Conor O’Dwyer arrested outside AG’s office

Protest Outside Attorney General's office

A British man who has been involved in a long and exhausting property dispute in Cyprus that lasted over 15 years, was arrested on Monday outside the attorney-general’s office in Nicosia, but was later released without charge.

Armed with a megaphone, Conor O’Dwyer was protesting the court’s failure to compensate him for the expenses he accumulated over the years when he was the witness and victim in an assault case brought against two developers in 2008.

According to O’Dwyer’s lawyer, Yiannos Georgiades, O’Dwyer was only offered €1,000 as compensation for his numerous journeys to Cyprus from the UK at the time. He also had to pay for his own accommodation, as well as his family’s.

“Conor has been protesting for days outside the Attorney-general’s office,” Georgiades told Cyprus Mail. “Today, he decided to step up his protest and moved to the main entrance of the building when police intervened and placed him under arrest, officially for blocking the attorney-general’s main entrance.”

Georgiades, who believes the arrest was a warning sign sent by the authorities, said O’Dwyer’s reasons to protest are absolutely justified.

“He spent thousands of euros travelling back and forth to Cyprus, as he had to appear in court several times. He eventually won the assault case, but nevertheless he was never properly compensated,” the attorney said.

Georgiades said he was also informed that the police are investigating O’Dwyer for allegedly mocking the Supreme Court in 2019, when he was protesting outside the premises holding a placard reading “Kangaroo Court”.

Back in February, the Supreme Court rejected O’Dwyer’s defamation appeal. He had appealed the case filed by developer Christoforos Karayiannas and Son Ltd accusing him of breach of contract and of defamation.

The Supreme Court also reaffirmed the initial €60,000 in damages to the company, a national record, for calling the developers ‘liars’ on his blog.

Around 15 years ago, O’Dwyer sold his house in the UK when he decided to buy property in Cyprus.

According to O’Dwyer, after having already paid €113,000 for the property in the Famagusta area, the developer decided to sell his house to another British family at a higher price.

He was then forced to rent a flat in London and undergo a lengthy legal battle with the developers.

Georgiades said O’Dwyer has no intention of stopping his fight for justice and confirmed that last week he filed a case against Cyprus in the European Court of Human Rights (ECHR).

By Jonathan Shkurko | Cyprus Mail | November 16, 2020

See the original article on the Cyprus Mail for comments from the expat community.

Appeal for second assault case

Αριθ. 28-ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (Ο.35,r3)

ΚΛΙΜΑΚΑ: €50.000 – €100.000

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Κατ’ έφεσιν εκ του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (συνδεριάζον στην Λάρνακα) στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIUS DESMOND ODWYER

Ενάγοντα / Εφεσείοντα

-και-

  1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΛΙΟΠΕΤΡΙ

  2. ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ, ΑΠΟ ΦΡΕΝΑΡΟΣ

  3. ΜΑΡΙΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣ, ΑΠΟ ΛΑΡΝΑΚΑ

Εναγομένων / Εφεσίβλητων

Έστω εις γνώσιν υμών ότι o Ενάγοντας δια της παρούσης εφεσιβάλλει την απόφαση την δοθείσαν εν την άνω αγωγή κατά την 18/12/2014 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται εις την παρούσα ειδοποίηση.

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω αποφάσεως.

ή

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις του είναι εναντίον του μέρους εκείνου της έν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής) δι’ού αποφασίζεται (ή διατάσσεται): (α) το ύψος και το είδος των αποζημιώσεων; (β) την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμονών γιατρών και του Ενάγοντα/Εφεσείοντα(β) την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών του Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Διεύθυνση επιδόσεως: Το Δικηγορικό Γραφείο των κ.κ. Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Γωνία Αγίου Παύλου & Κάδμου αρ.2, WisdomTower, 3ος όροφος, 1511 Λευκωσία, Τ.Κ.24144, 1701 Λευκωσία, Θυρίδα Δικαστηρίου 179.

Φ/δι το Δικηγορικό Γραφείο του κου Αναστάσιου Ζ. Μυλωνά, Λόρδου Βύρωνος αρ.64, 1ος όροφος, 6023 Λάρνακα, Θυρίδα Δικαστηρίου 69.

Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Προς: κον ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Συνοικισμός Λιοπετρίου αρ.16Α
Λιοπέτρι – Αμμόχωστος

Κον ΜΑΡΙΟ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Οδός Οδυσσέα Ελύτη αρ.7
Φρέναρος

Κον ΜΑΡΙΟ ΤΤΙΓΓΗ
Οδός Μόρφου αρ.28
Περβόλια – Λάρνακα

*Ενάγων ή Εναγόμενος, ως ή εκάστοτε περίπτωσις.

Διαγράψετε εάν δεν χρειάζεται. Δηλώσατε τους όρους του μέρους εκείνου της αποφάσεως ή διαταγής δια τον οποίον γίνεται παράπονον.

Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεως του και τα αιτιολογικά τούτων είναι (α):

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή παρερμήνευσε την επιστημονική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και/ή κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα και/ή τα τεκμήρια που είχε ενώπιον του και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της και/ή απέρριψε εσφαλμένα την ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και η οποία σχετίζεται με το ύψος των αποζημιώσεων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Δια το σύνολο της απόφασης, εμφαίνεται πως το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή παρέβλεψε και/ή παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, προβαίνοντας σε εικασίες και/ή πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα τα οποία δεν πηγάζουν και/ή δεν στηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία, επιδικάζοντας με αυτόν τον τρόπο χαμηλά ποσά αποζημιώσεων, θέτοντας τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους σε ευνοϊκότερη θέση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε ολοκληρωτικά και/ή στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και/ή εσφαλμένα επιλεκτικά απέρριψε μέρος και/ή ολόκληρη τη μαρτυρία τους και/ή κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται από ιατρικά και/ή επιστημονικά εργαλεία και/ή έστω από άλλη αντίθετη ιατρική γνωμοδότηση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε στο σύνολο της τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων γιατρών της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι η μαρτυρία τους παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε, παραλείποντας να λάβει υπόψη ότι η πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων δεν προσκόμισε άλλη ιατρική μαρτυρία η οποία να αντικρούει και/ή να καταρρίπτει τα όσα κατέθεσαν οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά συμπεράσματα τα οποία δεν αιτιολογούνται από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του. Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενώ από τη μια αποδέκτηκε ως αληθινή τη μαρτυρία του Νικόλα Νικολάου, ΜΕ5, και ενώ αποδέκτηκε πως τα ευρήματα του στηρίζονται σε κλινικές και άλλες ιατρικές εξετάσεις, εντούτοις απέρριψε την κατάληξη του ΜΕ5, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με την αιτιολογία πως πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα το οποίο δεν υποστηρίζεται από ιατρικές εξετάσεις και επιστημονικά τεκμήρια. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εν λόγω γιατρού περί κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άλλη αντικρουστική μαρτυρία, και ως εκ τούτου εσφαλμένα δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν υιοθέτησε και/ή απέρριψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, o oποίος ήταν ο μοναδικός ψυχίατρος ο οποίος προσήλθε και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος εξέτασε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, χορηγώντας του την κατάλληλη θεραπεία. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε πως ο Ενάγων/Εφεσείων συνεπεία της επίθεσης, παρουσιάζει μόνο συμπτώματα συναισθηματικής διαταραχής, άγχους και αναστάτωσης, απορρίπτοντας το εύρημα του εν λόγω ψυχίατρου, ήτοι πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από συμπτώματα κατάθλιψης και πως είχε εκφράσει στο παρελθόν τάσεις αυτοκτονίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την ιατρική έκθεση, Τεκμ.53, δια της οποίας περιγράφεται η πάθηση “Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions”, την οποία εξήγησε ο εν λόγω γιατρός δια της προφορικής του μαρτυρίας, ήτοι πως πρόκειται για μια αντίδραση στα διάφορα γεγονότα της ζωής που χαρακτηρίζεται από τη διακύμανση συναισθηματικής διαταραχής, δυσκολία προσαρμογής, την έντονη καταθλιπτική διάθεση, άγχος, αϋπνία, έντονη διαταραχή του ύπνου, απώλεια βάρους, απώλεια της ενεργητικότητας, απώλεια όρεξης, σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή παρέλειψε και/ή εσφαλμένα απέρριψε πως λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης ο Ενάγων/Εφεσείων λαμβάνει φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές αγωγές και/ή αντικαταθλιπτικά χάπια. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εσφαλμένης αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα επεδίκασε μειωμένο ποσό αποζημιώσεων και δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία σε σχέση με τις αποζημιώσεις για σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο, εν απουσία οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας η οποία να αμφισβητεί τη διαδικασία εξέτασης και ευρημάτων του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, εσφαλμένα έκρινε πως ο ΜΕ6 παρέλειψε να παραθέσει στοιχεία από τα οποία να εξακριβώνεται κατά πόσο ακολούθησε κάποια διαδικασία που βασίζεται σε σταθερές ιατρικές μεθόδους για να καταλήξει σε αξιόπιστες μεθόδους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε και/ή δεν υιοθέτησε στην ολότητα της τη μαρτυρία του Dr. Ian Drever, ΜΕ6, με την αιτιολογία πως ο μάρτυρας «απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί».Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή συγκεκριμένα πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων. Ως απόρροια της εσφαλμένης αυτής αξιολόγησης, το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς έκρινε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχολογικά και/ή ψυχιατρικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλοται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί. Ως εκ τούτου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις σε σχέση με τα όσα προβλήματα κατέθεσε ο εν λόγω γιατρός.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη κατάληξη του ΜΕ6, ήτοι πως τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται στο μεγαλύτρο ποσοστό στην επίθεση που έχει δεκτεί, με την αιτιολογία πως αυτή είναι γενική και/ή αόριστη και/ή πως στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια, ήτοι μόνο στα όσα του έχει αναφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων. Ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης ιατρικής άποψης και/ή εναλλακτικής ιατρικής εξέτασης, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τα ιατρικά κριτήρια στα οποία στηρίκτηκε ο ΜΕ6 για τη διεξαγωγή των ευρημάτων του.

  1. Περαιτέρω, το Σεβαστό Δικαστήριο φαίνεται πως παρερμήνευσε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του από τον ΜΕ6, αφού εσφαλμένα θεώρησε πως η κατάληξη του εν λόγω γιατρού, ότι τα ψυχολογικά προβλήματα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα οφείλονται ως επί των πλείστων στην επίθεση, συγκρούεται και/ή δεν συνάδει με τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος ανέφερε πως ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφειλόταν σε συνδυασμό παραγόντων. Ο ΜΕ6 ανέφερε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται στην επίθεση και στην παράβαση συμφωνίας σε σχέση με την αγοραπωλησία του σπιτιού και κατέληξε πως με βάση τις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως τα ψυχιατρικά προβλήματα οφείλονται περισσότερο στην επίθεση παρά στην παράβαση της συμφωνίας, αφού βασιζόμενος στις συνεδρίες που είχε με τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατέληξε πως η επίθεση ήταν πιο επίπονη εμπειρία για τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, o οποίος ήταν ο μόνος εμπειρογνώμονας υπό την ιδιότητα του ως Consultant AudioVestibular Physician, (με εξειδίκευση στην ωτορινολαρυγγολογία), ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε αντίθετη ιατρική μαρτυρία, η οποία να είναι ικανή να καταρρίψει τα όσα κατέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα και/ή λόγω της απόρριψης της μαρτυρίας του εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν επεδίκασε ζημιές για την πρόκληση του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV).

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Dr. Υeoh, ΜΕ7, αναφέροντας πως τα συμπεράσματα του ήταν αυθαίρετα και/ή στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης με αποτελέσμα να μην επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα. Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όταν θεώρησε πως τα όσα έχουν λεχθεί από το μάρτυρα σε σχέση με τα συμπτώματα ίλιγγου τέθηκαν με γενικότητα και/ή χωρίς να υποστηριχθούν από συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού ο εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως το σύνδρομο Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης) από το οποίο υποφέρει ο Ενάγων/Εφεσείων, μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο δύο αιτιών, είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή. Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο εν λόγω γιατρός τόνισε επανειλλημένως πως μοναδική αιτία ύπαρξης της εν λόγω πάθησης στη περίπτωση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα είναι ο τραυματισμός στο κεφάλι μετά τον ξυλοδαρμό που υπέστη το τότε χρονικό διάστημα, αποκλείοντας με βεβαιότητα το προχωρημένο της ηλικίας, αφού ως εξήγησε ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν μόλις 39 ετών, γεγονός που αυτομάτως απέκλειε τον παράγοντα – ηλικία, αφού δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των ασθενών με προχωρημένη ηλικία.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη όσο αφορά τη δοθείσα μαρτυρία, όταν κατέληξε πως, ο Dr. Υeoh, ΜΕ7, απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση αναφορικά με το κατά πόσο ένας σοβαρός τραυματισμός θα έπρεπε να φανεί κατά την εξέταση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στον αξονικό τομογράφο, αφού o εν λόγω μάρτυρας τόνισε πως η πάθηση ΒPPV, δεν εμφαίνεται μέσω αξονικής ή ακτινογραφικής τομογραφίας και/ή εξήγησε το εύρημα του βασίζεται στην εξέταση της μανούβρας για να διεξάγει τα συμπεράσματα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο κακώς αξιολόγησε αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο ο ΜΕ7, Dr. Υeoh, ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το σύνδρομο ίλγγου θέσης (BPPV). Αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «ισχυρίστηκε με απλουστευμένο τρόπο και χωρίς την απαραίτητη επιστημονική τεκμηρίωση που αναμένεται από ένα εμπειρογνώμονα, πως ο Ενάγων/Εφεσείων πάσχει από το συγκρκιμένο σύνδρομο ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγοντας». Διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου, πως ο, Dr. Yeoh, ΜΕ7, εξήγησε τόσο επιστημονικά και/ή θεωρητικά όσο και παραστατικά την διαγνωστική εξέταση στην οποία υπεβλήθη ο Ενάγων/Εφεσείων, με τρόπο ώστε να αντιληφθούμε τη διαγνωστική μέθοδο που χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο γιατρός ζητά από τον ασθενή να βρίσκεται σε όρθια θέση, έχοντας τα 2 χέρια κολλημένα στο κορμί, ενωμένα τα πόδια και κλειστά τα μάτια, ενώ στη συνέχεια ζητά από τον ασθενή να σταθεί με ενωμένα τα πόδια και τα χέρια υψωμένα μπροστά από το στήθος κάνοντας επί τόπου βηματισμό, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο ασθενής ισορροπεί ή κατά πόσο γέρνει προς τη μια πλευρά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα είχαν λεχθεί από τον Dr. Yeoh, ΜΕ7 και/ή εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω μάρτυρας περιέπεσε σε αντίφαση, αφού σε ένα σημείο της μαρτυρίας τους ανέφερε πως το συγκεκριμένο σύμπτωμα εμφανίζεται μετά από σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι και όχι μικροτραυματισμός, ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης δήλωσε πως θα παρέμενε στην ίδια γνωμάτευση έστω και αν ο Ενάγων/Εφεσίων δεν είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό. Εν πάση όμως περιπτώσει, το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα προσκολλήθηκε σε λεπτομέρειες, αφού ούτως ή αλλως η μαρτυρία ενός μάρτυρα αξιολογείται μέσα από το σύνολο της και όχι μεμονωμένα και/ή αποσμασματικά.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ως διαπιστώνεται μέσα από τη μαρτυρία o ME7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη ότι τα όσα αναφέρθηκαν από τον ΜΕ7 επιβεβαιώνονται και/ή ενισχύονται από τον Νευρολόγο Paul Hart, ο οποίος εξέτασε για πρώτη φορά τον Ενάγοντα/Εφεσίοντα και/ή τον παρέπεμψε στον ΜΕ7 για περαιτέρω εξέταση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το Τεκμ.52, επιστολή του Νευρολόγου Paul Hart, δια της οποίας επιβεβαιώνεται η πάθηση Concussive Vestibulopathy, η οποία αφορά τον τραυματισμό του εσωτερικού αυτιού.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται πως έστρεψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία στα οποία δεν έπρεπε να είχε δώσει καμία βαρύτητα και/ή τα οποία δεν διαφοροποιούσαν τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρέμεινε εσφαλμένα προσκολημμένο σε κατ’ ισχυρισμό λέξεις που χρησιμοποίησε ο ΜΕ7, καταλήγοντας εσφαλμένα πως κάποια πράγματα τα οποία ανέφερε δεν συνάδουν με τα γεγονότα ως τα παρουσίασε ο Ενάγων/Eφεσείων, αξιολογώντας αρνητικά τη μαρτυρία του. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο ΜΕ7 ανέφερε πως ο Ενάγων/Εφεσείων «κλωτσήθηκε» στο κεφάλι ενώ ο Ενάγων/Εφεσείων κατέθεσε πως «πατήθηκε» το κέφαλι του. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός πως τα όσα ανέφερνε ο μάρτυρας μεταφράζονταν και/ή καταγράφονταν στην ελληνική γλώσσα, επομένως δεν θα έπρεπε να είχε στρέψει τη προσοχή του σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες, οι οποίες εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο για το επίδικο θέμα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα και/ή προσκολλήθηκε σε ασήμαντες λεπτομέρειες και/ή στοιχεία, διεξάγοντας εσφαλμένα το συμπέρασμα πως η μαρτυρία του ΜΕ7 στηριζόταν σε αντιφάσεις. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η βεβαιότητα με την οποία προσπάθησε ο ΜΕ7 να στηρίξει το εύρημα του πως τα συμπτώματα ίλιγγου που παρουσίασε ο Ενάγων/Εφεσείων οφείλονται στην επίθεση που δέκτηκε, βρίσκονται σε αντίθεση με το Τεκμ.51 που παρουσίασε, στο οποίο αναγράφεται πως «είναι σχεδόν σίγουρο» πως το σύνδρομο οφείλεται στην επίθεση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολικό σε σχέση με τον τρόπο που παρουσίαζε τα γεγονότα, αναφέροντας πως προσπαθούσε να παρουσιάσει τους τραυματισμούς του και τη σωματική του βλάβη σοβαρότερη από ότι ήταν στη πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας πως «η μαρτυρία του για το ζήτημα αυτό όχι μόνο χαρακτηρίζεται από υπερβολή αλλά ούτε υποστηρίζεται απόλυτα από την ιατρική μαρτυρία». Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη συναισθηματική φόρτιση του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αγνοώντας και/ή παραβλέποντας αφενώς πως δεν επρόκειτο για ειδήμων μάρτυρα ο οποίος θα κατέθετε αναφορικά με τις σωματικές βλάβες τις οποίες έχει υποστεί, αφού αυτό είναι έργο των εμπειρογνωμόνων γιατρών και αφετέρου, πως τα όσα κατέθεσε σε σχέση με το ζήτημα αυτό επιβεβαιώθηκαν και/ή διευκρινίστικαν από τους εμπειρογνώμονες γιατρούς που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εβρισκόμενο σε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρερμηνεύοντας τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του και/ή δίδοντας υπέρμετρη σημασία σε μη ουδιώδη σημεία, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ως υπερβολική. Παραδειγματικά, αναφέρουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως ο Ενάγων/Εφεσείων ήταν υπερβολικός επειδή ανέφερε πως «μετά που έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο για κάποιο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσε δεκανίκια, κάτι που δεν συνάδει με την μαρτυρία των θεραπόντων γιατρών του οι οποίοι δεν ανέφεραν ότι ο Ενάγοντας μετά που έλαβε εξιτήριο δεν ήταν σε θέση να περπατίσει κανονικά».Το Σεβαστό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη, αφού δια της κατατεθείσας μαρτυρίας ενώπιον του και/ή των τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του και/ή δια της μαρτυρίας του ΜΕ5, υποστηρίζεται και/ή αναφέρεται πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να περπατήσει κανονικά.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Ενάγων/Εφεσείων ενώ προσπαθούσε να πείσει κατά τη κυρίως εξέταση πως τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει οφείλονται αποκλειστικά στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί τη συγκεκριμένη ημέρα από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, στην αντεξέταση, ανέφερε ότι ο νευρικός κλονισμός που υπέστη οφείλεται σε συνδυασμό πολλών παραγόντων. Το Σεβαστό Δικαστήριο ως εμφαίνεται παρέλειψε να λάβει υπόψη πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν θα μπορούσε ποτέ να αξιολογηθεί ως ειδήμων σε σχέση με τα αίτια ύπαρξης των ψυχιατρικών του προβλημάτων και πως ο μόνος ειδήμων μάρτυρας που κατέθεσε σε σχέση με την ψυχολογική του κατάσταση και τα αίτια, ήταν ο Dr. Drever, του οποίου η μαρτυρία έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή στο σύνολο της.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενεδιέτριψε τη προσοχή του σε επουσιώδη στοιχεία και/ή παρεμφερή και/ή άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, τα οποία αφορούσαν την παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, σε σχέση με την αγορά της κατοικίας του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και σε σχέση με τη δυσφήμιση, ζητήματα τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο και/ή εκδικάστηκαν σε άλλη υπόθεση ήτοι την 365/08 και τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εν τη προκειμένη περίπτωση επιγραμματικά και μόνο για σκοπούς συνοχής. Παραδειγματικά αναφέρουμε, πως ενώ το επίδικο θέμα ήταν το ύψος των αποζημιώσεων, το Σεβαστό Δικαστήριο έδωσε έμφαση και/ή επιμέτρησε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων, κατά την κυρίως εξέταση του δεν ανέφερε πως ήρθε σε επαφή με τη νέα αγοράστρια της κατοικίας και πως αυτά τα ανέφερε μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης, γεγονός το οποίο ουδώλως σχετίζεται και/ή αφορά στα επίδικα θέματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο, ανέφερε και σχολίασε αρνητικά το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων απαντώντας σε σχετικές υποβολές που του τέθηκαν από το συνήγορο της υπεράσπισης, παραδέκτηκε πως πριν ακόμη δεχτεί τις δύο αναρτήσεις ανάρτησε συγκεκριμένη ιστοσελίδα που έλαβε κατά τη διάρκεια συναντήσεων που είχε με τους Εναγόμενους 1 και 2, χωρίς τη συγκατάθεση τους. Με το ίδιο σκεπτικό, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε συμπεράσματα και/ή καταλήξεις απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αναφέροντας πως δεν πείθεται πως μοναδικός σκοπός της επίσκεψης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα στην κατοικία, ήταν η λήψη μετρήσεων που θα χρησιμοποιούσε ως μαρτυρία για την υπόθεση της παράβασης συμφωνίας που εκκρεμούσε στο Δικαστήριο, με την αιτιολογία πως δεν είχε την εμπειρογνωμοσύνη να λάβει μετρήσεις οι οποίες θα γίνονταν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Το Σεβαστό Δικαστήριο, δρώντας εκτός των εξουσιών του, σχολίασε και απέρριψε τα όσα ανέφερε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τον εξευτελισμό, την απελπισία, την στενοχώρια που ένιωσε μετά την επίθεση που δέκτηκε επειδή ως ο ίδιος ανέφερε πήγε να δει το σπίτι του.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, προβαίνοντας σε ευρήματα όχι μόνο εξ αντικειμένου ανυπόστατα και αυθαίρετα, αλλά από το κείμενο της απόφασης φαίνεται πως παρερμήνευσε τη μαρτυρία και/ή καθοδηγήθηκε από λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία δεν υποστηρίζεται από τη πραγματική δοθείσα μαρτυρία.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαλμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και/ή εβρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και/ή αξιολογώντας τη μαρτυρία με λανθασμένο τρόπο, εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας εσφαμένα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, εσφαλμένα έκρινε πως η όλη συμπεριφορά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα ήταν προκλητική.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του μαρτυρία εσφαλμένα δεν επεδίκασε όλες τις πραγματικές ζημιές του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως εσφαλμένα έκρινε πως δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου πως ως ο ίδιος ο Ενάγων/Εφεσείων εξήγησε κατά τη μαρτυρία του από το συνολικό ποσό των 180,99 Στερλινών που αναφέρεται στο Τεκμήριο 47(α), διεκδικεί μόνο το πρώτο ποσό των 95,00 Στερλινών (covertcamerakit), ενόψει του ότι το Τ.47(α) περιλαμβάνει και άλλα εξαρτήματα τα οποία δεν απωλέσθησαν ή καταστράφηκαν από το περιστατικό. Διέλαθε επίσης της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απόδειξη πληρωμής φέρει ημερομηνία 12/06/07 και εκδόθηκε επ’ ονόματι του Ενάγοντα, με την αναγραφή «πληρωμένο» στη κατάσταση πληρωμής (paymentstatus: paid). Η αγορά έγινε από την ιστοσελίδα dogcamsport.Το τεκμήριο 47(β) αποτελεί απόδειξη πληρωμής ημερ. 03/01/2008, όπου αναφέρεται η τιμή αγοράς της κάρτας μνήμης και δύο δίσκων της βιντεοκάμερας, που ανέρχεται στο ποσό των 315,00Στερλινών και ως εμφαίνεται πληρώθηκε με visa. Περαιτέρω, διέλαθε της προσοχής του Σεβαστού Δικαστηρίου πως η απώλεια των πιο πάνω επιμαρτυρείται από την ποινική απόφαση Τεκμήριο39, από την κατάθεση του Αστ. 3488 Μάριου Χρίστουτεκ. 19, από την κατάθεση του Αστ. 1192, Στ. Ανδρέουτεκ.. 34 και από την κατάθεση του Αστ. 860 Στ. Θεοδούλου τεκ. 28. Λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την επιδίκαση ιατρικών εξόδων ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε έξοδα σε σχέση με τα έξοδα επιδιόρθωσης του αυτοκινήτου μετά τη σύγκρουση του αυτοκινήτου που ενοικίαζε από τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το Τεκμήριο 48, που αποτελεί απόδειξη εισπράξεως ημερ. 26/01/08, λίγες ημέρες μετά το επίδικο συμβάν καθώς επίσης και το Τεκμήριο 19, στο οποίο εμφαίνεται πως το εν λόγω αυτοκίνητο είναι το αυτοκίνητο που κτύπησαν οι Εναγόμενοι/Εφεσίβλητοι. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα για την επιδιόρθωση του αυτοκινήτου, με την αιτιολογία πως ο Ενάγων/Εφεσείων δεν απέδειξε πως η σύγκρουση οφειλόταν στους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους, αφού το γεγονός αυτό είναι παραδεκτό και/ή δεν αμφισβητήθηκε.Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της συνδεόμενης με την παρούσα υπόθεση, ποινικής υπόθεσης 4155/08, προβάλλοντας ως αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων που δεν επεξηγήθηκε, αφού έγινε ρητή αναφορά πως πρόκειται για έξοδα αεροπορικά, μετακίνησης,και διαμονής για τις ημερομηνίες διεξαγωγής των ακροαματικών διαδικασιών στην ποινική υπόθεση.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του, ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με την ισχύουσα Νομοθεσία και τις καθιερωμένες αρχές της Νομολογίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά και/ή δεν ακολούθησε τις καθιερωμένες αρχές σε σχέση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, παραλείποντας να καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα παρέμειναν αναντίλεκτα και/ή αδιαμφισβήτητα, αφού αφενός δεν έγινε κατορθωτό να πληγεί η αξιοπιστία τους μέσω της αντεξέτασης και αφετέρου δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τη πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, που να θέτει σε αμφισβήτηση και/ή να αντικρούει τα όσα εμπεριστατωμένα και καθόλα τεκμηριωμένα παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή παραγνώρισε πως οι εμπειρογνώμονες της πλευράς των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων απέτυχαν να παρουσιάσουν με επιστημονικά κριτήρια πως θα έπραττε κατά την γνώμη τους ο μέσος συνετός γιατρός και/ή απέτυχαν να παρουσιάσουν εμπεριστατωμένα πως τα όσα ισχυρίζονται υποστηρίζονται από μια άλλη σχολή ιατρών, με τρόπο που το Δικαστήριο έπρεπε να καθοδηγηθεί μόνο με βάση την ιατρική γνώμη των εμπειρογνωμόνων της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή εσφαλμένα δεν ακολούθησε τα όσα αναφύονται από την καθοδηγητική υπόθεση The Jones v. Dunkel Inference [2004] NSWCA 123, στην οποία τέθηκε πως όταν η Υπεράσπιση δεν προσκομίζει μάρτυρες προς αμφισβήτηση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά των Εναγόντων, τότε αυτό ενδυναμώνει τη θέση των τελευταίων και το Δικαστήριο δύναται με περισσότερη σιγουριά και/ή βεβαιότητα να αποδεχτεί τις θέσεις των Εναγόντων ως αληθείς και/ή πειστικές.

  1. Tο Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε όλα όσα τέθηκαν από τους εμπειρογνώμονες μάρτυρες της πλευράς του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, από τη στιγμή που ήταν η μοναδική ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και/ή εν απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας από την πλευρά των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων η οποία να αντικρούει τα όσα κατέθεσαν, και ιδιαιτερα ενόψει της έλλειψης ικανοποιητικής εξήγησης αναφορικά με τον λόγο που δεν προσήλθαν ουσιαστικοί μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες προς υποστήριξη των ισχυρισμών των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις νομικές αρχές που αφορούν την αποδοχή μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με τη Νομολογία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα υιοθέτησε και/ή διεξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα αναφορικά με ιατρικά ζητήματα, τα οποία δεν υποστηρίκτηκαν από καμία απολύτως ιατρική γνώμη και/ή βιβλιογραφία, ενώ από την άλλη λανθασμένα δεν αποδέκτηκε τις θέσεις των εμπειρογνωμόνων που κατέθεσαν για την πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, οι οποίες ήταν απολύτως τεκμηριωμένες. Επομένως εκ των πραγμάτων το Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει πως η πλευρά των Εναγομένων/Εφεισβλήτων δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με το κατάλληλο επιστημονικό υλικό προς απόδειξη των ισχυρισμών τους.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το επίπεδο απόδειξης, αφού με βάση τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του και δεδομένου πως η μόνη ιατρική μαρτυρία που είχε ενώπιον του ήταν αυτή των γιατρών που κατέθεσαν για τη πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε καταλήξει πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, οι ζημιές που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων από την επίθεση ήταν αυτές που περιέγραψαν οι εν λόγω γιατροί, η μαρτυρία των οποίων παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να ακολουθήσει την καθοδηγητική υπόθεση Morrison v. Barton 1994 SLT 657, στην οποία παρόλο που τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ήταν πως ο Ενάγων δεν είχε αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του πόνου και του επίδικου συμβάντος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, είχαν αποδειχθεί τα πιο πάνω μέσω της ιατρικής μαρτυρίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, κατά παράβαση των εξουσιών που του παρέχονται από το Νόμο, προέβη σε πιθανολογήσεις και/ή συμπεράσματα και/ή καταλήξεις, που δεν αντικατοπτρίζονται στις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόμενων/Εφεσιβλήτων και/ή δεν ανταποκρίνονται στην δοθείσα μαρτυρία και/ή στα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θέτοντας σε ευνοϊκότερη θέση τους Εναγόμενους/Εφεσίβλητους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως υπό τις περιστάσεις δεν αιτιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, με την αιτιολογία πως ελλείπει το στοιχείο της ύπαρξης έκδηλης αλαζονείας ή αθέμιτου κινήτρου εκ μέρους των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν ακολούθησε τη σχετική επί του θέματος νομολογία, δια της οποίας αιτιολογείται υπό το φως των περιστάσεων, υψηλότερο ποσό γενικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε τις καθόλα διαφωτιστικές μαρτυρίες που τέθηκαν ενώπιον του σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ίλλιγγου θέσης και ψυχιατρικών/ψυχολογικών προβλημάτων, λόγω της εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ΜΕ7, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιδίκαση πολύ χαμηλού ποσού αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο λανθασμένα δεν ακολούθησε την υφιστάμενη νομολογία και/ή τις πάγιες αρχές της ισχύουσας νομολογίας οι οποίες συμφωνούν με τα όσα ανέφερε ο ΜΕ6, Ian Drever, ήτοι πως σε περίπτωση που κάποιος ασθενής έχει υποστεί ψυχολογικά τραύματα και/ή ψυχιατρικά προβλήματα και/ή κατάθλιψη συνεπεία πολλών παραγόντων, τότε ο θεράπων ιατρός είναι το κατάλληλο πρόσωπο να αναφέρει ποιος λόγος διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην εμφάνιση των εν λόγω τραυμάτων και σε ποιο ποσοστό.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακολούθησε την ισχύουσα νομολογία τόσο την κυπριακή όσο και την αγγλική που τέθηκε αναλυτικά ενώπιον του σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις που αφορούν παρόμοια τραύματα με αυτά του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ιδιαίτερα αναφορικά με την κρανιοεγκεφαλική κάκωση, σύνδρομο Adjustment Disorder with Disturbances of Emotions και Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV), που θα αιτιολογούσαν πολύ υψηλότερα ποσά αποζημιώσεων.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα υπό τις περιστάσεις τη νομολογία αναφορικά με την απόδειξη των πραγματικών και/ή ειδικών ζημιών. Συγκεκριμένα, το Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως με βάση τη σχετική επί του θέματος νομολογία δεν αποδείκτηκαν οι ειδικές ζημιές σε σχέση με τα τεκμήρια 47Α και 47Β επειδή κατ’ ισχυρισμό η απόδειξη δεν είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, καθώς και με τα ιατρικά έξοδα ως εμφαίνονται από την παράγραφο Ε και Ζ της Έκθεσης Απαίτησης, με τον ισχυρισμό ότι με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έχει αποδειχθεί πως τα εν λόγω έξοδα σχετίζονται και/ή συνδέονται με τον τραυματισμό του Ενάγοντα/Εφεσείοντα κατά την επίθεση. Το Σεβαστό Δικαστήριο, εσφαλμένα δεν επεδίκασε τα έξοδα μετακίνησης και διανομής τα οποία επιβαρύνθηκε ο Ενάγων/Εφεσείων σε σχέση με τη διεξαγωγή της ποινικής υπόθεσης 4155/08, με την αιτιολογία ότι κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όγκος εγγράφων τα οποία δεν επεξηγήθηκαν. Με τον ίδιο τρόπο εσφαλμένα δεν επεδίκασε τις ειδικές ζημιες για την επισκευή του ενοικιαζόμενου αυτοκινήτου του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και των ενδυμάτων του.

  1. To Σεβαστό Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία 01/01/2010 και όχι από την ημερομηνία της επίθεσης ήτοι 14/01/08, θεωρώντας πως προκλήθηκε αναιτιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή να επιμετρήσει τις ιδιαιτερότητες της παρούσης υπόθεσης, οι οποίες τυχόν να προκάλεσαν οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διεξαγωγή της διαδικασίας, και που προέρχονται κυρίως από το γεγονός πως ο Ενάγων/Εφεσείων πρόκειται για διάδικο διασυνοριακών διαφορών που τυγχάνει νομικής αρωγής. Παραδειγματικά, το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη μεταξύ άλλων, διαδικαστικά κωλύματα λόγω της έλευσης του Ενάγοντα/Εφεσείοντα από την Αγγλία για σκοπούς προσαγωγής της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου, τη διαμεσολάβηση της εκδίκασης της αίτησης για νομική αρωγή, και τη διευθέτηση προσαγωγής μαρτυρίας μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης, τα οποία δικαιολογούσαν την επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος.

  1. Για σκοπούς επιδίκασης νόμιμου τόκου, το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε το γεγονός πως η εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας, δεν εξαρτάτο αποκλειστικά και μόνο από τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα, αφού η οποιασδήποτε προκληθείσα καθυστέρηση ήταν συνεπεία της νομικής αρωγής και της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως για σκοπούς αποκρυστάλλωσης των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων, κατέστη αναγκαία η προσκόμιση της κατάλληλης μαρτυρίας μέσω των θεράποντων ιατρών του, οι οποίοι βρίσκονται στην Αγγλία. Ενόψει του ότι ο Ενάγων/Εφεσείων είναι διάδικος με νομική αρωγή για διασυνοριακές διαφορές και ενόψει του ότι όλα τα έξοδα τα οποία βαραίνουν την πλευρά του, επιβαρύνουν ουσιαστικά την Κυπριακή Δημοκρατία, το Σεβαστό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα μας, όπως δοθεί η μαρτυρία των εν λόγω γιατρών, μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης προς αποφυγή μεγαλύτερων εξόδων εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Σεβαστό Δικαστήριο παραγνώρισε και/ή δεν έλαβε υπόψη, πως ως εμφαίνεται από τον ογκώδη φάκελο της υπόθεσης καθώς επίσης και ως επιμαρτυρείται από τα πρακτικά του Πρωτοκολλητείου, ο συντονισμός και η επικοινωνία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου με το Royal Court of Justice του Λονδίνου για προγραμματισμό και διευθέτηση της εικονοτηλεδιάσκεψης, ήταν έργο χρονοβόρο και δύσκολο και/ή η οποιαδήποτε καθυστέρηση προκλήθηκε δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Ενάγοντα/Εφεσείοντα. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πως ως απόρροια των πιο πάνω διαδικαστικών κωλυμάτων, αιτήματα αναβολής ή αυτεπάγγελτες αναβολές ήταν καθόλα δικαιολογημένες και κατ’ ουδένα λόγο δεν θα μπορούσαν να επενεργήσουν εναντίον του Ενάγοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παραγνώρισε τα πιο πάνω διαδικαστικα κωλύματα αλλά τουναντίον παρέλειψε να επιμετρήσει θετικά πως η πλευρά του Ενάγοντα/Εφεσειοντα, ήταν καθόλα βοηθητική αφού ενεπλάκη ενεργά, επίμονα και πέραν των υποχρεώσεων της, για την ετοιμασία και αποστολή όλων των σχετικών εγγράφων προς τις αρμόδιες αρχές της Αγγλίας καθώς επίσης και μέσω των τηλεφωνικών και άλλων παρεμβολών για επίσπευση της όλης διαδικασίας.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο, επιδικάζοντας νόμιμο τόκο από την 01/01/2010, έμμεσα έθεσε τον Ενάγοντα/Εφεσείοντα, ο οποίος είναι διάδικος με νομική αρωγή, σε μειονεκτική και/ή δυσμενέστερη θέση έναντι των διαδίκων με την οικονομική δυνατότητα, οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να καταβάλουν τα σχετικά έξοδα για την προσαγωγή αναγκαίας και/ή ουσιώδους μαρτυρίας από το εξωτερικό προς απόδειξη της υπόθεσης τους, χωρίς όλα τα πιο πάνω διαδικαστικά και τυπικής φύσεως κωλύματα. Το Σεβαστό Δικαστήριο αγνόησε πως η μη επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημερομηνία του επίδικου συμβάντος, ουσιαστικά λαμβάνει τη μορφή τιμωρίας έναντι στο διάδικο που τυγχάνει νομικής αρωγής και που αντιμετωπίζει διαδικαστικά κωλύματα, παραβλέποντας το δικαίωμα του Ενάγοντα/Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, το Άρθρου 30 του Συντάγματος, τον Περί Νομικής Αρωγής Νόμου 165 (Ι)/2002.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφασή του και/ή τα ευρήματά του.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέκτηκε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας των ΜΕ5, ΜΕ6 και ολόκληρης της μαρτυρίας του ΜΕ7, από τη στιγμή που η άλλη πλευρά απέτυχε να προσκομίσει μαρτυρία δια της οποίας να αντικρούει τα όσα έθεσαν οι προαναφερόμενοι μάρτυρες και/ή έστω να αμφισβητήσουν τη διαγνωστική μέθοδο την οποία ακολούθησαν.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει με ποιον τρόπο υιοθέτησε τις θέσεις των Εναγομένων/Εφεσιβλήτων, από τη στιγμή που δεν εφοδίασαν το Δικαστήριο με την κατάλληλη ιατρική μαρτυρία και τα κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία δια των οποίων να υποστηρίζονταν οι θέσεις τους.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ5, Νικόλαου Νικολάου, σε σχέση με το εύρημα του για κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη πως η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη και/ή δεν αντικρούστηκε από άλλη ιατρική μαρτυρία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε με ποια κριτήρια και/ή τους λόγους για τους οποίους ενώ αποδέκτηκε τα υπόλοιπα ευρήματα του εν λόγω γιατρού, απέρριψε το εύρημα για κρανιοεγκεφαλική κάκωση.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να εξηγήσει δεόντως γιατί έκρινε πως ο ΜΕ6, Ian Drever, απέτυχε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επιστημονική τεκμηρίωση πως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα του Ενάγοντα/Eφεσείοντα με τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης οφείλονται στον ξυλοδαρμό που έχει υποστεί.

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε πως διεξήγαγε το συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 δεν ήταν γνώστης των τραυμάτων του Ενάγοντα/Εφεσείοντα και πως κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ΜΕ7 κατέληξε «αβίαστα» στο συμπέρασμα πως το σύνδρομο ίλλιγγου παρουσιάστηκε ένεκα του τραυματισμού από την επίθεση.

  1. . Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως γιατί δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ7, Dr.Yeoh, αναφορικά με τις δύο μόνες αιτίες εμφάνισης του συνδρόμου Βegin Paroxysmal Positional Vertigo (BPPV) (παροξυσμικός ίλιγγος θέσης), είτε λόγω τραυματισμού στο κεφάλι είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ασθενή.

  1. Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή προέβη σε εσφαλμένη αιτιολόγηση ως προς την μη επιδίκαση όλων των πραγματικών ζημιών που υπέστη ο Ενάγων/Εφεσείων.

(Περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την ακρόαση της Εφέσεως)

(Υπογρ.) Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόροι Ενάγοντα/Εφεσείοντα

Καταχωρήθηκε την / / 2015

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

(α) Έκαστος λόγος και τα αιτιολογικά τούτου δέον να εκτίθενται κεχωρισμένως και πλήρως.

Second Assault Interim Decision: 197/2008: Date: 12-02-2013

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Στ. Λουκίδου – Βασιλείου,  Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIOUS DESMOND O’ DWYER

ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Και

1.ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ από Λιοπέτρι
2.ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ απόΦρέναρος
3.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣαπό Λάρνακα

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

Αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία: 12.2.13

Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κα Σ. Γεωργίου (για να ακούσει απόφαση για  κ. Γεωγιάδη)
Για την Εναγόμενη: κ. Βασιλακκάς

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την αγωγή του ο Ενάγων αιτείται  γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες και ζημίες που έχει υποστεί από την επίθεση που δέχθηκε από τους εναγόμενους στις 14.1.08.

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και πριν ολοκληρωθεί η ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, ο οποίος καταθέτει ως πρώτος μάρτυρας, καταχώρισε την παρούσα Αίτηση επιζητώνταςτροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως με την προσθήκη της ακόλουθης πρότασης ως μέρος των ισχυρισμών της παραγράφου 4 της έκθεσης απαίτησης:

«Ο Ενάγων εξαιτίας του ξυλοδαρμού υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές, συναισθηματική φόρτιση και/ή κατάπτωση, υπέρμετρο άγχος, αϋπνίες, αισθήματα δυσφορίας και διατάραξης της ψυχικής ισορροπίας. Εξαιτίας αυτών των συνεπειών, αναγκάστηκε να λάβει ιατρική και/ή ψυχιατρική βοήθεια και/ή υποστήριξη παράλληλα με την χορήγηση ειδικών φαρμάκων προς αντιμετώπιση των προβλημάτων.»

Ο ενάγοντας ζητά  περαιτέρω την αντικατάσταση των λεπτομερειών των ειδικών ζημιών που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης του.

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκο δήλωση της κ. Ντόριας Βαρωσιώτου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του ενάγοντα.

Η μη επακριβής εξειδίκευση των  ειδικών ζημιών αποδίδεται στο γεγονός ότι ο ενάγοντας ενεπλάκη ως διάδικος σε πολλές υποθέσεις με τους ίδιους διαδίκους ή και τα ίδια γεγονότα . Ο ενάγοντας ασχολείτο με όλες  τις προαναφερθείσες υποθέσεις, είχε στη κατοχή του αριθμό εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων με αποτέλεσμα την μη έγκαιρη εξεύρεση και ταξινόμηση των στοιχείων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Επιπρόσθετα πηγαινοερχόταν και/ή παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Κύπρο για την παρακολούθηση των ακροαματικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά ανέφικτο  να εντοπίζει έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στην οικία του στην Αγγλία και ή γενικότερα να βρει χρόνο να ασχοληθεί με την αναζήτηση και ή εντοπισμό των εν λόγω εγγράφων τα οποία εντόπισε κατά την προετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας υπόθεσης. Εισηγείται περαιτέρω ότι θα πρέπει να του επιτραπεί να αποκαλύψει τα εν λόγω έγγραφα με συμπληρωματική ένορκη αποκάλυψη εγγράφων αίτημα όμως που δεν θα απασχολήσει το δικαστήριο στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας αίτησης.

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι οι λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς. Πέραν τούτου έχει διαπιστωθεί ότι εκ παραδρομής και/η αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που έχει υποστεί ο ενάγοντας λόγω του ξυλοδαρμού που ισχυρίζεται ότι έχει δεχτεί. Μόλις διαπιστώθηκαν οι πιο πάνω αναφερόμενες παραλείψεις ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση.

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση των εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία  προβάλλονται διάφοροι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης και υποστηρίζεται με την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Άδας Φλουρέντζου.

Εισηγούνται μεταξύ άλλων ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί ο Αιτητής παραλείπει να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση στην αιτούμενη τροποποίηση. Προβάλλουν περαιτέρω ότι δεν αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο οι ισχυρισμοί των οποίων επιδιώκεται η εισαγωγή με την τροποποίηση δεν συμπεριληφθήκαν από την αρχή στην Έκθεση Απαίτησης και θεωρούν ότι η αίτηση του ενάγοντα καταχωρήθηκε κακόπιστα.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων επιχειρηματολόγησαν υπέρ της θέσης του διάδικου που ο καθένας εκπροσωπεί και παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Η τροποποίηση δικογράφων διέπεται από τη Δ.25, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την τροποποίηση δικογράφων έχουν εκτεθεί και αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην απόφαση της υπόθεσης Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation, (1989) 1E A.Α.Δ. 33, συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα ως ακολούθως:

«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση . Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave ν. Case, 28 Ch.D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»

Προκύπτει από την νομολογία ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την θεμελιακή αρχή πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών.  (Βλέπε απόφαση στην υπόθεσηΠερικτιόνη Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά,(1992) 1 Α.Α.Δ 704).

Αναφορικά με τη φύση των ισχυρισμών που μπορούν να εισαχθούν με την αιτούμενη τροποποίηση δικογράφου σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση SΑΒΑ & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents,(1994) 1 A.Α.Δ. 426, στην οποία λέχθηκε ότι η διαπίστωση πως επιδιώκεται νέα βάση αγωγής δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε απόρριψη της αίτησης τροποποίησης.

Όπως προκύπτει από την νομολογία, κυρίαρχος παράγοντας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Πολλοί παράγοντες επενεργούν στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Ο πρώτος είναι ότι είναι επιθυμητό, όλες οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες αναφέρονται στα επίδικα θέματα, να επιλύονται διεξοδικά στην ίδια διαδικασία. Ο βέβαιος προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, καθώς και η διατύπωση των εκατέρωθεν θέσεων και η απόδειξή τους μέσα σε σταθερό πλαίσιο, είναι άλλος σημαντικός παράγοντας ο οποίος υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Βλέπε απόφαση της υπόθεσης Kallice Holding Co. Ltd n. TR Metals (Overseas) Ltd, (1996) 1A A.A.D 162).

Αναφορικά με το χρόνο υποβολής αίτησης για τροποποίηση δικογράφου, χρήσιμη είναι η αναφορά στην απόφαση της υπόθεσης Astor Manufacturing & Exporting Co.κ.α. ν. A.& G. Leventisκ.α., (1993) 1 Α.Α.Δ.726, όπου λέχθηκε ότι ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Για το ίδιο θέμα, αυτό δηλαδή που αφορά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (1999) 1Α Α.Α.Δ 44 και SABA & Co. (T.M.P.)v. T.M.P. Agents, (ανωτέρω).

Στην απόφαση της υπόθεσης  Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω) το Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η μακρά εκκρεμότητα μιας αγωγής δεν μπορεί να επενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα στην έγκριση αιτήματος τροποποίησης δικογράφου, αλλά αποτελεί παράγοντα, ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση της διαδικασίας και ότι η έννοια της καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος προϋποθέτει τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και για να συνιστά κώλυμα θα πρέπει να μην είναι καλόπιστη.

Στην απόφαση της υπόθεσης SΑΒΑ & Co. (Τ.Μ.P.) v. Τ.Μ.P. Agents, (ανωτέρω) το Εφετείο αναφέρθηκε στην ανάγκη παροχής εξήγησης όταν παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης τροποποίησης.  Όπως λέχθηκε, η σημασία του θέματος της δικαιολόγησης της καθυστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Μια καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης δεν θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.

Σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης υποβολής αίτησης για τροποποίηση, σημειώνω ότι ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από το χρονικό σημείο που ο Αιτητής διαπίστωσε την ανάγκη για τροποποίηση σε συνάρτηση με τον χρόνο που τελικά προώθησε την σχετική αίτηση  για τον σκοπό αυτό.(Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω)).

Η σύγχρονη τάση σε αιτήσεις τροποποίησης παρατηρείται να είναι φιλελεύθερη. Σχετική απόφαση που δείχνει την τάση φιλελευθεροποίησης των τροποποιήσεων δικογράφων είναι η απόφαση στην υπόθεση Δόμνα Νικόλα Χριστοδούλου ν. Αθηναϊδος Ιωάννου Χριστοδούλου κ.α., (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, όπου χαρακτηριστικά λέχθηκε ότι αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. (Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Ιωάννης Νικολάου ν. Ζωής Μιλτιάδους κ.α., (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005).

Η γενικότητα όμως, με την οποία είχε αποδοθεί η πιο πάνω αρχή, διευκρινίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου, (1995) 1 Α.Α.Δ.560, ότι εξακολουθεί να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Γνώμονας για την άσκηση αυτής της διακρατικής εξουσίας του Δικαστηρίου, είναι το σύνολο των περιστατικών και όχι μόνο το επανορθώσιμο των συνεπειών της τροποποίησης ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη του παράγοντες με ποικίλλουσα βαρύτητα, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Βασιλειάδης v. Πετρολίνα 1994 (1) Α.Α.Δ. 14.

Με βάση τις πιο πάνω νομολογημένες αρχές θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης.

Εκείνο που ουσιαστικά προβάλλεται με την ένσταση του καθ’ου η αίτηση είναι ότι υπάρχει καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης η οποία δεν δικαιολογείται από τον αιτητή.

Την δυνατότητα τροποποίησης το Ανώτατο Δικαστήριο την έθεσε στην υπόθεση Χριστοδούλου πιο πάνω.

Στην πιο πάνω υπόθεση το αίτημα για τροποποίηση έγινε από την ενάγουσα μετά που ακούστηκαν εφτά μάρτυρες και μετά από επιτόπια έρευνα υπαλλήλου του κτηματολογίου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι οι εφεσίβλητοι θα εζημιούντο δυσμενώς αν η τροποποίηση επιτρεπόταν και η αδικία που θα τους εγίνετο δεν μπορούσε να αποζημιωθεί με έξοδα ή άλλως πως αφού μεταξύ άλλων θα απαιτείτο νέα επιτόπια έρευνα και διότι η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε πολύ πριν την υποβολή αίτησης.  Η ενάγουσα εφεσίβαλε την απόφαση και το Ανώτατο Δικαστήριο δεχόμενο την έφεση μεταξύ άλλων ανάφερε τα ακόλουθα στη σελίδα 938:

«Στην υπόθεση Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε αυτό που ο Λόρδος Denning M.R.είπε στην υπόθεση Associated Leisure Ltd, and Others v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754, στην οποία ανέφερε τα πιο κάτω:

´I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money.  Thatprinciple applies here.’

Περαιτέρω στην υπόθεση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (πιο πάνω) λέχθηκε σε σχέση με την καθυστέρηση ότι η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό με την γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.

Στη παρούσα περίπτωση, δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρίστηκε τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης και παράλληλα δεν παραβλέπω  την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή για διεξαγωγή της δίκης σε εύλογο χρόνο. Ταυτόχρονα όμως σημειώνεται ότι στην έκθεση απαίτησης περιλαμβάνονται λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων ειδικών ζημιών του ενάγοντα. Εκείνο που ουσιαστικά ζητά με την αιτούμενη τροποποίηση είναι η περαιτέρω εξειδίκευση τους είτε με την προσθήκη περαιτέρω ζημιών είτε με την επακριβή παράθεση της αξίας συγκεκριμένων αντικειμένων που σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται  να είναι χαμηλότερη από την αξία που δηλώνεται στη υφιστάμενη έκθεση απαίτησης του.  Ο ενάγοντας έδωσε την εξήγηση για την οποία δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς τις ειδικές ζημιές που είχε υποστεί και τούτο οφείλεται όπως ισχυρίστηκε στην δυσκολία εντοπισμού των διαφόρων εγγράφων που σχετίζονται με αυτές. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι  οι ειδικές ζημιές δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς καθώς και ότι εκ παραδρομής και ή αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί  δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που ισχυρίζεται ότι υπέστη  από την επίθεση

Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε πριν την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του ενάγοντα που καταθέτει ως ο πρώτος μάρτυρας και αμέσως μόλις έγιναν αντιληπτές οι αναφερόμενες παραλείψεις, καθώς και τη νομολογία, σε σχέση με την καθυστέρηση και ειδικότερα ότι δεν μπορεί να στερείται από διάδικο το δικαίωμα να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα που εγείρει, ακόμα και αν δεν αιτιολογηθεί πλήρως η καθυστέρηση, θεωρώ ότι στον παράγοντα καθυστέρηση δεν πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα.  Σχετική είναι η απόφαση Ιωάννης Νικολάου v. Ζωής Μιλτιάδους (πιο πάνω) όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα:

«Έχουμε εξετάσει με προσοχή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως, ενώ η νομολογία και η νομική θέση εκφράζονται ορθά, εντούτοις δεν εφαρμόζονται ανάλογα στα γεγονότα της υπόθεσης. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρωτόδικος Δικαστής ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η καθυστέρηση για την υποβολή της αίτησης, δίδοντας υπερβολική βαρύτητα στον παράγοντα αυτό. Αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν όψει της νομολογίας, κρίνουμε πως όπου δεν προκαλείται ζημιά ακόμη και η μη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση δεν μπορεί να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει. Το ουσιωδέστερο είναι, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, να δοθεί η ευκαιρία στους διαδίκους να κριθούν όλες οι πραγματικές διαφορές μεταξύ τους

Περαιτέρω θεωρώ ότι στο στάδιο που ζητείται η τροποποίηση δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των εναγομένων οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα να αντεξετάσουν τον εναγόμενο επί των ισχυρισμών που επιχειρεί να εισάγει με την τροποποίηση καθώς και να αντικρούσουν τους εν λόγω ισχυρισμούς με την μαρτύρια που θα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση των εναγομένων ότι με την αιτούμενη τροποποίηση καταπατούνται τα δικαιώματα τους για δίκαιη δίκη.   Στην απόφαση Περικτιόνη Χρίστου v. Ανδρέας Αζάς και άλλος (πιο πάνω) τονίστηκε ότι η τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή πολλαπλότητας νομικών διαδικασιών. Στην υπόθεση Geto v. M/V Vladimir Vaslyayev (αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 714 αποφασίσθηκε ότι το κυρίαρχο στοιχείο που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τις πραγματικές τους διαφορές.

Ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρουν  με την ένσταση τους οι εναγόμενοι είναι ότι η αίτηση του ενάγοντα γίνεται κακόπιστα. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εντοπίζονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση  στοιχεία που να υποστηρίζουν την ύπαρξη κακοπιστίας. Η θέση των εναγομένων ότι ο ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αίτηση σε μια προσπάθεια να διορθώσει τις παραλείψεις που του υποδείχθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας με την υποβολή ενστάσεων σε αίτημα του να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι η αιτούμενη τροποποίηση γίνεται κακόπιστα. Δεν έχω πεισθεί με τα όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι στην ένσταση τους ότι υπάρχει κακοπιστία εκ μέρους του εναγόμενου στην καταχώριση της αιτούμενης τροποποίησης, έτσι ώστε, το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση. Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση Κώστας Παφίτης &Υιοί ΛΤΔ v. ΓενικούΕισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση 204/2009 ημερομηνίας 24.4.2012 η αμέλεια ή το λάθος με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Εξάλλου όπως προκύπτει και από την υπόθεση Mahattou v. Viceroy Ltd (1979) 1 C.L.R. 542 η βασική αποστολή των δικαστηρίων είναι να κρίνουν τα δικαιώματα των διαδίκων και όχι να τους τιμωρούν αποφασίζοντας εναντίον των δικαιωμάτων τους λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν. Από τη στιγμή λοιπόν που διαπιστώνεται ότι η λανθασμένη δικογράφηση δεν θα οδηγήσει σε δικαστική κρίση των πραγματικών ζητημάτων και της πραγματικής διαφοράς των μερών, υπάρχει αντίστοιχο δικαίωμα διόρθωσης, νοουμένου πάντοτε ότι δεν προκαλείται αδικία ή βλάβη στην άλλη πλευρά. Έχω ήδη εξηγήσει πως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι θα προκληθεί αδικία ή βλάβη στους εναγόμενους με την τροποποίηση την οποία αιτείται ο ενάγοντας.

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται.  Εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης ως η παράγραφος Α Ι ΙΙ και ΙΙΙ της αίτησης.  Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί και παραδοθεί στην άλλη εντός τριών  ημερών από σήμερα. Υπεράσπιση στην τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί εντός πέντε  ημερών από τη παράδοση της τροποποιημένης υπεράσπισης.

Τα έξοδα της αίτησης όσο και αυτά που θα σπαταληθούν λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της δίκης.

(Υπ.) ………………..

Στ. Λουκίδου-Βασιλείου, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
Source

Second Assault: Case 197/2008: Date 12-02-2013

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Στ. Λουκίδου – Βασιλείου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 197/2008

Μεταξύ:

CORNELIOUS DESMOND O’ DWYER

ΕΝΑΓΟΝΤΑ

Και

1.ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ από Λιοπέτρι
2.ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ από Φρέναρος
3.ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΤΙΓΓΗΣ από Λάρνακα

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

Αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

Ημερομηνία: 12.2.13

Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κα Σ. Γεωργίου (για να ακούσει απόφαση για κ. Γεωγιάδη)
Για την Εναγόμενη: κ. Βασιλακκάς

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την αγωγή του ο Ενάγων αιτείται γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες και ζημίες που έχει υποστεί από την επίθεση που δέχθηκε από τους εναγόμενους στις 14.1.08.

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και πριν ολοκληρωθεί η ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, ο οποίος καταθέτει ως πρώτος μάρτυρας, καταχώρισε την παρούσα Αίτηση επιζητώντας τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως με την προσθήκη της ακόλουθης πρότασης ως μέρος των ισχυρισμών της παραγράφου 4 της έκθεσης απαίτησης:
«Ο Ενάγων εξαιτίας του ξυλοδαρμού υπέφερε και συνεχίζει να υποφέρει από συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές, συναισθηματική φόρτιση και/ή κατάπτωση, υπέρμετρο άγχος, αϋπνίες, αισθήματα δυσφορίας και διατάραξης της ψυχικής ισορροπίας. Εξαιτίας αυτών των συνεπειών, αναγκάστηκε να λάβει ιατρική και/ή ψυχιατρική βοήθεια και/ή υποστήριξη παράλληλα με την χορήγηση ειδικών φαρμάκων προς αντιμετώπιση των προβλημάτων.»

Ο ενάγοντας ζητά περαιτέρω την αντικατάσταση των λεπτομερειών των ειδικών ζημιών που περιλαμβάνονται στην έκθεση απαίτησης του.

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκο δήλωση της κ. Ντόριας Βαρωσιώτου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του ενάγοντα.

Η μη επακριβής εξειδίκευση των ειδικών ζημιών αποδίδεται στο γεγονός ότι ο ενάγοντας ενεπλάκη ως διάδικος σε πολλές υποθέσεις με τους ίδιους διαδίκους ή και τα ίδια γεγονότα . Ο ενάγοντας ασχολείτο με όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις, είχε στη κατοχή του αριθμό εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων με αποτέλεσμα την μη έγκαιρη εξεύρεση και ταξινόμηση των στοιχείων που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Επιπρόσθετα πηγαινοερχόταν και/ή παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Κύπρο για την παρακολούθηση των ακροαματικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά ανέφικτο να εντοπίζει έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στην οικία του στην Αγγλία και ή γενικότερα να βρει χρόνο να ασχοληθεί με την αναζήτηση και ή εντοπισμό των εν λόγω εγγράφων τα οποία εντόπισε κατά την προετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας υπόθεσης. Εισηγείται περαιτέρω ότι θα πρέπει να του επιτραπεί να αποκαλύψει τα εν λόγω έγγραφα με συμπληρωματική ένορκη αποκάλυψη εγγράφων αίτημα όμως που δεν θα απασχολήσει το δικαστήριο στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας αίτησης.

Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι οι λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς. Πέραν τούτου έχει διαπιστωθεί ότι εκ παραδρομής και/η αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που έχει υποστεί ο ενάγοντας λόγω του ξυλοδαρμού που ισχυρίζεται ότι έχει δεχτεί. Μόλις διαπιστώθηκαν οι πιο πάνω αναφερόμενες παραλείψεις ο ενάγοντας καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση.

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση των εναγομένων – Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία προβάλλονται διάφοροι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης και υποστηρίζεται με την ένορκη δήλωση της δικηγόρου Άδας Φλουρέντζου.

Εισηγούνται μεταξύ άλλων ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί ο Αιτητής παραλείπει να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση στην αιτούμενη τροποποίηση. Προβάλλουν περαιτέρω ότι δεν αποκαλύπτεται ο λόγος για τον οποίο οι ισχυρισμοί των οποίων επιδιώκεται η εισαγωγή με την τροποποίηση δεν συμπεριληφθήκαν από την αρχή στην Έκθεση Απαίτησης και θεωρούν ότι η αίτηση του ενάγοντα καταχωρήθηκε κακόπιστα.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων επιχειρηματολόγησαν υπέρ της θέσης του διάδικου που ο καθένας εκπροσωπεί και παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η τροποποίηση δικογράφων διέπεται από τη Δ.25, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την τροποποίηση δικογράφων έχουν εκτεθεί και αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην απόφαση της υπόθεσης Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation, (1989) 1E A.Α.Δ. 33, συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα ως ακολούθως:

«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση . Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave ν. Case, 28 Ch.D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»

Προκύπτει από την νομολογία ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την θεμελιακή αρχή πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. (Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Περικτιόνη Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά,(1992) 1 Α.Α.Δ 704).

Αναφορικά με τη φύση των ισχυρισμών που μπορούν να εισαχθούν με την αιτούμενη τροποποίηση δικογράφου σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση SΑΒΑ & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents, (1994) 1 A.Α.Δ. 426, στην οποία λέχθηκε ότι η διαπίστωση πως επιδιώκεται νέα βάση αγωγής δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε απόρριψη της αίτησης τροποποίησης.

Όπως προκύπτει από την νομολογία, κυρίαρχος παράγοντας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Πολλοί παράγοντες επενεργούν στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Ο πρώτος είναι ότι είναι επιθυμητό, όλες οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες αναφέρονται στα επίδικα θέματα, να επιλύονται διεξοδικά στην ίδια διαδικασία. Ο βέβαιος προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, καθώς και η διατύπωση των εκατέρωθεν θέσεων και η απόδειξή τους μέσα σε σταθερό πλαίσιο, είναι άλλος σημαντικός παράγοντας ο οποίος υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Βλέπε απόφαση της υπόθεσης Kallice Holding Co. Ltd n. TR Metals (Overseas) Ltd, (1996) 1A A.A.D 162).

Αναφορικά με το χρόνο υποβολής αίτησης για τροποποίηση δικογράφου, χρήσιμη είναι η αναφορά στην απόφαση της υπόθεσης Astor Manufacturing & Exporting Co.κ.α. ν. A.& G. Leventis κ.α., (1993) 1 Α.Α.Δ.726, όπου λέχθηκε ότι ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Για το ίδιο θέμα, αυτό δηλαδή που αφορά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (1999) 1Α Α.Α.Δ 44 και SABA & Co. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents, (ανωτέρω).

Στην απόφαση της υπόθεσης Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω) το Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η μακρά εκκρεμότητα μιας αγωγής δεν μπορεί να επενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα στην έγκριση αιτήματος τροποποίησης δικογράφου, αλλά αποτελεί παράγοντα, ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση της διαδικασίας και ότι η έννοια της καθυστέρησης στην υποβολή αιτήματος προϋποθέτει τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και για να συνιστά κώλυμα θα πρέπει να μην είναι καλόπιστη.

Στην απόφαση της υπόθεσης SΑΒΑ & Co. (Τ.Μ.P.) v. Τ.Μ.P. Agents, (ανωτέρω) το Εφετείο αναφέρθηκε στην ανάγκη παροχής εξήγησης όταν παρατηρείται καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης τροποποίησης. Όπως λέχθηκε, η σημασία του θέματος της δικαιολόγησης της καθυστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Μια καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης δεν θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.

Σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης υποβολής αίτησης για τροποποίηση, σημειώνω ότι ο χρόνος αρχίζει να υπολογίζεται από το χρονικό σημείο που ο Αιτητής διαπίστωσε την ανάγκη για τροποποίηση σε συνάρτηση με τον χρόνο που τελικά προώθησε την σχετική αίτηση για τον σκοπό αυτό.(Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon(S.A.L.) v. Nίκου Κ. Σιακόλα, (ανωτέρω)).

Η σύγχρονη τάση σε αιτήσεις τροποποίησης παρατηρείται να είναι φιλελεύθερη. Σχετική απόφαση που δείχνει την τάση φιλελευθεροποίησης των τροποποιήσεων δικογράφων είναι η απόφαση στην υπόθεση Δόμνα Νικόλα Χριστοδούλου ν. Αθηναϊδος Ιωάννου Χριστοδούλου κ.α., (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, όπου χαρακτηριστικά λέχθηκε ότι αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. (Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Ιωάννης Νικολάου ν. Ζωής Μιλτιάδους κ.α., (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005).

Η γενικότητα όμως, με την οποία είχε αποδοθεί η πιο πάνω αρχή, διευκρινίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Ανδρέα Παύλου, (1995) 1 Α.Α.Δ.560, ότι εξακολουθεί να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Γνώμονας για την άσκηση αυτής της διακρατικής εξουσίας του Δικαστηρίου, είναι το σύνολο των περιστατικών και όχι μόνο το επανορθώσιμο των συνεπειών της τροποποίησης ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει υπόψη του παράγοντες με ποικίλλουσα βαρύτητα, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Βασιλειάδης v. Πετρολίνα 1994 (1) Α.Α.Δ. 14.

Με βάση τις πιο πάνω νομολογημένες αρχές θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης.

Εκείνο που ουσιαστικά προβάλλεται με την ένσταση του καθ’ου η αίτηση είναι ότι υπάρχει καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης η οποία δεν δικαιολογείται από τον αιτητή.

Την δυνατότητα τροποποίησης το Ανώτατο Δικαστήριο την έθεσε στην υπόθεση Χριστοδούλου πιο πάνω.

Στην πιο πάνω υπόθεση το αίτημα για τροποποίηση έγινε από την ενάγουσα μετά που ακούστηκαν εφτά μάρτυρες και μετά από επιτόπια έρευνα υπαλλήλου του κτηματολογίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι οι εφεσίβλητοι θα εζημιούντο δυσμενώς αν η τροποποίηση επιτρεπόταν και η αδικία που θα τους εγίνετο δεν μπορούσε να αποζημιωθεί με έξοδα ή άλλως πως αφού μεταξύ άλλων θα απαιτείτο νέα επιτόπια έρευνα και διότι η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε πολύ πριν την υποβολή αίτησης. Η ενάγουσα εφεσίβαλε την απόφαση και το Ανώτατο Δικαστήριο δεχόμενο την έφεση μεταξύ άλλων ανάφερε τα ακόλουθα στη σελίδα 938:
«Στην υπόθεση Nicolaides v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε αυτό που ο Λόρδος Denning M.R.είπε στην υπόθεση Associated Leisure Ltd, and Others v. Associated Newspapers Ltd [1970] 2 All E.R. 754, στην οποία ανέφερε τα πιο κάτω:
´I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it comes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money. That principle applies here.’

Περαιτέρω στην υπόθεση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (πιο πάνω) λέχθηκε σε σχέση με την καθυστέρηση ότι η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό με την γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης.

Στη παρούσα περίπτωση, δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρίστηκε τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης και παράλληλα δεν παραβλέπω την συνταγματικά καθιερωμένη αρχή για διεξαγωγή της δίκης σε εύλογο χρόνο. Ταυτόχρονα όμως σημειώνεται ότι στην έκθεση απαίτησης περιλαμβάνονται λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων ειδικών ζημιών του ενάγοντα. Εκείνο που ουσιαστικά ζητά με την αιτούμενη τροποποίηση είναι η περαιτέρω εξειδίκευση τους είτε με την προσθήκη περαιτέρω ζημιών είτε με την επακριβή παράθεση της αξίας συγκεκριμένων αντικειμένων που σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να είναι χαμηλότερη από την αξία που δηλώνεται στη υφιστάμενη έκθεση απαίτησης του. Ο ενάγοντας έδωσε την εξήγηση για την οποία δεν ήταν σε θέση να καθορίσει επακριβώς τις ειδικές ζημιές που είχε υποστεί και τούτο οφείλεται όπως ισχυρίστηκε στην δυσκολία εντοπισμού των διαφόρων εγγράφων που σχετίζονται με αυτές. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας περιέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου του ότι οι ειδικές ζημιές δεν είχαν καθοριστεί επακριβώς καθώς και ότι εκ παραδρομής και ή αβλεψίας δεν έχουν δικογραφηθεί δεόντως οι ψυχολογικές και νευρολογικές επιπτώσεις που ισχυρίζεται ότι υπέστη από την επίθεση
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε πριν την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του ενάγοντα που καταθέτει ως ο πρώτος μάρτυρας και αμέσως μόλις έγιναν αντιληπτές οι αναφερόμενες παραλείψεις, καθώς και τη νομολογία, σε σχέση με την καθυστέρηση και ειδικότερα ότι δεν μπορεί να στερείται από διάδικο το δικαίωμα να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα που εγείρει, ακόμα και αν δεν αιτιολογηθεί πλήρως η καθυστέρηση, θεωρώ ότι στον παράγοντα καθυστέρηση δεν πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα. Σχετική είναι η απόφαση Ιωάννης Νικολάου v. Ζωής Μιλτιάδους (πιο πάνω) όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«Έχουμε εξετάσει με προσοχή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως, ενώ η νομολογία και η νομική θέση εκφράζονται ορθά, εντούτοις δεν εφαρμόζονται ανάλογα στα γεγονότα της υπόθεσης. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρωτόδικος Δικαστής ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η καθυστέρηση για την υποβολή της αίτησης, δίδοντας υπερβολική βαρύτητα στον παράγοντα αυτό. Αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν όψει της νομολογίας, κρίνουμε πως όπου δεν προκαλείται ζημιά ακόμη και η μη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση δεν μπορεί να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει. Το ουσιωδέστερο είναι, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, να δοθεί η ευκαιρία στους διαδίκους να κριθούν όλες οι πραγματικές διαφορές μεταξύ τους.»

Περαιτέρω θεωρώ ότι στο στάδιο που ζητείται η τροποποίηση δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των εναγομένων οι οποίοι διατηρούν το δικαίωμα να αντεξετάσουν τον εναγόμενο επί των ισχυρισμών που επιχειρεί να εισάγει με την τροποποίηση καθώς και να αντικρούσουν τους εν λόγω ισχυρισμούς με την μαρτύρια που θα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση των εναγομένων ότι με την αιτούμενη τροποποίηση καταπατούνται τα δικαιώματα τους για δίκαιη δίκη. Στην απόφαση Περικτιόνη Χρίστου v. Ανδρέας Αζάς και άλλος (πιο πάνω) τονίστηκε ότι η τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή πολλαπλότητας νομικών διαδικασιών. Στην υπόθεση Geto v. M/V Vladimir Vaslyayev (αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 714 αποφασίσθηκε ότι το κυρίαρχο στοιχείο που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τις πραγματικές τους διαφορές.

Ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρουν με την ένσταση τους οι εναγόμενοι είναι ότι η αίτηση του ενάγοντα γίνεται κακόπιστα. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εντοπίζονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση στοιχεία που να υποστηρίζουν την ύπαρξη κακοπιστίας. Η θέση των εναγομένων ότι ο ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αίτηση σε μια προσπάθεια να διορθώσει τις παραλείψεις που του υποδείχθηκαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας με την υποβολή ενστάσεων σε αίτημα του να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι η αιτούμενη τροποποίηση γίνεται κακόπιστα. Δεν έχω πεισθεί με τα όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι στην ένσταση τους ότι υπάρχει κακοπιστία εκ μέρους του εναγόμενου στην καταχώριση της αιτούμενης τροποποίησης, έτσι ώστε, το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια απορρίπτοντας την αίτηση. Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση Κώστας Παφίτης &Υιοί ΛΤΔ v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση 204/2009 ημερομηνίας 24.4.2012 η αμέλεια ή το λάθος με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Εξάλλου όπως προκύπτει και από την υπόθεση Mahattou v. Viceroy Ltd (1979) 1 C.L.R. 542 η βασική αποστολή των δικαστηρίων είναι να κρίνουν τα δικαιώματα των διαδίκων και όχι να τους τιμωρούν αποφασίζοντας εναντίον των δικαιωμάτων τους λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν. Από τη στιγμή λοιπόν που διαπιστώνεται ότι η λανθασμένη δικογράφηση δεν θα οδηγήσει σε δικαστική κρίση των πραγματικών ζητημάτων και της πραγματικής διαφοράς των μερών, υπάρχει αντίστοιχο δικαίωμα διόρθωσης, νοουμένου πάντοτε ότι δεν προκαλείται αδικία ή βλάβη στην άλλη πλευρά. Έχω ήδη εξηγήσει πως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί ότι θα προκληθεί αδικία ή βλάβη στους εναγόμενους με την τροποποίηση την οποία αιτείται ο ενάγοντας.

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης ως η παράγραφος Α Ι ΙΙ και ΙΙΙ της αίτησης. Τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί και παραδοθεί στην άλλη εντός τριών ημερών από σήμερα. Υπεράσπιση στην τροποποιημένη έκθεση απαίτησης να καταχωρηθεί εντός πέντε ημερών από τη παράδοση της τροποποιημένης υπεράσπισης.

Τα έξοδα της αίτησης όσο και αυτά που θα σπαταληθούν λόγω της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του ενάγοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της δίκης.

(Υπ.) ………………..
Στ. Λουκίδου-Βασιλείου, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
Source

Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

O’Dwyer developers guilty of 2006 assault

FATHER AND son Christoforos and Marios Karayannas were yesterday found guilty of assaulting their client Conor O’Dwyer in 2006. The case, tried in the Famagusta district court, relates to the first assault on Conor by the developers from whom he had bought a villa.

The injuries sustained during this assault were not serious. Conor was assaulted again in 2008 by Karayannas and ended up in hospital for six days with serious injuries. The civil case for this assault is still pending.

Both father and son were found guilty of the second assault by the Criminal Court of Famagusta last year and although the judge pronounced a 10-month prison sentence, the sentence was suspended. The Attorney General is appealing against the suspension of the sentence and the decision issued by the judge, on the grounds that they were found guilty of actual bodily harm and not grievous bodily harm.

In court yesterday, the judge noted that both defendants are liable for the injuries that they caused to O’Dwyer and the damage to his video camera. The judge did not accept the argument that the defendants tried to use reasonable force to prevent the plaintiff from entering their property. The plaintiff was in a public place and was not trespassing. According to the judge, the two defendants tried to stop O’Dwyer from leaving the place. The judge said the defendants forcefully grabbed the plaintiff’s mobile, preventing him from calling his lawyer and then grabbed his video camera. They pushed him around while he was trying to get into his car, injuring him and they broke his camera. The Court ordered the defendants to pay the plaintiff total damages of €1,739 plus interest and legal fees.

During the trial the defendants claimed that the incidents were triggered by O’Dwyer’s behaviour. They said he was ruining their reputation on the internet because of a dispute with them over a property transaction. The judge dismissed this, saying “…any disputes among people who enter into commercial transactions are not resolved by the use of force or by causing fear or through verbal abuse.”

January 26, 2011 Author: Elias Hazou
Copyright © Cyprus Mail

Good news at last for Conor O’Dwyer

Earlier today Cyprus District Court Judge G. Philippou found property developers Christoforos and Marios Karayiannas guilty of an assault against Conor in 2006 and ordered them to pay damages plus interest and legal fees.

FATHER and son Christoforos and Marios Karayiannas were found guilty today in a civil action which was filed in the District Court of Famagusta by Conor O’Dwyer with regard to his first assault case which took place back in 2006.

The judge accepted as true all of the evidence given before the court by Mr O’Dwyer and the other witnesses.

District Court Judge, G. Philippou concluded that both of the defendants assaulted Conor and are liable for the injuries that they caused to him and the damage to his video camera.

They used violence against him without any reason. The judge did not accept that the defendants tried to use reasonable force in order to prevent the Plaintiff from entering their property. The judge stated that he accepted the evidence given by the Plaintiff that he had been in a public place, not trespassing, after having been invited there by his friends who live in that residential block of houses.

The defendant tried to prevent the Plaintiff, by using force, from leaving the place despite the fact that the Plaintiff was trying to leave peacefully.

The judge said that the defendants forcefully grabbed the Plaintiff’s mobile, preventing him from calling his lawyer and then grabbed his video camera while at the same time, they were preventing him from going away. They pushed him around while he was trying to get into his car, injuring him and they broke his camera.

Both defendants were acting together and encouraging each other to assault Conor. The judge found that the defendants were lying in court and gave conflicting evidence. In many parts of his evidence, Marios Karayiannas gave different evidence than that which he had given in a previous affidavit.

The Court ordered the Defendant to pay the Plaintiff total damages of 1,739.20 Euros plus interest and legal fees.

This is the first time that Conor was assaulted by the developers from whom he had bought his house. The injuries sustained during this assault were not very serious but Conor was assaulted again in 2008 by Karayiannas and ended up in hospital for 6 days with serious injuries. The civil case for this assault is still pending.

Both father and son were found guilty of this assault by the Criminal Court of Famagusta last year and although the judge imposed a 10-month prison sentence, the sentence was suspended.

The Attorney General is appealing against the suspension of the sentence and the decision issued by the judge, i.e. to the effect that they were found guilty of actual bodily harm, not grievous bodily harm.

The Defendants tried to claim, via their lawyer, that the incidents had been triggered by the behaviour of the accused, who was ruining their reputation through the Internet because he had a dispute with them over the selling a house to him. Conor gave them 66,000 Cyprus pounds for a house that they never gave him and they also kept his money.

The judge stated without any disrespect to the defendants’ lawyer that the peaceful protest by the Plaintiff and the publication of his story on the Internet were irrelevant to the matter of the assault – “…any disputes among people who are entering into commercial transactions are not solved by the use of force or by causing fear or through verbal abuse.”

The judge also pointed out that despite the intensive and not so nice way that he was cross-examined by the lawyer for the defence, Conor remained calm throughout the whole procedure and he was answering in a simple way.

This whole dispute arose five years ago when Conor O’Dwyer and his family decided to live the dream and move to a house that they bought in Frenaros, Cyprus. The dream turned into a complete nightmare for the couple and their family when they paid a large deposit of 66,000 Cyprus pounds to the developer, only to be told subsequently that their dream home has been resold to another couple despite the fact that they were registered as the beneficial owners of the property at the Land Registry.

(The Attorney General will appeal a court decision and the sentence handed down in the second assault case against Christoforos and Marios Karayiannas that took place in 2008.)

To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News

Shots fired at British TV crew

Reports of shots being fired at a British TV crew in Cyprus, who have been on the Island investigating and filming a number of property scams, have appeared in the Greek language media.

ACCORDING to reports in a number of Greek language newspapers, shots were apparently fired in the direction of a British TV crew filming in Cyprus for the upcoming ITV series ‘Homes from Hell’.

The incident occurred last Sunday when the crew travelled to Frenaros to film the property at the centre of the Conor O’Dwyer case. While filming at the rear of the house they heard gunfire and the sound of shotgun pellets landing in their vicinity.

At the front of the house the film crew were confronted by a number of men. They were told that they were on private property and were ordered to stop filming.

The TV crew reported the incident to the Famagusta Divisional Police Headquarters. But apparently the Police declined to visit the scene saying that the shots probably came from hunters in an area near the property where hunting is allowed.

We shall bring you more news on this story as it unfolds. The TV crew are flying back to the UK this evening and we hope to speak with them early next week.

By: Nigel Howarth Published: Thursday 11th November 2010
To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News

Our view: Are we about to see justice for all?

THE CRASH of the stock market, in which thousands lost their life savings or ended up with huge debts that they are still paying off today, ensured that very few people would ever again view the Cyprus Stock Exchange as a trustworthy institution. The CSE authorities may have introduced tighter controls and tougher regulations after the fiasco but, 10 years on, investing in the shares of companies listed on the exchange is still considered risky activity by the majority of people.

Once the damage is done, it is very difficult to change people’s perceptions, more so when the authorities fail to take punitive action against the culprits, professionals who knowingly misled investors with cooked accounts and unrealistic forecasts. The overriding impression created was that the law offered no effective protection to investors from dishonest businessmen looking to make a fast buck at the expense of gullible people.

This same mistake has now been made in the property market, which also went through a ‘bubble phase’, attracting all sorts of cowboys, posing as developers, who saw an opportunity to make a quick profit. Most of the buyers were foreigners and therefore easy prey as they were not aware of the Cyprus laws and were not guaranteed reliable legal advice.

The results are well-known and far from flattering for Cyprus. One couple recently lost their flat, some buyers were sold properties that had already been sold, others ended up in flats without electricity and there are close to 10,000 foreigner property-owners without title deeds, praying that the developer would not go bankrupt and the bank takes over their property. There has been one positive case in which owners sued a lawyer who had misled them and were paid damages in the region of €100,000.

This mess has received extensive media coverage abroad, particularly in Britain from which most buyers of holiday homes came. British MEPs have raised the issue of title deeds at the European Parliament, thus making the problem known across Europe. It was the worst possible publicity the struggling holiday home market could have received as it amplified the effects of the recession and jeopardised the future of many developers.

Given that government proposals on the title deeds issue, which also affects some 90,000 Cypriots, will solve none of the old problems, there was only one way for Cyprus to re-build its tarnished image – taking a tough line in cases of developers deceiving buyers that were brought before justice. It was critically important to show that the law offered protection to foreigners who had been deceived by locals; the case of the lawyer who had to pay damages to his clients was a step in the right direction.

But in the last week this good work has been undone by the case of Connor O’Dwyer who had been assaulted by three men (a developer he was in dispute with, the developer’s son and an associate) and was hospitalised for a week. His three attackers were found guilty of causing actual bodily harm by the court but the judge did not give a custodial sentence. Father and son were given a 10-month suspended prison sentence while the third man was fined €3,000. The developer had also crashed his car into O’Dwyer’s but for that misdemeanour the court gave him two penalty points, instead of three that would have caused him to lose his licence.

The court’s leniency towards O’Dwyer’s attackers was quite astonishing and will not boost the confidence of foreigners in our justice system. It is more likely to encourage the view, rightly or wrongly, that the courts are not very tough on crimes by Cypriots against foreigners. To add insult to injury, O’Dwyer now faces criminal charges for posting offensive and harassing messages “without reasonable cause”, for publishing personal data and for threatening violence.

The Attorney-general may have been obliged to charge O’Dwyer after the police received a complaint, but it seems bizarre that the state would prosecute for alleged offences committed six years ago. On Friday it was reported that the Attorney-general would lodge an appeal against the court’s decision and lenient sentence in the O’Dwyer case. One prosecutor told the Cyprus Mail: The Attorney-general’s position is that nothing changes because he is British or any other nationality. Justice is for all.”

The authorities may have finally realised the damage being done to Cyprus’ image by our system’s failure to protect property buyers, but unfortunately, this seems like a case of too little too late.

November 7, 2010

State to appeal O’Dwyer decision and sentence

THE Attorney-general will appeal a court decision and the sentence handed down in the assault of a British national by a developer following a dispute over a property.

On Wednesday, a Paralimni court sentenced property developers, Christoforos Karayiannas, 55 and his son Marios, 35, to a 10-month jail term that was however suspended for two years for assaulting Conor O’Dwyer in 2008.

A third man involved in the incident, 31-year-old Charalambos Ttigis was fined €3,000.

The court found the trio guilty last month of assaulting O’Dwyer and causing actual bodily harm (ABH) – and not the more serious grievous bodily harm (GBH) count, the state had charged them with.

State prosecutor Thanasis Papanicolaou told the Cyprus Mail yesterday that the state will appeal. “I have been authorised by the Attorney-general to file an appeal for both the decision and the sentence,” Papanicolaou said. He added that this would be done in the next few days.

Papanicolaou stressed, that the fact that the plaintiff was British did not make any difference to the state.

“Every person has rights in the Republic of Cyprus, whether they are Cypriots, foreigners, EU nationals or third country nationals,” he said. “The Attorney- general’s position is that nothing changes because he is British or any other nationality. Justice is for all.”

The GBH charge carries a maximum of seven years in jail while ABH goes up to three years.

In her decision on October 27, Judge Evi Antoniou said O’Dwyer – when he testified during the trial – was “excessive in most points.”

“He was stressed, lost his temper, and through his testimony it became evident that the only thing he wanted was the punishment of the defendants,” the judge said. “This led him to numerous contradictions in his testimony.”

During sentencing, the judge said she accepted the position that Christoforos and Marios Karayiannas had been repeatedly provoked by the plaintiff. “Recording most of the conversations the plaintiff had with defendant One without him knowing … publishing the conversations on the Internet, the claims of the plaintiff that defendants One and Two are liars and they mislead people, and publishing these claims as well as harassing” the defendants’ clients “cannot be ignored,” the judge said.

“The plaintiff’s behaviour cannot be isolated from the way things went. He activated four spy cameras; one being a micro- camera hidden well in his jacket to peacefully measure, according to his claim, the pavement of the house he bought and to take pictures,” the judge said.

That provocation was taken into consideration when deciding whether to suspend the sentence, the judge said. It is believed that this particular point will be disputed by the prosecution in the appeal.

The legal precedent cited by the judge stated that provocation can be a mitigating factor in passing sentence but nowhere did it explicitly say that it can be used to suspend a sentence.

By: George Psyllides Published: Friday 5th November 2010

To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News