Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

Bank of Cyprus v. Karayiannas and Son: Case 821/2009

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Φιλίππου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 821/2009

Μεταξύ:

Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ
Εναγόντων – Αιτητών

-και-

1.MICHAEL JOHN GOULD
2.Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ

Εναγομένων- Καθ΄ής η Αίτηση 2

Ημερ.: 24 Ιανουαρίου, 2013

Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες – Αιτητές: κ. Αλ. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε
Για εναγόμενη 2 – Καθ΄ής η Αίτηση: κα Ανδρέου για Α. KLYDES – TTC TEMPLE COURT CHAMBERS

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Σε αίτηση για την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τον παραμερισμό (set aside) ή/ και τη διαγραφή ή/ και απόρριψη της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης)

Οι αιτητές με αίτηση δια κλήσεως εξαιτούνται διατάγματος το οποίο να διατάσσει τον παραμερισμό (set aside) ή/ και τη διαγραφή ή/ και την απόρριψη της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων 2.

Το νομικό υπόβαθρο της αίτησης αποτελούν οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Δ. 48 Θ.Θ. 1-9, Δ. 19 Θ.Θ. 1-27, Δ. 21 Θ.Θ. 1-15 Δ. 25, Θ.Θ. 1 -6, Δ. 26 Θ.Θ. 1-15 , Δ. 27 Θ.Θ. 1-3, Δ. 57 Θ. 1-4, Δ. 64 Θ.1(1) -(3) και 2, η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου και του Κοινοδικαίου καθώς επίσης και οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκο δήλωση του κ. Μιχάλη Στυλιανού υπαλλήλου των εναγόντων – αιτητών και δεόντως εξουσιοδοτημένου από τους ενάγοντες – αιτητές να προβεί στην ένορκη δήλωση. Παραπέμπει στην απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου με ημερομηνία 8.06.2012 με το οποίο ενέκρινε την καταχώρηση τροποποιημένης έκθεσης υπερασπίσεως και ανταπαίτησης και καθόριζε χρόνο 10 ημερών εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί αλλά αυτή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα στις 26.06.2012 οπότε το διάταγμα του Δικαστηρίου έχει καταστεί αφ΄εαυτού άκυρο (ipso facto void).

Οι ενάγοντες – αιτητές πληροφορήθηκαν αυτό το γεγονός για πρώτη φορά στις 5.10.2012 στο Δικαστήριο όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση εφόσον το έγγραφο αυτό ούτε τους επιδόθηκε ούτε και τους δόθηκε καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Εκ μέρους των εναγομένων – καθ΄ών η αίτηση 2 καταχωρήθηκε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως με την οποία αξιώνουν την απόρριψη της αίτησης με έξοδα σε βάρος των αιτητών. Αυτή βασίζεται σε διάφορες δικονομικές διατάξεις, στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και Νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

Σε αυτή προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης:

(α) Οι προϋποθέσεις που επιβάλλει ο νόμος για τον παραμερισμό και/ή απόρριψη της τροποποιημένης υπεράσπισης δεν ικανοποιούνται στη παρούσα υπό εξέταση αίτηση,
(β) αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας (abuse of process), καθ΄ότι η διαγωγή των εναγόντων – αιτητών αποτελεί ασυγχώρητη και περιφρονητική σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας,
(γ) η αίτηση είναι παράτυπη και πάσχει νομικά,
(δ) είναι ανυπόστατη και αδικαιολόγητη,
(ε) δεν εμπίπτει στα πλαίσια των περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο θα μπορέσει να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα για παραμερισμό,
(στ) είναι καθυστερημένη και άνευ αιτιολογίας και δεν εμπίπτει στα πλαίσια των ειδικών περιπτώσεων στις οποίες το Δικαστήριο θα μπορέσει να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα,
(ζ) τα γεγονότα που υποστηρίζουν την εν λόγω αίτηση είναι αναληθή,
(η) οι ενάγοντες – αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και/ή πληροφορίες από το Δικαστήριο.

Την ένσταση υποστηρίζει με ένορκη δήλωση του ο διευθύνων σύμβουλος των εναγομένων 2 – καθ΄ών η αίτηση κ. Μάριος Καραγιαννάς ο οποίος απορρίπτει το περιεχόμενο της αίτησης. Ισχυρίζεται ότι το διάβημα των εναγόντων – αιτητών είναι δρακόντειο τιμωρητικό μέτρο και σύμφωνα με τη πλούσια νομολογία μας θα πρέπει να αποφεύγεται και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογείται στην υπό εξέταση υπόθεση. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε τέτοια αιτήματα θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η παράλειψη των εναγομένων να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου δεν επέφερε σε δυσμενή θέση τους ενάγοντες και δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ούτε υπήρχε εσκεμμένη πρόθεση του εναγομένου 2 για τη μη συμμόρφωση τους με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Σε περίπτωση παραμερισμού και διαγραφής και απόρριψης της τροποποιημένης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ο εναγόμενος 2 δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουστεί πράγμα το οποίο αντιβαίνει στα Συνταγματικά και Ευρωπαϊκά κατοχυρωμένα δικαιώματα για δίκαιη δίκη και απονομή δικαιοσύνης. Θα είναι δυσανάλογο μέτρο καθ΄ότι η παράλειψη εμπρόθεσμης καταχώρησης της δεν είναι τέτοιας φύσης και ουσιώδης παράλειψη που να δικαιολογεί την ακύρωση και παραμερισμό της. Είναι άνευ νομικής βάσης και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η αίτηση στερείται πραγματικού υπόβαθρου και δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνες που δικαιολογείται η διαγραφή δικογράφων.

Σημειώνω ότι στους λόγους ένστασης δεν συμπεριλαμβάνεται κανένας λόγος ο οποίος να δίδει εξήγηση ή να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη καταχώρηση της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων 2 όταν η εκδοθείσα απόφαση καθόριζε χρόνο καταχώρηση της εντός 10 ημερών από της έκδοσης της δηλαδή από 8.06.2012.

Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσφέρθηκε από οποιονδήποτε των διαδίκων προφορική μαρτυρία ούτε και οι ενόρκως δηλούντες υποβλήθηκαν σε αντεξέταση. Επακόλουθα η διαδικασία διεξήχθη με επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι συνήγοροι με βάση το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών στις εισηγήσεις τους υιοθέτησαν και ανέπτυξαν περαιτέρω τους πιο πάνω λόγους που εκθέτουν αντίστοιχα στην αίτηση και στην ένσταση προβάλλοντας επιχειρήματα που προέρχονται από τη νομολογία και αυθεντίες. Σε επί μέρους ζητήματα των εισηγήσεων αυτών θα γίνει αναφορά όπου χρειαστεί στη συνέχεια της απόφασης μου.

H NOMIKH ΠΤΥΧΗ:

Η Διαταγή 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

1. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.
2. If a party who has obtained an order for leave to amend does not amend accordingly within the time limited for that purpose by the order, or if no time is thereby limited, then within fifteen days from the date of the order, such order to amend shall, on the expiration of such limited time as aforesaid, or of such fifteen days, as the case may be, become ipso facto void, unless the time is extended by the Court or a Judge.

Η Διαταγή 27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:
1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.
3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.
4. No action or proceeding shall be to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not.

Ο Κανονισμός 2 της Διαταγής 25 ο οποίος προβλέπει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να υπάρξει η συμμόρφωση προβλέπει τα ακόλουθα:

σε μετάφραση:

¨Αν διάδικος ο οποίος έχει πάρει διάταγμα για άδεια τροποποίησης δεν προβεί στην τροποποίηση βάσει του διατάγματος αυτού μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται γι΄ αυτό το σκοπό από το διάταγμα, ή αν δεν καθορίζεται σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα, μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία του διατάγματος, το διάταγμα που αφορά στην τροποποίηση, εφ΄ όσον εκπνεύσει το χρονικό διάστημα που καθορίζεται ως ανωτέρω, ή αυτό των 15 ημερών, ανάλογα με την περίπτωση, θα καθίσταται αφ΄ εαυτού άκυρο, εκτός αν ο χρόνος παραταθεί από το Δικαστήριο ή Δικαστή.¨

Η απόφαση Ελένη Σάββα Σάκκουλα και άλλου v. Αρέστη, (1989) 1 Α.Α.Δ. σελ. 355 στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, απόφαση την οποία εξέδωσε ο Δικαστής Αρτεμίδης σε αναφορά και στις αποφάσεις Λυσάνδρου v. Σχίζα κ.ά., (1979) 1 Α.Α.Δ. 267 και Ευαγόρου v. Χριστοδούλου κ.ά, (1982) 1 Α.Α.Δ. 771 είναι διαφωτιστική και για τούτο θα κάμω στη συνέχεια εκτενή παραπομπή σε αποσπάσματα της:

¨Στην πρώτη απόφαση … το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως όταν καθορίζεται χρόνος για την εφαρμογή μιας διαταγής από το ίδιο το Δικαστήριο, τότε στη λήξη του χρόνου αυτού η διαταγή καθίσταται αφ΄ εαυτής άκυρη. Παρατίθεται το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα: ¨Substitution of parties is permitted and /or regulated by Order 9,r.11, which sets out no limit for giving effect to an order there under. But, as the learned President who made the order appealed from pointed out, it is specifically stated in the White Book that under Order 16,r.13, of the Rules of the Supreme Court, which is the source and origin of our Order 9,r.11 such substitution must be made in compliance with the provisions of the English Order 28,r. 7, corresponding to our Order 25,r. 2. Accordingly on the expiry of the time limited by the President’s order this lapsed and all proceedings taken there under were void.” Η απόφαση αυτή υιοθετείται στην υπόθεση Ευαγόρου όπου γίνεται ειδική μνεία των προνοιών του Κανονισμού 2 της Διάταξης 25, σαν παράδειγμα περίπτωσης στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναβιώσει διάταγμα που κατέστη αφ΄ εαυτού άκυρο, μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που τέθηκε για την τροποποίηση, αντικείμενο του διατάγματος¨.

Στη συνέχεια δε της ίδιας απόφασης και απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο δικαιούται να παρατείνει το χρόνο που προβλέπεται στον Κανονισμό 2 της Διάταξης 25, ή του χρόνου που το ίδιο το Δικαστήριο έχει καθορίσει, μετά τη λήξη του, αποφάσισε ότι ¨το Δικαστήριο δεν έχει τέτοια εξουσία και αυτό φαίνεται καθαρά από τη σχετική φράση του Κανονισμού ¨θα….. καθίσταται αφ΄ εαυτού (ipso facto) άκυρο, εκτός εάν ο χρόνος παραταθεί………………. κ.λ.π.¨

Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, ή αυτού που ορίζει το Δικαστήριο, το διάταγμα καθίσταται άκυρο, αν δεν γίνει η τροποποίηση. Η εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει το χρόνο υφίσταται μόνο πριν την λήξη των 15 ημερών, ή του χρόνου που το ίδιο ορίζει, και όχι μετά που το Δικαστήριο καθίσταται ανενεργό, όταν το διάταγμα καταστεί άκυρο.¨

Στην απόφαση Αθανασιάδη v. Αλεξάνδρου, (1991) 1 Α.Α.Δ. σελ. 945 λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 951:

¨Η παρούσα περίπτωση διαφέρει από την περίπτωση παράλειψης καταχώρησης τροποποιημένης γραπτής πρότασης μέσα στην ταχθείσα προθεσμία γιατί εκεί, σύμφωνα με τη Δ. 25 κ. 2, με την εκπνοή της προθεσμίας εκείνης, το διάταγμα του Δικαστηρίου που επιτρέπει την τροποποίηση καθίσταται ipso facto άκυρο και επομένως εξαφανίζεται η πηγή της εξουσιοδότησης για την καταχώρηση της γραπτής πρότασης (Lyssandrou v. Schiza (ανωτέρω).

Επειδή έγινε επίκληση και της Διαταγής 57 Θεσμός 2 η οποία παρέχει την ευχέρεια σε Δικαστήριο να διατάξει την παράταση χρόνου για να γίνει κάτι ή να αρχίσει κάποια διαδικασία, θα πρέπει να αναφέρω, ότι οι πρόνοιες αυτής της διάταξης δεν εφαρμόζονται εκεί όπου υφίσταται διαταγή για εκτέλεση πράξης προγενέστερης άλλης ή εκεί όπου εξέπνευσε ο χρόνος που χορηγήθηκε σε διάδικο για εκτέλεση πράξης, με αποτέλεσμα το άλλο διάδικο μέρος να αποκτήσει το δικαίωμα, το ίδιο πλέον, εκτέλεσης της πράξης εκείνης ή να αποταθεί με σχετική αίτηση για απόρριψη (βλ. Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1952 σελ. 1371, επίσης τις αποφάσεις Evand Promotions κ.α. v. Frank Rutman, (Αρ.2) (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. σελ. 2123, Χόππη v. Παναγή, (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, Παπακόκκινου κ.α. v. Δήμου Πάφου (Αρ.2), (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 1712 και Stabilad v. Stephens & Carter, (1998) 4 All E.R. 129). Και όλα τα πιο πάνω παρά την ευρύτητα της εξουσίας, η οποία παρέχεται, στον τομέα αυτό και η οποία τονίζεται σε σειρά αποφάσεων (όπως μεταξύ άλλων Eleftheriades & Another v. Another v. Mavrellis & Another, (1985) 1 C.L.R. 436, Αθανασιάδης v. Αλεξάνδρου, (1991) 1 Α.Α.Δ. 945).

Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου την οποία επικαλέστηκε η πλευρά της καθ’ ής η αίτηση κρίνω ότι δεν έχει θέση εν προκειμένω και παρά το ότι σε ενδιάμεσες διαδικασίες το Δικαστήριο ασκεί αυτή του την εξουσία και παρέχει παρατάσεις χρόνου, ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε κανονισμούς (βλ. Αυξεντίου v. Σάββα, (2003) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1963). Στην υπόθεση Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ v. Ουστά, (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 στη σελ. 112 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την αντίκριση αυτής της εξουσίας του Δικαστηρίου:

¨Η φύση και τα όρια της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εξετάστηκαν στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 584. Όπως προκύπτει, σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει, λόγω της ταύτισης της με το Δικαστήριο και της αναγκαιότητας της ύπαρξης της για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητης από το νόμο και τους θεσμούς¨.

Όπως επεσήμανα και πιο πάνω η καθ΄ ής η αίτηση στην ένσταση της δεν δικαιολογεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο την παράλειψη της να συμμορφωθεί με το διάταγμα του Δικαστηρίου εντός του χρόνου που είχε τεθεί. Παρατηρώ περαιτέρω ότι δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για εξασφάλιση διατάγματος για παράταση του χρόνου που έταξε το δικαστήριο. Το ζήτημα ετέθη για πρώτη φορά από την πλευρά των εναγόντων – αιτητών στην παρούσα, όπως φαίνεται και στο πρακτικό στις 5.10.2012 όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και για πρώτη φορά το είχε πληροφορηθεί ότι είχε καταχωρηθεί εκπρόθεσμα το δικόγραφο.

Είναι προφανές ότι η έγκριση του αιτήματος και ο παραμερισμός της τροποποιημένης υπεράσπισης και της ανταπαίτησης δεν θα έχει καταλυτικά αποτελέσματα ούτε και εξουδετερώνει τον επιδιωκόμενο σκοπό εφόσον ήδη υπάρχει καταχωρημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση στον φάκελο της υπόθεσης για δε την ανταπαίτηση δεν εζητείτο οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση. Θα έλεγα όμως ότι ούτε και αποκλείεται η πλευρά της εναγομένης 2 να επανέλθει αν κρίνει αυτό σκόπιμο όπως είναι καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή. Επομένως η παρούσα, δεν είναι η περίπτωση όπου η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να εφαρμοστεί καθιστώντας αποτελεσματική την απονομή της δικαιοσύνης.

Έγινε επίκληση εκ μέρους της καθ΄ής η αίτηση των προνοιών της Διαταγής 64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Κατά την άποψη μου όμως δεν συντρέχει στη περίπτωση εφαρμογή τους, καθ΄ότι η διόρθωση η οποία επιδιώκεται με τα αιτούμενα διατάγματα δεν μπορεί να αναχθεί σε απλή παρατυπία αλλά επιδιώκεται η ανασύσταση άκυρου δικονομικού μέτρου. Έτσι δεν υπάρχει εν προκειμένω οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θεραπευθεί (βλ. Αθανασιάδης v. Aλεξάνδρου (ανωτέρω), Landbroke Group PLc κ.ά, v. Παπακόκκινου κ.ά. (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 1535, Panayiotis Georgiou (catering) Ltd κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα παραμερισμού (set aside) της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ημερομηνίας 26.06.2012 της εναγομένης 2.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων – αιτητών και εναντίων της καθ΄ής η αίτηση – εναγομένης 2 όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο τα οποία θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

(Υπ.) ………………………
Χρήστος Φιλίππου, Ε.Δ.
Source