο μάρτυρας δεν είναι αξιόπιστος, εφόσον το συμπέρασμα αυτό δεν συνάδει και/ή είναι αντίθετο με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που έχουν κατατεθεί.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Κατά την ταπεινή μας πεποίθηση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την επιλογή των Εφεσιβλήτων να μην καταθέσουν είτε ενόρκως είτε να προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου.
Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τέθηκε ως επίδικο θέμα η ένοχη γνώση των Εφεσίβλητων, γεγονός για το οποίο τέθηκε ισχυρή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου υπό των Εφεσειόντων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε καθόλου υπόψη την άρνηση των Εφεσίβλητων να προσφέρουν οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την άρνηση των Εφεσίβλητων, χωρίς την παροχή οιασδήποτε αιτιολογίας επ’ αυτού, να καταθέσουν ενόρκως δια να δώσουν κάποια εξήγηση σχετικά με το κατά πόσο γνώριζαν ή όχι ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των παραπονουμένων για να συναλλάσσονται με το επίδικο ακίνητο, ιδιαίτερα αφού τέτοια εξήγηση ενέπιπτε στη δική τους αποκλειστική γνώση.
Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε τα όσα αναφέρθηκαν δια της γραπτής αγόρευσης των Εφεσειόντων αναφορικά με το ζήτημα αυτό και δεν έδωσε καθόλου και/ή επαρκή αιτιολογία δια τους λόγους που απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων.
Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος έχει κάθε δικαίωμα να μην δώσει ένορκη μαρτυρία από το εδώλιο του Κατηγορουμένου και απλά να προβεί είτε σε ανώμοτη δήλωση, ή ακόμη και να μην αναφέρει τίποτα στο δικαστήριο, αφήνοντας την Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεση της, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας ενός Κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας.(βλ. μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195).
Παρόλα αυτά, προκύπτει από τη νομολογία ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του στην ετυμηγορία του, το γεγονός της άρνησης του Κατηγορουμένου να δώσει ένορκη μαρτυρία στο δικαστήριο.
Σχετική είναι η υπόθεσηVrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, στην οποία το δικαστήριο κάνοντας μια αναδρομή στην Αγγλική νομολογία επί του θέματος, δήλωσε ότι:
“In the light of all the foregoing we have no hesitation in holding that Appellant 1 was rightly convicted of the premeditated murder of his wife. In this respect it is to be noted that at his trial Appellant 1 chose, as it was his right to do, not to give evidence on oath, but to make an unsworn statement from the dock; he stated, inter alia, that he was innocent and that he had no reason to kill his wife. Without, in the least, departing from, or doubting, the principle that it is not to be expected of an accused person to prove his innocence, but it is up to the prosecution to establish his guilt beyond reasonable doubt, we are of the view that the failure of Appellant 1, as an accused, to give evidence in his own defense is a factor related, in the circumstances of the present case, to the issue of his guilt.”
Επίσης, στην υπόθεση R. v. Corrie and Watson ([1904] 68 J.P. 294), το Δικαστήριο επικυρώνοντας την καταδίκη του Κατηγορουμένου για την κατηγορία του παράνομου στοιχήματος δήλωσε χαρακτηριστικά:
” I agree that no inference ought to be drawn in support of a weak case on the ground that the defendants were not called to give evidence; but where transactions are proved which are capable of an innocent explanation, and if the defendants could have given it, and there is prima facie evidence that the person is carrying on an illegal business, I do not think it improper for the jury to draw a conclusion from the fact that the defendants were not called”.
Πρόσθετα, μια κατατοπιστική απόφαση η οποία επεξηγεί ποιά θα πρέπει να είναι εκείνα τα γεγονότα ή χαρακτηριστικά μιας υπόθεσης τα οποία θα οδηγήσουν το δικαστήριο να συνυπολογίσει στο πόρισμα της ενοχής, την άρνηση του Κατηγορουμένου να καταθέσει ενόρκως, είναι η R. v. Burdett [1820] 4 B. and Ald. 95, at p. 120)’ όπου αναφερθήκαν τα εξής:
” No person is to be required to explain or contradict until enough has been proved to warrant a reasonable and just conclusion against him, in the absence of explanation or contradiction; but when such proof has been given, and the nature of the case is such as to admit of explanation or contradiction if the conclusion to which the prima facie case tends be true, and the accused offers no explanation or contradiction, can human reason do otherwise than adopt the conclusion to which the proof tends?” .
Περαιτέρω, στην πρόσφατη υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους v Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22 το δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω το νομικό καθεστώς που διέπει την άρνηση του κατηγορουμένου να δώσει ένορκη κατάθεση και να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου επίδικο θέμα είναι η ένοχη γνώση (mens rea) του κατηγορουμένου:
“Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορούμενοι (συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα) αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, κάτι βέβαια που ήταν απόλυτο δικαίωμα τους. Σε τέτοια περίπτωση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας ενός κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσο είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με τη μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση”.
Το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την μελέτη των πιο πάνω αποφάσεων είναι ότι το Δικαστήριο όταν έχει ενώπιον του κάποια υπόθεση στην οποία η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμισε τέτοια στοιχεία, τα οποία αποτελούν ικανοποιητική μαρτυρία για την απόδειξη της ενοχής του Κατηγορουμένου, σε συσχετισμό και με το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία, ενώ τούτο ήταν επιβεβλημένο βάσει των γεγονότων της υπόθεσης, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να προσανατολιστεί προς την έκδοση απόφασης ενοχής εναντίον του Κατηγορουμένου. Τα γεγονότα που επιβάλλουν την παροχή ένορκης κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο, πρέπει να αφορούν ένα επίδικο θέμα για το οποίο ο Κατηγορούμενος μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση ή διευκρίνηση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο Κατηγορούμενος έχει άμεση και αποκλειστική γνώση για το συγκεκριμένο θέμα.
Ενόψει των ως άνω αναφερομένων, ευσεβάστως υποβάλλεται ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την επιλογή των Εφεσίβλητων να μην καταθέσουν ενόρκως και να μην προβούν σε οποιαδήποτε δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Είναι η θέση μας ότι, οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης, ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας να αποδείξουν ότι οι Εφεσίβλητοι είναι ένοχοι δια την διάπραξη του αδικήματος της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο.
Ως εκ των όσων αναφέρονται πιο πάνω, οι Εφεσείοντες αιτούνται την ακύρωση της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης ως εσφαλμένης, με έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & ΜΥΛΩΝΑΣ
Δικηγόροι Εφεσειόντων
Καταχωρήθηκε την / / 2011
Αντίγραφο στάληκε για επίδοση την ίδια μέρα στους κ.κ.:
1. Christoforos Karayiannas & Sons Ltd
φ/δι κον Χριστόφορο Καραγιαννά
Οδός Γρίβα Διγενή αρ.152, Παραλίμνι – τηλ.99637751
2. κον Χριστόφορο Καραγιαννά
Οδός Γρίβα Διγενή αρ.152, Παραλίμνι – τηλ.99637751
3. Κον Μάριο Καραγιαννά
Οδός Οδυσσέα Ελύτη αρ.7
Φρέναρος, Αμμόχωστος – τηλ.99430914
4. Κα Michelle McDonald
Αμμοχώστου αρ.48,
Άγιος ΣέργιοςComplex, Κατοικία αρ.30
Φρέναρος Αμμόχωστος